Χρυσὸ βυζαντινὸ νόμισμα.

δολλάριο τοῦ μεσαίωνα

«Χρυσός, πορφύρα καὶ αἷμα» χαρακτηρίζουν γιὰ τοὺς Δυτικοευρωπαίους τὸ Βυζάντιο καὶ τὸν πολιτισμό του. Καθαυτοῦ αὐτοκρατορικὸ διακριτικό, τὸ ἔνδυμα καὶ τὸ χρῶμα τῆς πορφύρας δὲν χρειάζεται μεγαλύτερη ἐξήγηση. Ἂς ἀφήσουμε τὸ λόγο γιὰ τὸ αἷμα στοὺς ἀδιάλλακτους ἐχθροὺς τοῦ βυζαντινοῦ κατορθώματος, ὅπως π.χ. τὸ Βολταῖρο καὶ τὸν Μοντεσκιέ, ποὺ θεωροῦσαν τὴ μεσαιωνικὴ ἑλληνικὴ αὐτοκρατορία σὰν ἐποχὴ ἱστορικῆς ἐξαθλίωσης, ἐγκλήματος καὶ βαρβαρότητας κι ἂς σταθοῦμε λίγο στὸ χρυσό: εὐκαιρία μοῦ δίνει ἡ ὡραία προσπάθεια τῆς «Ἀρχαιολογίας» νὰ τοῦ ἀφιερώσει ὁλόκληρο σχεδὸν τὸ πρῶτο της τεῦχος.
Οἰωνὸς γιὰ ἕνα πλούσιο μέλλον, στὸ περιοδικὸ ποὺ ἔρχεται νὰ ἐνημερώσει τὸ μεγάλο κοινό, ἀλλὰ καὶ τοὺς εἰδικούς, γιὰ τὴν ἐπιστήμη ποὺ μᾶς δείχνει χειροπιαστὰ τὸν πανάρχαιο μόχθο πού, σὲ τούτη τὴ γῆ, μπόρεσε ἀδιάκοπα νὰ δαμάσει καὶ νὰ ὀμορφύνει τὴ φύση καὶ τὸν περίγυρο τοῦ ἀνθρώπου.

Hélène Ahrweiler
Καθηγήτρια Βυζαντινῆς Ἱστορίας – Paris I

Χρῶμα καὶ λάμψη ἡλιακά, ὁ χρυσὸς δέθηκε μὲ τὸν Ἀπόλλωνα (ἐνῶ τὸ ἀργυρὸ μένει χαρακτηριστικὸ τῆς Ἀφροδίτης) καὶ γρήγορα θεωρήθηκε προνομιακὸ δεῖγμα βασιλέων καὶ ἱερέων, σημάδι δηλαδὴ τῆς ἀνδρικῆς ἀρχῆς καὶ δύναμης. Τὸ Βυζάντιο δὲν ἔμεινε ἔξω ἀπὸ τὴν ψυχαναλυτικὴ αὐτὴ ματιά. Κράτος καὶ ἐκκλησία, oἱ στυλοβάτες τῆς βυζαντινῆς πραγματικότητας, ἔντυσαν τὴν ἀνώτατη ἐξουσία, τὸν αὐτοκράτορα καὶ τὸν Πατριάρχη κι αὐτοὺς βέβαια ποὺ τοὺς ἀντιπροσωπεύουν, μὲ χρυσοποίκιλτα ἐξαρτήματα. Ἡ θέα τους εἶναι γιὰ τὸν καθένα μάθημα τοῦ μεγαλείου, τῆς λάμψης, τοῦ δυναμικοῦ σφρίγους τῆς ἀνατολικῆς χριστιανικῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, τοῦ Βυζαντίου, ποὺ στάθηκε ἡ μεγαλύτερη παγκόσμια δύναμη στὴν πρώτη μετὰ Χριστὸν χιλιετηρίδα.

Τὸ Κωνσταντινᾶτο

Εἶναι λογικὸ τὸ ἐπίσημο νόμισμα μιᾶς τέτοιας δύναμης νὰ εἶναι ἀντάξια εἰκόνα τῆς μεγαλοπρέπειάς της˙ δὲν μποροῦσε παρὰ νὰ εἶναι χρυσὸ ἀτόφιο, ἀναλλοίωτο ὅπως ἡ ἀρχὴ τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους καὶ χαραγμένο μὲ τὴ φροντίδα καὶ μὲ τὶς παραστάσεις ποὺ ταιριάζουν στὸν πιὸ εὔγλωττο ἐξηγητὴ καὶ φορέα τῆς θεοστήρικτης ἐξουσίας τῶν βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων. Ἴσως αὐτὲς νὰ ἦταν οἱ σκέψεις τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, ὅταν, στὰ πρῶτα χρόνια τοῦ 4ου αἰώνα, κτύπησε τὸν "aureum solidum", τὸν «στερεὸ χρυσό", τὸν «σόλιδο», πραγματοποιώντας ἔτσι τὴν πρώτη ἐπαναστατικὴ νομισματικὴ μεταρρύθμιση. Νὰ θυμίσουμε ὅτι, σύμφωνα μὲ τὸν ὁρισμὸ τοῦ Ἰσιδώρου τῆς Σεβίλλης, ὀνομάζουμε νόμισμα τὸ κέρμα ἀπὸ τὸ ὁποῖο δὲν λείπει τίποτα ἀπὸ τὰ τρία βασικὰ χαρακτηριστικά, ποὺ εἶναι δηλαδὴ «solidum, integrum et totum» κατὰ τὸν τίτλο, κατὰ τὸ βάρος καὶ κατὰ τὴν χαραγὴ (al marco καὶ al pezzo, θὰ ποῦνε οἱ σύγχρονοι νομισματολόγοι). Αὐτὰ ἀκριβῶς τὰ χαρακτηριστικὰ παρουσιάζει ὁ βυζαντινὸς σόλιδος, τὸ χρυσὸ κέρμα, ποὺ ὁ λαὸς ὀνομάζει ἀκόμη σήμερα Κωνσταντινᾶτο, ποὺ τὸ ἐπίσημο ἑλληνικό του ὄνομα εἶναι «Τὸ Νόμισμα», μιὰ καὶ πρῶτο παρουσιάζει ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ εἴδους. Εἶναι δηλαδὴ τὸ πρῶτο καθαυτὸ «νόμισμα», ὅπως τὸ ἄλλο δημιούργημα τοῦ Κωνσταντίνου, ἡ Κωνσταντινούπολις, εἶναι ἡ καθαυτοῦ Πόλη. Ἂς σημειώσουμε ὅτι ζυγίζει γύρω στὰ 4.50 γραμμάρια, δηλαδὴ 24 κεράτια. Ἡ λέξη δηλώνει τὸ κουκούτσι τοῦ ξυλοκέρατου, τοῦ χαρουπιοῦ, τὴν ceratonia siliqua (σίλικα = κεράτιο) στὸ ἐπιστημονικό του ὄνομα. Τὸ κεράτιο ἔγινε girat στὰ ἀραμαϊκὰ καὶ kharrubah στὰ Ἀραβικά. Φαίνεται τώρα ἀπὸ ποῦ κρατᾶ τὴ ρίζα του τὸ σημερινὸ χαρούπι καὶ τὸ «καράτι», ἡ ξενοντυμένη ἑλληνικὴ αὐτὴ λέξη, ποὺ ὣς τὰ τώρα μετρᾶ, στὸν κόσμο ὅλο, τὸν ἀτόφιο χρυσὸ καὶ τὰ διαμάντια. Σήμερα τὸ κεράτι-καράτι ζυγίζει 0.20 γραμ. μὲ ἀπόφαση μιᾶς διεθνοῦς ἐπιτροπῆς ποὺ συγκλήθηκε τὸ 1877. Στὴν ἐποχὴ ποὺ ἐξετάζουμε, τὸ βάρος του κυμαίνονταν ἀπὸ χώρα σὲ χώρα, κυρίως μεταξὺ τοῦ ἀραβικοῦ καὶ τοῦ βυζαντινοῦ κόσμου, πρᾶγμα ποὺ ἴσως ἐξηγεῖ καὶ τὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὸ βυζαντινὸ νόμισμα – σόλιδο καὶ τὸ χρυσὸ ἀραβικὸ δινάριο ποὺ κυκλοφορεῖ στὶς ἀρχὲς τοῦ 8ου αἰώνα.
Τὶς ἴδιες διαφορὲς παρατηροῦμε στὴ σχέση χρυσοῦ καὶ ἀργύρου ποὺ ἐπικρατεῖ στὸ χῶρο τοῦ βυζαντινοῦ καὶ στὸ χῶρο τοῦ ἀραβικοῦ νομίσματος˙ ἐπίτηδες δὲν χρησιμοποιῶ τὴ λέξη «ἀσήμι» ὅταν πρόκειται γιὰ νομισματικὸ κέρμα, ἀφοῦ τὸ χάραγμα νομίσματος κάνει τὸν ἄργυρο «ἔνσημον» (al marco, μὲ παράσταση δηλαδὴ καὶ ἐπιγραφὴ) καὶ ὄχι «ἄσημον».

 

\"\"

Ἡ ἀξία τοῦ νομίσματος

Ἂς γυρίσουμε ὅμως στὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ βυζαντινοῦ νομίσματος, γιὰ νὰ σημειώσουμε ὅτι 72 νομίσματα ἰσοδυναμοῦν μὲ μιὰ λίτρα χρυσοῦ, ὅτι ἕνα νόμισμα ἀντιστοιχεῖ μὲ 12 ἀργυρὰ κέρματα, τὰ γνωστὰ μὲ τὸ ὄνομα «μιλλιαρίσια» (θυμίζει ἡ λέξη ὅτι ἡ ἀργυρὴ μονάδα ἰσοδυναμεῖ μὲ 1.000 περίπου νουμιά, καὶ ἴσως γι\’ αὐτὸ σήμερα ἡ καθαρότητα τοῦ ἀσημιοῦ μετριέται μὲ κλίμακα χιλίων βαθμῶν). Ἂς ποῦμε ἀκόμη ὅτι, καμμιὰ φορά, τὰ κείμενα ὀνομάζουν τὸ μιλλιαρίσιο δικέρατο γιατὶ βέβαια ἰσοδυναμεῖ μὲ 2 κεράτια χρυσοῦ, καὶ ὅτι, τέλος, τὸ κάθε μιλλιαρίσιο ἀξίζει 24 φόλλεις ἢ φολερά, ἡ κάθε φόλλη 40 πάνω κάτω νουμιά. Αὐτὰ ἦταν τὰ χάλκινα κέρματα ποὺ κυκλοφόρησαν ταυτόχρονα μὲ τὸ χρυσὸ νόμισμα — ἀντίθετα μὲ τὸ ἀργυρὸ κέρμα ποὺ μπῆκε ἀργότερα στὴν κυκλοφορία. Ὁ Ἡράκλειος, στὶς ἀρχὲς τοῦ 7ου αἰώνα, ἔκοψε τὸ ἀργυρὸ «ἑξάγραμμο». Τὸ ὄνομά του μᾶς μαθαίνει τὸ βάρος τοῦ κομματιοῦ «ἕξι γράμματα», ἀκόμη μιὰ βυζαντινὴ μετρικὴ ὁρολογία ποὺ σώζεται σὲ σημερινὸ μετρικὸ σύστημα, στὸ γραμμάριο. Εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ Κωνσταντίνεια νομισματικὴ μεταρρύθμιση βασίζεται στὸ χρυσὸ καὶ ἀκολουθεῖ τὸ δωδεκαδικὸ σύστημα, τὸ ἴδιο ποὺ διέπει καὶ τοὺς φορολογικοὺς κανόνες. «Σεμίσσις» καὶ «τρεμίσσις» εἶναι ὑποδιαιρέσεις (μισὸ καὶ τρίτο) τοῦ χρυσοῦ νομίσματος, ἐνῶ «δικέρατα» καὶ «ἑξάφολλα» εἶναι ὀνόματα ἀνάλογων φορολογικῶν ἐπιβαρύνσεων. Ἂς κλείσουμε τὴν τεχνικὴ αὐτὴ ἐπισκόπηση, σημειώνοντας ὅτι τὸ κεντηνάριο, ποὺ τὰ κείμενα ἀναφέρουν κυρίως γιὰ τὶς πληρωμὲς τοῦ Κράτους (ὅπως γιὰ τὶς ὑποχρεώσεις πρὸς ξένους), σημαίνει ἑκατὸ λίτρες χρυσῶν νομισμάτων καὶ εἶναι τὸ συνηθισμένο χρηματικὸ μέτρο τῶν διπλωματικῶν καὶ τῶν διοικητικῶν ἀναγκῶν τοῦ βυζαντινοῦ κράτους. Μὲ τὸν πίνακα τῶν συσχετίσεων ποὺ δίνουμε θὰ φανταστεῖ ἴσως κανεὶς ὅτι τὸ Βυζάντιο εἶχε φτάσει σὲ ζηλευτὴ ἀκρίβεια κοπῆς καὶ χαραγῆς νομισματικῶν κερμάτων διαφορετικῶν μετάλλων. Ἡ πραγματικότητα εἶναι διαφορετική, κυρίως γιὰ τὶς ταπεινότερες μονάδες, τὰ νουμιά. Ὁ κρατικὸς ἔλεγχος κοπῆς κερμάτων φτηνοῦ μετάλλου ὑπῆρξε πάντοτε ἐλαστικὸς (ἔτσι ἐξηγοῦνται οἱ διακυμάνσεις τῆς ἀξίας τῶν χάλκινων κερμάτων στὶς διάφορες περιοχὲς καὶ βέβαια σὲ διάφορες ἐποχές), πρᾶγμα ποὺ βέβαια οἱ κρατικοὶ λειτουργοὶ προσπαθοῦν ν\’ ἀποφύγουν ὅταν πρόκειται γιὰ πολύτιμα μέταλλα. Τὰ βυζαντινὰ «ἐξάγια» ποὺ βρέθηκαν (πρόκειται γιὰ νομισματικὰ ζύγια τὸ ἕνα 72 νομισμάτων καὶ τὸ ἄλλο 18 νομισμάτων) δείχνουν ὅτι τὸ νόμισμα κυμαίνονταν μεταξὺ 4.20-4.40 γραμμαρίων. Ἂν πάρουμε ὑπόψη μας τὴν φθορὰ τοῦ μετάλλου τῶν ἐξαγίων, πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι τὸ πραγματικὸ βάρος τοῦ βυζαντινοῦ νομίσματος δὲν ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὸ θεωρητικὸ ποὺ πλησίαζε ὅπως εἴδαμε, χωρὶς ὅμως νὰ τὰ φτάσει, τὰ τεσσεράμιση γραμμάρια. Ἂς μὴ ξεχνᾶμε βέβαια, ὅτι ἡ νομισματικὴ ὑποτίμηση μπορεῖ νὰ γίνει μὲ διαφόρους τρόπους. Ἡ ἐλάττωση τοῦ βάρους εἶναι ὁ πιὸ ἁπλὸς τρόπος (γι\’ αὐτὸ καὶ ὁ νόμος τιμωροῦσε αὐστηρὰ τοὺς «ξέοντας» νομίσματα), ποὺ οἱ βυζαντινοὶ χρησιμοποίησαν ἐπισήμως, ὅταν πρῶτος ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς κυκλοφόρησε τὸ περίφημο «τεταρτηρὸ» νόμισμα. Ἔγραψα ἀλλοῦ ὅτι τὸ νόμισμα αὐτὸ φαίνεται νὰ ἦταν ἐλαφρότερο τοῦ «ἱσταμένου» (αὐτοῦ δηλαδὴ ποὺ εἶχε τὸ πρέπον βάρος) κατὰ 1/4 τοῦ τετάρτου (τοῦ ἔλειπε δηλαδὴ ἕνα μικρὸ τέταρτο) καὶ βέβαια χρησιμοποιήθηκε γιὰ τὶς πληρωμὲς τοῦ κράτους τόσο στὸ ἐσωτερικὸ ὅσο καὶ στὸ ἐξωτερικό, ἐνῶ oἱ πληρωμὲς πρὸς τὸ κράτος ἐξακολουθοῦσαν νὰ γίνονται μὲ τὰ περιζήτητα πιὸ βαρειὰ νομίσματα τὰ «ἱστάμενα». Νὰ τονίσουμε ὅτι τὸ μέτρο αὐτὸ τοῦ Φωκᾶ ἐγκαινιάζει τὴν πρώτη νομισματικὴ σύγχυση καὶ εὔγλωττα δηλώνει τὶς δυσκολίες τῶν καιρῶν, τοὺς ἀγῶνες δηλαδὴ πρὸς τοὺς Ἄραβες καὶ τὶς πολυδάπανες ἐκστρατεῖες τοῦ στρατιώτη αὐτοκράτορα.

Ὑποτίμηση καὶ νοθεία

Ὡστόσο ἡ πιὸ συνηθισμένη ἐπίσημη νομισματικὴ νοθεία γίνεται μὲ τὴν ἐλάττωση τοῦ τίτλου, μὲ τὴν ἐλάττωση δηλαδὴ τῆς καθαρότητας τοῦ πολύτιμου μετάλλου. Ἡ νοθεία αὐτὴ — τὰ κείμενα θὰ μιλήσουν γιὰ «χάραγμα κίβδηλον» — ἀρρώστια τοῦ βυζαντινοῦ νομίσματος στὸ τέλος τοῦ 11ου αἰώνα, θὰ μετατραπεῖ σὲ σύστημα τολμηροῦ οἰκονομικοῦ χειρισμοῦ, στὰ χρόνια τοῦ Ἀλεξίου Κομνηνοῦ, γιὰ νὰ λυθοῦν τὰ προβλήματα ποὺ ἡ συρρίκνωση τοῦ βυζαντινοῦ χώρου δημιούργησε γιὰ τὴν ἄμυνα τῆς αὐτοκρατορίας ποὺ ἀπειλοῦσαν ταυτόχρονα ἐχθροὶ ἀπὸ τὴν Δύση (Νορμανδοὶ καὶ Σταυροφόροι), ἀπὸ τὸν Βορρᾶ (Πετσινέγκοι καὶ Κουμάνοι) καὶ ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ (Σελτζοῦκοι Τοῦρκοι). Εἶναι ἡ ἐποχὴ ποὺ oἱ ἐχθροὶ τῆς αὐτοκρατορίας θὰ ἀπαιτήσουν τὴν πληρωμὴ τῆς εἰρήνευσης σὲ καλὸ παλιὸ νόμισμα, ὅπως τὰ Μιχαηλάτα (ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Δούκα), ποὺ ζητᾶ ὁ Βοημοῦνδος. Εἶναι ὁ καιρὸς ποὺ ἀνήσυχοι oἱ Βυζαντινοὶ ἀποταμιεύουν καὶ ἀποθησαυρίζουν, καθένας μὲ τὴ δύναμή του, τὰ Ρωμανάτα (ἀπὸ τὸν Ρωμανό), τὰ Βοτανάτα (ἀπὸ τὸν Βοτανειάτη) καὶ κάθε νόμισμα παλιᾶς χαραγῆς, δηλαδὴ καθαροῦ τίτλου, ἀτόφιου χρυσοῦ ἢ ὅπως τὸ λένε τὰ κείμενα τῆς ἐποχῆς «ὑπέρπυρο», περασμένο δηλαδὴ ἀπὸ τὸ καθαρτήριο τῆς φωτιᾶς. Βέβαια, γρήγορα θὰ ἔρθουν καλύτερα χρόνια καὶ oἱ ἑπόμενοι αὐτοκράτορες, ὅπως π.χ. ὁ Μανουὴλ Κομνηνός, θὰ ἀνεβάσουν κατὰ τὸ δυνατὸ τὸν τίτλο τοῦ νομίσματος, χωρὶς ὅμως νὰ μπορέσουν νὰ τὸ φτάσουν στὴν πρώτη ἀξία καὶ νὰ κερδίσουν τὴν ἐμπιστοσύνη ποὺ ἐπὶ αἰῶνες ἀδιάκοπα ἔδειξαν γιὰ τὴν ποιότητα τοῦ «ὑπέρπυρου» ἐχθροὶ καὶ φίλοι τῆς αὐτοκρατορίας. Ἕνας συγγραφέας τῶν ἀρχῶν τοῦ 14ου αἰώνα, ὁ Παχυμέρης, θὰ μᾶς πληροφορήσει μὲ θαυμαστὴ ἀκρίβεια γιὰ τοὺς σταθμοὺς τῆς ἀλλοίωσης τοῦ τίτλου τοῦ νομίσματος μετὰ τὸ 1204: «ὡς τὰ χρόνια τοῦ Ἰωάννη Δούκα (τοῦ Βατάτζη ποὺ βασιλεύει στὰ 1230) τὰ 2/3 τοῦ βάρους τοῦ νομίσματος (= 16 κεράτια) ἦταν καθαρὸς χρυσός. Ὕστερα, ἐπὶ Μιχαὴλ (Παλαιολόγου), ἐξ αἰτίας τῶν δόσεων πρὸς τοὺς Ἰταλοὺς ἔχασε ὁ χρυσὸς ἀκόμη ἕνα κεράτιο καὶ τώρα τὸ νόμισμα ἔχει πιὰ μόνο τὸ μισό του βάρος καθαρὸ χρυσό». Νὰ πῶς τὰ 24 καράτια τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου γίναν, μετὰ βέβαια ἀπὸ δέκα αἰῶνες, μονάχα 12. Δύο ἀριθμοὶ ποὺ δείχνουν ἀμείλικτα καὶ στεγνὰ τὴν πτώση μιᾶς παγκόσμιας αὐτοκρατορίας. Εἶναι ἡ στιγμὴ ποὺ oἱ πολίτες στὶς συναλλαγές τους χάνονται στὸν λαβύρινθο τῆς ὀνομαστικῆς καὶ τῆς πραγματικῆς ἀξίας τοῦ κάθε νομίσματος ποὺ κυκλοφορεῖ στὴν ἀγορά. Ἔχομε νομίσματα ποὺ ἔχουν καλὴ πέραση, ποὺ εἶναι δηλαδὴ «πολιτευόμενα» ἢ «πραττόμενα» ἢ «προτιμώμενα», ἔχομε νομίσματα «παλαιὰ» καὶ νομίσματα «καινούργια».
Ἕνα κείμενο τῆς Παλαιολόγειας ἐποχῆς μιλᾶ μάλιστα γιὰ ἀναλογία τριῶν παλιῶν νομισμάτων μὲ τέσσερα καινούργια. Τί πιὸ εὔγλωττη μαρτυρία γιὰ τὴν κατάρρευση τοῦ βυζαντινοῦ νομίσματος μέσα σὲ βραχύχρονα, κάθε φορά, διαστήματα. Ποῦ εἶναι, ἀλήθεια, ἡ ἐποχὴ ποὺ τὰ ἔθνη μετροῦσαν τὴν οἰκονομική τους ἰκμάδα μὲ κεντηνάρια βυζαντινῶν «σολίδων», ποὺ oἱ ξένοι βασιλιάδες προσπαθοῦσαν νὰ μιμηθοῦν τὴν κοπὴ καὶ τὴ χαραγὴ τοῦ βυζαντινοῦ νομίσματος (τὰ παραδείγματα ποὺ ἔχομε φτάνουν ὡς τὴν Γαλλία, τὴν Ἀγγλία καὶ τὰ σκανδιναυικὰ κράτη). Ποῦ πῆγαν τὰ χρόνια ποὺ ἔκαναν τὴ λέξη bezanti νὰ δηλώνει τὸ ὁποιοδήποτε χρυσὸ νόμισμα ποὺ κυκλοφοροῦσε στὶς διεθνεῖς ἀγορές, ὅπως μᾶς δείχνει ἡ ἔκφραση «bizanti saracinati d\’ oro», ἀλλὰ καὶ ἕνα νομισματικὸ μέτρο, μὲ ὀνομαστικὴ καθορισμένη ἀξία, ποὺ μποροῦσε νὰ καλύπτεται μὲ ἄλλα νομίσματα ὅπως μᾶς δείχνουν μνεῖες πολυάριθμες τοῦ «bisancium aureum» σὲ συμβόλαια ἀγγλικὰ καὶ γαλλικά. Πολύτιμα κοσμήματα, μετάλλια ἀναμνηστικὰ ποὺ στόλιζαν τὶς βαρβαρικὲς ἐξουσίες στὸ μεσαίωνα, σ\’ Ἀνατολὴ καὶ σὲ Δύση, ἐπὶ αἰῶνες μιμοῦνται τὸ βυζαντινὸ νόμισμα. Τὸ χρυσὸ βυζαντινὸ τρυπημένο μοιάζει νὰ παίρνει μὲ τὸν καιρὸ δύναμη σχεδὸν μαγική, κρεμασμένο στὸ λαιμὸ ἀνθρώπων ποὺ εἶναι ξένοι ἀπὸ τὴ γλώσσα (ἀπὸ τὴ διδασκαλία θὰ λέγαμε) ποὺ διαλαλεῖ μὲ τὴν παράστασή του, μὲ τὰ «ἔνσημά» του καὶ μὲ τὴν ἐπιγραφὴ καὶ χαραγή του τὸ βυζαντινὸ ὑπέρπυρο νόμισμα.

 

\"\"

Βυζαντινὸ νόμισμα, τὸ «δολλάριο τοῦ μεσαίωνα»

Ἀπὸ τὸ 312, ποὺ πρωτοεμφανίζεται, ὡς τὰ μέσα τοῦ 11ου αἰώνα, τὸ βυζαντινὸ νόμισμα θὰ μείνει σταθερὸ καὶ καθαρό. Ἴσως δὲν εἶναι ἀνάγκη ν’ ἀναζητήσουμε ἄλλη ἐξήγηση γιὰ τὸν πρωταρχικὸ ρόλο ποὺ ἔπαιξε στὴ μυθικὴ ἱστορία τοῦ Βυζαντίου, ἀλλὰ καὶ στὸ μαζικὸ ὑποσυνείδητο τῶν λαῶν τοῦ μεσαίωνα.
Ὁ Κοσμᾶς Ἰνδικοπλεύστης (χρωστᾶ τὸ ὄνομά του στὸν περίπλου τοῦ Ἰνδικοῦ Ὠκεανοῦ ποὺ πραγματοποίησε στὰ χρόνια τοῦ Ἰουστινιανοῦ), θὰ στηρίξει τὴ θεωρία του γιὰ τὴν αἰωνιότητα τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας («ἀήττητος μέχρι τῆς συντελείας») στὸ ὅτι «Τὸ τῶν Ρωμαίων (Βυζαντινῶν) βασίλειον πρῶτο ἐστὶ καὶ πρῶτον πιστεῦσαν εἰς τὸν Χριστόν», ἀλλὰ καὶ στὸ ὅτι «ἐν τῷ νομίσματι αὐτῶν (= Βυζαντινῶν) ἐμπορεύονται πάντα τὰ ἔθνη καὶ ἐν παντὶ τόπῳ ἀπ\’ ἄκρον γῆς ἕως ἄκρον γῆς δεκτὸν ἐστίν, θαυμαζόμενον παρὰ παντὸς ἀνθρώπου καὶ πάσης βασιλείας, ὅπερ (ἐν) ἑτέρᾳ βασιλείᾳ οὐχ ὑπάρχει τὸ τοιοῦτο».
Ἂς ὁμολογήσουμε ὅτι καμμιὰ ἄλλη εἰκόνα δὲν μποροῦσε νὰ μᾶς πληροφορήσει καλύτερα γιὰ τὴ μαγικὴ δύναμη ποὺ τὸ χρυσὸ κέρμα ἐξάσκησε στὴ λαϊκὴ φαντασία, σ\’ αὐτὴν ποὺ τράφηκε μὲ τὶς προφητεῖες ποὺ ταυτίζουν τὸν ἱστορικὸ κύκλο τῆς πολιτισμένης ἀνθρωπότητας μὲ τὴ ζωὴ τοῦ Βυζαντίου, σ\’ αὐτὴν ποὺ ἔθρεψε τὸ μύθο τοῦ μαρμαρωμένου βασιλιᾶ καὶ ποὺ ζεῖ ἀκόμη παράλογα μὲ τὸ ὄνειρο τῆς μεγάλης ἰδέας. Αὐτὴ τὴν αἰωνιότητα τοῦ οἰκουμενικοῦ κράτους, τὴν χωροχρονικὴ θὰ λέγαμε ἀπεραντοσύνη τῆς αὐτοκρατορίας τους, θέλησαν νὰ συμβολίσουν οἱ Βυζαντινοὶ στὸ νόμισμά τους, βέβαιοι πὼς ἔτσι μονάχα θὰ μποροῦσαν νὰ τὴν διαδώσουν ἀπ\’ ἄκρου σ\’ ἄκρο τῆς γῆς, νὰ τὴν διδάξουν στὰ ἔθνη, μάθημα ἀδιάψευστου μεγαλείου. Χλαμυδοφόρος αὐτοκράτορας, κρατώντας στὸ χέρι σφαίρα σταυροφοροῦσα καὶ σκῆπτρο, στεμμένος ἀπὸ τὸν Ἄγγελο Κυρίου ἢ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Χριστό, μὲ χαραγμένα τὰ ἠχηρὰ ὀνόματα τῆς ἐξουσίας του (Imperator, Αὔγουστος, Βασιλεύς, Δεσπότης καὶ ἄλλα). Κυκλοφοροῦσε χάρη στὸ νόμισμα ἀπὸ τὴ μιὰ γωνιὰ τῆς αὐτοκρατορίας στὴν ἄλλη, περνοῦσε στὰ χέρια ἀνθρώπων κάθε τόπου, διαλαλώντας τὴ στρατιωτικὴ ἰσχὺ τῆς αὐτοκρατορίας (σύμβολό της ἡ χλαμύδα), τὸ θεοστήρικτο τῆς αὐτοκρατορικῆς ἀρχῆς (ὁ θεόσεπτος βασιλεὺς εἶναι τοποτηρητὴς τοῦ Χριστοῦ στὴ γῆ), τὸ παγκόσμιο καὶ οἰκουμενικὸ τῆς θεοπρόβλητης ἐξουσίας (σημάδια τους τὸ σκῆπτρο καὶ ἡ σφαίρα) καὶ τέλος τὰ βυζαντινὰ ἀναφαίρετα δικαιώματα στὴ ρωμαϊκὴ κληρονομιά, στὴν ἀρχὴ ποὺ διέπει ὁ Βασιλεὺς-Αὐτοκράτωρ-lmperator, ἐγγυητὴς τῆς ρωμαϊκῆς εἰρήνης, ποὺ ταυτίζεται βέβαια μὲ τὴν αὐτοκρατορικὴ παγκόσμια τάξη. Νὰ ποιὸς ἦταν ὁ ἰδεολογικὸς ρόλος ποὺ διαδραμάτιζε, σιωπηλὰ καὶ σίγουρα, τὸ βυζαντινὸ νόμισμα στὰ πέρατα τῆς γῆς, βγαλμένο μετὰ ἀπὸ τὴ δοκιμασία τῆς φωτιᾶς (χρυσὸ «ὁλοκότινο») ἀπὸ τὰ νομισματοκοπεῖα τῆς Κωνσταντινούπολης, τῆς Θεσσαλονίκης καὶ στὰ πιὸ παλιὰ καὶ καλύτερα χρόνια, ἀπὸ τὰ κρατικὰ 40 ἐργαστήρια τῆς Σικελίας, τῆς Καρχηδόνας, τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ τῆς Ἀντιόχειας. Ἐγγυημένο ἀπὸ τὴ μεγαλύτερη κρατικὴ δύναμη τῆς ἐποχῆς, τὸ βυζαντινὸ νόμισμα, μὲ τὴν εἰκονογράφησή του, μὲ τὴν ποιότητα τῆς χαραγῆς, μὲ τὴ σταθερότητα τοῦ βάρους καὶ τοῦ τίτλου του, μένει στὴν ἱστορία σὰν μάρτυρας μοναδικὸς τοῦ μεγαλόπρεπου, τοῦ ἀϊδίου καὶ τοῦ ἀναλλοίωτου τῆς πρώτης παγκόσμιας χριστιανικῆς αὐτοκρατορίας. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἰδέα-κίνητρο ποὺ κατάφερε τὸ Βυζάντιο νὰ ριζώσει στὴ συνείδηση τῶν πολιτῶν του καὶ νὰ θεμελιώσει στὸν ἔξω κόσμο, χρησιμοποιώντας ὅλα τὰ μέσα ποὺ κινοῦν τὴ φαντασία. Τὸ χρυσὸ νόμισμα μὲ τὴν παγκόσμια κυκλοφορία του, τὸ νόμισμα στολίδι καὶ ἐμπόρευμα, τὸ νόμισμα σύμβολο καὶ θησαύρισμα, τὸ «δολλάριο τοῦ μεσαίωνα» ὅπως χαρακτηριστικὰ ἔγραψε ὁ Lopez, στάθηκε σίγουρα ὁ πιὸ ἀποτελεσματικὸς καὶ ὁ πιὸ εὔγλωττος φορέας τῆς βυζαντινῆς μεγαλοσύνης. Γνώρισε τὶς στιγμὲς μεγαλείων καὶ ἔζησε τὶς δυσχέρειες τῶν καιρῶν μὲ τὸν ἴδιο ρυθμὸ ποὺ τὶς κατέγραψε ἡ καθολικὴ ἱστορία τῆς αὐτοκρατορίας. Τί ἄλλο νὰ ποῦμε γιὰ νὰ τονίσουμε πόσο πολύτιμη εἶναι γιὰ τὸν ἱστορικὸ ἡ μυστικὴ γλώσσα τοῦ χρυσοῦ ἀλλὰ καὶ τοῦ ταπεινοῦ κέρματος τοῦ Βυζαντίου. Τὸ νόμισμα στὸ Βυζάντιο καὶ γιὰ χίλια χρόνια συμβολίζει τὸ ὁρατὸ καὶ ἀόρατο μεγαλεῖο τῆς αὐτοκρατορίας.

Οἱ φωτογραφίες εἶναι τοῦ Γ. Σημηριώτη

The Golden Byzantine Coin Dollar of the Middle-Ages
The golden byzantine coin follows the destiny of the Byzantine Empire: «Tὸ νόμισμα» or «Κωνσταντινᾶτο», as it is commonly known, is the first coin to combine the three characteristics of the perfect coin, that is "solidum, integrum et totum". This fact makes it internationally accepted and it circulates everywhere in the then known world. During the 11th century, because of the difficulties of the Byzantine Empire, we talk about "an illness of the byzantine currency". Alexios Comnenos diminishes the purity of the coin\’s metal. Nevertheless the byzantine golden coin remains a symbol, even hanged, as a jewel, arround the neck.