Σωκράτης
Καὶ ὃσο γιὰ καιρὸ δὰ ἔχουμε. Κι ἔπειτα τὰ τζιτζίκια ποὺ κατὰ τὸ συνήθιο τους μέσα στὴν κάψα τραγουδοῦνε και συνομιλοῦνε πάνω ἀπό τὸ κεφάλι μας μοῦ φαίνεται πὼς μᾶς βλέπουνε. Ἄν λοιπὸν μᾶς ἔβλεπαν κι ἐμᾶς τοὺς δύο, ὅπως τὸν πολὺ κόσμο, τὸ μεσημέρι νὰ μὴ συνομιλοῦμε ἀλλὰ νὰ εἴμαστε νυσταγμένοι καὶ μὲ τὸ τραγούδι τους ἀποκαρωμένοι ἀπὸ ἀργία τοῦ νοῦ μας, μὲ τὸ δίκιο τους θὰ μᾶς περιγελοῦσαν, παίρνοντάς μας γιὰ τίποτα δούλους ποὺ ἦλθαν σ’ αὐτοὺς ἐδῶ, σ’ αὐτὸ τὸ κατάλυμμα νὰ κοιμηθοῦν, ὡσὰν πρόβατα ποὺ κάνουν μεσημέρι γύρω ἀπὸ τὸ νερὸ. Ἄν ὅμως μᾶς ἔβλεπαν νὰ συνομιλοῦμε καὶ νὰ πλέωμε ἀπὸ κοντὰ τους σὰν δίπλα ἀπὸ Σειρῆνες ἀγοήτευτοι, τὸ ἔπαθλο ποὺ ἔχουν ἀπὸ τοὺς θεοὺς γιὰ νὰ τὸ δίνουν στοὺς ἀνθρώπους, ἴσως τὸ ἔδιναν σὲ μᾶς ἀπὸ θαυμασμὸ καὶ ἐκτίμηση.
Φαῖδρος
Καὶ τί εἶναι λοιπὸν αὐτὸ ποὺ ἔχουν; Γιατὶ δὲν ἔτυχε ὡς φαίνεται νὰ τ’ ἀκούσω.
Σωκράτης
Ἀληθινὰ ὃμως δὲν στέκει ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπάει τὶς Μοῦσες νὰ μὴν ἔχῃ ἀκούσει αὐτὰ τὰ πράγματα. Νά, λένε πὼς τὰ τζιτζίκια ἦταν ἄνθρωποι κάποτε, προτοῦ ἀκόμα νὰ γεννηθοῦν οἱ Μοῦσες. Ὅταν ὅμως γεννηθήκανε οἱ Μοῦσες καὶ πρωτοφάνηκε τὸ τραγοὺδι, τόσο πιὰ μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς τότε τοὺς ἀνθρώπους τὰ χάσανε ἀπὸ τὴν τέρψη, ποὺ τραγουδώντας ἀμέλησαν νὰ φᾶνε καὶ νὰ πιοῦν καὶ, χωρὶς νὰ τὸ νοιώσουν, πεθάνανε. Ἀπ’ αὐτοὺς γεννήθηκε τὸ γένος τῶν τζιτζικιῶν παίρνοντας τοῦτο τὸ βραβεῖο ἀπὸ τὶς Μοῦσες, δηλαδὴ νὰ μὴν ἔχῃ ἀφότου γεννηθῆ καμμιὰ ἀνάγκη γιὰ τροφὴ, ἀλλὰ, χωρὶς νὰ τρώῃ καὶ νὰ πίνῃ, ν’ ἀρχίζῃ εὐθὺς νὰ τραγουδάῃ ὡς ποὺ νὰ πεθάνῃ, κι ἔπειτα πηγαίνοντας στὶς Μοῦσες νὰ τοὺς φέρνῃ εἴδηση ποιὸς ἀπὸ τοὺς ἄνθρώπους ἐδῶ κάτω ποιάν ἀπ’ αὐτὲς τιμάει. Καὶ νά, στὴν Τερψιχόρη φέρνοντας τὴν εἴδηση ποιοί τὴν ἐτίμησαν, κάνουν πρὸς αὐτοὺς τὴν ἀγάπη της μεγαλύτερη, καὶ στὴν Ἐρατὼ ἐκείνους ποὺ τὴν ἐτίμησαν μ’ ἐρωτικὰ τραγούδια ὅμοια καὶ στὶς ἄλλες κατὰ τὸ εἶδος τῆς τιμῆς ποὺ ταιριάζει στὴν κάθε μιά. Μὰ στὴν πρεσβύτατη, τὴν Καλλιόπη, καὶ στὴν Οὐρανία ποὺ ἔρχεται ἔπειτα ἀπὸ αὐτὴν, ἀγγέλουν ἐκείνους ποὺ περνοῦνε τὴν ζωὴ τους μὲ φιλοσοφία καὶ ποὺ τιμοῦν ἐκείνων τὴν τέχνη. Αὐτὲς δὰ εἶναι ποὺ πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅλες τὶς Μοῦσες, ἔχοντας νὰ κάμουν μὲ τὸν οὐρανὸ καὶ μὲ τοὺς λόγους, καὶ τῶν θεῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων, ἀρθρώνουνε τὴν ὀμορφότερη φωνὴ. Γιὰ πολλὲς δὰ λοιπὸν αἰτίες πρέπει νὰ μιλοῦμε γιὰ κάτι καὶ δὲν πρέπει νὰ κοιμόμαστε τὸ μεσημέρι.
Φαῖδρος
Πρέπει νὰ μιλοῦμε λοιπὸν.
Πρωτότυπο Κείμενο
Σωκράτης
σχολὴ μὲν δή, ὡς ἔοικε· καὶ ἅμα μοι δοκοῦσιν ὡς ἐν τῷ πνίγει ὑπὲρ κεφαλῆς ἡμῶν οἱ τέττιγες ᾄδοντες καὶ [259a] ἀλλήλοις διαλεγόμενοι καθορᾶν καὶ ἡμᾶς. εἰ οὖν ἴδοιεν καὶ νὼ καθάπερ τοὺς πολλοὺς ἐν μεσημβρίᾳ μὴ διαλεγομένους ἀλλὰ νυστάζοντας καὶ κηλουμένους ὑφ᾽ αὑτῶν δι᾽ ἀργίαν τῆς διανοίας, δικαίως ἂν καταγελῷεν, ἡγούμενοι ἀνδράποδ᾽ ἄττα σφίσιν ἐλθόντα εἰς τὸ καταγώγιον ὥσπερ προβάτια μεσημβριάζοντα περὶ τὴν κρήνην εὕδειν· ἐὰν δὲ ὁρῶσι διαλεγομένους καὶ παραπλέοντάς σφας ὥσπερ Σειρῆνας [259b] ἀκηλήτους, ὃ γέρας παρὰ θεῶν ἔχουσιν ἀνθρώποις διδόναι, τάχ᾽ ἂν δοῖεν ἀγασθέντες.
Φαῖδρος
ἔχουσι δὲ δὴ τί τοῦτο; ἀνήκοος γάρ, ὡς ἔοικε, τυγχάνω ὤν.
Σωκράτης
οὐ μὲν δὴ πρέπει γε φιλόμουσον ἄνδρα τῶν τοιούτων ἀνήκοον εἶναι. λέγεται δ᾽ ὥς ποτ᾽ ἦσαν οὗτοι ἄνθρωποι τῶν πρὶν μούσας γεγονέναι, γενομένων δὲ Μουσῶν καὶ φανείσης ᾠδῆς οὕτως ἄρα τινὲς τῶν τότε ἐξεπλάγησαν ὑφ᾽ ἡδονῆς, [259c] ὥστε ᾄδοντες ἠμέλησαν σίτων τε καὶ ποτῶν, καὶ ἔλαθον τελευτήσαντες αὑτούς· ἐξ ὧν τὸ τεττίγων γένος μετ᾽ ἐκεῖνο φύεται, γέρας τοῦτο παρὰ Μουσῶν λαβόν, μηδὲν τροφῆς δεῖσθαι γενόμενον, ἀλλ᾽ ἄσιτόν τε καὶ ἄποτον εὐθὺς ᾄδειν, ἕως ἂν τελευτήσῃ, καὶ μετὰ ταῦτα ἐλθὸν παρὰ μούσας ἀπαγγέλλειν τίς τίνα αὐτῶν τιμᾷ τῶν ἐνθάδε. Τερψιχόρᾳ μὲν οὖν τοὺς ἐν τοῖς χοροῖς τετιμηκότας αὐτὴν ἀπαγγέλλοντες [259d] ποιοῦσι προσφιλεστέρους, τῇ δὲ Ἐρατοῖ τοὺς ἐν τοῖς ἐρωτικοῖς, καὶ ταῖς ἄλλαις οὕτως, κατὰ τὸ εἶδος ἑκάστης τιμῆς· τῇ δὲ πρεσβυτάτῃ Καλλιόπῃ καὶ τῇ μετ᾽ αὐτὴν Οὐρανίᾳ τοὺς ἐν φιλοσοφίᾳ διάγοντάς τε καὶ τιμῶντας τὴν ἐκείνων μουσικὴν ἀγγέλλουσιν, αἳ δὴ μάλιστα τῶν Μουσῶν περί τε οὐρανὸν καὶ λόγους οὖσαι θείους τε καὶ ἀνθρωπίνους ἱᾶσιν καλλίστην φωνήν. πολλῶν δὴ οὖν ἕνεκα λεκτέον τι καὶ οὐ καθευδητέον ἐν τῇ μεσημβρίᾳ.
Φαῖδρος
λεκτέον γὰρ οὖν.