Ἡ περικοπὴ αὐτὴ ἀπὸ τὴν Β΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ εἶναι ἐξαιρετικὰ ἐπίκαιρη σήμερα. Τὸ συγκεκριμένο ἱστορικὸ ὑπόβαθρο γιὰ νὰ τὴν κατανοήσει κανεὶς εἶναι τὸ ἑξῆς: Οἱ χριστιανοὶ τῶν Ἱεροσολύμων βρίσκονταν σὲ δύσκολη οἰκονομικὴ καὶ κοινωνικὴ κατάσταση καὶ ἀντιμετώπιζαν συνεπῶς ζωτικὰ καθημερινὰ προβλήματα. Ἴσως σ’ αὐτὸ νὰ συνετέλεσε καὶ ὁ λιμὸς ποὺ σημειώθηκε ἐπὶ αὐτοκράτορος Κλαυδίου (βλ. Πράξ. 11,28). Στὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο τῶν Ἱεροσολύμων (γύρω στὸ ἔτος 49) ποὺ ἔγινε γιὰ νὰ συζητηθοῦν θέματα πίστεως ποὺ προέκυψαν μετὰ τὴν εἴσοδο στὴν Ἐκκλησία τῶν ἐθνικῶν ποὺ δὲν εἶχαν γνώση ἢ καὶ ὑποχρέωση νὰ τηροῦν τὸ Νόμο τοῦ Μωυσῆ, ὅπως τὸ ἀπαιτοῦσαν ὁρισμένοι χριστιανοὶ προερχόμενοι ἀπὸ τοὺς κόλπους τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, ὁ Ἀπ. Παῦλος ἀνέλαβε νὰ συγκεντρώσει βοηθήματα ὑλικὰ ἀπὸ τὶς Ἐκκλησίες τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου γιὰ τοὺς χριστιανοὺς τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἀνέλαβε νὰ διοργανώσει τὴ λεγόμενη «λογεία» (ἀπὸ τὸ «λογεύω»: συλλέγω εἰσφορές), δηλ. ἕνα εἶδος ἐράνου γιὰ νὰ ἀνακουφιστοῦν οἱ χριστιανοὶ τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας τῆς Ἱερουσαλήμ. Ὅ,τι συγκεντρώθηκε μεταφέρθηκε διὰ χειρὸς Βαρνάβα καὶ Παύλου στοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων γιὰ τὴ διανομή.
Στὰ κεφ. 8 καὶ 9 τῆς Β΄ Κορινθίους, ἀπὸ ὅπου καὶ ἡ περικοπή μας, δίνει ὁδηγίες ὁ Παῦλος στοὺς χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου γιὰ τὸν ἔρανο αὐτὸ τῆς ἀλληλεγγύης. Εἰδικότερα στὴν περικοπὴ τῆς Κυριακῆς ποὺ παραθέσαμε προηγουμένως σὲ μετάφραση συνιστᾶ τὰ ἀκόλουθα:
1.Κατ’ ἀρχὴν προτρέπει τοὺς χριστιανοὺς νὰ δώσουν ἁπλόχερα ὅποια βοηθήματα μποροῦν, μιμούμενοι τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος κατὰ τὸν Ψαλμὸ 112,9 «Σκόρπισε, ἔδωσε στοὺς φτωχούς, ἡ ἀγαθοεργία του θὰ διαρκεῖ αἰώνια». Αὐτὸς ποὺ δίνει, λέγει ὁ Παῦλος, πλουτίζει περισσότερο ἀπὸ αὐτὸν ποὺ λαμβάνει. Γιατί «ὅποιος σπέρνει μὲ φειδὼ θὰ ἔχει λίγη σοδειά· κι ὅποιος σπέρνει ἁπλόχερα ἡ σοδειά του θὰ εἶναι ἄφθονη». Φέρει μάλιστα ὡς παράδειγμα πρὸς μίμηση, γιὰ νὰ διεγείρει προφανῶς τὴ φιλοτιμία τῶν ἀναγνωστῶν του, τοὺς χριστιανοὺς τῆς Μακεδονίας, ποὺ ἤδη ἔχουν συγκεντρώσει βοηθήματα.
2. Ἡ προσφορά τους νὰ γίνει μέσα ἀπὸ τὴν καρδιὰ τους χωρὶς κανένα καταναγκασμὸ ἢ στενοχώρια, «γιατί ὁ Θεὸς ἀγαπάει αὐτὸν ποὺ δίνει μὲ εὐχαρίστηση», ὅπως λέγει καὶ τὸ βιβλίο τῶν Παροιμιῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (Παροιμ. 22,8).
3. Τέλος, ἡ προσφορὰ τῆς ἀγάπης τους θὰ γίνει ἀφορμὴ γι’ αὐτοὺς ποὺ τὴν λαμβάνουν νὰ ἀπευθύνουν εὐχαριστίες πρὸς τὸν Θεόν. Μὲ ἄλλα λόγια, δίνουν γιὰ τοὺς ἐνδεεῖς ἀδελφούς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀλλ’ ἡ προσφορὰ τους πηγαίνει στὸν ἴδιο τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος θὰ τοὺς τὴν ἀνταποδώσει πλουσιοπάροχα.
Χωρὶς αὐτὰ τὰ κριτήρια ἡ ἀλληλεγγύη εἶναι ἐξαναγκασμὸς καὶ πρόκληση ἀγανακτήσεως.