Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Τὸ μήνυμα τῆς σημερινῆς διηγήσεως εἶναι μία πρόσκληση: «Ἔρχου καὶ ἴδε». Ἔλα νὰ δεῖς τὸν Χριστὸ ἀπὸ κοντά, μέσα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, μέσα ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν μυστηρίων, μέσα ἀπὸ τὸ βίωμα τῆς προσωπικῆς συναντήσεως, μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς σχέσεως τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου πρὸς τὸ θεῖο Πρόσωπο.

  • !

    Ἡ πίστη ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας ἑλκυστικὸς διδάσκαλος Ἠθικῆς ἀλλ’ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ σταυρώνεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀνασταίνεται ὄχι γιὰ νὰ τοὺς τιμωρήσει ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς σώσει, ἡ πίστη στὴ λυτρωτικὴ προσφορὰ τοῦ Χριστοῦ, δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς λογικῆς διεργασίας μέσα στὸν ἄνθρωπο ἀλλὰ καρπὸς τοῦ βιώματος. Μὲ τὸ πρίσμα αὐτῆς τῆς προσωπικῆς ἐμπειρίας βλέπει κανεὶς καὶ συνειδητοποιεῖ ἀλήθειες βασικὲς γιὰ τὴ ζωή του, γιὰ τὴν καταξίωση τῆς ὑπάρξεώς του, γιὰ τὴν ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ ἐξύψωσή του. «Μείζω τούτων ὄψει», λέγει πρὸς τὸν Ναθαναὴλ ὁ Χριστός: Θὰ δεῖς ἀκόμη ἀνώτερα καὶ μεγαλύτερα πράγματα. Ποιὰ εἶναι αὐτὰ τὰ «μείζω»; Ἡ σωστότερη ἑρμηνεία τῆς ζωῆς, ἡ πιὸ σίγουρη πραγμάτωση τῶν ἰδανικῶν, ἡ ὁλοκλήρωση τῆς ὑπάρξεως, θὰ εἶναι οἱ καρποὶ τῆς προσκλήσεως «Ἔρχου καὶ ἴδε».

Ἡ Ὀρθοδοξία ὡς βίωμα

Ἡ Ὀρθοδοξία ὡς βίωμα προσωπικῆς συναντήσεως μὲ τὸν Χριστὸ

Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχει νὰ ἐπιδείξει πολλὲς μορφὲς ἁγίων Πατέρων ποὺ εἶχαν βιωματικὴ σχέση μὲ τὸν Χριστό. Τέτοιοι πατέρες εἶναι καὶ αὐτοὶ ποὺ συγκρότησαν τὴν 7η Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀντιμετωπίζοντας τοὺς εἰκονομάχους ἀναστήλωσε τὶς εἰκόνες (τὸ 786-7). Τὸ 843 νέα Σύνοδος στὴν Κωνσταντινούπολη ἀναγνώρισε ὁριστικὰ τὴν ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων, θέσπισε τὴν ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας κατὰ τὴν A΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν καὶ δέχτηκε τὴν ἄποψη τοῦ Μ. Βασιλείου ὅτι «ἡ τῆς εἰκόνος τιμὴ ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει». Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς, ἀπὸ τὸ πρῶτο κεφάλαιο τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου, εἶναι τὸ ἀκόλουθο:

«Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὁ Ἰησοῦς ἀποφάσισε νὰ πάει στὴ Γαλιλαία. Βρίσκει τότε τὸν Φίλιππο καὶ τοῦ λέει: «Ἔλα μαζί μου». Ὁ Φίλιππος καταγόταν ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδά, τὴν πατρίδα τοῦ Ἀνδρέα καὶ τοῦ Πέτρου. Βρίσκει ὁ Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ τοῦ λέει: «Αὐτὸν ποὺ προανήγγειλε ὁ Μωυσῆς στὸ νόμο καὶ οἱ προφῆτες, τὸν βρήκαμε· εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ὁ γιὸς τοῦ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ». «Μπορεῖ ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ νὰ βγεῖ τίποτα καλό;» τὸν ρώτησε ὁ Ναθαναήλ. «Ἔλα καὶ δὲς μόνος σου», τοῦ λέει ὁ Φίλιππος. Ὁ Ἰησοῦς εἶδε τὸ Ναθαναὴλ νὰ πλησιάζει καὶ λέει γι’ αὐτόν: «Νὰ ἕνας γνήσιος Ἰσραηλίτης, χωρὶς δόλο μέσα του». «Ἀπὸ ποῦ μὲ ξέρεις;» τὸν ρωτάει ὁ Ναθαναήλ. Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπάντησε: «Προτοῦ σοῦ πεῖ ὁ Φίλιππος νὰ ‘ρθεῖς, σὲ εἶδα ποὺ ἤσουν κάτω ἀπ’ τὴ συκιά». Τότε ὁ Ναθαναὴλ τοῦ εἶπε: «Διδάσκαλε, ἐσὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἐσὺ εἶσαι ὁ βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ». Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀποκρίθηκε: «Ἐπειδή σοῦ εἶπα πὼς σὲ εἶδα κάτω ἀπὸ τὴ συκιά, γι’ αὐτὸ πιστεύεις; Θὰ δεῖς μεγαλύτερα πράγματα ἀπ’ αὐτά». Καὶ τοῦ λέει: «Σᾶς βεβαιώνω ὅτι σύντομα θὰ δεῖτε νὰ ἔχει ἀνοίξει ὁ οὐρανός, καὶ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ νὰ ἀνεβαίνουν καὶ νὰ κατεβαίνουν πάνω στὸν Υἱὸ τοῦ Ἀνθρώπου». (Ἰωάν. 1, 44-52).

Τὴ γνωριμία τοῦ Ἰησοῦ μὲ τοὺς πρώτους μαθητὲς του ἀφηγεῖται ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὸ πρῶτο κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου του- εἰδικότερα ἡ περικοπὴ ἀναφέρεται στὴ συνάντηση τοῦ Ναθαναὴλ μὲ τὸν Ἰησοῦ μέσω τοῦ Φιλίππου. Χαρούμενος ὁ Φίλιππος γιατί ἀνακάλυψε στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ τὸν Μεσσία, γιὰ τὸν ὁποῖο χρόνια τώρα διάβαζε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, σπεύδει νὰ μοιραστεῖ τὴ συγκίνησή του μὲ τὸν φίλο του Ναθαναήλ. Αὐτὸς ὅμως μὲ σκεπτικισμὸ καὶ ἀμφιβολία ἀντιμετωπίζει τὸν ἐνθουσιασμὸ τοῦ Φιλίππου λέγοντας: «ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι;». Δηλ. ἀπὸ τὴν ἄσημη καὶ μικρὴ Ναζαρὲτ εἶναι δυνατὸ νὰ κατάγεται ὁ Μεσσίας μας;

Στὸ σκεπτικισμὸ τοῦ Ναθαναὴλ ἀντιπαραθέτει ὁ Φίλιππος μία ἁπλὴ πρόσκληση: «Ἔρχου καὶ ἴδε». Ἡ ἀπ’ εὐθείας γνωριμία μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ θὰ σοῦ ἀφαιρέσει κάθε ἀμφιβολία γι’ αὐτόν. Ἡ ἐπιστράτευση ὅλων τῶν διανοητικῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου δὲν ὠφελεῖ σὲ τίποτε, ἐκμηδενίζεται καὶ ἀχρηστεύεται μπροστὰ στὴ δύναμη τοῦ βιώματος. Αὐτὸ ποὺ ζεῖ κανεὶς συναντώντας τὸν Ἰησοῦ ἐγγίζει τὸ βαθύτερο εἶναι του, γιατί περνᾶ πέρα ἀπὸ τὴ σφαίρα τοῦ μυαλοῦ καὶ ζεσταίνει τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του- τὸν πείθει ὑπαρξιακὰ καὶ οἱ ἐγκεφαλικὲς ἀντιρρήσεις χάνουν μεμιᾶς τὴ δύναμή τους.

Ἡ δυσπιστία τοῦ Ναθαναὴλ δὲν προέρχονταν ἀπὸ κακὴ διάθεση. Ὁ Χριστὸς σὲ λίγο ἀναγνώρισε σ’ αὐτὸν ἕνα γνήσιο καὶ ἄδολο Ἰσραηλίτη καὶ τοῦ τὸ εἶπε εὐθέως. Τοῦ θύμισε μάλιστα καὶ ἕνα προηγούμενο ἐπεισόδιο τῆς ζωῆς του, γιὰ νὰ τοῦ ἀποδείξει πόσο ἄδικο εἶχε νὰ ἀμφιβάλλει γιὰ τὴ μεσσιανική του καὶ θεία ἰδιότητα. Δὲν γνωρίζουμε τί ὑπαινίσσεται ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἀναφορὰ του σ’ αὐτὸ τὸ ἐπεισόδιο, ἴσως ὑπαινίσσεται ὅτι τὸν εἶδε νὰ διαβάζει κάτω ἀπὸ μία συκῆ τὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ ἢ τὸν εἶδε νὰ προσεύχεται. Ἡ δυσπιστία τοῦ Ναθαναὴλ προερχόταν ἀπὸ τὴν ἀπόσταση ποὺ δὲν εἶχε γεφυρωθεῖ ἀκόμη μὲ τὴν ἐμπειρία τῆς προσωπικῆς συναντήσεως. Ἡ προσωπικὴ γνωριμία αἴρει κάθε ἐπιφυλακτικότητα καὶ ἀμφιβολία, ἀχρηστεύει τὴν ἀξία τῶν ἐπιχειρημάτων καὶ δημιουργεῖ πειστικότητα μέσα στὸ βαθύτερο κέντρο τῆς ὑπάρξεως.

Πολλοὶ ἀρνητὲς τοῦ Ἰησοῦ παρουσιάστηκαν στὴν ἱστορία. Δὲν μᾶς ἐνδιαφέρουν ὅμως αὐτὴ τὴ στιγμή. Ἡ σκέψη μας στρέφεται σ’ αὐτοὺς ποὺ σὰν τὸν Ναθαναὴλ δὲν εἶναι ἀρνητὲς ἀλλὰ δύσπιστοι καὶ σκεπτικοί, χωρὶς κατὰ βάθος νὰ εἶναι κακοί. Πολλοὶ τέτοιοι μᾶς εἶναι γνωστοὶ ἀπὸ παλαιότερα ἢ νεότερα χρόνια ποὺ εἶδαν τὸν Ἰησοῦ σὰν ἕνα συμπαθητικὸ καὶ γοητευτικὸ διδάσκαλο ἁπλῶς, ἢ σὰν ἕνα δυνατὸ ἥρωα ποὺ ἔκανε θαυμαστὰ ἔργα, ἢ ἄλλοι πάλι ποὺ τὸν εἶδαν σὰν μάγο ποὺ κατάφερε νὰ πλανήσει τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ κερδίσει ὀπαδούς, ἢ ἀκόμη σὰν ἕνα ἐπαναστάτη ποὺ ξεσήκωσε τὸ λαὸ ἐναντίον τῶν Ρωμαίων. Ἄλλοι ἀμφέβαλλαν γιὰ τὴν ἀλήθεια τῶν ὅσων ἀφηγοῦνται οἱ εὐαγγελιστὲς γι’ αὐτὸν καὶ προσπάθησαν νὰ ξεχωρίσουν τὸ φανταστικὸ ἀπὸ τὸ πραγματικὸ στὶς διηγήσεις τους. Πολλοὶ ἀμφιβάλλουν καὶ δυσπιστοῦν μέχρι σήμερα ὄχι ἀπὸ ἐχθρότητα ἢ κακότητα, ἀλλὰ γιατί βλέπουν τελείως ἐξωτερικά, ἐπιφανειακά, ἐγκεφαλικά.

Τὸ μήνυμα τῆς σημερινῆς διηγήσεως εἶναι μία πρόσκληση: «Ἔρχου καὶ ἴδε». Ἔλα νὰ δεῖς τὸν Χριστὸ ἀπὸ κοντά, μέσα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, μέσα ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν μυστηρίων, μέσα ἀπὸ τὸ βίωμα τῆς προσωπικῆς συναντήσεως, μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς σχέσεως τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου πρὸς τὸ θεῖο Πρόσωπο.

Ὁ δύσπιστος καὶ ἐπιφυλακτικὸς Ναθαναὴλ μετὰ τὴν προσωπικὴ συνάντησή του μὲ τὸν Ἰησοῦ πείθεται γιὰ τὴ μεσσιανική του ἰδιότητα καὶ στὴ συνέχεια τῆς διηγήσεως ὁμολογεῖ τὴν πίστη του σ’ αὐτὸν λέγοντας: «Ἐσὺ εἶσαι ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἐσὺ εἶσαι ὁ βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ». Ἡ ὁμολογία τοῦ Ναθαναὴλ ἰσοδυναμεῖ μὲ αὐτὴν ποὺ κατὰ τοὺς ἄλλους εὐαγγελιστὲς ἔκανε ὁ Ἀπ. Πέτρος: «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Μεσσίας, ὁ Υἱὸς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ» (βλ. π.χ. Ματθ.16,15).

Ἡ πίστη ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας ἑλκυστικὸς διδάσκαλος Ἠθικῆς ἀλλ’ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ σταυρώνεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀνασταίνεται ὄχι γιὰ νὰ τοὺς τιμωρήσει ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς σώσει, ἡ πίστη στὴ λυτρωτικὴ προσφορὰ τοῦ Χριστοῦ, δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς λογικῆς διεργασίας μέσα στὸν ἄνθρωπο ἀλλὰ καρπὸς τοῦ βιώματος. Μὲ τὸ πρίσμα αὐτῆς τῆς προσωπικῆς ἐμπειρίας βλέπει κανεὶς καὶ συνειδητοποιεῖ ἀλήθειες βασικὲς γιὰ τὴ ζωή του, γιὰ τὴν καταξίωση τῆς ὑπάρξεώς του, γιὰ τὴν ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ ἐξύψωσή του. «Μείζω τούτων ὄψει», λέγει πρὸς τὸν Ναθαναὴλ ὁ Χριστός: Θὰ δεῖς ἀκόμη ἀνώτερα καὶ μεγαλύτερα πράγματα. Ποιὰ εἶναι αὐτὰ τὰ «μείζω»; Ἡ σωστότερη ἑρμηνεία τῆς ζωῆς, ἡ πιὸ σίγουρη πραγμάτωση τῶν ἰδανικῶν, ἡ ὁλοκλήρωση τῆς ὑπάρξεως, θὰ εἶναι οἱ καρποὶ τῆς προσκλήσεως «Ἔρχου καὶ ἴδε».