Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, σχολιάζοντας τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς παιδαγωγοῦσε τὸν δύστροπο καὶ ἀνυπότακτο Ἰσραηλιτικὸ λαό, ἄλλοτε μὲ ἀπειλὲς καὶ τιμωρίες καὶ ἄλλοτε μὲ πλῆθος εὐεργεσιῶν, παρατηρεῖ: «Κοίταξε πόση ἡμερότητα καὶ φιλανθρωπία δείχνει ὁ Θεὸς καλώντας σὲ ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας καὶ ἐπαναφέροντας αὐτοὺς ποὺ συνεχῶς ξέφευγαν ἀπὸ τὴ σωστὴ πορεία». Καρπὸς τῆς θείας φιλανθρωπίας ἦταν καὶ ὁ Νόμος ποὺ δόθηκε στὸν Μωυσῆ· σκοπὸς του ἦταν νὰ βοηθήσει τοὺς Ἰσραηλίτες νὰ γνωρίσουν καὶ νὰ συναισθανθοῦν τὴν ἁμαρτωλότητά τους, ὥστε νὰ εἶναι ἕτοιμοι νὰ ὑποδεχθοῦν τὸν Χριστὸ ποὺ θὰ τοὺς παρεῖχε ἄφεση καὶ σωτηρία.
«Περιτομὴ καρδίας ἐν πνεύματι»
Οὔτε ἡ τήρηση τῶν πολλῶν διατάξεων τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου οὔτε οἱ πολυποίκιλες θυσίες καὶ τελετουργίες, ποὺ ἐκεῖνος ἀπαιτοῦσε, εἶχαν τὴ δύναμη νὰ τοὺς ἐλευθερώσουν ἀπὸ τὴν ἐνοχὴ καὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. «Ὅπως ἡ σκιὰ τοῦ σώματος», λέει ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, «δὲν μπορεῖ νὰ προσφέρει καμία σωματικὴ ὑπηρεσία, οὔτε δηλαδὴ νὰ ἐπιδέσει τραύματα, οὔτε νὰ προσφέρει τροφή, οὔτε πολὺ περισσότερο νὰ κόψει δεσμά, ἔτσι καὶ ὁ παλαιὸς Νόμος, ὡς σκιὰ τῆς Καινῆς Διαθήκης, δὲν μποροῦσε νὰ ἐλευθερώσει τὴν ἀνθρώπινη καρδιὰ καὶ νὰ τῆς ἀφαιρέσει τὰ ρυπαρὰ ἐνδύματα τῆς ἁμαρτίας». Τὸ ἴδιο καὶ ἡ σωματικὴ περιτομή, ποὺ ἐπέβαλε ὁ Νόμος, φανέρωνε ὅτι πλησίαζε ἡ ἀληθινὴ «περιτομὴ καρδίας ἐν πνεύματι» (Ρωμ. 2,29), ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καὶ ἡ ἐν Χριστῷ ἐλευθερία καὶ σωτηρία.
Αὐτὰ δὲν μποροῦσαν ἢ μᾶλλον δὲν ἤθελαν νὰ κατανοήσουν οἱ ἰουδαϊζοvτες ψευδάδελφοι. Ἐπέμεναν νὰ θεωροῦν ἀναγκαῖα γιὰ τὴ σωτηρία τὰ τυπικὰ ἔργα τοῦ Νόμου, ὅπως τὴν περιτομὴ καὶ τὴ διάκριση τροφῶν, ποὺ δὲν κόστιζαν καὶ τόσο, ὅσο «κόστιζε» ἡ ἐσωτερικὴ ἀλλαγὴ καὶ ἡ μετατροπὴ τῆς «λίθινης καρδιᾶς» σὲ «σάρκινη», δηλαδὴ ἡ ἀπόκτηση ὑγιοῦς ταπεινοφροσύνης καὶ ἀγάπης, καθὼς καὶ ἡ ἄσκηση θεοφιλοῦς νηστείας καὶ προσευχῆς. Γι’ αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος καὶ στὴν πρὸς Ρωμαίους καὶ στὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή, ὅπως στὴ σημερινὴ περικοπή, τονίζει ἐπανειλημμένα ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν δικαιώνεται, δὲν σώζεται μὲ τὰ ἔργα τοῦ Νόμου. Σώζεται μὲ τὴν πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστό· μία πίστη ὅμως, ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὴ συνεπῆ τήρηση τοῦ θείου θελήματός του, ὅπως Ἐκεῖνος τὸ φανέρωσε ρητά, ὄχι καταργώντας ἀλλὰ συμπληρώνοντας καὶ τελειοποιώντας τὸν εἰς Αὐτὸν παιδαγωγὸ θεόσδοτο Νόμο. Μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ καταργήθηκαν μόνο οἱ τυπικὲς διατάξεις τοῦ Νόμου, ποὺ εἶχαν πρoτυπωτικὸ χαρακτήρα, εἶχαν δηλαδὴ σκοπὸ νὰ προετοιμάσουν τὴν ἐν Χριστῷ πνευματικὴ ζωή. Τώρα, ποὺ «παρῆλθεv ἡ σκιὰ τοῦ Νόμου» ἀφοῦ φανερώθηκε ὁ πρoτυπoύμεvoς Χριστός, «ἂν ἐγὼ ἐπιδιώκω», λέει ὁ Παῦλος, νὰ «ἀναστήσω πάλι αὐτὲς τὶς νομικὲς διατάξεις, τότε οὐσιαστικὰ ἐμφανίζομαι παραβάτης τοῦ Νόμου, προσπαθώντας νὰ τηρῶ αὐτὰ ποὺ τελικὰ κατάργησε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός».
Σύγχρονες ἐθνοφυλετικὲς ἀγκυλώσεις
Σήμερα στὴν Ἐκκλησία προφανῶς ἔχει ξεπερασθεῖ τὸ θέμα τῆς περιτομῆς, ἀλλὰ μᾶλλον ἀκόμα ὑφίσταται τὸ πνεῦμα τῆς «περιτομῆς»· ἐκδήλωση αὐτοῦ τοῦ πνεύματος ἀποτελεῖ καὶ ἡ ὄχι σπάνια ρατσιστικὴ συμπεριφορὰ ἀπέναντι σὲ μεταστραφέvτες στὴν πίστη ἀπὸ ἄλλη θρησκεία ἢ ἀπὸ ἄλλη ὁμολογία. Μία ἀλλοδαπή, ἕξι χρόνια ὀρθόδοξη, ἐξομολογεῖται: «Ὅταν πρώτη φορὰ μετὰ τὴ βάπτισή μου ἐκκλησιάστηκα στὴ νέα ἐνορία μου, σχεδὸν κανεὶς δὲν μοῦ εἶπε ἔστω ἕνα ἁπλὸ «Καλωσόρισες». Μὲ τὸ ποὺ ἔμπαινα στὸν Ναό, ὅλοι μὲ κάρφωναν μὲ τὸ βλέμμα τους καὶ μετὰ μουρμούριζαν: Ξένη εἶναι! Τὰ χρόνια ποὺ ἔζησα στὴν Ἑλλάδα πρὶν ἀπὸ τὴ μεταστροφή μου, τὸ γεγονὸς πὼς ἤμουν ξένη δὲν ἐνόχλησε κανέναν. Τώρα ὅμως, μετὰ τὴν εἴσοδό μου στὴν Ἐκκλησία ἄρχισαν νὰ μοῦ συμπεριφέρονται λὲς καὶ μόλις εἶχα καταφθάσει. Τελικά μοῦ δίνουν τὴν ἐντύπωση ὅτι πιστεύουν, πὼς ἂν δὲν ἔχεις γεννηθεῖ Ἕλληνας, δὲν μπορεῖς νὰ εἶσαι ὀρθόδοξος».
Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ ἐθνοφυλετικὲς ἀγκυλώσεις καὶ προσκολλήσεις σὲ ἐξωτερικοὺς τύπους, ὑπάρχει στὸ ἄλλο ἄκρο ἡ μερίδα ἐκείνων ποὺ καυχῶνται ὅτι δὲν ἀκολουθοῦν θρησκευτικὲς τυπικότητες, ἀλλὰ πιστεύουν -ὅπως λένε- μὲ τὸν τρόπο τους. Αὐτοὶ σχετικοποιοῦν συνήθως τὴν ἀξία τῆς τακτικῆς συμμετοχῆς στὴ λατρεία ἢ τῆς τήρησης τῆς νηστείας· ἔτσι καταλήγουν σὲ μία ἐπίσης δικῆς τους ἔμπνευσης «θρησκεία τῆς περιτομῆς», μὲ τὸ νὰ περικόπτουν τοὺς οὐσιώδεις τρόπους ἐκκλησιαστικῆς ἄσκησης καὶ διατροφῆς.
Ἀποριπτέες «ἐθελοθρησκεῖες»
Ποιὰ ὅμως μητέρα παύει νὰ ταΐζει καθημερινὰ τὸ παιδί της, γιὰ νὰ καμαρώσει ὅτι τὸ ἀνατρέφει μὲ τὸν τρόπο της; Παρόμοια, πῶς μπορεῖ κάποιος νὰ καυχηθεῖ, ὅπως ὁ Ἀπόστολος, ὅτι «ζῆ ἐν ἐμοὶ Χριστός», ἂν θυμᾶται νὰ λειτουργηθεῖ μόνο Χριστούγεννα καὶ Πάσχα; Ἄραγε ὅταν ὁ Χριστὸς ἔλεγε «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει κἀγὼ ἐν αὐτῷ» ἐννοοῦσε «δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ»; Ἐξάλλου πῶς μπορεῖ κάποιος νὰ «συσταυρωθεῖ» μὲ τὸν Χριστό, ὅπως ὁ Παῦλος, ἂν ἀπορρίψει τὸ χριστοποιὸ ἀσκητικὸ πρόγραμμα τῆς Ἐκκλησίας; Ἄραγε ὅταν ὁ Ἀπόστολος ἔλεγε «ὑπωπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ», μήπως ἐννοοῦσε ὅτι ἁπλῶς περιόριζε τὴν κατάκριση καὶ τὸ κουτσομπολιὸ ἐλέγχοντας μόνο τὰ «ἐξερχόμενα» ἐκ τοῦ στόματος, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἄφηνε ἐλεύθερα τὰ «εἰσερχόμενα» περιφρονώντας τὴ νηστεία;
Τελικὰ καὶ τὰ δύο ἄκρα, καὶ αὐτοὶ ποὺ ἔμεναν προσκολλημένοι στὸ γράμμα καὶ στοὺς ἐξωτερικοὺς τύπους τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, ἀλλὰ καὶ ὅσοι σήμερα ὑποτιμοῦν ὡς «τύπους» καὶ «ὑποκρισίες» τὴν τήρηση τῆς νηστείας καὶ τὴν τακτικὴ συμμετοχὴ στὴ θεία Λειτουργία, ἀκολουθοῦν -γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε παύλεια ὁρολογία- «ἐθελοθρησκεῖες», δηλαδὴ θρησκεῖες δικῆς τους ἀρέσκειας καὶ ἐπινόησης, καρποὺς ἐγωιστικοῦ φρονήματος. Ὅμως, ὅποιος καλλιεργεῖ τέτοιες τάσεις θρησκευτικοῦ αὐτοσχεδιασμοῦ, δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ κάνει χῶρο γιὰ νὰ δεχθεῖ αὐθεντικὸ τὸν ἐκκλησιαστικὸ τρόπο ζωῆς, ποὺ θεμελίωσε ὁ Χριστὸς καὶ μᾶς παρέδωσαν ἀναλλοίωτο οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ διάδοχοί τους ἅγιοι Πατέρες.