Ἀπὸ νωρὶς εἶχε ἀρχίσει νὰ τὸν τρώει ἐκεῖνο τὸ σκουλήκι, ποὺ πρέπει νὰ παραφυλᾶς συνέχεια γιὰ νὰ μὴ σὲ φάει ὁλόκληρο καὶ τὸ ὁποῖο διαρκῶς ρωτοῦσε «Καὶ γιατί ν\’ ἀνέβεις;», «Καὶ τί σημαντικὸ ὑπάρχει σ\’ αὐτὴ τὴ μέρα;», «Καὶ τί διάολο, κάθε χρόνο τὸ ἴδιο μηχανάκι;» καὶ ἄλλα τέτοια.
Κάθε φορὰ ποὺ μανουβράριζε τὸν γερανὸ ἔβρισκε καὶ μιὰν ἀπάντηση, δὲν ἦταν βέβαια πάντα ἡ καλύτερη, ἦταν ὅμως μιὰ ἀπάντηση. Καὶ γιὰ νὰ τὴν βοηθήσει, νὰ τὴν κάνει πειστικὴ καὶ στὰ ἴδια του τὰ μάτια, ἀνεβοκατέβαζε μπροστὰ στὸ κεφάλι του τὴν παλάμη, σὰν νὰ μποροῦσε νὰ διώξει τὶς σκιὲς ποὺ τὸν ἐνοχλοῦσαν.
Βιαζόταν νὰ ξεφορτώσουν γιὰ νὰ προλάβει ν\’ ἀνέβει στὸ σπίτι πρὶν νυχτώσει, νὰ βοηθήσει κι αὐτὸς στὴν προετοιμασία, ὅπως τοῦ \’χε παραγγείλει ἡ Οὐρανίτσα. Τὰ ἐρωτήματα ὅμως τοῦ σκουληκιοῦ ἐκεῖ, ἐπανέρχονταν ἀκαταπαύστως σὰν τοῦ πειρασμοῦ τὰ νύχια. Ἔτσι ὅμως ποὺ κάθε σκουληκιὰ ἔβρισκε τὴν ἀπάντησή της, οἱ νυχιὲς ἐντέλει λειτουργοῦσαν σὰν ἕνα εἶδος παρηγοριᾶς, κάτι σὰν δοκιμασία μὲ τὴν ὁποία ὁ μέσα ἐαυτὸς του ἔβρισκε τὴ δύναμη νὰ ἀσκεῖται καὶ νὰ μὴν πέφτει.
Τὸν ροκάνιζαν ὅμως τὸν Νικόλα τὸν Φωτερό, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ πάρει μιὰν ἀπόφαση, κι ἦταν ὁ τρίτος ποὺ τὸν ἔβγαλε ἀπ\’ αὐτὰ τὰ διλήμματα ὅταν εἶπε «Σπατσάραμε, Νικόλα. Πᾶμε νὰ σὲ κεράσω ἕνα ποτηράκι».
Μπῆκαν στὸ καφενεῖο, ἐνῶ ἐκείνη ἡ λεπτὴ καὶ ἄχρωμη φωνὴ συνέχιζε νὰ τὸν σουβλίζει, κάνοντάς τον νὰ ἀναρωτιέται, «Τίποτα δὲν σημαίνει αὐτὴ ἡ μέρα. Ὅποτε μοῦ καπνίσει θὰ πάω». Κι ὕστερα πρόσθεσε φωναχτὰ «Ἄντε πνίξου» καὶ κανεὶς δὲν ἤξερε σὲ ποιὸν τὸ \’λεγε.
Ὅταν κάθισαν, τὰ φῶτα τῆς προβλήτας εἶχαν ἀρχίσει νὰ χλομιάζουν μέσα ἀπ\’ τὰ θολὰ τζάμια τοῦ καφενείου, γεμάτο ἀπόμαχους ναυτικοὺς καὶ λιμενεργάτες ποὺ \’παιζαν τὰ ποτά τους στὰ χαρτιά. Τὸ θορυβῶδες τάβλι δὲν ἐπιτρεπόταν αὐτὴ τὴν ὥρα κι ἔτσι μιὰ γλυκιὰ μουρμούρα σὰν λιμανίσιο πούσι ἁπλωνόταν μέσα στὸ μαγαζὶ καὶ διαλυόταν μόνον ἀπ\’ τὶς παραγγελιὲς τοῦ γκαρσονιοῦ καὶ τὰ ἀραιὰ χάχανα τῶν παικτῶν.
Μέσα σ\’ αὐτὸ τὸ θάλπος ἑνὸς ἀμετακίνητου κόσμου, ποὺ λικνίζεται ἐλαφρὰ στὰ ἥσυχα νερὰ τοῦ ἀγκυροβολίου μὲ τὶς πρυμάτσες δεμένες καὶ τὰ φανάρια ἀναμένα, ὁ Φωτερός τῆς τηλεφώνησε, ὅπως σκεφτόταν ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ πὼς ἔπρεπε νὰ κάνει, τῆς τηλεφώνησε καὶ τῆς εἶπε «Κοίτα Οὐρανίτσα, δὲν προλαβαίνω ν\’ ἀνέβω ἀπόψε. Δὲν τελειώσαμε ἀκόμα».
Κι ἐκείνη μὲ μιὰ ἐκνευριστικὴ ἐγκαρτέρηση εἶπε «Ἔλα ὅποτε μπορεῖς, Νικόλα μου. Κρίμας ὅμως».
Τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ τὴν ἄκουγε νὰ τοῦ λέει γιὰ τὶς ἑτοιμασίες ποὺ \’χε κάνει καὶ πόσο «κρίμας» ἦταν, ἐκείνη ἀκριβῶς τὴ στιγμή, ἐκεῖνος σκεφτόταν τοὺς μεταξένιους μηροὺς τῆς Ἀλεξάνδρας.
Ἄκου νὰ βιαστεῖ ν\’ ἀνέβει νὰ γιορτάσουνε τὸν τρύγο λὲς κι ἤτανε μικρὸ παιδί. Κι ὅμως τὰ τελευταῖα χρόνια τοῦ μίλαγε γιὰ τὰ σταφύλια μὲ μία ἐμμονὴ καὶ προετοιμαζόταν μῆνες πρίν. Ἀπὸ τὴν ἄνοιξη κιόλας μόνον αὐτὸ σχεδίαζε, λὲς καὶ περίμενε νὰ ζήσουν ἀπ\’ αὐτά. Προίκα δὲν εἶχε πάρει, μόνον ἐκεῖνο τὸ ἀμπελάκι ὅλο κι ὅλο καὶ καμιὰ πενηνταριὰ λιόδεντρα κι αὐτὰ σὲ γκρεμνὸ γιὰ μπελά. Ὅσα ἔβγαζε ὁ ἴδιος στὴ θάλασσα φτάναν καὶ περισσεῦαν, δὲν χρειαζότανε ἡ φασαρία, σκεφτότανε ὁ Φωτερὸς κακόκεφα. Κι ἀπὸ πάνω νὰ πρέπει νὰ παρίσταται καὶ ὁ ἴδιος νὰ τὸ γλεντήσει μὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς Ἀλβανοὺς καὶ τοὺς Ρουμάνους καὶ τοὺς γύφτους ποὺ κουβάλαγε ἡ Οὐρανίτσα γιὰ νὰ τὰ μαζέψουν καὶ ν\’ ἀφήσουν τὸν σκουρόχρωμο μοῦστο νὰ γλιστρήσει στὶς βαρέλες. Καὶ γιὰ νὰ ρουφήξουν στὸ τέλος, μέχρι τὴν τελευταία σταγόνα, τὸ κοκκινέλι τῆς περασμένης χρονιᾶς καὶ μερικὲς νταμιτζάνες καπάκι, καθὼς δὲν ἔφτανε ποτὲ τὸ περσινὸ γιὰ νὰ ξεδιψάσουν. Χασούρα δηλαδὴ καὶ νὰ πρέπει νὰ τὸ γλεντήσεις κι ἀπὸ πάνω.
Ὅσο τὴν ἄκουγε νὰ ἀπαριθμεῖ τὰ γλυκὰ καὶ τὰ φαγητὰ ποὺ \’χε ἑτοιμάσει τόσο ὁ νοῦς του δὲν ξεκόλλαγε ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρα. Μαζί της ὁ Νικόλας εἶχε ἕνα ἀνάποδο παρεδῶσε ἀπ\’ αὐτὸ μὲ τὴ γυναίκα του. Ὅταν καμιὰ φορὰ ἔφευγε σφαίρα ἀπ\’ τὸ λιμάνι γιὰ ν\’ ἀνέβει στὸ χωριὸ ἢ καθυστεροῦσε νὰ κατέβει, ἔπρεπε νὰ βρίσκει δικαιολογίες καὶ λόγια παρηγοριᾶς γιὰ τὴν Ἀλεξάνδρα καὶ τὴν ἀπουσία του ἀπ\’ τὸ κρεβάτι της. Καὶ τὸ ἐπιζητοῦσε ὅλο καὶ περισσότερο τὰ τελευταῖα χρόνια τὸ κρεβάτι της, καθὼς ὁ ἔρωτας μὲ τὴν Οὐρανίτσα εἶχε καταντήσει βάσανο μ\’ ἐκεῖνο τὸ βάλε – βγάλε τὸ ξύλινο ἀκροπόδαρό της. Ἕνας κόσμος διαρκῶς διχασμένος καὶ σὲ μιὰ ἀέναη καὶ ἀπελπισμένη προσπάθεια συμφιλίωσης, ὁ κόσμος τοῦ Νικόλα, καθὼς ὅταν ὁ ἕνας στεκόταν στὰ πόδια του ὁ ἄλλος ἔπεφτε τὰ πίστομα.
Μὰ τί ἤθελε καὶ ἐπέμενε νὰ τοῦ περιγράφει τὸ στολισμένο τραπέζι, ὅπως καὶ τὸν κατάλογο ὅλων τῶν συγγενῶν ποὺ θὰ \’ρχονταν ἀπόψε, τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἴδιος τὰ \’πινε μὲ τὸν τρίτο, χωρὶς νὰ εἶναι σίγουρος ποῦ θὰ κατέληγε ἀργότερα. Γιατί ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς δὲν ἤξερε κι ὁ ἴδιος ποῦ θὰ καταλήξει. Κι αὐτὴ ἡ Ἀλεξάνδρα μηχανικά τοῦ \’χε περάσει ἀπ\’ τὸ κεφάλι, σὰν μιὰ κοινή, καθημερινὴ σκέψη, ἀκριβῶς ὅπως καὶ ἡ παραγγελία τῆς Οὐρανίτσας ν\’ ἀνέβει γιὰ τὴν αὐριανὴ γιορτὴ σήμερα, λὲς καὶ οἱ ἄλλες μέρες δὲν ἦταν γιὰ γλέντια, ἀφοῦ τὰ λαγοῦτα καὶ τὰ βιολιὰ θὰ παίζουν πάντα. Τί σήμερα, τί αὔριο.
Ἀλλὰ τί περίμενε ἀπὸ μιὰ γυναίκα μὲ κομμένο πόδι πάνω ἀπ\’ τὸν ἀστράγαλο; Κάποτε τῆς εἶχε πεῖ, «Αὐτὸ εἶναι ἐπέτειος, Οὐρανίτσα μου. Αὐτὸ πρέπει νὰ γιορτάζουμε, τὴ σωτηρία σου».
Κάκιωνε ὁ Φωτερὸς καμιὰ φορὰ μ\’ αὐτὰ ποὺ θεωροῦσε παραξενιὲς τῆς γυναίκας του καὶ τοῦ ἄρεσε νὰ τὴν πειράζει. Ἀλλὰ ὅταν τῆς εἶχε μιλήσει γιὰ τὸ ἀτύχημα, τὸ ἐννοοῦσε. Πᾶνε χρόνια ποὺ εἶχε σωθεῖ ἡ Οὐρανίτσα ἀπὸ κείνη τὴν τρελὴ κούρσα μὲ τὸ μηχανάκι μὲ τὰ καμένα φρένα. Ὅταν σύρθηκε στὸ ντουβάρι καμιὰ ἑκατοστὴ μέτρα, ἀντὶ νὰ φύγει ἴσα στὰ βράχια καὶ τὸν θάνατο, τσάκισε τὸ πόδι της πάνω σὲ κάτι σιδερόβεργες μπηγμένες στὴ βραγιά. Σὰν τὸν μπαλτὰ τοῦ χασάπη τὰ καρφωμένα σίδερα τῆς εἶχαν πετάξει τὸ πόδι στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου.
Τώρα ποὺ τὸ ξαναθυμήθηκε ὁ Φωτερὸς εἶχε ντραπεῖ γιατί καταλάβαινε πὼς δὲν τὸ ἐννοοῦσε ὅταν τὸ \’λεγε.
«Τί σκατὰ τῆς ἔλεγα», μονολόγησε. «Δηλαδὴ νὰ θυμᾶται τὸ κομμένο πόδι της νὰ τρέχει μπροστὰ στὰ μάτια της. Αὐτὸ νὰ θυμᾶται;», κι ἔσκυψε μετανιωμένος τὸ κεφάλι στὸ ποτό του, γιατί φοβήθηκε πὼς μίλησε δυνατὰ κι ὁ τρίτος τὸν εἶχε ἀκούσει.
Ἦταν πάλι ὁ τρίτος ποὺ τὸν ἔβγαλε μέσα ἀπ\’ τὸ μαῦρο πράγμα, στὸ ὁποῖο εἶχε χωθεῖ ὁ Φωτερός. Τοῦ μίλησε καὶ τὰ λόγια του ἦταν σὰν τὸ μπουρίνι ποὺ καθαρίζει μία βαριὰ αὐγουστιάτικη κάψα. «Ἔλα βρὲ Νικόλα, μὴν σκᾶς», τοῦ εἶπε ὁ ἄλλος. «Καὶ τοῦ χρόνου νὰ πᾶς δὲν πειράζει, τίποτα δὲν θ\’ ἀλλάξει… Κᾶνε αὐτὸ ποὺ νομίζεις, λίγη χαρὰ ὅμως δὲν κάνει κακό».
Εἶχε σηκωθεῖ ἀπότομα ἀπ\’ τὸ τραπέζι, ἀφοῦ στράγγισε τὸ ποτήρι του καὶ ζήτησε ἕνα ταξί. «Κάτσε κάτω βρὲ τρελέ», εἶπε ἔκπληκτος ὁ τρίτος ποὺ δὲν εἶχε φανταστεῖ αὐτὸ ποὺ κρυβότανε στὰ ἴδια του τὰ λόγια. «Ἀκόμα δὲν εἴπαμε αὐτὰ ποὺ χρειαζόμαστε. Γιατί βιάζεσαι;.. Μὲ τὸν καιρό».
Τίποτα. Ὁ Φωτερὸς ἤτανε στὴν πόρτα ὅταν εἶπε, χωρὶς νὰ τὸν ἐννοήσει ὁ τρίτος ποὺ τὸν παρατηροῦσε μὲ συμπάθεια, «Ὅσο ἴδια καὶ νὰ μοιάζει μὲ τὸ χθὲς ἢ τὸ μεθαύριο, αὐτὴ εἶναι μιὰ ἄλλη μέρα, διάολε! Μία καινούργια, εὐλογημένη μέρα εἶναι», εἶπε κι ἔφυγε τρέχοντας μέσα στὴ φωτισμένη νύχτα.