Ἡ Ἐπιστολή, ποὺ γράφηκε τέλος καλοκαιριοῦ – ἀρχὲς φθινοπώρου τοῦ 373, δείχνει περίτρανα πὼς ὁ Βασίλειος ἀγκαλίαζε μὲ τὴν ποιμαντική του ματιὰ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία σ\’ Ἀνατολὴ καὶ Δύση. Ζητάει συμβουλὲς καὶ φωτισμένη γνώμη ἀπὸ τὸν ἀγαπημένο τοῦ φίλο Εὐσέβιο Σαμοσάτων καὶ γιὰ τὰ ἐνδομικρασιατικὰ ποιμαντικὰ προβλήματα καὶ γιὰ τὰ οἰκουμενικὰ ἐκκλησιαστικά. Ὅπως πάντα, οἱ δυτικοὶ ἐπίσκοποι δὲν τὸν καταλάβαιναν καὶ ἡ σιωποῦσαν ἡ δυσπιστοῦσαν πρὸς τὸν Βασίλειο, ποὺ τοὺς προκαλοῦσε νὰ παίξουν τὸν ἐπιβαλλόμενο ρόλο τους, νὰ βοηθήσουν γιὰ τὴ σύγκληση μεγάλης συνόδου.
1. Ποιά, θαρρεῖς, ἦταν ἡ ψυχική μου κατάσταση ὅταν ἔλαβα τὴν ἐπιστολὴ τῆς θεοσέβειάς σου; Ἂν βέβαια προσβλεπα στὰ αἰσθήματα ποὺ ἐξέφραζε τὸ γράμμα, ἕτοιμος θὰ ἤμουν νὰ πετάξω κατ\’ εὐθείαν στὴ Συρία. Ἂν ὅμως κοίταζα τὴ σωματικὴν ἀρρώστια, ποὺ μὲ κρατοῦσε δεμένο χάμω, θὰ ἐνίωθα ἀδυναμία ὄχι νὰ πετῶ ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ στριφογυρίζω στὸ κρεββάτι. Πράγματι, τὴν πεντηκοστὴ πλέον μέρα διάνυα ἄρρωστος, ὅταν μᾶς ἦλθε ὁ ἀγαπητὸς καὶ στὸ ἄκρο ζηλωτὴς ἀδελφός μας συνδιάκονος Ἐλπίδιος. Εἶχα ἀναλωθεῖ πολὺ ἀπὸ τὸν πυρετό, ποὺ μὴν ἔχοντας πιὰ ὑλικὸ νὰ τὸν τρέφει, τυλιγόταν στὴν ἀποστεγνωμένη αὐτὴ σάρκα σὰν γύρω σὲ καμμένο φυτίλι κι ἔφερε ἔτσι ἐξαντλητικὴ καὶ μακρόχρονη ἀρρώστια. Κι ὑστέρα, τὸ παλιό μου βάσανο, αὐτὸ τὸ σηκώτι, ἦλθε μὲ τὴ σειρά του καὶ μοῦ ἀπέκλεισε τὶς τροφές, μοῦ ἐδίωξε ἀπὸ τὰ μάτια τὸν ὕπνο καὶ μὲ κράτησε στὰ σύνορά της ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, τόση μόλις ζωὴ ἀφήνοντάς μου, ὅση γιὰ νὰ νιώθω τὴν ἀδιαθεσία πού μου προκαλοῦσε. Νὰ γιατί χρησιμοποίησα καὶ νερὰ ἀπὸ θερμὲς πηγὲς καὶ δέχθηκα κάποιες φροντίδες ἀπὸ γιατρούς. Μὰ ὅλα τὰ νίκησε αὐτὸ τὸ δυνατὸ κακό, ποὺ μὲ τὴ συνήθεια θὰ τὸ βαστοῦσε κάποιος ἄλλος, μὰ σὰν πέφτει ἀπρόοπτα, κανεὶς δὲν ἔχει τὴν ἀντοχὴ διαμαντιοῦ ἀπέναντί του. Πολὺ καιρὸ ἔχοντας βασανισθεῖ ἀπ\’ αὐτό, ποτὲ δὲν λυπήθηκα ὅσο τώρα, ποὺ μ\’ ἐμπόδισε νὰ συναπαντηθῶ μὲ τὴ γνήσια ἀγάπη σου. Γιατί κι ὁ ἴδιος ξέρω τί χαρὰ ἀποστερήθηκα, ἂν καὶ πέρυσι μὲ τὴν ἄκρη τοῦ δαχτύλου ἀπογευθήκαμε τὸ γλυκύτατο μέλι τῆς Ἐκκλησίας σας.
2. Θὰ εἶχα ἀνάγκη ἐπίσης νὰ συναντηθῶ μὲ τὴ θεοσέβειά σου καὶ γιὰ ἄλλα ζητήματα ποὺ ἐπείγουν καὶ γιὰ πολλὰ νὰ σοὺ ἀνακοινώσω τὶς ἀπόψεις μου καὶ πολλὰ νὰ μάθω. Γιατί, ἐδῶ, οὐδὲ καν εἶναι μπορετὸ νὰ βρεῖ κανεὶς ἀγάπη ἀληθινή. Ἀλλὰ κι ὅταν βρεῖ κάποιον ποὺ πολὺ ν\’ ἀγάπα, κανεὶς δὲν μπορεῖ πλησιάζοντας τὴν τέλεια φρόνησή σου καὶ τὴν ἐμπειρία ποὺ ἀποκόμισες ἀπὸ πολλοὺς κόπους γύρω ἀπὸ τὶς Ἐκκλησίες νὰ μᾶς δώσει γνώμη πάνω στὰ προκείμενα θέματα.
Τὰ μὲν ἀλλὰ λοιπὸν θέματα δὲν ἦταν μπορετὸ νὰ τὰ γράψουμε. Πάντως ἐκεῖνα ποὺ μποροῦμε ν\’ ἀνακοινώσουμε μὲ ἀσφάλεια, εἶναι τὰ ἑξῆς. Ὁ πρεσβύτερος Εὐάγριος ὁ γιὸς τοῦ Πομπηιανοῦ τοῦ Ἀντιοχέα ὁ συνταξιδευτὴς κάποτε στὴ Δύση μὲ τὸ μακάριο ἄνδρα Εὐσέβιο , γύρισε τώρα ἀπὸ τὴ Ρώμη. Μᾶς ζητᾶ λοιπὸν ἐπιστολὴ ποὺ νὰ περιέχει τὰ ἴδια τὰ γραμμένα ἀπὸ ἐκείνους λέξη πρὸς λέξη (μᾶς ἔφερε πίσω δὲ τὰ δικὰ μας , ποὺ δὲν ἄρεσαν, καθὼς λέει, στοὺς ἐκεῖ πιὸ προσεχτικοὺς στὴ διατύπωση) κι ἕνα εἶδος πρεσβείας ἀπὸ πρόσωπα σημαντικὰ νὰ σταλεῖ βιαστικά, ὥστε αὐτοὶ οἱ δυτικοὶ νὰ ἔχουν εὐπρόσωπη ἀφορμὴ γιὰ νὰ μᾶς ἐπισκεφθοῦν. Οἱ ὁμόφρονές μας τῆς Σεβάστειας, ἀφοῦ ἀπογύμνωσαν τὴν κρυφὴ πληγὴ τῆς κακοδοξίας τοῦ Εὐσταθίου, ζητοῦν νὰ λάβουμε κάποιαν ἐκκλησιαστικὴ φροντίδα γι\’ αὐτούς .
Τὸ Ἰκόνιο εἶναι πόλη τῆς Πισιδίας. Ἄλλοτε, ἦταν ἡ πρώτη μετὰ τὴν πιὸ μεγάλη. Καὶ τώρα προκάθεται κι ἡ ἴδια πρώτη σὲ μέρος ποὺ συντέθηκε ἀπὸ διάφορα τμήματα καὶ διοικεῖται σὰν ξεχωριστὴ ἐπαρχία. Αὐτὴ μας καλεῖ νὰ τὴν ἐπισκεφθοῦμε, γιὰ νὰ τῆς δώσουμε ἐπίσκοπο. Γιατί ὁ Φαυστίνος εἶχε τελευτήσει. Λοιπόν, γιὰ τὸ ἂν πρέπει νὰ μὴ φοβόμαστε τὶς ὑπερόριες χειροτονίες καὶ ποιὰν ἀπόκριση νὰ δώσουμε στοὺς Σεβαστηνοὺς καὶ μὲ ποιὰ πνευματικὴ διάθεση ν\’ ἀντικρύσουμε τὶς γνῶμες τοῦ Εὐαγρίου, εἶχα ἀνάγκη νὰ διδαχθῶ ὁ ἴδιος, προσωπικὰ μιλώντας μὲ τὴν τιμιότητά σου. Ἀλλὰ αὐτὰ ὅλα τὰ ἀποστερήθηκα ἐξ αἰτίας τῆς τωρινῆς μου ἀρρώστιας. Ἂν λοιπὸν γίνεται νὰ βρεῖς κάποιον ποὺ θὰ ἐρχόταν γρήγορα σ\’ ἐμᾶς, κᾶνε μου τὴ χάρη νὰ μοῦ στείλεις τὶς ἀποκρίσεις σου σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ θέματα. Ἀλλιῶς, προσευχήσου νὰ ἔλθει στὸ νοῦ μου ὅ,τι εἶναι εὐάρεστο στὸν Κύριο. Στὴ σύνοδο δέ, πρόσταξε νὰ μᾶς μνημονέψουν, προσευχήσου κι ὁ ἴδιος γιά μας καὶ τὸ λαὸ συμπαράλαβε, ὥστε ὅσες μέρες ἡ ὧρες μᾶς ἀπομένουν παροικίας στὴ γῆ, νὰ καταξιωθοῦμε νὰ δουλέψουμε ὅπως ἀρέσει στὸν Κύριο.