Τὸ ὅλο πρόβλημα γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἀκριβῶς αὐτό: νὰ εὑρεθῆ ἐν τῷ Χριστῷ καὶ νὰ μὴ ἐκπέση Αὐτοῦ, ἢ ἀφοῦ ἐξέπεσε (ὁ Ἀδὰμ καὶ ἐμεῖς) νὰ εὑρεθῆ καὶ πάλι ἐν Αὐτῷ ὡς Θεῷ του καὶ ἀνθρώπῳ του, διότι ὁ Λόγος Χριστὸς διὰ τοῦτο ἀκριβῶς καὶ ἐδημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, διὰ νὰ τὸν ἐνώση μεθ᾿ Ἑαυτοῦ, νὰ τὸν «ἐνυποστήση» ἐν Ἐαυτῷ, ὅπως λένε οἱ Πατέρες, καὶ ἔτσι νὰ τὸν ὁδηγήση στὴν πληρότητά του ὡς ἀνθρώπου καὶ νὰ τὸν θεώση, δηλαδὴ μὲ μία λέξη νὰ τὸν θε-ανθρωποποιήση.
Ὅταν ὁ πατὴρ τοῦ ψεύδους, ὁ διάβολος, ἦλθε καὶ εἶπε στοὺς πρώτους ἀνθρώπους νὰ τὸν ἀκούσουν καὶ θὰ γίνουν καὶ χωρὶς τὸν Θεὸ «θεοί», αὐτὸ ἦταν ἕνα μεγάλο ψεῦδος. Ἕνα ψεῦδος ὅμως προϋποθέτει πάντοτε μίαν ἀλήθεια, τῆς ὁποίας τὸ ψεῦδος αὐτὸ τυγχάνει ἡ κατάχρησις, ἢ διαστρέβλωσις, ἢ «λήθη», ἢ ἀναίρεσις, ἢ στέρησις. Ὁ διάβολος ἐψεύδετο συμβουλεύων τοὺς ἀνθρώπους τὴν ἄνευ Θεοῦ «θέωση» (τὴν ψευδῆ, ἐπειδὴ ἄ-θεον «θέωσιν»), καὶ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι «ψευδοῦς ὀρεχθέντες θεώσεως» (Ἰω. Δαμασκηνοῦ, P.G. 725) δεχθήκαμε καὶ ἀκολουθήσαμε τὴν προτροπὴ τοῦ διαβόλου, ἡ ὁποία μᾶς ὁδηγοῦσε πρὸς μίαν κατάχρησιν τῆς θεοσδότου, ἐν ἡμῖν, δυναμικῆς ἐφέσεως πρὸς ἀληθινὴν θέωσιν. Ἀλλὰ διὰ τῆς καταχρήσεως αὐτῆς ὄχι μόνο δὲν ἐπετύχομεν τὴν θέωσιν, ἀλλὰ καὶ κατεστρέψαμεν τὴν ὕπαρξίν μας τὴν αὐθεντικὴν καὶ «τοῖς ἀνοήτοις συμπαρεβλήθημεν κτήνεσιν» (Ψαλμ. 68, 2).
Ἡ «ὄρεξις» τῆς θεώσεως μποροῦσε νὰ ὑπάρχει, ἐπειδὴ προϋπῆρχε ἡ πρὸς τὴν ἀληθινὴ θέωσις τοῦ ἀνθρώπου δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ ἡ προδεδωρημένη ἔφεσις ἢ δυνατότης ἢ δυναμικότης μέσα εἰς τόν ἄνθρωπο πρὸς αὐτὴν τὴν θέωσιν, τὴν ὁποία ἔφεσιν δύναται μὲν ὁ ἄνθρωπος ἐλευθέρως νὰ καταχρᾶται καὶ νὰ διαστρεβλώνη, δὲν δύναται ὅμως νὰ τὴν ἀποβάλλη ἐντελῶς.
Χωρὶς αὐτὴ τὴν ἐν ἀγάπῃ καὶ ἐλευθερίᾳ «λόγιον» ἢ «λογικήν» (logosni) σχέσιν καὶ κοινωνίαν τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Λόγο Χριστὸ ὁ ἄνθρωπος εἶναι μόνο «γῆ καὶ σποδός», «γῆ πάσχουσα», εἶναι μία πτῶσις καὶ μία ἁμαρτία, «ἀποτυχία», ἀποτυχία δὲ διότι ἀποτυγχάνει τοῦ σκοποῦ του, καὶ ὑπάρχει μὲν τραγικῶς, ἀλλὰ δὲν ζεῖ, μὴ ἔχων οὔτε κἂν σωστὴν ἀνθρωπίνην «φύσιν» καὶ «ὑπόστασιν», οὔτε κἂν σωστὸ «σχέδιον» ἀνθρώπου, ἀλλ᾿ εἶναι μία «ἔκπτωσις» καὶ ἐκ τῶν δυό. Καὶ εἶναι «πτῶσις» καὶ «ἔκπτωσις» καὶ «ἀποτυχία» ὁ ἄνθρωπος χωρὶς τὸν Χριστόν, διότι ἡ ψυχή του καὶ ὅλη ἡ ὕπαρξίς του εἶναι κατὰ φύσιν χριστιανὴ (ὅπως ἔλεγον οἱ Ἀπολογητές), χριστοκεντρικὴ καὶ χριστολογική, διότι ἐδημιουργήθη κατ᾿ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ Λόγου, καὶ ἡ κατ᾿ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ὕπαρξίς του ὑπάρχει καὶ ζεῖ τὴν ἀληθινὴ ζωή της μόνο ἐν τῇ συνεχεῖ καὶ ἀδιακόπῳ ἀγαπητικῇ σχέσει μὲ τὸν Χριστό, Αὐτὸν ποὺ εἶναι «ἀρχή, μεσότης καὶ τέλος» τοῦ ἀνθρώπου.
Ὅταν τὴν εἰκόνα αὐτὴ ἐν τῇ σχέσει της μὲ τὸν Χριστὸ ἀρνεῖται ὁ ἄνθρωπος, αὐτὴ καὶ τότε δὲν ἐξαφανίζεται ἐντελῶς (ἀλλ᾿ εἶναι «ὡς λίνον τυφόμενος») (Ματθ. 12, 20), ὅμως ὁ ἄνθρωπος τότε ἀρνεῖται τὸν ἑαυτό του ὡς ἄνθρωπο καὶ ἐρημώνει τὴν ὕπαρξίν του ἀπὸ τὴν «λογιότητά» του, ἀπὸ τὴν αὐθεντικὴν «ἀνθρωπότητά» του, βλάπτει καίρια καὶ ζημιώνει τὸν ἑαυτό του, πάσχει ὁ ἴδιος ὡς ἄνθρωπος, γίνεται «πάθος», γίνεται ἕνα «αὐτείδωλον», ὅπως τὸ διαπιστώνουν εἰς τήν ἐμπειρίαν τους οἱ ἄνθρωποι ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ ὅταν ἐπιστραφοῦν πρὸς τὸν Σωτῆρα Χριστό: «Αὐτείδωλον ἐγενόμην τοῖς πάθεσι τὴν ψυχήν μου βλάπτων, Οἰκτίρμων· ἀλλ᾿ ἐν μετανοίᾳ με παράλαβε καὶ ἐν ἐπιγνώσει ἀνακάλεσαι· μὴ γένωμαι κτῆμα, μὴ βρῶμα τοῦ ἀλλοτρίου (τοῦ διαβόλου), Σωτήρ, αὐτός με οἴκτειρον» Μέγας Κανών, Ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης, ᾠδὴ δ´).
Ὁ ὑπαρξιακὸς «οἶκος» τοῦ ἀνθρώπου χωρὶς τὸν Χριστὸ καὶ τὴν χάριν τοῦ Πνεύματός Του μὲ τοὺς καρπούς της δὲν δύναται νὰ παραμείνει ἐπὶ πολὺ ἢ καὶ καθόλου ἄδειος («σχολάζων καὶ σεσαρωμένος», Ματθ. 12, 44), διότι, ἐπειδὴ δὲν «συνάγει» καὶ δὲν συνάγεται μετὰ τοῦ Χριστοῦ, ἕνεκα τούτου «σκορπίζεται» (Λουκ. 11, 23) καὶ διασκορπίζεται ἀπὸ τὸ «ἀκάθαρτον πνεῦμα» καὶ τὰ «ἑπτὰ ἕτερα πνεύματα πονηρότερα αὐτοῦ», καὶ γίνονται «τὰ ἔσχατα τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου χείρονα τῶν πρώτων» (Λουκ. 11, 26). Ὁ ἄνθρωπος χωρὶς τὴν συνεκτικὴ καὶ «ἑνοποιὸ χάρη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, φθείρεται καὶ ἀποσυντίθεται καὶ «λεγεωνοποιεῖται», ὅπως λέγει τὸ Εὐαγγέλιο (Μαρκ. 5, 9, 15), καὶ ὅπως ἀναγκάζεται ἐκ τῆς τραγικῆς πραγματικότητος νὰ τὸ ὁμολογήση ἀκουσίως ἡ ψυχανάλυσις καὶ ὁ σύγχρονος ὑπαρξισμός.
Ἡ διεκδίκηση τῆς «αὐτονομίας» καὶ τῆς «ἐλευθερίας» τοῦ ἀνθρώπου ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο Χριστὸ (καὶ συχνὰ ἡ ἀναζήτηση τῆς «ἐλευθερίας» στὸ «Μηδέν») καταντᾶ νὰ εἶναι πλέον ἐλευθερία ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο (καὶ ὄχι γιὰ τὸν ἄνθρωπο), ἐκφυλισμὸς δηλαδή, ἢ μᾶλλον ἀνθρωποκτονία καὶ αὐτοκτονία τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως καὶ ὁ διάβολος ὑποσχεθεὶς στοὺς ἀνθρώπους τὴν «θέωσιν» ἀπέβη ἀνθρωποκτόνος ἐξ ἀρχῆς (Ἰω. 8, 44).