Ἐρ.: Τί εἶναι Ἐκκλησία;
Ἀπ.: Ἡ ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πολὺ βαθειὰ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ μὲ ἕνα ἁπλὸ ὁρισμό. Ἤ, γιὰ νὰ ποῦμε καλύτερα, δὲν ὑπάρχει ὁρισμὸς γιὰ τὴν Ἐκκλησία, γιατί ἡ Ἐκκλησία εἶναι ζωὴ καὶ ἡ ζωὴ περιγράφεται, δὲν ὁρίζεται 44. Ὡς πιὸ ἁπλό, ἀλλὰ καὶ συγχρόνως πολὺ βαθὺ καὶ ἀκριβῆ ὁρισμό, θὰ λέγαμε τὸν ἑξῆς: Ἐκκλησία εἶναι ἡ οἰκογένεια τῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ, τῶν βαπτισμένων χριστιανῶν, ποὺ συνέρχονται κατὰ τόπους στοὺς ἱεροὺς Ναοὺς καὶ προσφέρουν στὸν Θεὸ διὰ τῶν Ἐπισκόπων τους καὶ τῶν ἱερέων τους, τὴν θεία Λειτουργία, τὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.45 – Ἐπειδὴ δὲ ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ μὲ ἕνα ὁρισμό, γι\’ αὐτὸ καὶ ἔχουμε εἰκόνες καὶ παρομοιώσεις γιὰ τὴν ἔκφρασή της.
Τὴν στενὴ ἑνότητα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ μεταξύ τους ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὴν ἐκφράζει μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ σώματος, τοῦ ὁποίου κεφαλὴ εἶναι ὁ Χριστός! «Αὐτὸς (ὁ Χριστὸς) εἶναι ἡ Κεφαλὴ τοῦ σώματος, δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας» (Κολ. 1, 18). «Αὐτὸν (τὸν Χριστὸ) ἔκανε Κεφαλὴ ὑπεράνω ὅλων στὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι τὸ σῶμα του, τὸ συμπλήρωμα ἐκείνου ποὺ γεμίζει τὰ πάντα ἐν πᾶσι» (Ἐφεσ. 1, 22-23). «Ἐμεῖς οἱ πολλοὶ ἀποτελοῦμε ἕνα σῶμα ἐν Χριστῷ καὶ ὁ καθένας εἴμαστε μέλη ὁ ἕνας του ἄλλου» (Ρωμ. 12, 5).
Ἐρ.: Ποιὲς ἄλλες εἰκόνες καὶ παρομοιώσεις ἔχουμε γιὰ τὴν ἔκφραση τῆς Ἐκκλησίας;
Ἀπ.: Ἔχουμε τὶς ἑξῆς κύριες εἰκόνες, ἐκτος ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ σώματος, ποὺ ἀναφέραμε παραπάνω:
α) Τὴν εἰκόνα τῆς ἀμπέλου καὶ τῶν κλημάτων. Ὁ Κύριος εἶπε στοὺς μαθητές Του: «Ἐγὼ εἶμαι τὸ ἀληθινὸ ἀμπέλι καὶ ὁ Πατέρας μου εἶναι ὁ γεωργός. Κάθε κλῆμα μου, ποὺ δὲν φέρει καρπό, τὸ ἀφαιρεῖ καὶ καθένα ποὺ φέρει καρπό, τὸ καθαρίζει, γιὰ νὰ φέρει περισσότερο καρπό. Μείνετε ἑνωμένοι μαζί μου καὶ θὰ εἶμαι καὶ Ἐγὼ μαζί σας. Καθὼς τὸ κλῆμα δὲν μπορεῖ νὰ φέρει καρπὸ μόνο του, ἂν δὲν μένει στὸ ἀμπέλι, ἔτσι οὔτε σεῖς, ἂν δὲν μένετε ἑνωμένοι μ\’ ἐμένα. Ἐγὼ εἶμαι τὸ ἀμπέλι, ἐσεῖς τὰ κλήματα. Ἐκεῖνος ποὺ μένει ἑνωμένος μ\’ Ἐμένα, ὅπως καὶ Ἐγὼ μ\’ ἐκεῖνον, αὐτὸς φέρει πολὺ καρπό, γιατί χωρὶς Ἐμένα δὲν μπορεῖτε νὰ κάνετε τίποτα. Ὅποιος δὲν μένει ἑνωμένος μ\’ Ἐμένα πετιέται ἔξω, ὅπως τὸ κλῆμα, καὶ ξεραίνεται… Μὲ τοῦτο δοξάστηκε ὁ Πατέρας μου: Μὲ τὸ νὰ φέρετε πολὺ καρπὸ καὶ νὰ γίνετε μαθητές μου» (Ἰω. 15, 1-8)
β) Τὴν εἰκόνα τοῦ ποιμένα καὶ τοῦ ποιμνίου. Ὁ Κύριος εἶπε: «Ἀλήθεια, ἀλήθεια σᾶς λέγω, ἐκεῖνος ποὺ δὲν μπαίνει ἀπὸ τὴν πόρτα στὴν μάνδρα τῶν προβάτων, ἀλλὰ ἀνεβαίνει ἀπὸ ἄλλο μέρος, αὐτὸς εἶναι κλέπτης καὶ λῃστής. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ μπαίνει ἀπὸ τὴν πόρτα εἶναι ὁ βοσκὸς τῶν προβάτων… Ἀλήθεια, ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἡ πόρτα τῶν προβάτων… Ἐγὼ εἶμαι ἡ πόρτα• ὅποιος θὰ μπεῖ δι\’ ἐμοῦ, θὰ σωθεῖ καὶ θὰ μπαίνει καὶ θὰ βγαίνει καὶ θὰ βρίσκει βοσκή… Ἐγὼ εἶμαι ὁ βοσκὸς ὁ καλός. Ὁ βοσκὸς ὁ καλὸς θυσιάζει τὴν ζωή του γιὰ τὰ πρόβατα… Ἐγὼ εἶμαι ὁ βοσκὸς ὁ καλὸς καὶ γνωρίζω τὰ δικά μου καὶ γνωρίζομαι ἀπὸ τὰ δικά μου… καὶ θυσιάζω τὴν ζωή μου γιὰ τὰ πρόβατα. Ἔχω καὶ ἄλλα πρόβατα, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι ἀπὸ αὐτὴ τὴν μάνδρα• πρέπει νὰ φέρω καὶ ἐκεῖνα καὶ θὰ ἀκούσουν τὴν φωνή μου καὶ θὰ γίνει ἕνα ποίμνιο καὶ ἕνας βοσκὸς» (Ἰω. 10, 1-16).
γ) Τὴν εἰκόνα τῆς οἰκοδομῆς. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέει: «Δὲν εἶστε πιὰ ξένοι καὶ παρεπίδημοι, ἀλλὰ συμπολῖτες τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ, γιατί ἔχετε οἰκοδομηθεῖ πάνω στὸ θεμέλιο τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Προφητῶν, τοῦ ὁποίου ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος, πάνω στὸν ὁποῖο ὅλη ἡ οἰκοδομὴ συναρμολογεῖται καὶ αὐξάνει εἰς ναὸ ἅγιο ἐν Κυρίῳ. Σ\’ αὐτὸν καὶ σεῖς συνοικοδομεῖστε, ὥστε νὰ γίνετε τόπος κατοικίας τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ Πνεύματος» (Ἐφεσ. 2, 19-22).
δ) Τὴν εἰκόνα τοῦ οἴκου ἤ τῆς οἰκογένειας. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει στὸν μαθητὴ του Τιμόθεο: «… Νὰ ξέρεις πῶς πρέπει νὰ συμπεριφέρεται κανεὶς στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ τοῦ ζωντανοῦ, ὁ στύλος καὶ τὸ στήριγμα τῆς ἀλήθειας» (Α\’ Τιμ. 3, 15). Καὶ στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ διαβάζουμε: «Ὁ Χριστὸς σὰν Υἱὸς στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς εἴμαστε ὁ οἶκος του» (3, 6).
ε) Τὴν εἰκόνα τοῦ γάμου. Ἡ στενὴ σχέση τοῦ Χρίστου μὲ τὴν Ἐκκλησία Του εἰκονίζεται μὲ τὴν στενὴ σχέση τοῦ ἄνδρα καὶ τῆς γυναίκας στὸν γάμο. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Οἱ ἄνδρες νὰ ἀγαπᾶτε τὶς γυναῖκες σας, ὅπως καὶ ὁ Χριστὸς ἀγάπησε τὴν Ἐκκλησία καὶ παρέδωσε τὸν ἑαυτὸ Του γι\’ αὐτήν… Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπάει τὴν γυναίκα του, ἀγαπάει τὸν ἑαυτό του, γιατί κανεὶς ποτὲ δὲν μίσησε τὴν σάρκα του, ἀλλὰ τὴν τρέφει καὶ τὴν περιποιεῖται, ὅπως καὶ ὁ Κύριος τὴν Ἐκκλησία, γιατί εἴμαστε μέλη τοῦ Σώματός Του, ἀπὸ τὴν σάρκα Του καὶ τὰ ὀστᾶ Του» (Ἐφεσ. 5, 25-30).
ς) Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας συχνὰ συγκρίνουν τὴν πορεία τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο μὲ ἕνα πλοῖο στὴν θάλασσα.
Ἐρ.: Ἐμεῖς ξέρουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Ναὸς καὶ λέμε «ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Γεωργίου», «τῆς ἁγίας Παρασκευῆς» κ.λπ. Εἶναι σωστὸ αὐτό;
Ἀπ.: Πολὺ σωστό! Γιατί ἡ λέξη «Ἐκκλησία» εἶναι σύνθετη ἀπὸ τὶς λέξεις «ἐκ» καὶ «καλῶ». Καὶ ὁ Ναὸς μὲ τὴν καμπάνα του «καλεῖ» «ἐκ» ἀπὸ τὸν κόσμο τοὺς χριστιανοὺς νὰ συναχθοῦν σ\’ αὐτόν, γιὰ νὰ τελέσουν τὴν θεία Εὐαριστία. Καὶ σύμφωνα μὲ τὸν ὁρισμὸ ποὺ δώσαμε στὴν ἀρχή, αὐτὸ καλεῖται Ἐκκλησία: Ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ συναγμένος στὸν Ναὸ γιὰ τὴν θεία λατρεία καὶ τὴν θεία Κοινωνία. Ἀπ\’ αὐτὸ ποὺ περιέχει ὁ Ναὸς (τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, τὴν Ἐκκλησία) ἔλαβε τὸ ὄνομα καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ναός. Πολὺ σωστά, λοιπόν, ὁ λαὸς μας καλεῖ τὸν Ναὸ «Ἐκκλησία».
– Ἐρ.: Ἔχετε καμμιὰ μαρτυρία γι\’ αὐτό;
Ἀπ.: Βεβαίως! Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος καλεῖ τὴν Ἐκκλησία «Θυσιαστήριον», ἁγία Τράπεζα δηλαδή, ποὺ ἔχουν οἱ ἱεροί μας Ναοί. Καὶ λέει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος: «Ἂν κανένας δὲν εἶναι μέσα στὸ Θυσιαστήριο (δηλ. στὴν Ἐκκλησία) στερεῖται τὸν ἄρτο τῆς ζωῆς» (Πρὸς Ἐφεσ. 5, 2). Καὶ ἀλλοῦ λέει:« Ὅποιος εἶναι μέσα στὸ Θυσιαστήριο (δηλ. στὴν Ἐκκλησία) εἶναι καθαρὸς» (Πρὸς Τραλλιανοὺς 7, 2).46
Σημειώσεις:
1. Ὁ Φλορόφσκυ λέει: «Οn ne definit pas ce qui est absolument evidement de soin – meme» (στὸ βιβλίο τοy Le corps du Christ vivant).
Εἶναι πολὺ ὡραῖα πάλι καὶ τὰ ἄλλα σχετικὰ ποὺ γράφει ὁ Φλορόφσκυ γιὰ τὸν ὁρισμὸ τῆς Ἐκκλησίας: «Εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀρχίσωμεν μὲ ἀκριβῆ ὁρισμὸν τῆς Ἐκκλησίας, διότι πράγματι δὲν ὑπάρχει κανεὶς ὁρισμός, ποὺ θὰ ἠδύνατο νὰ διεκδικήση δογματικὴν αὐθεντίαν. Τοιοῦτος ὁρισμὸς δὲν ἀπαντᾶ εἰς τοὺς Πατέρας.
Οὐδεὶς ὁρισμὸς διετυπώθη ἀπὸ τὰς Οἰκουμενικὰς Συνόδους. Εἰς τὰς δογματικὰς ἐκθέσεις ποὺ κατηρτίσθησαν κατὰ καιροὺς εἰς τὴν Ἀνατολικὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τὸν δέκατον Ἕβδομον αἰῶνα, καὶ ποὺ συχνὰ (ἀλλ\’ ἐσφαλμένως) ἐξελήφθησαν ὡς τὰ «συμβολικὰ βιβλία», δὲν διετυπώθη καὶ πάλιν οἱοσδήποτε ὁρισμὸς περὶ τῆς Ἐκκλησίας, πλὴν μιᾶς ἀναφορᾶς εἰς τὴν σχετικὴν φράσιν τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, συνοδευομένης ἀπὸ μερικὰ σχόλια. Αὐτὴ ἡ ἔλλειψις ἐπισήμων ὁρισμῶν δὲν σημαίνει πάντως σύγχυσιν Ἰδεῶν ἢ ἀσάφειαν ἀπόψεων.
Οἱ Πατέρες δὲν ἐνδιαφέροντο τόσον διὰ τὸ δόγμα τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἀκριβῶς ἡ λαμπρὰ πραγματικότης τῆς Ἐκκλησίας ἦταν προσιτὴ εἰς τὴν πνευματικὴν των ὅρασιν. Δὲν χρειάζεται κανεὶς ὁρισμὸς δι\’ ὅ,τι εἶναι αὐτονόητον. Αὐτὸ αἰτιολογεῖ τὴν ἀπουσίαν εἰδικοῦ περὶ Ἐκκλησίας κεφαλαίου εἰς ὅλας τὰς πρώτας ἐκθέσεις τοῦ χριστιανικοῦ δόγματος, ὅπως εἰς τὸν Ὠριγένη, τὸν Γρηγόριον Νύσσης, ἀκόμη καὶ εἰς τὸν Ἰωάννην Δαμασκηνὸν» (Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις σ. 78). Καὶ ὁ Ἀνδροῦστος λέει περὶ τῶν φερομένων ὁρισμῶν τῆς Ἐκκλησίας ὅτι «ἐρείδονται ἐπὶ ἡμαρτημένων προϋποθέσεων ἢ εἶναι κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον ἀτελεῖς» (Δογματικὴ σ. 260).
2. «Κατὰ τὴν Ὀρθοδοξία, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀντικειμενικὰ ἐκεῖ ὅπου ἐνεργεῖται ἡ ἀποστολικὴ διακονία τῆς ἐνσωματώσεως, ἐκεῖ ὅπου ὁ Ἐπίσκοπος μὲ τὴν ἀποστολικὴ ἐξουσία του τελεῖ τὴν Εὐχαριστία, μαρτυρεῖ τὴν αὐθεντικότητά της καὶ ὁλοκληρώνει «ἐν τῷ προσώπῳ» του τοὺς ἑνωμένους ἀνθρώπους σὲ σύναξη λειτουργική, σὲ Σῶμα Χριστοῦ» (Εὐδοκίμωφ, Ὀρθοδοξία σ. 169).
3. Ὁ Altaner στὴν Πατρολογία του λέει ὅτι ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὀνομάζοντας τὴν Ἐκκλησία «Θυσιαστήριο» ὑπενθυμίζει τὴν λέξη «Θυσία» τῆς «Διδαχῆς τῶν δώδεκα Ἀποστόλων» («Die Kirche nennt er (ὁ Ἰγνάτιος) «Θυσιαστήριον» und erinnert so an das Wort «θυσία», der Didache»).