Κόπασε ὁ θόρυβος καὶ βγῆκα στὴ σκηνή·
Ἀκουμπιστὸς στὴν παραστάδα τῆς ἐξώπορτας
συνάζω ἀπ’ τὴν ἠχὼ τὴ μακρυνὴ
τὰ ὅσα στὸν αἰώνα μου συμβαίνουν.
Καρφώνονται ἀπάνω μου, στῆς νύχτας τὸ σκοτάδι,
Χιλιάδες κιάλια πύρινα.
Ἄν εἶναι δυνατό, ΑΒΒΑ πατέρα,
Πάρε ἀπὸ μπρός μου τοῦτο τὸ ποτήρι.
Ἐγὼ ἀγαπῶ τὸ ἐπίμονό σου σχέδιο
καὶ θὰ τὸ παίξω, σύμφωνοι, αὐτὸ τὸ ρόλο.
Μὰ τώρα δίνεται ἕν’ ἄλλο δράμα·
γιὰ τούτη τὴ φορὰ τουλάχιστο ἀπάλλαξέ με.
Μὰ πιὰ οἱ ρόλοι ἔχουν μοιραστεῖ
καθοριστεῖ τοῦ ἔργου ἡ τάξη
κ’ εἶναι τὸ τέλος φαίνεται ἀναπόφευκτο.
Μόνος ἀπόμεινα ἀνάμεσα σὲ Φαρισαίους –
Μιὰ ζωὴ τέτοια
δὲν εἶν’ ἕνας περίπατος σὲ πεδιάδα.