Ἐπιστολἠ Κοραῆ πρός Κανάρη

ΚΟΡΑΗΣ (ΠΑΡΙΣΙ)

Κ. ΚΑΝΑΡΗΣ

10 Σεπτεμβρίου 1827

Ὑπέρμαχε τῆς πατρίδος Γενναῖε Κανάρη,

Ἀπὸ τὴν φήμην ἤξευρα ὅτι εἶσαι ἀνδρεῖος. Ἀπὸ τὴν ἐπιστολήν σου μανθάνω τώρα μὲ μεγάλην εὐχαρίστησιν ὅτι εἶσαι καὶ φρόνιμος• ἐπειδὴ ἐκατάλαβες τὴν ἀνάγκην νὰ γνωρίζῃ ὁ ἀγαπητός σου υἱὸς τῶν προγόνων μας τὴν γλῶσσαν. Αὐτή, φίλε, ἦτο πάντοτε χρήσιμος εἰς τοὺς νέους• ἀλλὰ σήμερον ἔγινε τόσον ἀναγκαία, ὥστε ἂν μ\’ ἐρωτοῦσαν ὅσοι ἔστειλαν καὶ στέλλουν τὰ νεαρά των τέκνα εἰς τὴν φωτισμένην Εὐρώπην, ἤθελα τοὺς παρακαλέσειν νὰ μὴ τὰ πέμπωσι πρὶν αὐτοῦ μάθωσι τὴν Ἑλληνικὴν γλῶσσαν. Αὐτοῦ πρῶτα πρέπει νὰ διδάσκωνται ἀπὸ διδασκάλους Ἕλληνας ὅσα ἐξεύρουν οἱ διδάσκαλοί μας, ἔπειτα νὰ στέλλωνται εἰς τοὺς ξένους, ἂν ἐπιθυμοῦν ν\’ ἀποκτήσωσι καὶ τὰς ἐπιστήμας τῶν ξένων.

Ἐκατάλαβε καὶ ἡ ἐδῶ φιλάνθρωπος ἑταιρία τὴν ἀνάγκην ταύτην καὶ ἐφρόντισε νὰ διορίσῃ διδάσκαλον τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης εἰς τὰ νεαρά μας μειράκια. Εἴθε εὐτυχήσουν νὰ μάθωσιν, ὅ,τι ἐσύμφερε νὰ γνωρίζωσι πρὶν σταλθῶσιν ἐδῶ!

Μένε λοιπὸν ἥσυχος, γενναῖε φίλε, κατὰ τὸ παρόν, καὶ μὴν ἀμελῇς νὰ γράφῃς πρὸς τὸν ἀγαπητὸν υἱόν σου ἀπὸ καιρὸν εἰς καιρὸν συμβουλάς, συνωδευμένας μὲ τὰς πατρικάς σου εὐχάς. Δὲν λείπω οὐδ\’ ἐγὼ νὰ τὸν συμβουλεύω, ὁσάκις ἔρχεται εἰς τὴν κατοικίαν μου. Καὶ περὶ τῶν ἄλλων τὸν λέγω ὅσα κρίνω ἁρμόζοντα εἰς τὴν ἡλικίαν του• ὅταν δ\’ ἔλθω εἰς τὸ περὶ ἀγάπης τῆς πατρίδος κεφάλαιον, τὸν δείχνω τὴν εἰκόνα σου, καὶ τὸν δίδω νὰ καταλάβῃ ὅτι τὴν ὁποίαν ἀπολαύει περιποίησιν καὶ ἀγάπην ἀπὸ τοὺς ξένους, τὴν χρεωστεῖ εἰς σὲ τὸν πατέρα του, καὶ διὰ τοῦτο πρέπει νὰ μὴ παύσῃ ποτὲ νὰ σὲ σέβεται καὶ νὰ σ\’ ἀγαπᾷ. Ἀγαποῦν καὶ περιποιοῦνται τὸν υἱὸν οἱ ξένοι διὰ τὴν ὁποίαν ἔδειξεν ὁ πατὴρ Κανάρης ἀγάπην τῆς πατρίδος, ἑνωμένην μὲ τὴν μετριοφροσύνην καὶ μὲ τὴν ἀποχὴν ἀπὸ πᾶσαν πλεονεξίαν.

Σ\’ εὔχομαι ἐξ ὅλης ψυχῆς, φίλτατε πολῖτα, νὰ διαμείνῃς μέχρι τέλους ὁποῖος ἕως τώρα, πάντοτε γενναῖος, πάντοτε φίλος τῆς ἐλευθερίας καὶ ἐχθρὸς ἄσπονδος τῆς τυραννίας.