Τὸ χαλὶ ὅπου παίζαμε ἤτανε κόκκινο.

(\’Απόσπασμα)

Ἂν θελήσω νὰ ξαναγυρίσω μὲ τὸ μυαλό μου πίσω στὰ παιδικά μου χρόνια μὲ σταματάει μία δυσκολία.

Θυμᾶμαι πιὸ εὔκολα κεῖνα τὰ πράγματα πού μοῦ ’χουν ξανάρθει, ἀπὸ τότες, πολλὲς φορὲς στὸ νοῦ καὶ τὰ ’χω ξαναδιηγηθεῖ σὲ ἄλλους, ἢ στὸν ἑαυτό μου, γιατί τὰ ’βρισκα ἐνδιαφέροντα, γιὰ νὰ δικαιολογήσω μία πράξη μου, καὶ γιατί οἱ ἄλλοι τὰ εἴχανε διαλέξει γιὰ καλύτερα καὶ μοῦ τὰ εἴχανε ἐπιβάλει κι ἐμένα τοῦ ἴδιου.

Τὰ ἄλλα, ὅσα συμβαίνουν στὴν καθημερινὴ ζωή, μένουν μπερδεμένα σὲ κάποιο θαμπὸ σύννεφο ποὺ ὑπάρχει (γιατί τὸ αἰσθάνομαι) μέσα μου. Καταλαβαίνω πὼς θὰ μοῦ χρειαστεῖ κόπος γιὰ νὰ φτάσω ὡς τὰ ἐκεῖ.

Κι ἔτσι σκοντάφτει ἡ θέλησή μου καὶ γυρίζει σὰν ἕνας μύλος ποὺ δὲν ἀλέθει τίποτα• ὥσπου νὰ τῆς δώσω καμιὰ ἄλλη τροφὴ νὰ ἱκανοποιηθεῖ, κοιτάζοντας λόγου χάριν ἀπ’ τὸ παράθυρο τὸν ἐξωτερικὸ κόσμο, ἀφοῦ τόση εἶναι ἡ ἀδυναμία μου νὰ γυρίσω στὸν ἐσωτερικό.

Καμιὰ φορὰ στὸν πρωινὸν ὕπνο ξανάρχονται ξεχασμένα πράγματα σὰν φοῦσκες ἀπὸ τὸν βυθὸ μιᾶς λεκάνης ποὺ ἀνεβαίνουν γοργὰ ὡς τὴν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ ἀπὸ ἕνα σφουγγάρι γεμάτο ἀέρα.

Μὲ τὰ τέσσερα, ἀπάνω σ’ ἕνα χαλί, θυμᾶμαι γιὰ πρώτη φορὰ τὸν ἑαυτό μου. Ἤτανε, μοῦ φαίνεται, μετὰ τὸ φαΐ, στὸν ἀντρὲ τῆς κυρούλας μου, ποὺ καθότανε σ’ ἕνα παλιὸ σπίτι τῆς Πλάκας. Παίζαμε βόλους μὲ τὸν ξάδελφό μου καὶ γιὰ τοῦτο εἴχαμε διαλέξει τὸ μεσαῖο χαλί, ποὺ τὰ σχέδιά του ἔκαναν ὀχτάγωνα, γιὰ νὰ βάλουμε τοὺς βόλους. Ἐκεῖ, ἀπάνω στὸ παιχνίδι, ἔμεινα μερικὲς στιγμὲς ἀκίνητος, κοιτάζοντας προσεχτικὰ τὸ χαλί. Καὶ τότε μόνο γεννήθηκε μέσα μου καὶ σιγὰ-σιγά μοῦ ἐπιβλήθηκε ἡ ἰδέα ἑνὸς χρώματος. Τὸ χαλὶ ὅπου παίζαμε ἤτανε κόκκινο. Τότε εἶδα καὶ τὰ σχέδια ποὺ ἔκαναν ὀχτάγωνα μαῦρα καὶ ἄσπρα ―καὶ ὄχι πρίν, ὅταν τὸ διαλέξαμε ἐπειδὴ μᾶς φαινόντουσαν καταλληλότερα γιὰ νὰ παίξουμε βόλους.

Ἔτσι ἔκανα γιὰ πρώτη φορὰ μία διάκριση καὶ συνέλαβα, χωρὶς νὰ τὸ ξέρω, τὴν ὕπαρξη τῆς ἀφηρημένης ἔννοιας ἑνὸς χρώματος κι ἑνὸς σχήματος ποὺ ὡς τότε τὰ παρατηροῦσα μόνο γιὰ τὴν ἐνδεχόμενη χρησιμότητά τους.

Δὲν θὰ ἤτανε κανένας στὸν ἀντρὲ κείνη τὴν ὥρα. Ἡ κυρούλα θὰ εἶχε πάει νὰ πλαγιάσει καὶ ἡ θεία μου ἡ Πανδώρα μπαινόβγαινε, μοῦ φαίνεται, ἀπὸ τὸν ἀντρὲ στὴν κάμαρή της. Οὔτε τοὺς βόλους τοὺς θυμᾶμαι καλά. Μὰ ἀργότερα εἶχα πολλῶν λογιῶν. Εἶχα μεγάλους βόλους γυάλινους μὲ χρωματιστὰ στριφτὰ νερά, καὶ μικροὺς ἴδιους, κι ἄλλους πρόστυχους ποὺ δὲν μ’ ἄρεσαν, μονόχρωμους, ξύλινους. Καὶ προσπαθοῦσα, σὰν ἔχανα, νὰ τοὺς δώσω στὰ ἄλλα παιδιὰ μὰ κι αὐτὰ δὲν τοὺς ἤθελαν. Πολλοὶ φίλοι μου εἴχανε ἕνα σακουλάκι γιὰ τοὺς βόλους. Ἐκεῖ τοὺς ἔκρυβαν ἅμα τελείωνε τὸ παιχνίδι καὶ σηκώνοντας τὴν ποδιὰ τους τοὺς ἔχωναν στιβαρὰ στὴν τσέπη τοῦ κοντοῦ παντελονιοῦ τους, μὲ τὴν ἴδια κίνηση ποὺ εἶδα ἀργότερα στοὺς «μεγάλους» σὰν νὰ εἴχανε παίξει χαρτιὰ νὰ μαζεύουν τὰ χρήματα ποὺ εἶχαν κερδίσει ἢ ὅσα τοὺς περίσσευαν ἀπ’ τὴ χασούρα. Ἔτσι κι ἐγὼ δὲν ἄφησα τὴ μητέρα μου σὲ ἡσυχία πρίν μοῦ κάνει καὶ μένα ἕνα σακουλάκι, ποὺ ἤτανε ἄσπρο, μοῦ φαίνεται, καὶ πάντα λοιπὸν λερωμένο.

Ἕνα ἄλλο μεσημέρι ἤμουνα καλεσμένος στοῦ ξαδέλφου μου ποὺ εἶχε τὴν ἴδια ἡλικία μὲ μένα. Ἀπὸ τὸ πρόγευμα μοῦ ἔμεινε ἡ ἐντύπωση (ἴσως εἴχανε κλειστὰ τὰ παντζούρια) μιᾶς σκοτεινῆς τραπεζαρίας, καὶ γύρω ἀπὸ ἕνα τραπέζι τετράγωνο, ὄρθιοι ἐμεῖς, τὰ δύο παιδιὰ καὶ ἡ ἄλλη μου ἡ θεία ἡ Πίτσα. Περιμέναμε νὰ μπεῖ ὁ θεῖος μου. Θὰ εἴχαμε ὡς φαίνεται ἀκούσει ν’ ἀνοίγει τὴν πόρτα μὲ τὸ κλειδί του.

Μπῆκε ἐκεῖνος καὶ μᾶς εἶπε «Καλημέρα παιδιά». Ὕστερα ξεκρέμασε τὸ σπαθὶ ποὺ φοροῦσε, φίλησε σκύβοντας τὴ γυναίκα του καὶ τὸ ἀκούμπησε σὲ μία γωνιά, γιατί ἤτανε «ἀξιωματικός». Αὐτὸ τὸ σπαθὶ μὲ τάραζε ὅλο τὸ διάστημα τοῦ φαγητοῦ. Δὲν μποροῦσα νὰ τὸ ξεχάσω.

Στὸ σπίτι τοῦ θείου μου κοίταζα μὲ περιέργεια διάφορες ὀβίδες ποὺ ἦταν στὶς ἐταζέρες καὶ μία πιὸ μεγάλη στὸ τραπέζι ἀπάνω ποὺ χρησίμευε γιὰ βάζο. Ἐμεῖς δὲν εἴχαμε τέτοια πράματα σπίτι μας. Καὶ στῆς κυρούλας ἔβλεπα τέτοια βάζα ἀπὸ μεγάλες ὀβίδες μπρούντζινες, γυαλισμένες, ἀλλὰ δὲν τὶς εἶχα παρατηρήσει ἀκόμα. Ὁ θεῖος, λοιπόν, θὰ τὶς εἶχε χαρίσει τῆς κυρούλας ἢ τῆς Πανδώρας. Τώρα ὅμως ποὺ πέρασαν χρόνια καὶ ὁ θεῖος μου ἄλλαξε σπίτι, παρήγγειλε ἔπιπλα ἐγγλέζικα καὶ δὲν βλέπεις πιὰ στὴν τραπεζαρία ἢ στὸ σαλόνι τέτοιες ὀβίδες.

Ἡ κυρούλα ὅμως τὶς κράτησε, καὶ μόλις μπεῖς, στὸν δεύτερο πάτο μιᾶς κονσόλας μὲ μιὰ γλάστρα, βλέπεις ἀκόμη ἕνα τέτοιο βάζο. Ἡ κυρούλα πιὰ γέρασε καὶ δὲν ἔχει ὄρεξη νὰ ἀλλάζει τὸ σπίτι της καθὼς ἀλλάζουν τὸ δικό τους τὰ παιδιά της. Καὶ ἡ θεία Πανδώρα, ποὺ κάθεται πάντα μαζί της γιὰ νὰ μὴν τὴν ἀφήσει μόνη της, περιορίζεται στὴν κάμαρά της, ποὺ τὴ διορθώνει τοῦ γούστου της, καὶ σ’ ἕνα μικρὸ γραφειάκι γιὰ νὰ δέχεται τὶς φιλενάδες της. «Αὐτὸ εἶναι δικό μου», λέγει. «Βλέπετε», προσθέτει κάπως στενοχωρημένη καὶ σὰν γιὰ νὰ δικαιολογηθεῖ, «κάθομαι μὲ τὴ μαμὰ καὶ στὴν ἡλικία της πῶς νὰ τῆς πῶ νὰ ἀλλάξουμε ἔπιπλα;».

Αὐτὸ τὸ γραφειάκι τῆς Πανδώρας, ποὺ ἔδινε ἀπάνω στὸν ἀντρὲ καὶ δίπλα στὴν κάμαρά της, καὶ ποὺ τότε δὲν τὸ εἶχε «φτιάσει» ἀκόμα καὶ χρησίμευε μᾶλλον γιὰ σιδερωτήριο, ὥστε δὲν ὑπῆρχε φόβος νὰ σπάσουμε τίποτα, ἤτανε τὸ βασίλειο τοῦ ξαδέλφου μου καὶ μένα. Ἐκεῖ παίζαμε. Τὸ παράθυρο ἔδινε σὲ μία ταρατσίτσα καὶ μπορούσαμε νὰ κάνουμε μάχες ἀπὸ μέσα καὶ ἀπ’ ἔξω ἀπ’ τὸ πεζούλι. Ἡ μικροσκοπικὴ ταράτσα μᾶς φαινόταν ὁλόκληρο «πεδίον μάχης». Καὶ ἔχω παρατηρήσει τὴν προτίμηση τῶν παιδιῶν γιὰ τὰ μικρὰ δωμάτια, τὰ μικρὰ παιχνίδια, τὰ «ἀλογάκια», τὰ «σκυλάκια» καὶ ἐν γένει ὅλα τὰ ὑποκοριστικά, ποὺ δείχνουν τὴν προσπάθειά τους νὰ ἀναγάγουν τὰ πάντα στὴν κλίμακα τὴ δική τους.

Ἀντίκρυ στὴν τραπεζαρία ἤτανε ἡ σάλα. Ἐκεῖ, κάθε φορὰ ποὺ ἔμπαινα, πίσω ἀπὸ τὰ φουστάνια τῆς κυρούλας ἢ τῆς θείας μου, κοίταζα μὲ σέβας καὶ προσπαθοῦσα νὰ ἀνακαλύψω γιὰ ποιὸ μυστηριώδη λόγο μᾶς ἀπαγόρευαν νὰ μποῦμε ἐκεῖ μέσα μόνοι μας. Καὶ στὴν ἀρχὴ δὲν ἔβλεπα τίποτα, τόσο ἤτανε σκοτεινά. Ἡ κυρούλα ἢ ἡ Πανδώρα ἀφήνοντάς με πίσω, κοντὰ στὴν πόρτα, ἄνοιγε τὸ παράθυρο καὶ σήκωνε τὸ παντζούρι γιὰ νὰ ἰδεῖ, καὶ τὸ λίγο φῶς ποὺ ἔμπαινε ἀπ’ ἔξω μὲ τρόμαζε ἀκόμη περισσότερο, γιατί τώρα, ὅ,τι καὶ νὰ ἔκανα ποὺ δὲν ἔπρεπε, μοῦ φαινόταν πὼς θὰ τὸ ἔβλεπαν καλύτερα τὰ στοιχειὰ ποὺ ἤτανε κρυμμένα μέσα στὰ μεγάλα κάδρα ποὺ στόλιζαν τοὺς τοίχους ἢ μέσα στὸ ντουλαπάκι ἢ πίσω ἀπὸ τὶς μεγάλες πολυθρόνες, σαβανωμένες τὸ καλοκαίρι μὲ θῆκες ἀπὸ ἄσπρο ὕφασμα.

Μὲ τὸ ἴδιο ὕφασμα ἦταν σκεπασμένα καὶ τὰ πλαϊνὰ καὶ τὸ ἀπάνω μέρος τῶν μπερντέδων, καὶ τὸ φῶς ἔπαιζε ἀπάνω τους καὶ ἀπάνω στὸ σοβὰ τοῦ ταβανιοῦ ποὺ γύρω-γύρω του τρέχαν ψιλὲς ζωγραφιστὲς γραμμὲς ―μαῦρες, πράσινες καὶ χρυσές― καὶ στὶς τέσσερες ἄκρες δενόντουσαν σὰν σὲ φιόγκο, μὲ διάφορα ἄλλα στολίδια, κουκκιδίτσες, φύλλα ἢ λουλούδια γεωμετρικά. Στὴ μέση τοῦ ταβανιοῦ, μέσα σὲ τετράγωνα ποὺ σχημάτιζαν κάδρα, οἱ ζωγραφιές, μονόχρωμες αὐτὴ τὴ φορά, παράσταιναν καραβάκια μὲ πανιά, καὶ πίσω βουνὰ καὶ θάλασσα, καὶ περιστοίχιζαν ἕναν κύκλο ἀπὸ ἄσπρη πάστα σκαλιστή, ἀπὸ τὸ κέντρο τοῦ ὁποίου κρεμόταν, σὰν ἄλλη σπάθη Δαμοκλέους, μία λάμπα μὲ πολλὰ φῶτα, τυλιγμένη σὲ ψιλὸ τουλπάνι.

Τὸ ἴδιο χρωματιστὸ φιλέτο κατέβαινε καὶ ἔκανε τὸ γύρο τῶν τοίχων σὰν νὰ ’θελε νὰ τοὺς φυλακίσει στὴν περιοχή του καὶ μένα ἴσως μαζί. Τὸ πάτωμα ἦταν ἐπικίνδυνα κερωμένο καὶ γυάλιζε ἀφιλόξενα.

Γύρω-γύρω ἔκοβαν τὴν ὀπισθοχώρηση κάτι μαῦρες καρέκλες ἡ μία δίπλα στὴν ἄλλη. Ἐγὼ προτιμοῦσα νὰ κάθομαι κοντὰ στὴν πόρτα καὶ κοίταζα μὲ περιέργεια τί θὰ ἔκανε ἡ κυρούλα.

Ἐκείνη πήγαινε στὸ ντουλάπι, ποὺ ἤτανε μαῦρο κι αὐτὸ μὲ χρυσὰ στολίδια, καὶ ἄνοιγε μὲ τὸ κλειδὶ ποὺ ἦταν δεμένο μὲ μία μικρὴ ἁλυσίδα στὴ μέση της. Τότε φαινόντουσαν ἀραδιασμένα πιατάκια μὲ φοντάν, καὶ ἕνα ἄλλο μὲ κυδωνόπαστο ποὺ τὸ ’φτιανε μόνη της. Ἄρχιζα κι ἐγὼ νὰ συνηθίζω στὴν ἀγριήλα τῆς «σάλας» ἀλλὰ ἤτανε πιὰ ἀργά. Ἡ κυρούλα ξανακλείδωνε, ἔκλεινε τὸ παράθυρο καὶ ἡ «σάλα» ξανασκοτεινίαζε.

Ὕστερα μ[ας ἔδινε ἀπὸ ἕνα κυδωνόπαστο καὶ κοίταζε νὰ ἰδεῖ ἂν μᾶς ἀρέσει. Δὲν μᾶς ἔδινε ὅμως ἄλλο, καὶ τὸ πιατάκι ἐξαφανιζόταν χωρὶς ποτὲ νὰ καταλαβαίνουμε πῶς χάθηκε. Αὐτὰ συνέβαιναν κάθε Κυριακὴ ποὺ ἔτρωγα στῆς κυρούλας.

Τὶς ἄλλες μέρες καλὰ-καλὰ δὲν θυμᾶμαι τί ἔκανα. Ἴσως γιατί οἱ Κυριακὲς ἤτανε γιὰ μένα τὸ μεγάλο γλέντι, ἐνῶ οἱ ἄλλες μέρες ἔμοιαζαν ὅλες ἀναμεταξύ τους καὶ ἡ βδομάδα περνοῦσε χωρὶς νὰ μ’ ἀφήσει τίποτα τὸ ἐξαιρετικό.

Στὴν κάμαρα τῆς κυρούλας δὲν εἶχα ξαναμπεῖ πρὶν ἀπὸ τὴν ἡμέρα πού, ἐπειδὴ κάναμε πολὺ κρότο μὲ τὸν ξάδελφό μου στὸ γραφειάκι καὶ στὸν ἀντρὲ ποὺ ἤτανε δίπλα στὴν κάμαρα τῆς Πανδώρας, μᾶς φώναξε ἡ θεία μας νὰ πᾶμε νὰ παίξουμε πιὸ μακριά. Ἡ Πανδώρα ἔπασχε ἀπὸ πονοκεφάλους, ἀλλὰ τότε δὲν καταλαβαίναμε καὶ καλὰ-καλά. Ἀρχίσαμε λοιπὸν νὰ τρέχουμε σ’ ἕνα μακρὺ κοριντὸρ ποὺ πήγαινε στὴν κουζίνα, μπροστὰ στὴ κάμαρα τῆς κυρούλας καὶ τοῦ παπποῦ, ποὺ ἤτανε στὴ μέση. Ἡ πόρτα ἤτανε ἀνοιχτὴ καὶ τρέχοντας ἀπάνου-κάτου ρίχναμε ματιὲς μέσα στὴν κάμαρα.

Στὸ παράθυρο στεκότανε μία στάμνα γιὰ νὰ δροσίζεται, καὶ πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα φαινόταν ἕνα μεγάλο σιδερένιο ντουλάπι ποὺ μᾶς κινοῦσε τὴν περιέργεια. Ἀπὸ πάνου ἀπὸ τὸ ντουλάπι ἀκουμπισμένα στὸν τοῖχο τὰ εἰκονίσματα κι ἕνας μικρὸς σταυρὸς πλεχτός, ἀπὸ κείνους ποὺ δίνουν τῶν Βαΐων. Μπροστὰ ἔκαιγε ἕνα καντήλι. Στὴν ἄκρη, ἕνα μεγάλο σιδερένιο κρεβάτι, σκεπασμένο μὲ μία κουβέρτα μάλλινη, καὶ στὸ κομοδίνο ἀπάνω χτυποῦσε τὸ χοντρὸ ἀσημένιο ρολόι τοῦ παπποῦ δίπλα σ’ ἕνα καντηλιέρι κι ἕνα ποτήρι νερό.

Σὲ μία ἄλλη γωνιὰ κρυμμένο μ’ ἕνα παλιὸ χαλάκι ἤτανε ἕνα μπαοῦλο, ἀπὸ κεῖνα τὰ μαῦρα μπαοῦλα τὰ ξύλινα μὲ τὰ σιδερένια ζωνάρια. Ὁ παπποὺς ἤτανε παλαιικὸς ἄνθρωπος καὶ ἤθελε νὰ βλέπει κοντὰ του τὰ πράγματά του κλειδωμένα ἀπὸ φόβο μὴν τὰ χάσει. Καὶ τοῦτο τὸ εἴχανε οἱ περισσότεροι παλαιοὶ ποὺ θυμόντουσαν ἀκόμη τοὺς χρόνους ἐκείνους ὅπου δὲν ὑπῆρχε ἀσφάλεια. Ἔτσι, μόνον ὅταν ἔβλεπε τὴν κασέλα του καὶ τὸ μπαοῦλο του μέσα στὴν κάμαρά του ἤτανε ἥσυχος ὁ παππούς. Καὶ τούτη τὴ συνήθεια τὴν εἶχε κληρονομήσει κι ὁ πατέρας μου.

Ἡ χαρά μου ἤτανε ὅταν ἔβλεπα τὸν πατέρα μου νὰ ἀνοίγει ἕνα ντουλάπι ὅπου κρεμόντουσαν τὰ ροῦχα του καὶ νὰ βγάζει ἀπὸ τὸν κάτω πάτο ἕνα τετράγωνο σιδερένιο κουτὶ ποὺ τὸ ’φερνε μὲ προσοχὴ καὶ δὲν τὸ ἀκουμποῦσε οὔτε στὸ τραπέζι οὔτε στὸ κομὸ οὔτε ἀλλοῦ, παρὰ μόνον ἀπάνω στὸ κρεβάτι.

(Καὶ τούτη ἡ συνήθεια, ποὺ τὴν ἔχουμε ἀκόμη πολλοί, ὅ,τι πράγμα ἀξίας νὰ τὸ ἀκουμπᾶμε στὸ κρεβάτι, ἢ ἂν ἔχουμε καμιὰ ἀπόφαση νὰ πάρουμε ἢ ἂν θέλουμε νὰ συζητήσουμε καὶ βρισκόμαστε ἐκείνη τὴ στιγμὴ στὴν κρεβατοκάμαρα, νὰ καθόμαστε ἀπάνω στὸ κρεβάτι, θὰ ἔρχεται ἴσως ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ δὲν εἴχαμε στὰ σπίτια πολλὰ ἔπιπλα καὶ ὅπου τὸ κρεβάτι, ὅπως καὶ τώρα στὰ χωριά, ἦταν τὸ πρῶτο, τὸ πιὸ ἀπαραίτητο καὶ τὸ πιὸ λουσόζο ἔπιπλο τοῦ σπιτιοῦ.)

Ἀκουμποῦσε λοιπὸν ὁ πατέρας τὴν «κασετίνα», ὅπως τὴν ἔλεγε, στὸ κρεβάτι κι ἔτρεχα ἐγὼ νὰ κάτσω δίπλα γιὰ νὰ ἰδῶ τί ἔχει μέσα.

Καμιὰ φορὰ προσπαθοῦσα νὰ τὴ σηκώσω γιατί μοῦ φαινότανε σχετικὰ μικρή, ἀλλὰ ἤτανε ὅλο σίδερο καὶ δὲν μποροῦσα οὔτε νὰ τὴν κουνήσω. Μέσα κεῖ πρῶτα ἔβλεπες πολλὰ χαρτιὰ διπλωμένα καὶ κολλαριστὰ κι ἄλλα χαρτάκια-σημειώσεις. Αὐτὰ τὰ ’βγαζε ὁ πατέρας καὶ τὰ μετροῦσε καὶ τὰ ἐξέταζε ἀπ’ ὅλες τὶς μεριές. Ἀλλὰ ἐγὼ κοίταζα στὸ βάθος τῆς κασετίνας ὅπου ἤτανε ἕνα ἄλλο μικρὸ κουτάκι ἀπὸ μαῦρο πετσί, κι ἄλλο ἕνα στρογγυλό, κόκκινο, κι ἄλλα πράματα ἀνακατεμένα: πίπες κεχριμπαρένιες, ἀσήμια, παράσημα, νομίσματα διάφορα, ἕνας «Μέγας Ἀλέξανδρος», καὶ μὲ θάμπωναν σὰν νὰ βρισκόμουν μπροστὰ σὲ κανένα θησαυρό. Ὁ πατέρας μου τότε ἔπαιρνε ἕνα κόκκινο κουτάκι καὶ σὰν ταχυδακτυλουργὸς ἔβγαζε ἀπὸ μέσα δώδεκα χρυσὲς λίρες• μετὰ τὶς ξανάχωνε χωρὶς νὰ μ’ ἀφήσει νὰ τὶς ἀγγίξω. Κι ὕστερα τὸ μαῦρο κουτί, ποὺ εἶχε μέσα ἕνα περιδέραιο μὲ πέτρες, μία σφραγίδα χρυσὴ μὲ ἀμέθυστο σκαλιστό, μία καδένα καὶ ἄλλα μπιχλιμπίδια. Ἐμένα ὅμως καλύτερα ἀπ’ ὅλα μ’ ἄρεσε ἡ σφραγίδα, ποὺ εἶχε ἀπάνω κι ἕνα πουλί. Τὸ ’παιρνα γιὰ ἀϊτὸ ἀλλὰ ὁ πατέρας μου ἔλεγε πὼς εἶναι φοίνικας• καὶ μπέρδευα τὸν φοίνικα τὸ δέντρο μὲ τὸν φοίνικα τὸ πουλί, ποὺ γεννιέται μοῦ ’λεγε ἀπὸ τὶς στάχτες. Σὰν τὰ κοίταζε ὅλα καλὰ ξανακλείδωνε κι ἔπαιρνε τὴν «κασετίνα», καὶ τὸ θέατρο τελείωνε. Ἡ φαντασία μου ὅμως ἔτρεχε ἀκόμη ὥσπου ξανάβρισκα πάλι τὸν ἑαυτό μου καθισμένο στὴν πικεδένια κουβέρτα τοῦ κρεβατιοῦ.

Τὴν ἡμέρα λοιπὸν ποὺ κυνηγιόμαστε μὲ τὸν ξάδελφό μου μπρὸς στὴν πόρτα τῆς κάμαρας τῆς κυρούλας μου, συνέβη καὶ κάτι ἄλλο.

Ἀφήνοντας τὰ παιχνίδια, κοιτάξαμε γύρω-γύρω μὲ τὴν περιέργεια τῶν παιδιῶν γιὰ κάθε καινούριο πράμα, ἀλλὰ καὶ χωρὶς φόβο γιατί δὲν ἤτανε κανένας νὰ μᾶς μαλώσει.

Ἀφοῦ σκαλίσαμε ἀπὸ λίγο παντοῦ, πῆγα καὶ πρὸς τὸ κομοδίνο κοντὰ στὸ κρεβάτι, καὶ μὲ μία ἀπρόσεκτη κίνηση ἔσπρωξα χωρὶς νὰ τὸ θέλω τὸ ποτήρι μὲ τὸ νερὸ καὶ χύθηκε. Ταραχτήκαμε πολὺ γιατί τρέμαμε τὸν παππού μας. Ποτὲ δὲν μιλοῦσε• κι ὅταν ἔλεγε κάτι, ἔπρεπε ν’ ἀκούγεται στὸ λεπτό. Ἔμεινα ἀκίνητος κοιτάζοντας τὸ νερὸ ποὺ ξαπλωνότανε λίγο-λίγο στὸ χαλί. Καὶ κεῖ ὅπου εἶχε πέσει, τὸ χρῶμα τοῦ χαλιοῦ σκούραινε τόσο πολὺ πού μοῦ πέρασε ἄξαφνα ἡ ἰδέα πὼς μποροῦσε νὰ ξεβάψει. Τρέξαμε νὰ βροῦμε κάτι νὰ τὸ μαζέψουμε καὶ τὸ μόνο πού μοῦ ’τυχε ἦταν ὁ κουβάς μου καὶ τὸ φτυαράκι. Μ’ αὐτά, καθισμένος χάμω, προσπαθοῦσα νὰ μαζέψω τὸ νερὸ ὅταν ἄκουσα βήματα.

Ὁ ξάδερφός μου, μὲ τὴν πρόφαση ὅτι ἔψαχνε νὰ βρεῖ κάτι ἄλλο γιὰ νὰ μὲ βοηθήσει, δὲν ξαναφάνηκε στὴν κάμαρα. Ἔτσι ἔμεινα μόνος μου μὲ τὸ φόβο τῆς τιμωρίας.

Ἄρχισα τὰ κλάματα. Ἀπὸ τὰ μάτια μου τρέχαν τὰ δάκρυα ἐνῶ προσπαθοῦσα ἀκόμη νὰ διορθώσω ἐκεῖνο ποὺ ἔκανα. Ἡ πόρτα ἄνοιξε κι ἡ κυρούλα προχώρησε. Πίσω της ἐρχόταν κι ὁ παππούς.

«Τί ἔπαθες;», φώναξε τρομαγμένη γιατί μ’ ἔβλεπε νὰ κλαίω μὲς στὰ νερά. (Δὲν μποροῦσε νὰ ἰδεῖ τὸ ποτήρι γιατί εἶχε κυλήσει ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὸ κρεβάτι.)

Ἐγὼ δὲν ἀπάντησα. Τέλος πάντων εἶπα τί συνέβη καὶ μὲ μεγάλη ἀπορία εἶδα πὼς ἀντὶ νὰ θυμώσουν τοὺς ἔπιασαν τὰ γέλια. Ὕστερα μὲ σήκωσαν καὶ μ’ ἐδίωξαν ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴν κάμαρά τους, ἀλλὰ τὸ μάλωμα δὲν τὸ γλίτωσα, ὅπως θὰ ἰδεῖτε.

Τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἦρθαν νὰ μὲ πάρουν ἀπὸ τὸ σπίτι νωρίτερα. Τὴν Κυριακὴ καθὼς φιλοῦσα τὸ χέρι τῆς κυρούλας, ὅπως μοῦ εἴχανε πεῖ νὰ κάνω πάντα ἅμα ἔμπαινα, ἄρχισε νὰ μὲ μαλώνει.

«Ἄταχτε! Διαβολόπαιδο! Ποιός σοῦ ἔδωσε τὴν ἄδεια νὰ πᾶς στὴν κάμαρή μου τὴν ἄλλη φορὰ καὶ νὰ χύσεις τὰ νερά;»

Κιτρίνισα. Ποιὸς ξέρει τί εἶχα κάνει καὶ τί ἐπρόκειτο νὰ μοῦ συμβεῖ. Εὐτυχῶς ἐπενέβηκε ἡ Πανδώρα.

«Ἂσ’ το, Μαμά, τὸ παιδί. Τί θυμᾶται τώρα αὐτὸ ἀπ’ τὴν ἄλλη φορά;» Καὶ μ’ ἔσπρωχνε νὰ πάω νὰ παίξω στὸ καμαράκι ὅπου μὲ περίμενε ὁ ξάδερφός μου χωρὶς νὰ τολμάει νὰ παρουσιαστεῖ. Ἡ κυρούλα μου, ποὺ εἶχε ἰδιαίτερη ἀγάπη τῆς Πανδώρας, σώπασε, κι ἔτσι γλίτωσα ἀπὸ μεγαλύτερο κακό. Τὸ κέφι μου ὅμως χάλασε καὶ μοῦ ’ρχότανε νὰ κλάψω. Μοῦ φαινότανε πὼς ἤμουνα μὲ ξένους κι ἤθελα νὰ φύγω.

Τὸ μεσημέρι ἔφτασε ὁ παπποὺς καὶ κάτσαμε ὅλοι στὸ τραπέζι. Ἐγὼ ἀπέφευγα νὰ τὸν κοιτάζω κι ἔβλεπα μέσα στὸ πιάτο μου. Ἀλλὰ κεῖνος μὲ φώναξε μὲ τὸ ὄνομά μου, λέγοντας, μὲ τὴ χοντρή του φωνή: «Ἄλλη φορὰ νὰ μὴν ξαναπᾶς μέσα στὴν κάμαρά μου. Ἄκουσες; Μιὰ γιὰ πάντα σ’ τὸ λέω».

«Ἄφησε», εἶπε ἡ κυρούλα, «τὸν μάλωσα ἐγὼ πρωτύτερα. Δὲν θὰ τὸ ξανακάνει».

«Α! καλά», ἔκανε ὁ παππούς.

«Ἄκουσες, χρυσό μου;», μοῦ εἶπε ἡ Πανδώρα, σκύφτοντας νὰ μὲ φιλήσει, «Νὰ μὴν μπεῖς πιὰ στὴν κάμαρα τοῦ παπποῦ. Προχτὲς τοῦ χάλασες τὸ ρολόι του».

Στὸ τραπέζι καθόμαστε κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπο: Στὸ βάθος ὁ παππούς, ἀπὸ τὶς δύο μεριὲς ἡ κυρούλα καὶ ἡ Πανδώρα, καὶ ἀντίκρυ ἀπὸ τὸν παπποὺ τὰ δύο παιδιά. Πίσω ἀπὸ τὸν παππού, στὸν τοῖχο, ἤτανε κρεμασμένος ἕνας καθρέφτης μὲ ξύλινη κορνίζα λουστραρισμένη κι ἀπὸ πάνω μία μεγάλη φωτογραφία τοῦ παπποῦ.

Ἀπάνω στὸ φαΐ ἡ κυρούλα ὅλο προθυμοποιόταν νὰ εὐχαριστήσει τὸν ἄντρα της. Πότε νὰ τὸν σερβίρει, πότε νὰ τοῦ διαλέξει τὸ καλύτερο κομμάτι ἢ νὰ τὸν ρωτήσει τί θέλει. Καὶ παρακολουθοῦσε καὶ τὴν ὑπηρέτρια μὲ τὸ μάτι γιὰ νὰ τὴ μαλώνει ἂν ἀργοῦσε νὰ ἐκτελέσει μία διαταγή του. Κι ἀπ’ ὅλους ἔπαιρνε πρῶτος ὁ παπποὺς στὸ τραπέζι, κι ἄρχιζε νὰ τρώει μὲ κατεβασμένα μοῦτρα, χωρὶς νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τοὺς ἄλλους ―οὔτε ἀπαντοῦσε σὲ κανέναν.

Ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του ὅμως, φωτογραφιστός, χαμογελοῦσε, καὶ ἔμοιαζε καὶ ἀγαθὸς ἄνθρωπος. Τοῦτο μοῦ φαινόταν παράξενο, καὶ πότε κοίταζα ἐκεῖνον καὶ πότε τὴ φωτογραφία.

«Τί κοιτάζεις, τὸ κάδρο τοῦ παπποῦ σου;», μὲ ρώτησε ἡ κυρούλα. «Εἶναι χρόνια παιδί μου ποὺ τὴν ἔχει βγαλμένη αὐτὴ τὴ φωτογραφία.»

Ἀλλὰ ἐγὼ δὲν καταλάβαινα καλὰ τί ἤθελε νὰ πεῖ γιατί μοῦ φαινόταν πὼς «οἱ μεγάλοι» ἤτανε ἀπὸ πάντα, καὶ θὰ εἶναι ὅλη τους τὴ ζωή, «μεγάλοι». Ὅσο γιὰ μᾶς τὰ παιδιά, δὲν μποροῦσα νὰ φανταστῶ πὼς θὰ ἀλλάζαμε. Κι ἂν καμιὰ φορὰ ἔλεγα μέσα μου, γιατί μοῦ τὸ εἴχανε πεῖ, ὅτι θὰ γίνω κι ἐγὼ «μεγάλος», μοῦ φαινότανε πὼς ὁ Θεὸς θὰ μοῦ ἔκανε σὰν νὰ ποῦμε ἰδιαίτερη χάρη, καὶ θὰ μεγάλωνα γρηγορότερα καὶ ἀσφαλέστερα ἀπὸ τὰ ἄλλα παιδιὰ τῆς ἡλικίας μου.

Ἀργότερα χώρισα τοὺς ἀνθρώπους σὲ τρεῖς κατηγορίες: οἱ γέροι, οἱ μεγάλοι κι ἐμεῖς τὰ παιδιά. Καὶ μία μέρα ὅπου ἡ κυρούλα μου μ’ ἔβγαλε περίπατο κι ἐγὼ τῆς μιλοῦσα κι ἔτρεχα μπροστά της, ἐκείνη δυσκολευόταν νὰ μὲ ἀκολουθήσει καὶ μὲ τράβαγε πίσω ἀπὸ τὸ χέρι.

«Ἔλα», τῆς ἔλεγα, «νὰ τρέξουμε».

«Κάτσε ἥσυχος», μοῦ ἔκανε, «ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ τρέξω».

«Γιατί;», τὴ ρώτησα μὲ τὴν ἀφέλεια τοῦ παιδιοῦ.
«Ἐπειδὴ εἶσαι γριά;»

«Φύγε ἀπὸ κεῖ!», μοῦ ’κανε, «δὲν εἶμαι γριά».

«Ναί, ναί, εἶσαι γριά, εἶσαι γριά», φώναζα χοροπηδώντας ἀπὸ εὐχαρίστηση γιατί εἶχα ἀνακαλύψει κάτι πού μοῦ ’κρυβε καὶ δὲν ἤθελε νὰ ἀκουστεῖ.

Ἡ κυρούλα μου κατακοκκίνισε ἀπὸ θυμὸ καὶ περπατοῦσε κοιτάζοντας μπροστά της καὶ μουρμουρίζοντας: «Βρωμόπαιδο, παλιόπαιδο, οὐ νὰ χαθεῖς, διάβολε».

Καὶ ὅσο ἔβλεπα πὼς τὴ θύμωνα, τόσο ἐγὼ χαιρόμουνα γιὰ τὴν ἀνακάλυψή μου, σὰν γιὰ κανένα θρίαμβο. Δὲν τὸ’ κάνα ὅμως μὲ κακία, γιατί θεωροῦσα πιὸ ζηλευτὸ νὰ εἶσαι «μεγάλος» ἢ «γέρος» παρὰ «μικρός». Ἐκεῖνοι εἶχαν κάθε ἐλευθερία, ἐνῶ ἐμεῖς τὰ παιδιὰ ἔπρεπε νὰ ζητήσουμε τὴν ἄδεια γιὰ τὸ παραμικρό. Ἀλλὰ καὶ γιὰ ἕναν ἄλλο λόγο μοῦ φαίνεται νὰ μὴ χαιρόμουνα τότε μὲ κακία. Ἡ κυρούλα μου ἔμοιαζε θυμωμένη κι αὐτὸ μὲ διασκέδαζε. Ἡ εὐχαρίστησή μου θὰ σταματοῦσε ἂν τὴν ἔβλεπα λυπημένη. Πολὺ ἀργότερα, σὰν κάτσαμε ὅλοι μαζὶ καὶ τὴν ἔβλεπα κάθε μέρα, ξανασυλλογίστηκα αὐτὸ τὸ ἐπεισόδιο, καί, βλέποντας πόσο τῆς ἄρεσε νὰ καλλωπίζεται μπροστὰ στὸν καθρέφτη, ἔλεγα πὼς θὰ τῆς εἶχε κάνει κόπο. Ἀλλὰ ἐκείνη θὰ τὸ εἶχε ξεχάσει. Ἴσως καὶ ποτὲ νὰ μὴν ἔδωσε σημασία στὸ πράμα γιατί ἤμουνα ἀκόμη μικρὸ παιδί.