Ὁ κοσμολογικός–ἐσχατολογικὸς μῦθος τοῦ Φαίδωνα, ΠΛ Φαὶδ 110b–115a

( Προκειμένου νὰ ἀποδείξει τὶς ἀπόψεις του περὶ ἀθανασίας τῆς ψυχῆς, ὁ Σωκράτης ὑποστήριξε ὅτι ἡ γῆ δὲν εἶναι, οὔτε κατὰ τὴ σύσταση οὔτε κατὰ τὸ μέγεθος, ὅπως τὴ φαντάζονται οἱ περισσότεροι: οἱ ἄνθρωποι κατοικοῦν σὲ κάποια κοιλότητά της καὶ ὄχι στὴν ἐπιφάνειά της καὶ πιστεύουν ὅτι βλέπουν τὸν ἀληθινὸ οὐρανό, ἀντίληψη ποὺ θὰ τὴν ἀναιροῦσαν, ἂν εἶχαν τὴ δυνατότητα νὰ πετάξουν μέχρι τὴν ἄκρη του. Ὁ Σωκράτης καὶ ὁ πυθαγορικὸς Σιμμίας συμφώνησαν τότε νὰ διηγηθεῖ ὁ πρῶτος ἕναν μῦθο.)

― Λέγεται λοιπόν, σύντροφε, εἶπεν ὁ Σωκράτης, πρῶτον μὲν ὅτι ἡ γῆ, ὅταν τὴν παρατηρήση κανεὶς ἀπ\’ ἐπάνω, ἔχει τὴν ὄψιν τῶν σφαιρῶν ἐκείνων, αἱ ὁποῖαι κατασκευάζονται ἀπὸ δώδεκα τεμάχια δέρματος, εἶναι δηλ. σφαῖρα πολύχρωμος καὶ τὰ μέρη της διακρίνονται ἀπὸ τὰ χρώματα, τὰ ὁποῖα ἔχουν καὶ τῶν ὁποίων ἀπομιμήσεις εἶναι ὅσα χρώματα μεταχειρίζονται ἐδῶ κάτω οἱ ζωγράφοι. Ἐκεῖ ἐπάνω λοιπὸν ἡ γῆ ἔχει τοιαῦτα χρώματα καὶ μάλιστα πολὺ λαμπρότερα καὶ καθαρώτερα ἀπὸ αὐτὰ ἐδῶ• ἀλλοῦ μὲν εἶναι καταπόρφυρος καὶ θαυμαστὸν τὸ κάλλος της, ἀλλοῦ δὲ χρυσοειδὴς καὶ ἀλλοῦ πάλιν κατάλευκη, λευκοτέρα ἀπὸ τὸν γῦψον ἢ τὴν χιόνα• καὶ τὰ ἄλλα χρώματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα σύγκειται, εἶναι ὁμοίως περισσότερα καὶ ὡραιότερα ἀπὸ ὅσα ἡμεῖς ἔχομεν ἰδεῖ. Ἀκόμη καὶ αὐταὶ αἱ κοιλότητες τῆς γῆς, καθὼς εἶναι τελείως πεπληρωμέναι μὲ ὕδωρ καὶ ἀέρα, λαμποκοποῦν μέσα εἰς τὴν ποικιλίαν τῶν ἄλλων χρωμάτων καὶ παίρνουν ἓν εἶδος χρώματος, εἰς τρόπον ὥστε ἡ γῆ παρουσιάζει τὴν ὄψιν μιᾶς συνεχοῦς πολυχρωμίας μὲ ἑνιαῖον τόνον.

Εἰς τὴν γῆν δὲ αὐτήν, ἡ ὁποία εἶναι τοιαύτη τὴν σύστασιν, τὰ φυόμενα δένδρα καὶ ἄνθη καὶ καρποί, φύονται μὲ ἀναλογίαν. Ὁμοίως καὶ τὰ ὄρη• καὶ οἱ λίθοι της ἔχουν κατὰ τὴν αὐτὴν ἀναλογίαν ὡραιότερα καὶ τὴν λειότητα καὶ τὴν διαφάνειαν καὶ τὰ χρώματα• αὐτῶν τῶν λίθων θρύψαλα εἶναι τὰ πετράδια, ποὺ ἐδῶ κάτω τὰ θεωροῦμεν πολύτιμα, τὰ σάρδια καὶ οἱ ἰάσπιδες καὶ οἱ σμάραγδοι καὶ ὅλα τὰ τοιαῦτα• ἐκεῖ ἐπάνω δὲ τίποτε δὲν ὑπάρχει, ποὺ νὰ μὴ εἶναι τοιοῦτον καὶ ἀκόμη ὡραιότερον ἀπ\’ αὐτά. Καὶ αἰτία τούτου εἶναι, ὅτι οἱ λίθοι ἐκεῖνοι εἶναι καθαροὶ καὶ δὲν ἔχουν οὔτε καταφαγωθῆ οὔτε καταστραφῆ, ὅπως οἱ ἐδῶ, ἀπὸ τὴν σῆψιν καὶ τὴν ἅλμην ποὺ ὀφείλονται εἰς ὅσας ὕλας ἔχουν συρρεύσει εἰς τοὺς ἐδῶ τόπους• αὐτὰ εἶναι ἀκριβῶς ποὺ φέρουν ἀσχημίας καὶ νόσους εἰς τοὺς λίθους καὶ εἰς τὴν γῆν καὶ εἰς τὰ ἄλλα ζῶα καὶ φυτά. Ἡ δὲ γῆ εἶναι κεκοσμημένη καὶ μὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς πολυτίμους λίθους καὶ ἐπὶ πλέον μὲ χρυσὸν καὶ μὲ ἄργυρον καὶ μὲ τὰ ἄλλα ἐπίσης τὰ τοιαῦτα. Καὶ ὁ διάκοσμος αὐτὸς φύσει προσφέρεται ἀφ\’ ἑαυτοῦ εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶναι ἀπ\’ αὐτὴν τὴν φύσιν του ἔκδηλος καὶ τόσον ἄφθονος, τόσον μεγαλοπρεπὴς καὶ ἁπλωμένος πανταχοῦ τῆς γῆς, ὥστε αὐτὴ μὲ τὴν ὄψιν της ν\’ ἀποτελῆ θέαμα δι’ εὐδαίμονας θεατάς.

Ἐπ\’ αὐτῆς δὲ ὑπάρχουν ζῶα διάφορα ἀπὸ τὰ ἐδῶ καὶ πολλὰ καὶ ἄνθρωποι, ἐκ τῶν ὁποίων ἄλλοι μὲν κατοικοῦν εἰς τὸ μέσον αὐτῆς, ἄλλοι δὲ γύρω ἀπὸ τὸν ἀέρα, καθὼς ἡμεῖς γύρω ἀπὸ τὴν θάλασσαν, ἄλλοι δὲ εἰς νήσους, αἱ ὁποῖαι περιρρέονται ἀπὸ τὸν ἀέρα καὶ εὑρίσκονται πλησίον τῆς στερεᾶς. Καὶ μὲ ἕνα λόγον ὅ,τι εἶναι ἐδῶ διὰ τὰς ἀνάγκας μας τὸ ὕδωρ καὶ ἡ θάλασσα, εἶναι ἐκεῖ ὁ ἀήρ• ὅ,τι δὲ εἰς ἡμᾶς ὁ ἀήρ, εἶναι εἰς ἐκείνους ὁ αἰθήρ. Εἶναι δὲ αἱ ἐποχαὶ των κατὰ τοιοῦτον τρόπον μετριασμέναι, ὥστε οἱ ἄνθρωποι κεῖνοι εἶναι ἀπηλλαγμένοι νόσων καὶ ζοῦν πολὺ περισσότερον χρόνον ἀπὸ τοὺς ἐδῶ. Καὶ ὡς πρὸς τὴν ὅρασιν, τὴν ἀκοήν, τὴν διανόησιν καὶ ὅλα τὰ τοιαῦτα ἔχουν ἀπὸ ἡμᾶς τὴν ἰδίαν ἀκριβῶς ἀπόστασιν, τὴν ὁποίαν ἔχει ὁ ἀὴρ ἀπὸ τὸ ὕδωρ καὶ ὁ αἰθὴρ ἀπὸ τὸν ἀέρα ὡς πρὸς τὴν καθαρότητα. Ἐννοεῖται ὅτι ἔχουν καὶ ἄλση διὰ τοὺς θεοὺς καὶ ἱερά, ὅπου τῷ ὄντι κατοικοῦν οἱ θεοὶ καὶ ὅτι οἱ θεοὶ ὁμιλοῦν εἰς αὐτοὺς καὶ δίδουν χρησμοὺς καὶ γίνονται αἰσθητοὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους• τοιουτοτρόπως ἔρχονται εἰς ἐπικοινωνίαν ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι πρὸς τοὺς θεοὺς πρόσωπον πρὸς πρόσωπον. Καὶ ὁ ἥλιος ἐπίσης καὶ ἡ σελήνη καὶ τὰ ἄστρα γίνονται ὁρατὰ ἀπ\’ αὐτοὺς ὅπως εἶναι εἰς τὴν πραγματικότητα. Μαζὶ μὲ αὐτὰ ἔχουν καὶ τὸ ἐπακόλουθον των, τὴν εὐδαιμονίαν.

Τοιαύτη λοιπὸν εἶναι ἡ φύσις καὶ τῆς γὴς ἐν τῷ συνόλῳ της καὶ τῶν περὶ τὴν γῆν. Ὑπάρχουν δὲ ἐντός τῆς γῆς εἰς ὅλην τὴν περιφέρειάν της καὶ κατὰ τὰ κοῖλα μέρη αὐτῆς τόποι πολλοί• καὶ ἄλλοι μὲν εἶναι βαθύτεροι καὶ περισσότερον ἀναπεπταμένοι ἐν συγκρίσει πρὸς ἐκεῖνον, ὅπου ἡμεῖς κατοικοῦμεν, ἄλλοι δὲ βαθύτεροι μέν, ἀλλὰ ὀλιγώτερον ἀναπεπταμένοι ἀπὸ τὸν ἰδικὸν μας τόπον• ὑπάρχουν τέλος ἄλλοι οἱ ὁποῖοι ἔχουν μικρότερον βάθος ἀπὸ τὸν ἐδῶ καὶ εἶναι πλατύτεροι. Ὅλοι αὐτοὶ συγκοινωνοῦν ἀναμεταξὺ των ὑπὸ τὴν γῆν εἰς πολλὰ μέρη μὲ ὀπὰς ἄλλοτε στενωτέρας καὶ ἄλλοτε εὐρυτέρας καὶ ἔχουν διεξόδους. Ἐκεῖ καὶ πολὺ ὕδωρ ρέει ἀπὸ τοὺς μὲν εἰς τοὺς δέ, ὅπως εἰς μεγάλα δοχεῖα, οὕτω δὲ σχηματίζονται ἀπὸ τὴν γῆν μέγιστοι καὶ ἀστείρευτοι ποταμοὶ μὲ θερμὰ καὶ ψυχρὰ ὕδατα• καὶ πολὺ πῦρ καὶ ἔτσι σχηματίζονται καὶ μεγάλοι ποταμοὶ πυρός• ὑπάρχουν τέλος καὶ πολλοὶ ποταμοὶ ὑγροῦ πηλοῦ καὶ καθαρωτέρου καὶ βορβορωδεστέρου, ὅπως ἀκριβῶς καὶ εἰς τὴν Σικελίαν ρέουν πρὸ τῆς λάβας ποταμοὶ πηλοῦ καὶ κατόπιν ἡ ἴδια ἡ λάβα. Ἀπὸ τοὺς ποταμοὺς λοιπὸν τούτους πληροῦται ὁ κάθε τόπος σύμφωνα μὲ τὴν διεύθυνσιν κατὰ τὴν ὁποίαν ἑκάστοτε καὶ δι\’ ἕκαστον γίνεται ἡ περιρροή. Ὅλα δὲ αὐτὰ κινοῦν ἄνω καὶ κάτω τὴν γῆν σὰν νὰ ἐνυπάρχη εἰς αὐτὴν μία δύναμις αἰωρήσεως• ἡ αἰτία δὲ τῆς αἰωρήσεως ταύτης εἶναι ἡ ἑξῆς:

Μεταξὺ τῶν χασμάτων τῆς γῆς ὑπάρχει ἕν, τὸ ὁποῖον εἶναι μέγιστον καὶ διαπερνᾶ ὁλόκληρον τὴν γῆν ἀπὸ τὸ ἓν ἄκρον αὐτῆς ἕως τὸ ἄλλο• περὶ αὐτοῦ ἀκριβῶς ὁμιλεῖ ὁ Ὅμηρος λέγων:

«πολὺ μακριά, ἐκεῖ ὅπου κάτω ἀπὸ τὴν γῆν ὑπάρχει
ἕνα βαθύτατον βάραθρον»

αὐτὸ δὲ εἰς ἄλλο μέρος καὶ ἐκεῖνος καὶ ἄλλοι πολλοὶ ποιηταὶ ὠνόμασαν Τάρταρον. Εἰς τοῦτο λοιπὸν τὸ χάσμα συρρέουν ὅλοι οἱ ποταμοὶ καὶ ἐξ αὐτοῦ πάλιν ἐκρέουν, λαμβάνει δὲ ἕκαστος τῶν ποταμῶν τούτων τὰ ἰδιαίτερα γνωρίσματά του ἐκ τῆς συστάσεως τοῦ ἐδάφους, τὸ ὁποῖον διασχίζει κατὰ τὴν ροήν του. Ἡ δὲ αἰτία, διὰ τὴν ὁποίαν καὶ ἐκρέουν ἀπ\’ ἐδῶ καὶ εἰσρέουν ὅλα τὰ ρεύματα εἶναι ὅτι τὸ ὑγρὸν τοῦτο οὔτε πυθμένα ἔχει οὔτε βάσιν• αἰωρεῖται λοιπὸν καὶ φέρεται κυματιστὰ πότε πρὸς τὰ ἄνω καὶ πότε πρὸς τὰ κάτω. Καὶ ὁ ἀὴρ καὶ ἡ περὶ τὸν ἀέρα πνοὴ τὸ αὐτὸ πράττουν· διότι παρακολουθοῦν τὸ ὕδωρ καὶ ὅταν τοῦτο ὁρμᾶ πρὸς τὸ ἀπ\’ ἐκεῖ μέρος τῆς γῆς καὶ ὅταν ὁρμᾶ πρὸς τὸ ἀπ\’ ἐδῶ• καὶ καθὼς συμβαίνει εἰς τὴν ἀναπνοήν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ πνοὴ ρέει πάντοτε πότε πρὸς τὰ ἔξω καὶ πότε πρὸς τὰ μέσα, ἔτσι καὶ ἐκεῖ καθὼς ἡ πνοὴ συναιωρεῖται μετὰ τοῦ ὑγροῦ, προκαλεῖ μὲ τὴν εἴσοδον καὶ τὴν ἔξοδόν της ἀνέμους ἰσχυροὺς καὶ βίαιους.

Ὅταν λοιπὸν ὑποχωρήση τὸ ὕδωρ εἰς τὸν τόπον, τὸν ὀνομαζόμενον κάτω, εἰσρέει διὰ μέσου τοῦ ἐδάφους εἰς τὰ μέρη, ὅπου γίνεται ἡ κάθοδος τῶν ρευμάτων καὶ τὰ γεμίζει, καθὼς ἀκριβῶς συμβαίνει εἰς τὰς ἀντλίας μας• ὅταν δὲ πάλιν ἀφήση τὰ μέρη ἐκεῖνα καὶ ὁρμήση πρὸς τὰ ἐδῶ, γεμίζει πάλιν τὰ ἐδῶ. Τὸ ὕδωρ τῶν μερῶν, ποὺ ἔχουν κατ\’ αὐτὸν τὸν τρόπον γεμίσει, ρέει διὰ τῶν ὀχετῶν καὶ τοῦ ἐδάφους καὶ ἀφοῦ φθάση εἰς τοὺς τόπους, πρὸς τοὺς ὁποίους ἔχει ἀνοίξει μόνον του δρόμον, σχηματίζει θαλάσσας καὶ λίμνας καὶ ποταμοὺς καὶ κρήνας.

Ἔπειτα εἰσδύουν πάλιν τὰ ὕδατα μέσα εἰς τὴν γῆν καὶ ἀφοῦ περιέλθουν, ἄλλα μὲν μακροτέρους καὶ περισσοτέρους, ἄλλα δὲ ὀλιγωτέρους καὶ μικροτέρας ἐκτάσεως τόπους, χύνονται πάλιν εἰς τὸν Τάρταρον· τὰ μὲν πολὺ χαμηλότερα ἐν σχέσει πρὸς τὸ μέρος, ἀπὸ τὸ ὁποῖον προηγουμένως ἠντλήθησαν, τὰ δὲ ὀλιγώτερον χαμηλὰ ― ὅλα πάντως εἰσρέουν χαμηλότερα ἐν σχέσει πρὸς τὸ σημεῖον τῆς ἐκροῆς• καὶ μερικὰ μὲν χύνονται κάτω εἰς σημεῖον εὑρισκόμενον ἀπέναντι τοῦ τόπου τῆς εἰσροῆς, μερικὰ δὲ πρὸς τὸ αὐτὸ μὲ τὸν τόπον ἐκεῖνον μέρος• ὑπάρχουν δὲ καὶ μερικά, τῶν ὁποίων ἡ διαδρομὴ σχηματίζει τέλειον κύκλον· αὐτὰ ἀφοῦ στριφογυρίσουν τὴν γῆν μίαν ἢ καὶ περισσοτέρας φοράς, σὰν τὰ φίδια, κατέρχονται ὅσον τὸ δυνατὸν χαμηλὰ διὰ νὰ ἐκχυθοῦν· εἶναι δὲ δυνατὸν νὰ κατέλθουν μόνον μέχρι τοῦ κέντρου τόσον πρὸς τὴν μίαν ὅσον καὶ πρὸς τὴν ἄλλην διεύθυνσιν, ὄχι δὲ καὶ πέραν αὐτοῦ• διότι τὸ ἑκατέρωθεν τοῦ κέντρου μέρος τῆς γῆς καὶ διὰ τὰ δύο ρεύματα γίνεται ἀνηφορικόν.

Βεβαίως ὑπάρχουν ἄλλα πολλὰ καὶ μεγάλα καὶ κάθε λογῆς ρεύματα• μεταξὺ ὅμως τούτων τῶν πολλῶν διακρίνονται τέσσαρα ρεύματα• ἐκ τούτων ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον εἶναι τὸ μεγαλύτερον ὅλων καὶ τοῦ ὁποίου ἡ ροὴ διαγράφει τὸν πλέον ἐξωτερικὸν κύκλον, εἶναι ὁ καλούμενος Ὠκεανός.

Ἀπέναντι αὐτοῦ καὶ μὲ ἀντίθετον διεύθυνσιν ροῆς εἶναι ὁ Ἀχέρων, ὁ ὁποῖος καὶ ἄλλους ἐρήμους τόπους διασχίζει καὶ ρέων ὑπὸ τὴν γῆν φθάνει εἰς τὴν λίμνην Ἀχερουσιάδα, ὅπου ἔρχονται αἱ ψυχαὶ τοῦ μεγάλου πλήθους τῶν ἀποθαμένων καὶ ἀφοῦ παραμείνουν ἐπὶ τόσον χρόνον, ὅσος ἔχει ὁρισθῆ εἰς αὐτὰς ἀπὸ τὴν Μοῖραν, ἄλλαι περισσότερον καὶ ἄλλαι ὀλιγώτερον, στέλλονται ὀπίσω πάλιν εἰς τὴν ζωὴν ὑπὸ τὴν μορφὴν ζώων.

Ἕνας τρίτος ποταμὸς πηγάζει εἰς τὸ μέσον τούτων τῶν δύο καὶ πλησίον τοῦ σημείου, ὅπου πηγάζει, χύνεται μέσα εἰς ἕνα ἐκτεταμένον τόπον καιόμενον ἀπὸ πολὺ πῦρ καὶ σχηματίζει λίμνην μεγαλυτέραν τῆς ἰδικῆς μας θαλάσσης, ὅπου ὕδωρ καὶ πηλὸς βράζουν· ἀπ\’ ἐκεῖ καθὼς προχωρεῖ θολὸς καὶ λασπερός, διαγράφει κύκλον ἀπὸ τὴν γῆν, περιελισσόμενος δὲ καὶ ἀλλοῦ φθάνει καὶ εἰς τὸ ἄκρον τῆς Ἀχερουσιάδος λίμνης χωρὶς νὰ ἀνακατεύεται μὲ τὰ ὕδατά της• ἀφοῦ δὲ κάμη πολλὰ στριφογυρίσματα ὑπὸ τὴν γῆν χύνεται χαμηλότερα ἀπὸ τὸν Τάρταρον· αὐτὸς εἶναι ὁ ποταμός, τὸν ὁποῖον ὀνομάζουν Πυριφλεγέθοντα καὶ τοῦ ὁποίου οἱ ρύακες εἰς ὅσα σημεῖα ἐγγίζουν τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς ἐκβράζουν πύρινον πηλόν.

Ἀπέναντι πάλιν τούτου ὁ τέταρτος ποταμὸς χύνεται κατ\’ ἀρχὰς εἰς τόπον, ὁ ὁποῖος, καθὼς λέγεται, εἶναι φοβερὸς καὶ ἄγριος, ἔχει δὲ ὁλόκληρος χρῶμα σὰν τὸ κυανοῦν περίπου καὶ ὀνομάζεται Στύγιος• ὁ ποταμὸς αὐτὸς σχηματίζει καὶ τὴν λίμνην Στύγα, ὅπου ἐκβάλλει• μόλις πέση ἐδῶ, τὰ ὕδατά του ἀποκτοῦν φοβερὰς ἰδιότητας καὶ τότε ἀφοῦ εἰσδύση εἰς τὸ ἐσωτερικόν τῆς γῆς, προχωρεῖ μὲ στριφογυρίσματα κατ\’ ἀντίθετον πρὸς τὸν Πυριφλεγέθοντα διεύθυνσιν καὶ ἔρχονται πρὸς συνάντησίν του παρὰ τὴν Ἀχερουσιάδα λίμνην ἀπὸ τὸ ἀντίθετον μέρος• οὔτε τοῦ ποταμοῦ τούτου τὰ ὕδατα ἀνακατεύονται μὲ ἄλλα, ἀλλὰ καὶ αὐτός, ἀφοῦ διαγράψη μὲ τὴν ροὴν του κύκλον, χύνεται εἰς τὸν Τάρταρον ἀπὸ τὸ ἀντίθετον πρὸς τὸν Πυριφλεγέθοντα μέρος• τὸ ὄνομα τοῦ ποταμοῦ τούτου εἶναι, καθὼς λέγουν οἱ ποιηταί, Κωκυτός.

Αὐτὴ εἶναι ἡ φυσικὴ σύστασις καὶ πορεία τῶν ποταμῶν τούτων. Οἱ ἀποθαμένοι τώρα, ὅταν φθάσουν εἰς τὸν τόπον, ὅπου τὸν καθένα ὁδηγεῖ ὁ δαίμων του, κατ\’ ἀρχὰς μὲν δικάζονται καὶ ὅσοι ἔζησαν ζωὴν ὡραίαν καὶ ἁγίαν καὶ ὅσοι ὄχι. Καὶ ἐκεῖνοι μέν, διὰ τοὺς ὁποίους θὰ ἀποδειχθῆ ὅτι ἡ ζωὴ των ὑπῆρξε μέση, πορεύονται πρὸς τὸν Ἀχέροντα καὶ ἀφοῦ ἀναβοῦν ἐπὶ τῶν ὀχημάτων, τὰ ὁποῖα εἶναι προωρισμένα δι\’ αὐτούς, φθάνουν ἐπ\’ αὐτῶν εἰς τὴν λίμνην· ἐκεῖ κατοικοῦν καὶ ὑποβάλλονται εἰς κάθαρσιν· ἀπολύονται δηλ. τῶν ἀδικημάτων, τὰ ὁποῖα τυχὸν ἔχουν διαπράξει, ἀφοῦ ἐκτίσουν τὰς σχετικὰς ποινάς, καὶ ἀπολαμβάνουν τιμάς, ἕκαστος κατὰ τὴν ἀξίαν του διὰ τὰς καλὰς των πράξεις.

Ὅσοι φανοῦν ὅτι διὰ τὸ μέγεθος τῶν ἁμαρτημάτων των εἶναι ἀνίατοι, διότι ἔχουν διαπράξει πολλὰς καὶ μεγάλας ἱεροσυλίας ἢ πολλοὺς ἀδίκους καὶ παρανόμους φόνους ἢ ἄλλα παρόμοια ἐγκλήματα, αὐτοὶ εὑρίσκουν τὴν τύχην ποὺ τοὺς ἁρμόζει: Ρίπτονται εἰς τὸν Τάρταρον καὶ ἀπ\’ ἐκεῖ οὐδέποτε ἐξέρχονται.

Ἐκεῖνοι πάλιν διὰ τοὺς ὁποίους θὰ ἀποδειχθῆ ὅτι ἔχουν διαπράξει ἰάσιμα μέν, ἀλλὰ μεγάλα ἁμαρτήματα, π.χ. ἐβιαιοπράγησαν ὑπὸ τὸ κράτος τῆς ὀργῆς κατὰ τοῦ πατρὸς ἢ τῆς μητρὸς των καὶ ἔζησαν τὸν ὑπόλοιπον βίον των μετανοοῦντες διὰ τὰς πράξεις των, ἢ ἔγιναν ἀνθρωποκτόνοι κατ\’ ἄλλον τινὰ παρόμοιον τρόπον, αὐτοί, εἶναι μὲν ἀνάγκη νὰ ριφθοῦν εἰς τὸν Τάρταρον• ἀφοῦ ὅμως πέσουν ἐκεῖ μέσα καὶ παραμείνουν ἐπὶ τινα χρόνον, τὸ κῦμα τοὺς βγάζει ἔξω, τοὺς μὲν ἀνθρωποκτόνους πρὸς τὸν Κωκυτόν, τοὺς δὲ πατραλοίας καὶ μητραλοίας πρὸς τὸν Πυριφλεγέθοντα• καθὼς δὲ φέρονται ἀπὸ τὸ ρεῦμα, ὅταν φθάσουν εἰς τὴν Ἀχερουσιάδα λίμνην, ἐκεῖ καλοῦν μὲ μεγάλας κραυγάς, οἱ μὲν ὅσους ἐφόνευσαν, οἱ δὲ ἐκείνους, κατὰ τῶν ὁποίων ἐβιαιοπράγησαν, καὶ μὲ ἱκεσίας καὶ μὲ παρακλήσεις ζητοῦν νὰ τοὺς ἀφήσουν νὰ περάσουν εἰς τὴν λίμνην καὶ νὰ τοὺς δεχθοῦν· καὶ ἐὰν μὲν τοὺς πείσουν, περνοῦν εἰς τὴν λίμνην καὶ τελειώνουν τὰ δεινὰ των• εἰ δὲ μή, φέρονται ὀπίσω εἰς τὸν Τάρταρον καὶ ἀπ\’ ἐκεῖ πάλιν εἰς τοὺς ποταμοὺς καὶ δὲν παύουν τὰ βάσανά τους αὐτὰ πρὶν πείσουν ὅσους ἠδίκησαν· διότι αὐτὴν τὴν ποινὴν τοὺς ἔχουν ἐπιβάλει οἱ δικασταί.

Ἐκεῖνοι τέλος διὰ τοὺς ὁποίους θὰ ἀποδειχθῆ, ὅτι ἔζησαν μὲ μεγάλην ἁγιότητα, αὐτοὶ εἶναι ποὺ ἐλευθερώνονται καὶ ἀπαλλάσσονται ἀπὸ τούτους τοὺς τόπους, ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὰ ἔγκατα τῆς γῆς, σὰν νὰ ἐξέρχωνται ἀπὸ δεσμωτήρια, ἀνέρχονται δὲ ἐπάνω εἰς τὸν καθαρὸν τόπον διαμονῆς καὶ κατοικοῦν εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς. Ἐκ τούτων ὅσοι διὰ τῆς φιλοσοφίας ἐκαθαρίσθησαν ἐπαρκῶς τὸν ἔπειτα χρόνον ζοῦν τελείως ἄνευ σωμάτων καὶ ἔρχονται εἰς ἀκόμα ὡραιοτέρους ἀπ\’ αὐτοὺς τόπους διαμονῆς, τοὺς ὁποίους νὰ περιγράψωμεν οὔτε εὔκολον εἶναι, οὔτε ὁ χρόνος, τὸν ὁποῖον ἔχομεν τώρα εἰς τὴν διάθεσίν μας, ἐπαρκεῖ.

Δι\’ ὅλα λοιπὸν αὐτά, τὰ ὁποῖα λεπτομερῶς ἐπραγματεύθημεν, πρέπει, Σιμμία, νὰ κάμωμεν τὸ πᾶν, ὥστε εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν μας νὰ γίνωμεν μέτοχοι τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς φρονήσεως, διότι εἶναι ὡραῖον τὸ βραβεῖον καὶ ἡ ἐλπὶς μεγάλη. Βεβαίως δὲν ἁρμόζει εἰς νουνεχῆ ἄνθρωπον νὰ ἰσχυρισθῶ, ὅτι αὐτὰ ἔχουν ἔτσι, καθὼς ἐγὼ τὰ ἐξέθεσα• ὅτι ὅμως τὰ περὶ τὰς ψυχάς μας καὶ τοὺς τόπους διαμονῆς τῶν μετὰ θάνατον εἶναι αὐτὰ ἢ περίπου αὐτά, ἀφοῦ βέβαια εἶναι φανερὸν ὅτι ἡ ψυχὴ εἶναι κάτι ἀθάνατον, μοῦ φαίνεται ὅτι καὶ πρέπει καὶ ἀξίζει κανεὶς νὰ διακινδυνεύση νὰ πιστεύση, ὅτι τοῦτο οὕτως ἔχει. Διότι εἶναι ὡραῖος ὁ κίνδυνος καὶ πρέπει νὰ τὰ ψάλλη κανεὶς σὰν ἐξορκισμὸν εἰς τὸν ἴδιον τὸν ἑαυτόν του• δι\’ αὐτὸ δὰ καὶ ἐγὼ ἀπὸ πολλὴν ὥραν μακραίνω αὐτὸν τὸν μῦθον.

Νά! λοιπὸν διὰ ποίους λόγους πρέπει νὰ ἔχη ἐμπιστοσύνην διὰ τὴν τύχην τῆς ψυχῆς του ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος εἰς τὴν ζωὴν του τὰς μὲν ἄλλας ἠδονὰς τοῦ σώματος καὶ ἰδίως τοὺς στολισμοὺς τοὺς περιεφρόνησε, διότι τοὺς ἐθεώρησε ξένους καὶ ἐνόμισεν ὅτι μᾶλλον φέρουν τὸ ἀντίθετον ἀποτέλεσμα• διὰ δὲ τὰς ἠδονὰς τῆς μαθήσεως ἐφρόντισε μὲ ἐπιμέλειαν καί, ἀφοῦ προσεπάθησε νὰ στολίση τὴν ψυχὴν του ὄχι μὲ ξένα, ἀλλὰ μὲ τὰ ἰδικὰ της στολίσματα, δηλαδὴ μὲ σωφροσύνην καὶ δικαιοσύνην καὶ ἀνδρείαν καὶ ἐλευθερίαν καὶ ἀλήθειαν, περιμένει τώρα νὰ πορευθῆ εἰς τὸν Ἅδην ἕτοιμος νὰ ξεκινήση, ὅταν ἡ εἱμαρμένη τὸν φωνάξη. Καὶ σεῖς μέν, εἶπε, Σιμμία καὶ Κέβη καὶ οἱ ἄλλοι, θὰ ξεκινήσετε κάποτε, ἀργότερα, διὰ τὴν πορείαν αὐτήν, ἕκαστος διὰ λογαριασμόν του• ἐμὲ ὅμως, ὅπως θὰ ἔλεγεν ἕνας ἥρως τραγωδίας, τώρα κι\’ ὅλας ἡ εἱμαρμένη μὲ καλεῖ. Πλησιάζει, θαρρῶ, ἡ ὥρα νὰ διευθυνθῶ πρὸς τὸ λουτρόν• διότι, μοῦ φαίνεται, εἶναι καλύτερον νὰ πίω τὸ φάρμακον, ἀφοῦ πρῶτα λουσθῶ καὶ ἔτσι νὰ μὴ βάλω εἰς ἐνόχλησιν τὰς γυναῖκας νὰ λούσουν ἕνα νεκρόν».

Πρωτότυπο Κείμενο

Λέγεται τοίνυν, ἔφη, ὦ ἑταῖρε, πρῶτον μὲν εἶναι τοιαύτη
ἡ γῆ αὐτὴ ἰδεῖν, εἴ τις ἄνωθεν θεῷτο, ὥσπερ αἱ δωδεκάσκυ-
τοι σφαῖραι, ποικίλη, χρώμασιν διειλημμένη, ὧν καὶ τὰ
ἐνθάδε εἶναι χρώματα ὥσπερ δείγματα, οἷς δὴ οἱ γραφῆς
[110c] καταχρῶνται. ἐκεῖ δὲ πᾶσαν τὴν γῆν ἐκ τοιούτων εἶναι, καὶ
πολὺ ἔτι ἐκ λαμπροτέρων καὶ καθαρωτέρων ἢ τούτων• τὴν
μὲν γὰρ ἁλουργῆ εἶναι [καὶ] θαυμαστὴν τὸ κάλλος, τὴν δὲ
χρυσοειδῆ, τὴν δὲ ὅση λευκὴ γύψου ἢ χιόνος λευκοτέραν,
καὶ ἐκ τῶν ἄλλων χρωμάτων συγκειμένην ὡσαύτως, καὶ ἔτι
πλειόνων καὶ καλλιόνων ἢ ὅσα ἡμεῖς ἑωράκαμεν. καὶ γὰρ
αὐτὰ ταῦτα τὰ κοῖλα αὐτῆς, ὕδατός τε καὶ ἀέρος ἔκπλεα
[110d] ὄντα, χρώματός τι εἶδος παρέχεσθαι στίλβοντα ἐν τῇ τῶν
ἄλλων χρωμάτων ποικιλίᾳ, ὥστε ἕν τι αὐτῆς εἶδος συνεχὲς
ποικίλον φαντάζεσθαι. ἐν δὲ ταύτῃ οὔσῃ τοιαύτῃ ἀνὰ
λόγον τὰ φυόμενα φύεσθαι, δένδρα τε καὶ ἄνθη καὶ τοὺς
καρπούς• καὶ αὖ τὰ ὄρη ὡσαύτως καὶ τοὺς λίθους ἔχειν ἀνὰ
τὸν αὐτὸν λόγον τήν τε λειότητα καὶ τὴν διαφάνειαν καὶ τὰ
χρώματα καλλίω• ὧν καὶ τὰ ἐνθάδε λιθίδια εἶναι ταῦτα τὰ
ἀγαπώμενα μόρια, σάρδιά τε καὶ ἰάσπιδας καὶ σμαράγδους
[110e] καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα• ἐκεῖ δὲ οὐδὲν ὅτι οὐ τοιοῦτον εἶναι καὶ
ἔτι τούτων καλλίω. τὸ δ’ αἴτιον τούτου εἶναι ὅτι ἐκεῖνοι οἱ
λίθοι εἰσὶ καθαροὶ καὶ οὐ κατεδηδεσμένοι οὐδὲ διεφθαρμένοι
ὥσπερ οἱ ἐνθάδε ὑπὸ σηπεδόνος καὶ ἅλμης ὑπὸ τῶν δεῦρο
συνερρυηκότων, ἃ καὶ λίθοις καὶ γῇ καὶ τοῖς ἄλλοις ζῴοις τε
καὶ φυτοῖς αἴσχη τε καὶ νόσους παρέχει. τὴν δὲ γῆν αὐτὴν
κεκοσμῆσθαι τούτοις τε ἅπασι καὶ ἔτι χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ καὶ
[111a] τοῖς ἄλλοις αὖ τοῖς τοιούτοις. ἐκφανῆ γὰρ αὐτὰ πεφυκέναι,
ὄντα πολλὰ πλήθει καὶ μεγάλα καὶ πανταχοῦ τῆς γῆς, ὥστε
αὐτὴν ἰδεῖν εἶναι θέαμα εὐδαιμόνων θεατῶν. ζῷα δ’ ἐπ’
αὐτῇ εἶναι ἄλλα τε πολλὰ καὶ ἀνθρώπους, τοὺς μὲν ἐν
μεσογαίᾳ οἰκοῦντας, τοὺς δὲ περὶ τὸν ἀέρα ὥσπερ ἡμεῖς
περὶ τὴν θάλατταν, τοὺς δ’ ἐν νήσοις ἃς περιρρεῖν τὸν ἀέρα
πρὸς τῇ ἠπείρῳ οὔσας• καὶ ἑνὶ λόγῳ, ὅπερ ἡμῖν τὸ ὕδωρ τε
καὶ ἡ θάλαττά ἐστι πρὸς τὴν ἡμετέραν χρείαν, τοῦτο ἐκεῖ
[111b] τὸν ἀέρα, ὃ δὲ ἡμῖν ἀήρ, ἐκείνοις τὸν αἰθέρα. τὰς δὲ ὥρας
αὐτοῖς κρᾶσιν ἔχειν τοιαύτην ὥστε ἐκείνους ἀνόσους εἶναι καὶ
χρόνον τε ζῆν πολὺ πλείω τῶν ἐνθάδε, καὶ ὄψει καὶ ἀκοῇ καὶ
φρονήσει καὶ πᾶσι τοῖς τοιούτοις ἡμῶν ἀφεστάναι τῇ αὐτῇ
ἀποστάσει ᾗπερ ἀήρ τε ὕδατος ἀφέστηκεν καὶ αἰθὴρ ἀέρος
πρὸς καθαρότητα. καὶ δὴ καὶ θεῶν ἄλση τε καὶ ἱερὰ αὐτοῖς
εἶναι, ἐν οἷς τῷ ὄντι οἰκητὰς θεοὺς εἶναι, καὶ φήμας τε καὶ
μαντείας καὶ αἰσθήσεις τῶν θεῶν καὶ τοιαύτας συνουσίας
[111c] γίγνεσθαι αὐτοῖς πρὸς αὐτούς• καὶ τόν γε ἥλιον καὶ σελήνην
καὶ ἄστρα ὁρᾶσθαι ὑπ’ αὐτῶν οἷα τυγχάνει ὄντα, καὶ τὴν
ἄλλην εὐδαιμονίαν τούτων ἀκόλουθον εἶναι.

Καὶ ὅλην μὲν δὴ τὴν γῆν οὕτω πεφυκέναι καὶ τὰ περὶ
τὴν γῆν• τόπους δ’ ἐν αὐτῇ εἶναι κατὰ τὰ ἔγκοιλα αὐτῆς
κύκλῳ περὶ ὅλην πολλούς, τοὺς μὲν βαθυτέρους καὶ ἀνα-
πεπταμένους μᾶλλον ἢ ἐν ᾧ ἡμεῖς οἰκοῦμεν, τοὺς δὲ βαθυ-
τέρους ὄντας τὸ χάσμα αὐτοὺς ἔλαττον ἔχειν τοῦ παρ’ ἡμῖν
[111d] τόπου, ἔστι δ’ οὓς καὶ βραχυτέρους τῷ βάθει τοῦ ἐνθάδε
εἶναι καὶ πλατυτέρους. τούτους δὲ πάντας ὑπὸ γῆν εἰς
ἀλλήλους συντετρῆσθαί τε πολλαχῇ καὶ κατὰ στενότερα καὶ
εὐρύτερα καὶ διεξόδους ἔχειν, ᾗ πολὺ μὲν ὕδωρ ῥεῖν ἐξ
ἀλλήλων εἰς ἀλλήλους ὥσπερ εἰς κρατῆρας, καὶ ἀενάων
ποταμῶν ἀμήχανα μεγέθη ὑπὸ τὴν γῆν καὶ θερμῶν ὑδάτων
καὶ ψυχρῶν, πολὺ δὲ πῦρ καὶ πυρὸς μεγάλους ποταμούς,
πολλοὺς δὲ ὑγροῦ πηλοῦ καὶ καθαρωτέρου καὶ βορβορωδε-
[111e] στέρου, ὥσπερ ἐν Σικελίᾳ οἱ πρὸ τοῦ ῥύακος πηλοῦ ῥέοντες
ποταμοὶ καὶ αὐτὸς ὁ ῥύαξ• ὧν δὴ καὶ ἑκάστους τοὺς τόπους
πληροῦσθαι, ὡς ἂν ἑκάστοις τύχῃ ἑκάστοτε ἡ περιρροὴ γιγνο-
μένη. ταῦτα δὲ πάντα κινεῖν ἄνω καὶ κάτω ὥσπερ αἰώραν
τινὰ ἐνοῦσαν ἐν τῇ γῇ• ἔστι δὲ ἄρα αὕτη ἡ αἰώρα διὰ φύσιν
τοιάνδε τινά. ἕν τι τῶν χασμάτων τῆς γῆς ἄλλως τε
[112a] μέγιστον τυγχάνει ὂν καὶ διαμπερὲς τετρημένον δι’ ὅλης τῆς
γῆς, τοῦτο ὅπερ Ὅμηρος εἶπε, λέγων αὐτό

τῆλε μάλ’, ᾗχι βάθιστον ὑπὸ χθονός ἐστι βέρεθρον•
ὃ καὶ ἄλλοθι καὶ ἐκεῖνος καὶ ἄλλοι πολλοὶ τῶν ποιητῶν Τάρ-
ταρον κεκλήκασιν. εἰς γὰρ τοῦτο τὸ χάσμα συρρέουσί τε
πάντες οἱ ποταμοὶ καὶ ἐκ τούτου πάλιν ἐκρέουσιν• γίγνονται
δὲ ἕκαστοι τοιοῦτοι δι’ οἵας ἂν καὶ τῆς γῆς ῥέωσιν. ἡ δὲ
[112b] αἰτία ἐστὶν τοῦ ἐκρεῖν τε ἐντεῦθεν καὶ εἰσρεῖν πάντα τὰ
ῥεύματα, ὅτι πυθμένα οὐκ ἔχει οὐδὲ βάσιν τὸ ὑγρὸν τοῦτο.
αἰωρεῖται δὴ καὶ κυμαίνει ἄνω καὶ κάτω, καὶ ὁ ἀὴρ καὶ τὸ
πνεῦμα τὸ περὶ αὐτὸ ταὐτὸν ποιεῖ• συνέπεται γὰρ αὐτῷ καὶ
ὅταν εἰς τὸ ἐπ’ ἐκεῖνα τῆς γῆς ὁρμήσῃ καὶ ὅταν εἰς τὸ ἐπὶ
τάδε, καὶ ὥσπερ τῶν ἀναπνεόντων ἀεὶ ἐκπνεῖ τε καὶ ἀναπνεῖ
ῥέον τὸ πνεῦμα, οὕτω καὶ ἐκεῖ συναιωρούμενον τῷ ὑγρῷ τὸ
πνεῦμα δεινούς τινας ἀνέμους καὶ ἀμηχάνους παρέχεται καὶ
[112c] εἰσιὸν καὶ ἐξιόν. ὅταν τε οὖν ὑποχωρήσῃ τὸ ὕδωρ εἰς τὸν
τόπον τὸν δὴ κάτω καλούμενον, τοῖς κατ’ ἐκεῖνα τὰ ῥεύματα
[διὰ] τῆς γῆς εἰσρεῖ τε καὶ πληροῖ αὐτὰ ὥσπερ οἱ ἐπαν-
τλοῦντες• ὅταν τε αὖ ἐκεῖθεν μὲν ἀπολίπῃ, δεῦρο δὲ ὁρμήσῃ,
τὰ ἐνθάδε πληροῖ αὖθις, τὰ δὲ πληρωθέντα ῥεῖ διὰ τῶν
ὀχετῶν καὶ διὰ τῆς γῆς, καὶ εἰς τοὺς τόπους ἕκαστα ἀφικνού-
μενα, εἰς οὓς ἑκάστοις ὡδοποίηται, θαλάττας τε καὶ λίμνας
καὶ ποταμοὺς καὶ κρήνας ποιεῖ• ἐντεῦθεν δὲ πάλιν δυόμενα
[112d] κατὰ τῆς γῆς, τὰ μὲν μακροτέρους τόπους περιελθόντα καὶ
πλείους, τὰ δὲ ἐλάττους καὶ βραχυτέρους, πάλιν εἰς τὸν
Τάρταρον ἐμβάλλει, τὰ μὲν πολὺ κατωτέρω <ἢ> ᾗ ἐπην-
τλεῖτο, τὰ δὲ ὀλίγον• πάντα δὲ ὑποκάτω εἰσρεῖ τῆς ἐκροῆς,
καὶ ἔνια μὲν καταντικρὺ <ἢ> ᾗ [εἰσρεῖ] ἐξέπεσεν, ἔνια δὲ
κατὰ τὸ αὐτὸ μέρος• ἔστι δὲ ἃ παντάπασιν κύκλῳ περιελ-
θόντα, ἢ ἅπαξ ἢ καὶ πλεονάκις περιελιχθέντα περὶ τὴν γῆν
ὥσπερ οἱ ὄφεις, εἰς τὸ δυνατὸν κάτω καθέντα πάλιν ἐμβάλλει.
[112e] δυνατὸν δέ ἐστιν ἑκατέρωσε μέχρι τοῦ μέσου καθιέναι, πέρα
δ’ οὔ• ἄναντες γὰρ ἀμφοτέροις τοῖς ῥεύμασι τὸ ἑκατέρωθεν
γίγνεται μέρος.

Τὰ μὲν οὖν δὴ ἄλλα πολλά τε καὶ μεγάλα καὶ παντοδαπὰ
ῥεύματά ἐστι• τυγχάνει δ’ ἄρα ὄντα ἐν τούτοις τοῖς πολλοῖς
τέτταρ’ ἄττα ῥεύματα, ὧν τὸ μὲν μέγιστον καὶ ἐξωτάτω ῥέον
περὶ κύκλῳ ὁ καλούμενος Ὠκεανός ἐστιν, τούτου δὲ καταν-
τικρὺ καὶ ἐναντίως ῥέων Ἀχέρων, ὃς δι’ ἐρήμων τε τόπων
[113a] ῥεῖ ἄλλων καὶ δὴ καὶ ὑπὸ γῆν ῥέων εἰς τὴν λίμνην ἀφικνεῖται
τὴν Ἀχερουσιάδα, οὗ αἱ τῶν τετελευτηκότων ψυχαὶ τῶν
πολλῶν ἀφικνοῦνται καί τινας εἱμαρμένους χρόνους μείνασαι,
αἱ μὲν μακροτέρους, αἱ δὲ βραχυτέρους, πάλιν ἐκπέμπονται
εἰς τὰς τῶν ζῴων γενέσεις. τρίτος δὲ ποταμὸς τούτων κατὰ
μέσον ἐκβάλλει, καὶ ἐγγὺς τῆς ἐκβολῆς ἐκπίπτει εἰς τόπον
μέγαν πυρὶ πολλῷ καόμενον, καὶ λίμνην ποιεῖ μείζω τῆς
παρ’ ἡμῖν θαλάττης, ζέουσαν ὕδατος καὶ πηλοῦ• ἐντεῦθεν δὲ
[113b] χωρεῖ κύκλῳ θολερὸς καὶ πηλώδης, περιελιττόμενος δὲ τῇ
γῇ ἄλλοσέ τε ἀφικνεῖται καὶ παρ’ ἔσχατα τῆς Ἀχερουσιάδος
λίμνης, οὐ συμμειγνύμενος τῷ ὕδατι• περιελιχθεὶς δὲ πολλάκις
ὑπὸ γῆς ἐμβάλλει κατωτέρω τοῦ Ταρτάρου• οὗτος δ’ ἐστὶν
ὃν ἐπονομάζουσιν Πυριφλεγέθοντα, οὗ καὶ οἱ ῥύακες ἀπο-
σπάσματα ἀναφυσῶσιν ὅπῃ ἂν τύχωσι τῆς γῆς. τούτου δὲ
αὖ καταντικρὺ ὁ τέταρτος ἐκπίπτει εἰς τόπον πρῶτον δεινόν
τε καὶ ἄγριον, ὡς λέγεται, χρῶμα δ’ ἔχοντα ὅλον οἷον ὁ
[113c] κυανός, ὃν δὴ ἐπονομάζουσι Στύγιον, καὶ τὴν λίμνην ἣν
ποιεῖ ὁ ποταμὸς ἐμβάλλων, Στύγα• ὁ δ’ ἐμπεσὼν ἐνταῦθα
καὶ δεινὰς δυνάμεις λαβὼν ἐν τῷ ὕδατι, δὺς κατὰ τῆς γῆς,
περιελιττόμενος χωρεῖ ἐναντίος τῷ Πυριφλεγέθοντι καὶ
ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ἀχερουσιάδι λίμνῃ ἐξ ἐναντίας• καὶ οὐδὲ τὸ
τούτου ὕδωρ οὐδενὶ μείγνυται, ἀλλὰ καὶ οὗτος κύκλῳ περιελ-
θὼν ἐμβάλλει εἰς τὸν Τάρταρον ἐναντίος τῷ Πυριφλεγέθοντι•
ὄνομα δὲ τούτῳ ἐστίν, ὡς οἱ ποιηταὶ λέγουσιν, Κωκυτός.

[113d] Τούτων δὲ οὕτως πεφυκότων, ἐπειδὰν ἀφίκωνται οἱ τετε-
λευτηκότες εἰς τὸν τόπον οἷ ὁ δαίμων ἕκαστον κομίζει,
πρῶτον μὲν διεδικάσαντο οἵ τε καλῶς καὶ ὁσίως βιώσαντες
καὶ οἱ μή. καὶ οἳ μὲν ἂν δόξωσι μέσως βεβιωκέναι, πορευ-
θέντες ἐπὶ τὸν Ἀχέροντα, ἀναβάντες ἃ δὴ αὐτοῖς ὀχήματά
ἐστιν, ἐπὶ τούτων ἀφικνοῦνται εἰς τὴν λίμνην, καὶ ἐκεῖ
οἰκοῦσί τε καὶ καθαιρόμενοι τῶν τε ἀδικημάτων διδόντες
δίκας ἀπολύονται, εἴ τίς τι ἠδίκηκεν, τῶν τε εὐεργεσιῶν
[113e] τιμὰς φέρονται κατὰ τὴν ἀξίαν ἕκαστος• οἳ δ’ ἂν δόξωσιν
ἀνιάτως ἔχειν διὰ τὰ μεγέθη τῶν ἁμαρτημάτων, ἢ ἱερο-
συλίας πολλὰς καὶ μεγάλας ἢ φόνους ἀδίκους καὶ παρανόμους
πολλοὺς ἐξειργασμένοι ἢ ἄλλα ὅσα τοιαῦτα τυγχάνει ὄντα,
τούτους δὲ ἡ προσήκουσα μοῖρα ῥίπτει εἰς τὸν Τάρταρον,
ὅθεν οὔποτε ἐκβαίνουσιν. οἳ δ’ ἂν ἰάσιμα μὲν μεγάλα δὲ
δόξωσιν ἡμαρτηκέναι ἁμαρτήματα, οἷον πρὸς πατέρα ἢ μη-
[114a] τέρα ὑπ’ ὀργῆς βίαιόν τι πράξαντες, καὶ μεταμέλον αὐτοῖς
τὸν ἄλλον βίον βιῶσιν, ἢ ἀνδροφόνοι τοιούτῳ τινὶ ἄλλῳ
τρόπῳ γένωνται, τούτους δὲ ἐμπεσεῖν μὲν εἰς τὸν Τάρταρον
ἀνάγκη, ἐμπεσόντας δὲ αὐτοὺς καὶ ἐνιαυτὸν ἐκεῖ γενομένους
ἐκβάλλει τὸ κῦμα, τοὺς μὲν ἀνδροφόνους κατὰ τὸν Κωκυτόν,
τοὺς δὲ πατραλοίας καὶ μητραλοίας κατὰ τὸν Πυριφλε-
γέθοντα• ἐπειδὰν δὲ φερόμενοι γένωνται κατὰ τὴν λίμνην τὴν
Ἀχερουσιάδα, ἐνταῦθα βοῶσί τε καὶ καλοῦσιν, οἱ μὲν οὓς
ἀπέκτειναν, οἱ δὲ οὓς ὕβρισαν, καλέσαντες δ’ ἱκετεύουσι
[114b] καὶ δέονται ἐᾶσαι σφᾶς ἐκβῆναι εἰς τὴν λίμνην καὶ δέξασθαι,
καὶ ἐὰν μὲν πείσωσιν, ἐκβαίνουσί τε καὶ λήγουσι τῶν
κακῶν, εἰ δὲ μή, φέρονται αὖθις εἰς τὸν Τάρταρον καὶ
ἐκεῖθεν πάλιν εἰς τοὺς ποταμούς, καὶ ταῦτα πάσχοντες οὐ
πρότερον παύονται πρὶν ἂν πείσωσιν οὓς ἠδίκησαν• αὕτη γὰρ
ἡ δίκη ὑπὸ τῶν δικαστῶν αὐτοῖς ἐτάχθη. οἳ δὲ δὴ ἂν δόξωσι
διαφερόντως πρὸς τὸ ὁσίως βιῶναι, οὗτοί εἰσιν οἱ τῶνδε μὲν
τῶν τόπων τῶν ἐν τῇ γῇ ἐλευθερούμενοί τε καὶ ἀπαλλαττό-
[114c] μενοι ὥσπερ δεσμωτηρίων, ἄνω δὲ εἰς τὴν καθαρὰν οἴκησιν
ἀφικνούμενοι καὶ ἐπὶ γῆς οἰκιζόμενοι. τούτων δὲ αὐτῶν οἱ
φιλοσοφίᾳ ἱκανῶς καθηράμενοι ἄνευ τε σωμάτων ζῶσι τὸ
παράπαν εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον, καὶ εἰς οἰκήσεις ἔτι τούτων
καλλίους ἀφικνοῦνται, ἃς οὔτε ῥᾴδιον δηλῶσαι οὔτε ὁ χρόνος
ἱκανὸς ἐν τῷ παρόντι. ἀλλὰ τούτων δὴ ἕνεκα χρὴ ὧν διεληλύ-
θαμεν, ὦ Σιμμία, πᾶν ποιεῖν ὥστε ἀρετῆς καὶ φρονήσεως ἐν
τῷ βίῳ μετασχεῖν• καλὸν γὰρ τὸ ἆθλον καὶ ἡ ἐλπὶς μεγάλη.

[114d] Τὸ μὲν οὖν ταῦτα διισχυρίσασθαι οὕτως ἔχειν ὡς ἐγὼ
διελήλυθα, οὐ πρέπει νοῦν ἔχοντι ἀνδρί• ὅτι μέντοι ἢ ταῦτ’
ἐστὶν ἢ τοιαῦτ’ ἄττα περὶ τὰς ψυχὰς ἡμῶν καὶ τὰς οἰκήσεις,
ἐπείπερ ἀθάνατόν γε ἡ ψυχὴ φαίνεται οὖσα, τοῦτο καὶ
πρέπειν μοι δοκεῖ καὶ ἄξιον κινδυνεῦσαι οἰομένῳ οὕτως
ἔχειν ―καλὸς γὰρ ὁ κίνδυνος― καὶ χρὴ τὰ τοιαῦτα ὥσπερ
ἐπᾴδειν ἑαυτῷ, διὸ δὴ ἔγωγε καὶ πάλαι μηκύνω τὸν μῦθον.
ἀλλὰ τούτων δὴ ἕνεκα θαρρεῖν χρὴ περὶ τῇ ἑαυτοῦ ψυχῇ
[114e] ἄνδρα ὅστις ἐν τῷ βίῳ τὰς μὲν ἄλλας ἡδονὰς τὰς περὶ τὸ
σῶμα καὶ τοὺς κόσμους εἴασε χαίρειν, ὡς ἀλλοτρίους τε
ὄντας, καὶ πλέον θἄτερον ἡγησάμενος ἀπεργάζεσθαι, τὰς δὲ
περὶ τὸ μανθάνειν ἐσπούδασέ τε καὶ κοσμήσας τὴν ψυχὴν
οὐκ ἀλλοτρίῳ ἀλλὰ τῷ αὐτῆς κόσμῳ, σωφροσύνῃ τε καὶ
[115a] δικαιοσύνῃ καὶ ἀνδρείᾳ καὶ ἐλευθερίᾳ καὶ ἀληθείᾳ, οὕτω
περιμένει τὴν εἰς Ἅιδου πορείαν [ὡς πορευσόμενος ὅταν ἡ
εἱμαρμένη καλῇ]. ὑμεῖς μὲν οὖν, ἔφη, ὦ Σιμμία τε καὶ
Κέβης καὶ οἱ ἄλλοι, εἰς αὖθις ἔν τινι χρόνῳ ἕκαστοι πορεύ-
σεσθε• ἐμὲ δὲ νῦν ἤδη καλεῖ, φαίη ἂν ἀνὴρ τραγικός, ἡ
εἱμαρμένη, καὶ σχεδόν τί μοι ὥρα τραπέσθαι πρὸς τὸ λουτρόν•
δοκεῖ γὰρ δὴ βέλτιον εἶναι λουσάμενον πιεῖν τὸ φάρμακον
καὶ μὴ πράγματα ταῖς γυναιξὶ παρέχειν νεκρὸν λούειν.