ΣΟΦ. Ἀντ. 384–581
Δεύτερο ἐπεισόδιο: Ἡ Ἀντιγόνη ὁδηγεῖται μπροστὰ στὸν Κρέοντα – Σύγκρουση Κρέοντα–Ἀντιγόνης – Ἡ Ἰσμήνη δηλώνει ὅτι συμμετεῖχε στὴν ταφὴ
Στὸ πρῶτο ἐπεισόδιο ὁ Κρέοντας ἀνακοίνωσε τὴν ἀπόφασή του νὰ μείνει ἄταφος ὁ Πολυνείκης, ἐνῶ ἕνας φύλακας ποὺ ἔφτασε ὕστερα ἀπὸ λίγο τὸν πληροφόρησε γιὰ τὴ συμβολικὴ ταφή τοῦ τελευταίου ἀπὸ κάποιον ἄγνωστο δράστη. Ἡ παράτολμη καὶ ἀπροσδόκητη αὐτὴ πράξη ὁδήγησε τὸν χορὸ νὰ ὑμνήσει στὸ πρῶτο στάσιμο τὴν ἐφευρετικότητα καὶ τὴν τόλμη τοῦ ἀνθρώπου.
ΦΥΛΑΚΑΣ
Αὐτὴ \’ναι ἐκείνη πόκαμε τὴν πράξη,
αὐτὴ \’ναι ποὺ τὴν πιάσαμε νὰ θάφτη•
μὰ ποῦ \’ναι ὁ βασιλιάς;
ΧΟΡΟΣ
Νὰ τὸν ποὺ βγαίνει
ξανὰ \’πό τὸ παλάτι, καὶ στὴν ὥρα.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Τί \’ναι; καὶ γιὰ τί πράμα ἦρθα στὴν ὥρα;
ΦΥΛΑΚΑΣ
Βασιλιά μου, ποτὲ κανεὶς δὲν πρέπει
γιὰ τίποτα νὰ ὁρκίζεται, γιατί ἄλλη
κατόπι ἰδέα τὴν πρώτη μας τὴ γνώμη
τὴ βγάζει ψεύτρα• ἔτσι κι ἐγὼ ἐκαυχιόμουν
πώς δύσκολα θὰ μ\’ ἔβλεπες πιὰ μπρός σου
μὲ κεῖνες τὶς φοβέρες σου, ποὺ πῆγα
νὰ ξεψυχήσω πρίν• μὰ ἀφοῦ καμιὰ ἄλλη
χαρὰ δὲν εἶναι πιὸ γλυκειὰ ἀπὸ κείνη
πού μήτ\’ ἐλπίζεις, μηδὲ βάζει ὁ νοῦς σου,
ἔρχομαι, μ\’ ὅλους πόκαμα τοὺς ὅρκους,
μαζὶ μ\’ αὐτὴ ποὺ πιάσαμε τὴν κόρη
νὰ θάφτη τὸ νεκρό• δὲν εἶχε κλῆρο
καὶ παρακλῆρο ἐδῶ, μὰ ὅλο δικό μου
εἶναι τοῦτο τὸ τυχερὸ κι ὄχι ἄλλου.
Καὶ τώρα, βασιλιά, πάρε την ὁ ἴδιος
κι ἀνάκρινε κι ἐξέτασε ὅπως θέλεις•
ὅσο γιὰ μένα, δίκιο λέω πὼς εἶναι
λεύτερος πιὰ ἀπ\’ αὐτὰ νὰ \’χω γλυτώση.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Κι αὐτὴ ποὺ φέρνεις, ποῦ καὶ σὲ τί ἀπάνω
τὴν ἔπιασες;
ΦΥΛΑΚΑΣ
Νὰ θάφτη αὐτὴ τὸ πτῶμα.
Τὰ ἔμαθες ὅλα.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μὰ καταλαβαίνεις
τί λές; Κι αὐτὴ \’ναι ἡ ὀρθὴ ἡ ἀλήθεια;
ΦΥΛΑΚΑΣ
Ἀφοῦ τὴν εἶδα ὁ ἴδιος νὰ τὸν θάφτη
τὸ νεκρὸ ποὺ ἀπαγόρεψες• δὲν εἶναι
καθαρὰ καὶ σταράτα ὅπως τὰ λέω;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Καὶ πῶς τὴν εἶδαν, πῶς τὴν πιάσανε
ποῦ τὸ \’κάνε;
ΦΥΛΑΚΑΣ
Ἔτσι γένηκε τὸ πράμα:
ὅταν γυρίσαμε ἔπειτα ἀπὸ κεῖνες
τὶς τρομερὲς φοβέρες σου, ἀφοῦ πρῶτα
σαρώσαμε καλὰ καλά τη σκόνη
πού σκέπαζε ὅλο τὸ νεκρὸ καὶ τέλεια
γυμνώσαμε τὸ πτῶμα ποὺ \’χε ἀρχίση
νὰ σαπίζη, καθίσαμε σὲ κάτι
βράχους ψηλὰ καὶ ποὺ εἴχαμε ἀπὸ πίσω
τὸν ἄνεμο, ἔτσι ποὺ νὰ μή μᾶς φέρνη
τὴ βρώμ\’ ἀπ\’ τὸ νεκρό• κι ὁ ἕνας τὸν ἄλλο
κεντοῦσε μὲ κακὲς φοβέρες νὰ \’χη
τὰ μάτια του ἀνοιχτά, μὴν τύχη πάρη
στ\’ ἀψήφιστα κανεὶς αὐτὸ τὸν κόπο.
Ἔτσι τὸ πράμα πήγαινε, ὥς που ὁ ἥλιος
λαμπερὸς ἦρθε στ\’ οὐρανοῦ τὴ μέση
κι ἔκαψε λάβρα• μὰ νὰ ξάφνου τότε
μιά ρουφαλιὰ ἀπ\’ τὴ γῆ σηκώνοντας
θεϊκὸ κακό, ἕνα σίφουνα, γιομίζει
τὸν κάμπο, ἀλύπητα σουρομαδώντας
τὶς φυλλωσιὲς τῶν δέντρων μὲς στὸ λόγγο.
Ὁ οὐρανὸς ὅλος φούντωσε ἀπ\’ τὴ σκόνη,
καὶ μεῖς πιὰ μὲ τὰ μάτια μας κλεισμένα
τὴ θεϊκιὰ ὑπομέναμε κατάρα•
μὰ ὅταν μετὰ καιρὸ λούφαξε τέλος,
φάνηκε ἡ κόρη ἐκεῖ. Βάζει τοὺς θρήνους
σὰν τὸ πικρὸ πουλὶ τὶς στριγγιὲς κλάψες
πού τὴν ἄδεια φωλιὰ του ὀρφανεμένη
θὰ βρῆ ἀπὸ τὰ μικρά του• ἔτσι καὶ τούτη
σὰν εἶδε τὸ νεκρὸ ξεγυμνωμένο,
νὰ σκούζη ἀρχίζει καὶ νὰ καταριέται
μ\’ ἄγριες κατάρες κείνους ποὺ τὸ κάμαν•
καὶ φέρνει μὲς στὰ χέρια της ἀμέσως
χῶμα στεγνὸ καὶ μ\’ ἕνα ροδοκάνι
ἀπὸ κρουστὸ χαλκὸ χύνει ἀπὸ πάνω
στὸ νεκρὸ τρίσπονδες χοές• μὰ εὐτὺς
κι ἐμεῖς μόλις τὴν εἴδαμε ὅλοι ὁρμοῦμε
μαζὶ καὶ τὴν ἁρπάζουμε, χωρὶς
καθόλου αὐτὴ νὰ δείξη ταραγμένη,
καὶ γιὰ ὅ,τι ἔκαμε πρὶν καὶ γιὰ αὐτὰ τώρα
τὴν ξετάζαμε• αὐτὴ τίποτ\’ ἀπ\’ ὅλα
δὲν ἀρνιόντανε, πράμα ποὺ γιὰ μένα
μοῦ \’φερνε καὶ χαρὰ μαζὶ καὶ θλίψη•
γιατ\’ ἄλλο πιὸ γλυκὸ δὲν εἶναι, ἤ νάχης
γλυτώση ὁ ἴδιος, μὰ εἶναι πάλι πόνος
τοὺς φίλους νὰ ὁδηγᾶς στὴ συφορά τους•
μὰ ὅπως καὶ νὰ \’χη, τίποτα δὲ βάζω
μπρὸς στὴ δικιά μου ἐγὼ τὴ σωτηρία.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Ἐσύ, σὲ σένα λέγω, πού μᾶς σκύβεις
τὸ κεφάλι στὴ γῆς, ὁμολογεῖς
ἤ ἀρνεῖσαι πώς δὲν τὸ \’χεις ἐσὺ κάμη;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Καὶ ὁμολογῶ καὶ διόλου δὲν ἀρνοῦμαι
πώς δὲν τὸ \’καμα.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Ἐσὺ μπορεῖς νὰ παίρνης
τώρα τὰ πόδια σου ἀπ\’ ἐδῶ, ὅπου θέλεις,
λεύτερος ἀπ\’ τὴν κάθε πιὰ ὑποψία.
Λέγ\’ ἐσὺ τώρα, κι ὄχι πολλὰ λόγια
μὰ σύντομα• ἤξερες τὸ κήρυγμα
πού πρόσταζε μὴν κάμη αὐτὸ κανένας;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Τὸ ἤξερα, πῶς νὰ μή; Γνωστὸ ἦταν σ\’ ὅλους.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Καὶ τόλμησες λοιπὸν νὰ παραβῆς
αὐτὸ τὸ νόμο;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ναί, γιατί δὲν ἦταν
ὁ Δίας, πού μοῦ τὰ \’χε αὐτὰ κηρύξη,
οὔτε ἡ συγκάτοικη μὲ τοὺς θεοὺς
τοῦ Κάτω κόσμου, ἡ Δίκη, αὐτοὺς τοὺς νόμους
μὲς στοὺς ἀνθρώπους ὅρισαν• καὶ μήτε
πίστευα τόση δύναμη πὼς νάχουν
τὰ δικά σου κηρύγματα, ὢστ\’ ἐνῶ εἶσαι
θνητὸς νὰ μπορῆς τῶν θεῶν τοὺς νόμους
τοὺς ἄγραφτους κι ἀσάλευτους νὰ βιάζης•
γιατί ὄχι σήμερα καὶ χτές, μὰ αἰώνια
ζοῦν αὐτοί, καὶ κανεὶς δὲν τὸ γνωρίζει
ἀπὸ πότε φανήκανε• κι ἐγὼ
ποτὲ δὲ θὰ μποροῦσα νὰ τρομάξω
θέλημ\’ ἀνθρώπου κανενὸς καὶ δώσω
στοὺς θεοὺς δίκη, παραβαίνοντάς τους•
πώς θὰ πεθάνω τὸ \’ξερα• πῶς ὄχι;
καὶ δίχως τὰ κηρύγματά σου ἐσένα•
κι ἂν θὰ πεθάνω πρὶν τῆς ὥρας μου,
κέρδος ἐγὼ τὸ λέω αὐτό, γιατ\’ ὅποιος
ζῆ μὲς σὲ τόση ὅση ἐγὼ δυστυχία,
πῶς νὰ μὴν τοῦ εἶναι ὁ θάνατός του κέρδος ;
ἔτσι κι ἐγὼ τίποτα δὲν τὸν ἔχω
τὸν πόνο τοῦ θανάτου αὐτοῦ• μὰ ἂν ἦταν
καὶ τὸ ἀνεχόμουν ἄταφος νὰ μείνη
τῆς μητέρας μου ὁ γυιὸς στὸ θάνατό του,
αὐτὸ θὰ μοῦ ἦταν πόνος• γι\’ αὐτὰ τ\’ ἄλλα
καθόλου δὲν πονῶ• κι ἂν τώρα ἐσὺ
γιὰ ἄμυαλη μὲ περνᾶς γι\’ αὐτὰ ποὺ κάνω,
ὁ ἄμυαλος ἴσως γι\’ ἄμυαλη μὲ παίρνει.
ΧΟΡΟΣ
Δείχνει τ\’ ὠμὸ τὸ φυσικὸ τῆς κόρης
πώς εἶναι ἀπὸ πατέρα ὠμό• δὲν ξέρει
νὰ γέρνη μὲς στὶς δυστυχίες κεφάλι.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μὰ ξέρε πὼς οἱ πιὸ σκληρὲς οἱ γνῶμες
αὐτὲς εἶναι ποὺ πιότερο καὶ πέφτουν,
κι ὅσο γερὸ τὸ σίδερο καὶ νὰ \’ναι
ὅταν στὴν πύρα τῆς φωτιᾶς σκληρύνη,
τότε θὰ δῆς πὼς σπάνει καὶ ραγίζει•
καὶ τ\’ ἄλογα τὰ πιὸ βαρβάτα, ξέρω,
ἕνα μικρὸ χαλινάρι τὰ σιάζει•
γιατί δὲν πάει νὰ μεγαλοφέρνη
ὅταν εἶναι κανεὶς δοῦλος τῶν ἄλλων.
Κι αὐτὴ ἤξερε τὸ θράσος της νὰ δείξη
καὶ τότε ποὺ τοὺς νόμους μας πατοῦσε,
καὶ δεύτερο αὐτὸ θράσος της, ἀφοῦ ἔχει
κάμη τὴν πράξη καὶ νὰ τὴν καυχιέται
καὶ νὰ γελᾶ μὲ τὸ κατόρθωμά της.
Δὲν εἶμαι ἐγώ, αὐτὴ \’ναι τώρα ὁ ἄντρας,
ἂν ἀτιμώρητα ἔτσι τὴν κρατήση
τὴν ἐξουσία αὐτή• μ\’ ἂς πάη νὰ \’ναι
παιδὶ τῆς ἀδερφῆς μου, ἂς πάη νὰ \’ναι
ἡ πιὸ στενὴ ἀπὸ αἷμα συγγενής μου
μὲς σ\’ ὅλους ποὺ τὸν ἴδιο Ἐφέστιο Δία
λατρεύομε, μὰ αὐτὴ καὶ ἡ ἀδερφή της
δὲ θὰ γλυτώσουν ἀπ\’ τὸν πιὸ κακὸ
τὸ θάνατο• γιατί τὸ ἴδιο καὶ κείνην
κατηγορῶ, πὼς εἶχε μελετήση
τὴν ταφὴ τοῦ νεκροῦ. Φωνάξετε τὴν
εὐτὺς ἐδῶ• τὴν εἶδα τώρα μέσα
πόκανε σὰν τρελλὴ κι ἀλλοπαρμένη•
γιατ\’ ἡ ψυχὴ ἐκεινῶν ποὺ σχεδιάζουν
στὰ σκοτεινὰ μιάν ὄχι καλὴ πράξη,
προδίνεται συχνὰ καὶ πρὶν τὴν κάμουν•
μὰ ὄχι πιὸ λίγο ἐχτρεύομαι ὅταν ἕνας
ζητᾶ, σὰν θὰ πιαστῆ στὸ κακὸ ἐπάνω,
μὲ ὡραῖα νὰ τὸ στολίζη ἔπειτα λόγια.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Σκότωσε μὲ λοιπόν, θὲς τίποτ\’ ἄλλο;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Ἐγώ; μὰ τίποτα• ἔχω αὐτό, ὅλα τὰ \’χω.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Τί ἀργεῖς λοιπόν; γιατί καμιὰ δὲ βρίσκω
στὰ λόγια σου εὐχαρίστηση, μήτε εἴθε
νὰ βρῶ ποτέ μου ἐγώ• τὸ ἴδιο καὶ σένα
εὐχάριστες οἱ πράξεις μου δέ σοῦ εἶναι.
Ἂν καὶ ἀπὸ ποῦ θὲ νὰ \’χα πιὸ μεγάλη
δόξα ἀποχτήση, παρὰ θάβοντας
τὸν ἴδιο μου ἀδερφό; Θὰ ὁμολογοῦσαν
κι ὅλοι αὐτοὶ ἐδῶ πὼς μ\’ ἐπιδοκιμάζουν,
ἂν φόβος δὲν τοὺς ἔκλεινε τὴ γλώσσα•
μὰ οἱ βασιλεῖες, ἐχτὸς ἀπὸ ἄλλα τόσα
πόχουν νὰ χαίρουνται ἀγαθά, μποροῦνε
νὰ λένε καὶ νὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Αὐτὸ ἐσὺ μόνη ἀπ\’ ὅλους αὐτοὺς βλέπεις.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Βλέπουν κι αὐτοί• μὰ ἐμπρός σου κλειοῦν τὴ γλώσσα.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Καὶ δὲν ντρέπεσαι ἐσὺ χωριστὴ νὰ \’χης
γνώμη ἀπ\’ αὐτούς;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ὄχι, ντροπὴ δὲν τὸ \’χω
νὰ τιμῶ αὐτοὺς ποὺ εἴμαστε ἀπ\’ τὸ ἴδιο σπλάχνο.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Καὶ ἀπ\’ τὸ ἴδιο σπλάχνο δὲν ἦταν καὶ κεῖνος
πόπεσε πολεμώντας μπρὸς στὸν ἄλλο;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ἀπ\’ τὸ ἴδιο, ἀπὸ μιά μάννα καὶ πατέρα.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Πῶς λοιπὸν πρόσφερες τιμὲς ὁποῦ εἶναι
ἀσέβεια γιὰ κεῖνον;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Τέτοιο πράμα
δὲ θὰ τὸ μαρτυρήση ὁ πεθαμένος.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Ἀφοῦ ὅμοια τὸν τιμᾶς μὲ τὸν ἀνόσιο;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Σκοτώθηκε ὄχι σκλάβος, μὰ ἀδερφός του.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Κουρσεύοντας τὴ χώρα του, ἐνῶ ἐκεῖνος
ὑπερασπίζοντάς την.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ὅμως ὁ Ἅδης
ἴσους γιὰ ὅλους ποθεῖ τοὺς νόμους ποὺ ἔχει.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μὰ ὅμοιος μὲ τὸν καλὸ ὁ κακὸς δὲν εἶναι
γιὰ νὰ \’χουν ἴσο κλῆρο.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ποιὸς ξέρει
ἂν ἔχουν αὐτὰ πέραση ἐκεῖ κάτω.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Ποτέ μου ἐχθρὸς δὲ θενὰ γίνη φίλος
οὔτε κι ἀφοῦ πεθάνη.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ἐγὼ δὲν εἶμαι
γιὰ νὰ μοιράζωμαι ἔχθρες, ἀλλ\’ ἀγάπη.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Σὰν πᾶς λοιπὸν κάτω ἀπ\’ τὴ γῆ, ἀφοῦ πρέπει
καὶ καλὰ ν\’ ἀγαπᾶς, ἀγάπα ἐκείνους
ποῦ \’ναι ἐκεῖ κάτω• μὰ ὅσο ἐγὼ θὲ νὰ \’μαι
στὴ ζωή, γυναίκα δὲ θὰ ἐξουσιάση.
ΧΟΡΟΣ
Ἀλλὰ νά, στὶς πύλες μπρὸς ἡ Ἰσμήνη
χύνοντας φιλάδερφο ἀπ\’ τὰ μάτια δάκρυ,
ἕνα σύννεφο στὰ φρύδια της ἀπάνω
τὸ ἀναμμένο πρόσωπό της παραλλάζει
βρέχοντας τὰ ὡραῖα τὰ μάγουλά της.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Καὶ σύ, ποὺ στὸ παλάτι, σμουλωγμένη
σὰν ὀχιά μοῦ \’πινες κρυφὰ τὸ αἷμα,
οὐδ\’ ἤξερα πὼς θρέφω δυὸ κατάρες
καὶ τῶν θρόνων μου ἀναποδογυρίστρες,
ἔλα ἐδῶ πέ μας, θενὰ ὁμολογήσης
πώς ἔλαβες καὶ σὺ στὴν ταφὴ μέρος,
ἤ θὰ ὁρκιστῆς πώς τίποτα δὲν ξέρεις;
ΙΣΜΗΝΗ
Ναί, τὸ \’καμα, ἂν τ\’ ὁμολογῆ κι αὐτή,
κι ἀπάνω μου τὴν ἴδια εὐθύνη παίρνω.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Μὰ αὐτὸ δὲ θὰ σοῦ τὸ ἐπιτρέψη ἡ Δίκη,
γιατί οὔτε σὺ τὸ θέλησες, μὰ κι οὔτε
βοηθό μου ἐγὼ σὲ πῆρα.
ΙΣΜΗΝΗ
Μὰ σ\’ αὐτές σου
τὶς φουρτοῦνες δὲν ντρέπομαι νὰ κάμω
τῆς συφορᾶς μαζί σου τὸ ταξίδι.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ποιοὶ κάμανε τὴν πράξη, αὐτὸ τὸ ξέρουν
ὁ Ἅδης κι οἱ κάτω ἐκεῖ• καὶ γώ δὲ στρέγω
μιά φίλη π\’ ἀγαπᾶ μὲ λόγια μόνο.
ΙΣΜΗΝΗ
Μὴ μ\’ ἀρνηστῆς κὰν τὴν τιμή, ἀδερφή μου,
μαζί σου ν\’ ἀποθάνω καὶ ξοφλήσω
τὸ χρέος μου στὸ νεκρό.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Δὲν ἔχω ἀνάγκη
νὰ πεθάνης μὲ μένα καὶ μὴ θέλης
δικά σου ὅσα δὲν ἄγγιξες νὰ κάνης•
φτάνει ὁ δικός μου ὁ θάνατος.
ΙΣΜΗΝΗ
Μὰ ποιὰ
θὰ \’χη ἡ ζωή μου χάρη, ἂν θὰ σὲ χάσω;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Τὸν Κρέοντα ρώτα, γιατί αὐτοῦ μονάχα
τὴν ἔγνοια ἔχεις.
ΙΣΜΗΝΗ
Μὰ γιατί θέλεις ἔτσι
νὰ μὲ πικραίνης, δίχως ὄφελός σου;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Μὲ πόνο μου γελῶ, ἂν γελῶ μὲ σένα.
ΙΣΜΗΝΗ
Μὰ τουλάχιστο τώρα τί μποροῦσα
νὰ σ\’ ὠφελήσω;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Σῶσ\’ τὸν ἑαυτό σου•
δὲ σὲ ζηλεύω νὰ γλυτώσης.
ΙΣΜΗΝΗ
Ὤιμε
τῆς ἄμοιρης, καὶ νὰ μὴ μεραστοῦμε
τὴν ἴδια τύχη;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Γιατί διάλεξες
ἐσὺ νὰ ζήσης, κι ἐγὼ νὰ πεθάνω.
ΙΣΜΗΝΗ
Μὰ ὄχι καὶ δίχως νὰ σοῦ πῶ τοὺς λόγους
πού εἶχα.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ἐσὺ νόμιζες πὼς εἶχες
δίκιο μ\’ αὐτούς, κι ἐγὼ μὲ τοὺς δικούς μου.
ΙΣΜΗΝΗ
Κι ὅμως εἶναι τὸ φταίξιμό μας ἴσο.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ἔννοιά σου, ἐσὺ \’σαι ζωντανή, μὰ ἐμένα
ἀπὸ καιρὸ ἡ ψυχή μου ἔχει πεθάνη,
γιὰ νὰ κάμη τὸ χρέος της στοὺς νεκρούς μας.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Οἱ κόρες λέω αὐτές, ἡ μιά των τώρα
μᾶς φανερώνεται τρελή, καὶ ἡ ἄλλη
ἀφοῦ πρωτογεννήθηκε.
ΙΣΜΗΝΗ
Γιατί
μήτ\’ ὁ νοῦς, βασιλιά, πόχει κανένας,
τοῦ μένει, ἂν τοῦ ἔρθουν συφορές, μὰ φεύγει.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Ἐσένα σοῦ ἔφυγε, ὅταν διάλεξες
νὰ σμίξης μὲ κακοὺς γιὰ κακὲς πράξεις.
ΙΣΜΗΝΗ
Μόνη χωρὶς αὐτὴν καὶ πῶς νὰ ζήσω;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Αὐτὴ ― οὔτε νὰ τὴ λές, πιὰ δὲν ὑπάρχει.
ΙΣΜΗΝΗ
Μὰ τοῦ γυιοῦ σου τὴ νύφη θὰ σκοτώσης;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Βρίσκουνται κι ἄλλα γιὰ σπορὰ χωράφια.
ΙΣΜΗΝΗ
Μὰ ἔτσι δὲν τὰ \’χαν ταιριασμένα οἱ δυό τους.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Ἀποστρέφομαι ἐγὼ κακὲς γυναῖκες
γιὰ τὰ παιδιά μου.
ΙΣΜΗΝΗ
Αἲμον\’ ἀγαπημένε,
τί προσβολὴ ὁ πατέρας σου σοῦ κάνει.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μὲ παρασκᾶς καὶ σὺ κι αὐτός σου ὁ γάμος.
ΧΟΡΟΣ
Ἀλήθεια θέλεις νὰ τοῦ τὴν στερήσης
αὐτὴν τοῦ γυιοῦ σου;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Ὁ Ἅδης εἶν\’ ἐκεῖνος,
πού θὰ βάλη σ\’ αὐτοὺς τοὺς γάμους τέλος.
ΧΟΡΟΣ
Ὠστ\’ ἔχεις φαίνεται ἀποφασισμένο
τὸ θάνατό της.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Καὶ μὲ τὴ δική σας
μαζὶ τὴν ψῆφο. Μὰ ἂς τελειώνωμε, ἔλα,
πάρτε τις, δοῦλοι, μέσα κι ἀπὸ τώρα
πρέπει δεμένες κι ὄχι ἀπολυμένες
νὰ \’ναι αὐτὲς οἱ γυναῖκες– γιατί μ\’ ὅλο
τὸ θράσος του κανείς, σὰ δῆ τὸ Χάρο
νὰ στέκεται κοντά, ζητᾶ νὰ φύγη.
Πρωτότυπο Κείμενο
ΦΥ. Ἥδ’ ἔστ’ ἐκείνη τοὔργον ἡ ’ξειργασμένη•
(385) τήνδ’ εἵλομεν θάπτουσαν• ἀλλὰ ποῦ Κρέων;
ΧΟ. Ὅδ’ ἐκ δόμων ἄψορρος εἰς δέον περᾷ.
ΚΡ. Τί δ’ ἔστι; ποίᾳ ξύμμετρος προὔβην τύχῃ;
ΦΥ. Ἄναξ, βροτοῖσιν οὐδέν ἐστ’ ἀπώμοτον•
ψεύδει γὰρ ἡ ’πίνοια τὴν γνώμην• ἐπεὶ
(390) σχολῇ ποθ’ ἥξειν δεῦρ’ ἂν ἐξηύχουν ἐγὼ
ταῖς σαῖς ἀπειλαῖς αἷς ἐχειμάσθην τότε.
Ἀλλ’ ἡ γὰρ ἐκτὸς καὶ παρ’ ἐλπίδας χαρὰ
ἔοικεν ἄλλῃ μῆκος οὐδὲν ἡδονῇ,
ἥκω, δι’ ὅρκων καίπερ ὢν ἀπώμοτος,
(395) κόρην ἄγων τήνδ’, ἣ καθῃρέθη τάφον
κοσμοῦσα. Κλῆρος ἐνθάδ’ οὐκ ἐπάλλετο,
ἀλλ’ ἔστ’ ἐμὸν θοὔρμαιον, οὐκ ἄλλου, τόδε.
Καὶ νῦν, ἄναξ, τήνδ’ αὐτὸς, ὡς θέλεις, λαβὼν
καὶ κρῖνε κἀξέλεγχ’• ἐγὼ δ’ ἐλεύθερος
(400) δίκαιός εἰμι τῶνδ’ ἀπηλλάχθαι κακῶν.
ΚΡ. Ἄγεις δὲ τήνδε τῷ τρόπῳ πόθεν λαβών;
ΦΥ. Αὕτη τὸν ἄνδρ’ ἔθαπτε• πάντ’ ἐπίστασαι.
ΚΡ. Ἦ καὶ ξυνίης καὶ λέγεις ὀρθῶς ἃ φῄς;
ΦΥ. Ταύτην γ’ ἰδὼν θάπτουσαν ὃν σὺ τὸν νεκρὸν
(405) ἀπεῖπας. Ἆρ’ ἔνδηλα καὶ σαφῆ λέγω;
ΚΡ. Καὶ πῶς ὁρᾶται κἀπίληπτος ᾑρέθη;
ΦΥ. Τοιοῦτον ἦν τὸ πρᾶγμ’• ὅπως γὰρ ἥκομεν
πρὸς σοῦ τὰ δείν’ ἐκεῖν’ ἐπηπειλημένοι,
πᾶσαν κόνιν σήραντες ἣ κατεῖχε τὸν
(410) νέκυν, μυδῶν τε σῶμα γυμνώσαντες εὖ,
καθήμεθ’ ἄκρων ἐκ πάγων ὑπήνεμοι,
ὀσμὴν ἀπ’ αὐτοῦ μὴ βάλῃ πεφευγότες,
ἐγερτὶ κινῶν ἄνδρ’ ἀνὴρ ἐπιρρόθοις
κακοῖσιν, εἴ τις τοῦδ’ ἀκηδήσοι πόνου.
(415) Χρόνον τάδ’ ἦν τοσοῦτον, ἔστ’ ἐν αἰθέρι
μέσῳ κατέστη λαμπρὸς ἡλίου κύκλος
καὶ καῦμ’ ἔθαλπε• καὶ τότ’ ἐξαίφνης χθονὸς
τυφὼς ἀείρας σκηπτόν, οὐράνιον ἄχος,
πίμπλησι πεδίον, πᾶσαν αἰκίζων φόβην
(420) ὕλης πεδιάδος, ἐν δ’ ἐμεστώθη μέγας
αἰθήρ• μύσαντες δ’ εἴχομεν θείαν νόσον.
Καὶ τοῦδ’ ἀπαλλαγέντος ἐν χρόνῳ μακρῷ,
ἡ παῖς ὁρᾶται κἀνακωκύει πικρᾶς
ὄρνιθος ὀξὺν φθόγγον, ὡς ὅταν κενῆς
(425) εὐνῆς νεοσσῶν ὀρφανὸν βλέψῃ λέχος•
οὕτω δὲ χαὔτη, ψιλὸν ὡς ὁρᾷ νέκυν,
γόοισιν ἐξῴμωξεν, ἐκ δ’ ἀρὰς κακὰς
ἠρᾶτο τοῖσι τοὔργον ἐξειργασμένοις.
Καὶ χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν,
(430) ἔκ τ’ εὐκροτήτου χαλκέας ἄρδην πρόχου
χοαῖσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν στέφει.
Χἠμεῖς ἰδόντες ἱέμεσθα, σὺν δέ νιν
θηρώμεθ’ εὐθὺς οὐδὲν ἐκπεπληγμένην,
καὶ τάς τε πρόσθεν τάς τε νῦν ἠλέγχομεν
(435) πράξεις• ἄπαρνος δ’ οὐδενὸς καθίστατο,
ἅμ’ ἡδέως ἔμοιγε κἀλγεινῶς ἅμα.
Τὸ μὲν γὰρ αὐτὸν ἐκ κακῶν πεφευγέναι
ἥδιστον, ἐς κακὸν δὲ τοὺς φίλους ἄγειν
ἀλγεινόν• ἀλλὰ πάντα ταῦθ’ ἥσσω λαβεῖν
(440) ἐμοὶ πέφυκεν τῆς ἐμῆς σωτηρίας.
ΚΡ. Σὲ δή, σὲ τὴν νεύουσαν εἰς πέδον κάρα,
φῄς, ἢ καταρνῇ μὴ δεδρακέναι τάδε;
ΑΝ. Καὶ φημὶ δρᾶσαι κοὐκ ἀπαρνοῦμαι τὸ μή.
ΚΡ. Σὺ μὲν κομίζοις ἂν σεαυτὸν ᾗ θέλεις
(445) ἔξω βαρείας αἰτίας ἐλεύθερον•
σὺ δ’ εἰπέ μοι μὴ μῆκος, ἀλλὰ συντόμως,
ᾔδησθα κηρυχθέντα μὴ πράσσειν τάδε;
ΑΝ. Ἤιδη• τί δ’ οὐκ ἔμελλον; ἐμφανῆ γὰρ ἦν.
ΚΡ. Καὶ δῆτ’ ἐτόλμας τούσδ’ ὑπερβαίνειν νόμους;
(450) ΑΝ. Οὐ γάρ τί μοι Ζεὺς ἦν ὁ κηρύξας τάδε,
οὐδ’ ἡ ξύνοικος τῶν κάτω θεῶν Δίκη
τοιούσδ’ ἐν ἀνθρώποισιν ὥρισαν νόμους•,
οὐδὲ σθένειν τοσοῦτον ᾠόμην τὰ σὰ
κηρύγμαθ’ ὥστ’ ἄγραπτα κἀσφαλῆ θεῶν
(455) νόμιμα δύνασθαι θνητὸν ὄνθ’ ὑπερδραμεῖν.
Οὐ γάρ τι νῦν γε κἀχθές, ἀλλ’ ἀεί ποτε
ζῇ ταῦτα, κοὐδεὶς οἶδεν ἐξ ὅτου ’φάνη.
Τούτων ἐγὼ οὐκ ἔμελλον, ἀνδρὸς οὐδενὸς
φρόνημα δείσασ’, ἐν θεοῖσι τὴν δίκην
(460) δώσειν• θανουμένη γὰρ ἐξῄδη, τί δ’ οὔ;
κεἰ μὴ σὺ προὐκήρυξας. Εἰ δὲ τοῦ χρόνου
πρόσθεν θανοῦμαι, κέρδος αὔτ’ ἐγὼ λέγω•
ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς
ζῇ, πῶς ὅδ’ οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει;
(465) Οὕτως ἔμοιγε τοῦδε τοῦ μόρου τυχεῖν
παρ’ οὐδὲν ἄλγος• ἀλλ’ ἄν, εἰ τὸν ἐξ ἐμῆς
μητρὸς θανόντ’ ἄθαπτον ἠνσχόμην νέκυν,
κείνοις ἂν ἤλγουν• τοῖσδε δ’ οὐκ ἀλγύνομαι.
Σοὶ δ’ εἰ δοκῶ νῦν μῶρα δρῶσα τυγχάνειν,
(470) σχεδόν τι μώρῳ μωρίαν ὀφλισκάνω.
ΧΟ. Δηλοῖ τὸ γέννημ’ ὠμὸν ἐξ ὠμοῦ πατρὸς
τῆς παιδός• εἴκειν δ’ οὐκ ἐπίσταται κακοῖς.
ΚΡ. Ἀλλ’ ἴσθι τοι τὰ σκλήρ’ ἄγαν φρονήματα
πίπτειν μάλιστα, καὶ τὸν ἐγκρατέστατον
(475) σίδηρον ὀπτὸν ἐκ πυρὸς περισκελῆ
θραυσθέντα καὶ ῥαγέντα πλεῖστ’ ἂν εἰσίδοις.
Σμικρῷ χαλινῷ δ’ οἶδα τοὺς θυμουμένους
ἵππους καταρτυθέντας• οὐ γὰρ ἐκπέλει
φρονεῖν μέγ’ ὅστις δοῦλός ἐστι τῶν πέλας.
(480) Αὕτη δ’ ὑβρίζειν μὲν τότ’ ἐξηπίστατο,
νόμους ὑπερβαίνουσα τοὺς προκειμένους•
ὕβρις δ’, ἐπεὶ δέδρακεν, ἥδε δευτέρα,
τούτοις ἐπαυχεῖν καὶ δεδρακυῖαν γελᾶν.
Ἦ νῦν ἐγὼ μὲν οὐκ ἀνήρ, αὕτη δ’ ἀνήρ,
(485) εἰ ταῦτ’ ἀνατὶ τῇδε κείσεται κράτη.
Ἀλλ’ εἴτ’ ἀδελφῆς εἴθ’ ὁμαιμονεστέρα
τοῦ παντὸς ἡμῖν Ζηνὸς Ἑρκείου κυρεῖ,
αὐτή τε χἠ ξύναιμος οὐκ ἀλύξετον
μόρου κακίστου• καὶ γὰρ οὖν κείνην ἴσον
(490) ἐπαιτιῶμαι τοῦδε βουλεῦσαι τάφου.
Καί νιν καλεῖτ’• ἔσω γὰρ εἶδον ἀρτίως
λυσσῶσαν αὐτὴν οὐδ’ ἐπήβολον φρενῶν.
Φιλεῖ δ’ ὁ θυμὸς πρόσθεν ᾑρῆσθαι κλοπεὺς
τῶν μηδὲν ὀρθῶς ἐν σκότῳ τεχνωμένων.
(495) Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις
ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ.
ΑΝ. Θέλεις τι μεῖζον ἢ κατακτεῖναί μ’ ἑλών;
ΚΡ. Ἐγὼ μὲν οὐδέν• τοῦτ’ ἔχων ἅπαντ’ ἔχω.
ΑΝ. Τί δῆτα μέλλεις; ὡς ἐμοὶ τῶν σῶν λόγων
(500) ἀρεστὸν οὐδέν, μηδ’ ἀρεσθείη ποτέ,•
οὕτω δὲ καὶ σοὶ τἄμ’ ἀφανδάνοντ’ ἔφυ.
Καίτοι πόθεν κλέος γ’ ἂν εὐκλεέστερον
κατέσχον ἢ τὸν αὐτάδελφον ἐν τάφῳ
τιθεῖσα; τούτοις τοῦτο πᾶσιν ἁνδάνειν
(505) λέγοιτ’ ἄν, εἰ μὴ γλῶσσαν ἐγκλῄσοι φόβος.
Ἀλλ’ ἡ τυραννὶς πολλά τ’ ἄλλ’ εὐδαιμονεῖ
κἄξεστιν αὐτῇ δρᾶν λέγειν θ’ ἃ βούλεται.
ΚΡ. Σὺ τοῦτο μούνη τῶνδε Καδμείων ὁρᾷς.
ΑΝ. Ὁρῶσι χοὖτοι• σοὶ δ’ ὑπίλλουσι στόμα.
(510) ΚΡ. Σὺ δ’ οὐκ ἐπαιδῇ, τῶνδε χωρὶς εἰ φρονεῖς;
ΑΝ. Οὐδὲν γὰρ αἰσχρὸν τοὺς ὁμοσπλάγχνους σέβειν.
ΚΡ. Οὔκουν ὅμαιμος χὠ καταντίον θανών;
ΑΝ. Ὅμαιμος ἐκ μιᾶς τε καὶ ταὐτοῦ πατρός.
ΚΡ. Πῶς δῆτ’ ἐκείνῳ δυσσεβῆ τιμᾷς χάριν;
(515) ΑΝ. Οὐ μαρτυρήσει ταῦθ’ ὁ κατθανὼν νέκυς.
ΚΡ. Εἴ τοί σφε τιμᾷς ἐξ ἴσου τῷ δυσσεβεῖ.
ΑΝ. Οὐ γάρ τι δοῦλος. ἀλλ’ ἀδελφὸς ὤλετο.
ΚΡ. Πορθῶν δὲ τήνδε γῆν• ὁ δ’ ἀντιστὰς ὕπερ.
ΑΝ. Ὅμως ὅ γ’ Ἅιδης τοὺς νόμους ἴσους ποθεῖ.
(520) ΚΡ. Ἀλλ’ οὐχ ὁ χρηστὸς τῷ κακῷ λαχεῖν ἴσος.
ΑΝ. Τίς οἶδεν εἰ κάτωθεν εὐαγῆ τάδε;
ΚΡ. Οὔτοι ποθ’ οὑχθρός, οὐδ’ ὅταν θάνῃ, φίλος.
ΑΝ. Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν.
ΚΡ. Κάτω νυν ἐλθοῦσ’, εἰ φιλητέον, φίλει
(525) κείνους• ἐμοῦ δὲ ζῶντος οὐκ ἄρξει γυνή.
ΧΟ. Καὶ μὴν πρὸ πυλῶν ἥδ’ Ἰσμήνη,
φιλάδελφα κάτω δάκρυ’ εἰβομένη•
νεφέλη δ’ ὀφρύων ὕπερ αἱματόεν
ῥέθος αἰσχύνει,
(530) τέγγουσ’ εὐῶπα παρειάν.
ΚΡ. Σὺ δ’, ἣ κατ’ οἴκους ὡς ἔχιδν’ ὑφειμένη
λήθουσά μ’ ἐξέπινες, οὐδ’ ἐμάνθανον
τρέφων δύ’ ἄτα κἀπαναστάσεις θρόνων,
φέρ’, εἰπὲ δή μοι, καὶ σὺ τοῦδε τοῦ τάφου
(535) φήσεις μετασχεῖν, ἢ ’ξομῇ τὸ μὴ εἰδέναι;
ΙΣ. Δέδρακα τοὔργον, εἴπερ ἥδ’ ὁμορροθεῖ,
καὶ ξυμμετίσχω καὶ φέρω τῆς αἰτίας.
ΑΝ. Ἀλλ’ οὐκ ἐάσει τοῦτό γ’ ἡ δίκη σ’, ἐπεὶ
οὔτ’ ἠθέλησας οὔτ’ ἐγὼ ’κοινωσάμην.
(540) ΙΣ. Ἀλλ’ ἐν κακοῖς τοῖς σοῖσιν οὐκ αἰσχύνομαι
ξύμπλουν ἐμαυτὴν τοῦ πάθους ποιουμένη.
ΑΝ. Ὧν τοὔργον Ἅιδης χοἰ κάτω ξυνίστορες•
λόγοις δ’ ἐγὼ φιλοῦσαν οὐ στέργω φίλην.
ΙΣ. Μήτοι, κασιγνήτη, μ’ ἀτιμάσῃς τὸ μὴ οὐ
(545) θανεῖν τε σὺν σοὶ τὸν θανόντα θ’ ἁγνίσαι.
ΑΝ. Μή μοι θάνῃς σὺ κοινά, μηδ’ ἃ μὴ ’θιγες
ποιοῦ σεαυτῆς• ἀρκέσω θνῄσκουσ’ ἐγώ.
ΙΣ. Καὶ τίς βίος μοι σοῦ λελειμμένῃ φίλος;
ΑΝ. Κρέοντ’ ἐρώτα• τοῦδε γὰρ σὺ κηδεμών.
(550) ΙΣ. Τί ταῦτ’ ἀνιᾷς μ’ οὐδὲν ὠφελουμένη;
ΑΝ. Ἀλγοῦσα μὲν δῆτ’, εἰ γέλωτ’ ἐν σοὶ γελῶ.
ΙΣ. Τί δῆτ’ ἂν ἀλλὰ νῦν σ’ ἔτ’ ὠφελοῖμ’ ἐγώ;
ΑΝ. Σῶσον σεαυτήν• οὐ φθονῶ σ’ ὑπεκφυγεῖν.
ΙΣ. Οἴμοι τάλαινα, κἀμπλάκω τοῦ σοῦ μόρου;
(555) ΑΝ. Σὺ μὲν γὰρ εἵλου ζῆν, ἐγὼ δὲ κατθανεῖν.
ΙΣ. Ἀλλ’ οὐκ ἐπ’ ἀρρήτοις γε τοῖς ἐμοῖς λόγοις.
ΑΝ. Καλῶς σὺ μὲν τοῖς, τοῖς δ’ ἐγὼ ’δόκουν φρονεῖν.
ΙΣ. Καὶ μὴν ἴση νῷν ἐστιν ἡ ’ξαμαρτία.
ΑΝ. Θάρσει• σὺ μὲν ζῇς, ἡ δ’ ἐμὴ ψυχὴ πάλαι
(560) τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν.
ΚΡ. Τὼ παῖδε φημὶ τώδε τὴν μὲν ἀρτίως
ἄνουν πεφάνθαι, τὴν δ’ ἀφ’ οὗ τὰ πρῶτ’ ἔφυ.
ΙΣ. Οὐ γάρ ποτ’, ὦναξ, οὐδ’ ὃς ἂν βλάστῃ μένει
νοῦς τοῖς κακῶς πράσσουσιν, ἀλλ’ ἐξίσταται.
(565) ΚΡ. Σοὶ γοῦν, ὅθ’ εἵλου σὺν κακοῖς πράσσειν κακά.
ΙΣ. Τί γὰρ μόνῃ μοι τῆσδ’ ἄτερ βιώσιμον;
ΚΡ. Ἀλλ’ ἥδε μέντοι μὴ λέγ’• οὐ γὰρ ἔστ’ ἔτι.
ΙΣ. Ἀλλὰ κτενεῖς νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου;
ΚΡ. Ἀρώσιμοι γὰρ χἀτέρων εἰσὶν γύαι.
(570) ΙΣ. Οὐχ ὥς γ’ ἐκείνῳ τῇδέ τ’ ἦν ἡρμοσμένα.
ΚΡ. Κακὰς ἐγὼ γυναῖκας υἱέσι στυγῶ.
ΙΣ. Ὦ φίλταθ’ Αἵμων, ὥς σ’ ἀτιμάζει πατήρ.
ΚΡ. Ἄγαν γε λυπεῖς καὶ σὺ καὶ τὸ σὸν λέχος.
ΧΟ. Ἦ γὰρ στερήσεις τῆσδε τὸν σαυτοῦ γόνον;
(575) ΚΡ. Ἅιδης ὁ παύσων τούσδε τοὺς γάμους ἐμοί.
ΧΟ. Δεδογμέν’, ὡς ἔοικε, τήνδε κατθανεῖν.
ΚΡ. Καὶ σοί γε κἀμοί. Μὴ τριβὰς ἔτ’, ἀλλά νιν
κομίζετ’ εἴσω, δμῶες• ἐκδέτας δὲ χρὴ
γυναῖκας εἶναι τάσδε μηδ’ ἀνειμένας.
(580) Φεύγουσι γάρ τοι χοἰ θρασεῖς, ὅταν πέλας
ἤδη τὸν Ἅιδην εἰσορῶσι τοῦ βίου.