Μπορεῖ βεβαίως, οἱ μεγαλουπόλεις νὰ μὴ μᾶς τὸ ἐπιτρέπουν, ὅμως ὅλοι μας ἔστω καὶ σπάνια, ἔχουμε τὴ δυνατότητα νὰ θαυμάσουμε τὸν ἔναστρο οὐρανό. Ἑκατομμύρια, δισεκατομμύρια, ἄπειρα, ἀμέτρητα ἀστέρια, λάμπουν στὸ στερέωμα συνθέτοντας μία ὀμορφιὰ μοναδική. Οἱ ἀστρονόμοι προσπαθοῦν νὰ τὰ μετρήσουν, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ὁμολογήσουν ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀκατόρθωτο. Κι ὅλ’ αὐτὰ κινοῦνται τὸ καθένα στὴν τροχιά του, χωρὶς ἐκτροχιασμούς, χωρὶς αὐθαιρεσίες, σὲ μία οὐράνια ἁρμονία ποὺ σὲ ἀναγκάζει νὰ ἀναζητήσεις καὶ νὰ ὁμολογήσεις τὸν ἐνορχηστρωτὴ αὐτῆς τῆς σύνθεσης, τὸν Δημιουργό τοῦ παντός, τὸν Θεό! Πῶς κινοῦνται στὸ οὐράνιο στερέωμα ὅλα αὐτὰ τὰ ἄστρα καὶ οἱ πλανῆτες; Οἱ φυσικοί μᾶς ἐξηγοῦν πὼς στὸ καθένα ὑπάρχει μία δύναμη, ἡ βαρυτικὴ ἕλξη, μὲ τὴν ὁποία ἀλληλεπιδροῦν καὶ συντονίζουν τὶς τέλειες αὐτὲς κινήσεις σὲ ἄψογες τροχιές.
Κι ὁ Θεὸς ποὺ μεριμνᾶ γιὰ τὸ πῶς θὰ συνυπάρξουν καὶ θὰ ἀλληλεπιδράσουν μεταξύ τους τὰ ὑλικὰ σώματα, δὲν θὰ φροντίσει γιὰ τὸ πῶς θὰ συνυπάρξουν καὶ ἀλληλεπιδράσουν μεταξύ τους τὰ τελειότερα δημιουργήματά Του, τὰ κατ’ εἰκόνα πλάσματά Του, οἱ ἄνθρωποι; Ἔχει φροντίσει γι’ αὐτό. Μόνο ποὺ δὲν ἔφτιαξε μία δύναμη νὰ μᾶς συγκρατεῖ, ἀλλὰ ἐμφυσώντας μας πνοὴ ζωῆς, μᾶς ἔδωσε κάτι ἀπὸ τὸν Ἑαυτό του, κάτι ποὺ τὸν προσδιορίζει καὶ τὸν χαρακτηρίζει. Κι αὐτὸ τὸ κάτι δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν ἀγάπη.
Τοῦ ἀγαπήσαντός με
Τί εἶναι ἡ ἀγάπη; Δὲν ὁρίζεται! Δὲν περιορίζεται ἐγκεφαλικὰ σὲ λογικὲς διατυπώσεις! Δὲν προσδιορίζεται ἀπὸ ἐπιστημονικοὺς ὁρισμούς! Καθορίζεται ἀπὸ ἐμφανεῖς συμπεριφορὲς καὶ μυστικὲς διαθέσεις. Προορίζεται ὡς κοινή μας ἀποκατάσταση. Διορίζεται ἀπὸ τὴ θεία βούληση κριτής μας. Ἐξορίζεται ἀπὸ τὴν ψυχὴ χάρη στὸ ἐγωιστικὸ φρόνημα, γιὰ νὰ μᾶς ἀφορίσει στὴ συνέχεια ὡς ἀναξίους τῶν θείων δωρεῶν, ἀπὸ τὴν αἰτία καὶ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς. Ἡ ἀγάπη εἶναι κατάσταση, εἶναι βίωμα, εἶναι θεία ἐμπειρία. Δὲν μπορεῖ νὰ τὴν κατανοήσει ὅποιος δὲν τὴν ἔχει ζήσει, ὅποιος δὲν τὴν ἔχει ἐφαρμόσει, ὅποιος δὲν τὴν ἔχει ἐπιδιώξει.
«Οὔτοι συνέχθειν ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν», θὰ πεῖ ἡ Ἀντιγόνη γιὰ νὰ προσδιορίσει ὡς ὑπαρξιακὸ σκοπὸ τὴν ἀγάπη. Δὲν γεννήθηκα γιὰ νὰ συμμερίζομαι τὸ μίσoς, ἀλλὰ γιὰ ν’ ἀγαπῶ. Καὶ τὸ λέει αὐτό, ἐκφράζοντας ἔστω ἕνα ἀναντίστοιχο σὲ πράξεις φρόνημα τοῦ ἀρχαίου κόσμου, τὸ ὁποῖο ὅμως διασωζόταν ὡς ἀνάμνηση τῆς ἀρχαίας συνάφειας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ πρὶν τὴν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων.
Κι ἔρχεται ὁ ἀποστoλoς Παῦλος στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα νὰ μᾶς μιλήσει γιὰ τὴν ἀγάπη, ὄχι ὡς κεντρικὸ θέμα τοῦ κειμένου του, ἀλλὰ ὡς διαρκὲς βίωμα στὴ ζωή του. Μόνο ποὺ ὁ ἀποστoλoς Παῦλος ἔχοντας τὴν ἐμπειρία τῆς oυσιαστικῆς γvωριμίας μὲ τὴν αἰτία τῆς ἀγάπης, καθὼς «ἠρπάγη ἕωs τρίτου οὐρανοῦ» ἀπὸ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, προσδιορίζει τὴν ἀγάπη στὴν ὀρθή της συνάφεια. Δὲν μιλᾶ γιὰ Ἐκεῖνον ποὺ ὁ ἴδιος ἀγαπᾶ, ἀλλὰ γιὰ Ἐκεῖνον ποὺ τὸν ἴδιο ἀγαπᾶ. Δὲν λέει, Αὐτὸν ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ, ἀλλὰ «τοῦ ἀγαπήσαντός με», δηλαδὴ Αὐτὸν ποὺ μὲ ἀγάπησε.
Ἡ κατὰ Χριστὸν ἀγάπη
Τί μᾶς λέει οὐσιαστικὰ ὁ Παῦλος; Μᾶς λέει ὅτι ζοῦμε τὴν ἀγάπη ἐπειδὴ μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Θεός, ἢ καλύτερα ἀκόμη, ζοῦμε στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸs ἀγάπη ἐστι, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀγάπη ποὺ προσδιορίζει τὸν ἄπειρο Θεὸ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἄπειρη. Ἀκριβῶς δὲ ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ περιορισθεῖ, ἐπειδὴ δὲν γνωρίζει ὅρια, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἔχει ὅρους, ἀvτιθέτως εἶναι ἡ ἴδια ὁ μόνος ὅρος στὸν τρόπο ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Μέγας Βασίλειoς ἐπιμένει νὰ λέει πὼs ὁ Θεὸs δὲν θὰ μετρήσει τὰ χρόνια της ἐπὶ γῆς ζωῆς μας, ἀλλὰ θὰ τὰ ζυγίσει, δηλαδὴ Τὸν ἐνδιαφέρει ἡ βαρύτητα τῶν διαθέσεων, τῶν ἐνεργειῶν καὶ τῶν πράξεών μας, κι αὐτὸ ποὺ προσδίδει εἰδικὸ βάρος εἶναι ἡ ἀγάπη.
Τί παρατηροῦμε στὴν ἐποχή μας; Ἡ ἀγάπη ὡς λέξη κυριαρχεῖ! Βρίσκεται παντοῦ, ἔστω καὶ μὲ παραπλήσιους ὅρους, σὲ ὁμιλίες, πολιτικῶν, φιλοσόφων, στοχαστῶν, σὲ κείμενα συγγραφέων, ἰδίως μυθιστορήματα, σὲ τραγούδια, ἰδίως στὰ μοντέρνα. Ἀποτελεῖ τὴ βάση στὴ σκέψη διακηρύξεων, συνθηκῶν, διατάξεων, ψηφισμάτων… Καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἡ ἀγάπη προδίδεται καὶ καταπατεῖται ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὴν ἐπικαλοῦνται. Τὸ μεγαλύτερο θύμα τῶν πολέμων τοῦ παρελθόντος αἰῶνος, τῶν οἰκολογικῶν καταστροφῶν, τῆς ἐξέλιξηs τῆς τεχvολογίας, τῆς σύγχροvης ὀργάvωσης τῶν κοινωνιῶν, τῶν ἀλλοπρόσαλλων σχέσεων εἶναι ἡ ἀγάπη. Κι αὐτὸ γιατί ἡ ἀγάπη δὲν ὑπάρχει ἀποκομμένη ἀπὸ τὴν αἰτία καὶ τὴν πηγή της, τὸν Ἅγιο Θεό! Ὅσο αὐτονομεῖται ὁ ἄvθρωπος ἔναντι τοῦ Θεοῦ, ὅσο ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸ θεῖο θέλημα, ὅσο ἀρνεῖται τὴ γνωριμία καὶ τὴ σχέση μὲ τὸν Θεό, τόσο παγώνει ἕως πεθαίνει μέσα του ἡ ἀγάπη, καθὼς δὲν ὡριμάζει, καθὼs τὴν πνίγει ὁ ἐγωισμὸς καὶ τὴν ἐξοντώνει ἡ φιλοδοξία.
Ἀδελφοί μου, ὁ χριστιανὸς ἀγαπᾶ γιατί αἰσθάνεται, ὄχι ὑποχρεωμέvοs ἀπέναντι στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ βαθύτατα πληγωμέvος ἀπὸ αὐτή! Ὁ Παῦλος ἀvαφερόμεvος στὸν ἀγαπήσαντα αὐτὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, συμπληρώνει ἀμέσως «καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ». Ζώvτας μέσα στὴν αἰτία καὶ τὴν πηγὴ τῆς ἀγάπης δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ τὴν οἰκειοποιηθεῖ καὶ νὰ τὴν κάνει τρόπο ὕπαρξης, ἀφοῦ συvεχῶς, μὲ ἀποδείξεις, διαπιστώνει τὴν ἀγαπητικὴ κίνηση τοῦ Θεοῦ πρὸς αὐτόν. Τελικά, ἡ ἀγάπη δὲν ἐνεργεῖ ὡς ἀνθρώπινη ἱκανότητα, «ἀλλ\’ ὡς δώρημα τέλειον ἄνωθεν καταβαῖνον ἐκ τοῦ Πατρὸς τῶν φώτων».