(Ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ (ἡ ἕβδομη) ἀποτελεῖ ἀπάντηση στὴν ἔκκληση γιὰ βοήθεια ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν συγγενῶν καὶ τῶν φίλων τοῦ δολοφονημένου (τὸ 354 π.Χ.) τυράννου τῶν Συρακουσῶν, τοῦ Δίωνα. Σὲ αὐτὴν ὁ Πλάτωνας, γέρος πιά, θεώρησε σκόπιμο νὰ προχωρήσει σὲ ἕναν ἀπολογισμὸ γιὰ τὰ τρία ταξίδια του στὴ Σικελία. Ποιὰ ἦταν, ὅμως, ἡ ἄποψή του γιὰ τὰ ὑπάρχοντα πολιτεύματα, ὅταν ἔφτανε γιὰ πρώτη φορὰ στὴ Σικελία (390 ἢ 389 π.Χ);)
Ὅταν μιὰ φορὰ ἤμουν νέος, μοῦ συνέβη τὸ ἴδιο ἀκριβῶς ποὺ συνέβη καὶ σὲ ἄλλους πολλούς: ἀποφάσισα, ἀμέσως μόλις γίνω αὐτεξούσιος, ν\’ ἀκολουθήσω τὸ πολιτικὸ στάδιο. Τότε μοῦ παρουσιάστηκαν τὰ ἑξῆς περίπου πολιτικὰ γεγονότα: Ἔπειτα ἀπὸ τὴν κατακραυγὴ πολλῶν ἐναντίον τοῦ πολιτεύματος ποὺ εἴχαμε τότε, γίνεται μεταπολίτευση καὶ τὴ μεταπολίτευση αὐτὴ διηύθυναν πενήντα ἕνας ἀρχηγοί, ἕνδεκα στὴν πόλη, δέκα στὸν Πειραιᾶ ―ἡ καθεμιὰ ἀπ\’ αὐτὲς τὶς δύο συναρχίες γιὰ τὴν ἀγορὰ καὶ γιὰ τὶς διοικητικὲς ἀνάγκες τῶν πόλεων― καὶ τριάντα ἔγιναν ἀνώτατοι ἄρχοντες μὲ ἀπόλυτη ἐξουσία. Μερικοὶ λοιπὸν ἀπ\’ αὐτοὺς ἔτυχε νὰ εἶναι συγγενεῖς καὶ γνωστοί μου καὶ μάλιστα ἀμέσως καὶ ἐπανειλημμένως μὲ κάλεσαν νὰ λάβω μέρος σὰν σὲ κάτι ποὺ δικαιωματικὰ μποροῦσα νὰ συμμερισθῶ.
Τότε ἐγὼ ἔπαθα κάτι ποὺ δὲν ἦταν καθόλου παράξενο γιὰ τὰ νειάτα μου• πίστεψα δηλαδή, πὼς θὰ ὁδηγήσουν τὴν πόλη ἀπὸ μία ζωὴ ἄδικη σ\’ ἕνα δίκαιο τρόπο ζωῆς κι ἔτσι θὰ τὴν κυβερνήσουν· τοὺς παρακολουθοῦσα λοιπὸν μὲ μεγάλη προσοχή, νὰ ἰδῶ τί θὰ κάνουν.
Καὶ καθὼς ἔβλεπα ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι μέσα σὲ λίγον καιρὸ ἔκαναν νὰ φανεῖ χρυσάφι τὸ προηγούμενο πολίτευμα ― ἐκτὸς ἀπ\’ τὰ ἄλλα, ἔστειλαν τὸ φίλο μου, τὸν ἀρκετὰ ἡλικιωμένο Σωκράτη, ποὺ γι\’ αὐτὸν ἐγὼ δὲ θὰ δίσταζα νὰ πῶ ὅτι ἦταν ὁ δικαιότερος ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς του, τὸν ἔστειλαν μαζὶ μὲ ἄλλους σὲ κάποιον πολίτη γιὰ νὰ τὸν συλλάβει καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει διὰ τῆς βίας στὸ θάνατο• κι αὐτὸ βέβαια γιὰ νὰ ἔχει λάβει μέρος στὶς ἐνέργειές τους, εἴτε ἤθελε, εἴτε ὄχι• ἐκεῖνος ὅμως δὲν ἐννοοῦσε νὰ πεισθεῖ καὶ προτίμησε νὰ κινδυνεύσει νὰ πάθει ὁτιδήποτε, παρὰ νὰ γίνει συνεργός τους σὲ ἀνόσιες πράξεις.
Καθὼς λοιπὸν τὰ ἔβλεπα ὅλ\’ αὐτὰ καὶ μερικὰ ἄλλα παρόμοια, ὄχι ἀσήμαντα, ἀγανάκτησα κι ἀποτραβήχτηκα ἀπὸ κεῖνα τὰ κακά. Ὄχι πολὺ ἀργότερα ὅμως ἄλλαξε ἡ κυβέρνηση τῶν Τριάκοντα καὶ γενικὰ τὸ πολίτευμα ἐκεῖνο• καὶ πάλι μὲ τραβοῦσε, ἂν καὶ χαλαρώτερα, πάντως ὅμως μὲ τραβοῦσε ὁ πόθος ν\’ ἀσχοληθῶ μὲ τὰ κοινὰ καὶ νὰ πολιτευθῶ. Καὶ τότε λοιπόν, καθὼς ἦταν ταραγμένα τὰ πράγματα, γίνονταν πολλὰ ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ σὲ κάνουν ν\’ ἀγανακτήσεις, καὶ δὲν εἶναι καθόλου παράξενο σὲ πολιτικὲς μεταβολές, οἱ ἐκδικήσεις κάποιων ἐναντίον μερικῶν ἐχθρῶν τους νὰ ξεπερνοῦν τὰ ὅρια• ἀλλὰ γενικῶς, οἱ πολιτικοὶ ἐξόριστοι ποὺ γύρισαν τότε ἔδειξαν μεγάλη μετριοπάθεια.
Δὲν ξέρω ὅμως πάλι πῶς ἔτυχε, καὶ κάποια πρόσωπα μὲ πολιτικὴ ἐπιρροὴ καταγγέλλουν τὸ φίλο μας, τὸ Σωκράτη, κατηγορώντας τον γιὰ τὸ πιὸ ἀνόσιο καὶ τὸ πιὸ ἀταίριαστο σ\’ αὐτὸν πρᾶγμα· ὡς ἀσεβῆ δηλαδὴ ἐκεῖνοι τὸν κατήγγειλαν καὶ αὐτοὶ τὸν καταδίκασαν καὶ τὸν θανάτωσαν, ἐκεῖνον, ποὺ ἀρνήθηκε τότε νὰ λάβει μέρος στὴν ἀνόσια σύλληψη ἑνὸς ἀπὸ τοὺς φίλους τους ποὺ καταδιώκονταν τότε, ὅταν οἱ ἴδιοι δυστυχοῦσαν στὴν ἐξορία.
Καθὼς λοιπὸν ἔβλεπα αὐτὰ καὶ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀσχολοῦνταν μὲ τὴν πολιτικὴ καὶ τοὺς νόμους καὶ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς, ὅσο περισσότερο τὰ συλλογιζόμουνα κι ὅσο προχωροῦσα στὴν ἡλικία, τόσο δυσκολώτερο μοῦ φαινόταν, νὰ διαχειρίζεται κανεὶς σωστὰ τὴν πολιτικὴ ἐξουσία. Γιατί οὔτε χωρὶς προσωπικοὺς καὶ πολιτικοὺς φίλους πιστοὺς εἶναι δυνατὸν νὰ ἐνεργήσεις ―κι αὐτούς, οὔτε ἂν ὑποθέσομε πὼς ὑπῆρχαν ἦταν εὔκολο νὰ τοὺς βρεῖς, γιατί ἡ χώρα μας δὲ ζοῦσε πιὰ μὲ τὰ ἤθη καὶ τὶς ἀσχολίες τῶν πατέρων μας, οὔτε ἄλλους καινούργιους ἦταν δυνατὸν μὲ κάποια εὐκολία νὰ κάνεις―, κι ἀπ\’ τὸ ἄλλο μέρος οἱ διατάξεις τῶν νόμων καὶ τὰ ἤθη διαφθείρονταν καὶ ἡ διαφθορὰ αὐτὴ προχωροῦσε καταπληκτικά.
Ἔτσι, ἐνῶ στὴν ἀρχὴ ἤμουν γεμάτος ὁρμὴ γιὰ πολιτικὴ δράση, καθὼς κοίταζα ὅλα αὐτὰ καὶ τὰ ἔβλεπα νὰ γίνονται ἄνω κάτω, στὸ τέλος μ\’ ἔπιασε ἴλιγγος. Καὶ νὰ ἐρευνῶ βέβαια δὲν ἔπαψα, μὲ ποιὸν ἄραγε τρόπο θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ διορθωθοῦν καὶ ὅλ\’ αὐτὰ ποὺ ἀνέφερα καὶ ―προπάντων― ἡ πολιτεία γενικά, γιὰ τὴ δράση ὅμως περίμενα πάντοτε τὴν κατάλληλη ὥρα· καὶ στὸ τέλος κατάλαβα, ὅτι κανένα ἀπολύτως ἀπὸ τὰ σύγχρονά μας κράτη δὲν κυβερνᾶται σωστὰ ―ἀφοῦ ἡ νομοθεσία τους βρίσκεται, μπορεῖ κανεὶς νὰ πεῖ, σὲ μιὰ κατάσταση, ποὺ δὲν ἐπιδέχεται κἄν θεραπεία χωρὶς σοβαρὴ προετοιμασία μαζὶ μὲ τὴ βοήθεια κάποιας καταπληκτικῆς τύχης―, κι ἔτσι ἀναγκάσθηκα νὰ κάνω τὸ ἐγκώμιο τῆς ἀληθινῆς φιλοσοφίας καὶ νὰ λέω ὅτι μέσ\’ ἀπ\’ αὐτὴν εἶναι δυνατὸν νὰ δεῖ κανεὶς τὸ δίκαιο παντοῦ, καὶ στῆς πολιτείας καὶ στῶν ἀτόμων τὴ ζωή, καὶ ὅτι ἑπομένως οἱ γενεὲς τῶν ἀνθρώπων δὲν θὰ πάψουν νὰ ὑποφέρουν, παρὰ ὅταν, ἢ ἐκεῖνοι ποὺ σωστὰ καὶ γνήσια φιλοσοφοῦν, πάρουν στὰ χέρια τους τὴν πολιτικὴ ἐξουσία, ἢ οἱ πολιτικοὶ ἡγέτες, ἀπὸ μιὰ θεία βουλή, φιλοσοφήσουν ἀληθινά.
Πρωτότυπο Κείμενο
Νέος ἐγώ ποτε ὢν πολλοῖς δὴ ταὐτὸν ἔπαθον· ᾠήθην, εἰ θᾶττον ἐμαυτοῦ γενοίμην κύριος, ἐπὶ τὰ κοινὰ τῆς πόλεως [324c] εὐθὺς ἰέναι. καί μοι τύχαι τινὲς τῶν τῆς πόλεως πραγμάτων τοιαίδε παρέπεσον. ὑπὸ πολλῶν γὰρ τῆς τότε πολιτείας λοιδορουμένης μεταβολὴ γίγνεται, καὶ τῆς μεταβολῆς εἷς καὶ πεντήκοντά τινες ἄνδρες προὔστησαν ἄρχοντες, ἕνδεκα μὲν ἐν ἄστει, δέκα δ’ ἐν Πειραεῖ ―περί τε ἀγορὰν ἑκάτεροι τούτων ὅσα τ’ ἐν τοῖς ἄστεσι διοικεῖν ἔδει― τριάκοντα δὲ πάντων [324d] ἄρχοντες κατέστησαν αὐτοκράτορες. τούτων δή τινες οἰκεῖοί τε ὄντες καὶ γνώριμοι ἐτύγχανον ἐμοί, καὶ δὴ καὶ παρεκάλουν εὐθὺς ὡς ἐπὶ προσήκοντα πράγματά με. καὶ ἐγὼ θαυμαστὸν οὐδὲν ἔπαθον ὑπὸ νεότητος· ᾠήθην γὰρ αὐτοὺς ἔκ τινος ἀδίκου βίου ἐπὶ δίκαιον τρόπον ἄγοντας διοικήσειν δὴ τὴν πόλιν, ὥστε αὐτοῖς σφόδρα προσεῖχον τὸν νοῦν, τί πράξοιεν. καὶ ὁρῶν δήπου τοὺς ἄνδρας ἐν χρόνῳ ὀλίγῳ χρυσὸν ἀποδείξαντας τὴν ἔμπροσθεν πολιτείαν ―τά τε ἄλλα καὶ φίλον [324e] ἄνδρα ἐμοὶ πρεσβύτερον Σωκράτη, ὃν ἐγὼ σχεδὸν οὐκ ἂν αἰσχυνοίμην εἰπὼν δικαιότατον εἶναι τῶν τότε, ἐπί τινα τῶν πολιτῶν μεθ’ ἑτέρων ἔπεμπον, βίᾳ ἄξοντα ὡς ἀποθανούμενον, [325a] ἵνα δὴ μετέχοι τῶν πραγμάτων αὐτοῖς, εἴτε βούλοιτο εἴτε μή· ὁ δ’ οὐκ ἐπείθετο, πᾶν δὲ παρεκινδύνευσεν παθεῖν πρὶν ἀνοσίων αὐτοῖς ἔργων γενέσθαι κοινωνός― ἃ δὴ πάντα καθορῶν καὶ εἴ τιν’ ἄλλα τοιαῦτα οὐ σμικρά, ἐδυσχέρανά τε καὶ ἐμαυτὸν ἐπανήγαγον ἀπὸ τῶν τότε κακῶν. χρόνῳ δὲ οὐ πολλῷ μετέπεσε τὰ τῶν τριάκοντά τε καὶ πᾶσα ἡ τότε πολιτεία· πάλιν δὲ βραδύτερον μέν, εἷλκεν δέ με ὅμως ἡ [325b] περὶ τὸ πράττειν τὰ κοινὰ καὶ πολιτικὰ ἐπιθυμία. ἦν οὖν καὶ ἐν ἐκείνοις ἅτε τεταραγμένοις πολλὰ γιγνόμενα ἅ τις ἂν δυσχεράνειεν, καὶ οὐδέν τι θαυμαστὸν ἦν τιμωρίας ἐχθρῶν γίγνεσθαί τινών τισιν μείζους ἐν μεταβολαῖς· καίτοι πολλῇ γε ἐχρήσαντο οἱ τότε κατελθόντες ἐπιεικείᾳ. κατὰ δέ τινα τύχην αὖ τὸν ἑταῖρον ἡμῶν Σωκράτη τοῦτον δυναστεύοντές τινες εἰσάγουσιν εἰς δικαστήριον, ἀνοσιωτάτην αἰτίαν ἐπι[325c] βαλόντες καὶ πάντων ἥκιστα Σωκράτει προσήκουσαν· ὡς ἀσεβῆ γὰρ οἱ μὲν εἰσήγαγον, οἱ δὲ κατεψηφίσαντο καὶ ἀπέκτειναν τὸν τότε τῆς ἀνοσίου ἀγωγῆς οὐκ ἐθελήσαντα μετασχεῖν περὶ ἕνα τῶν τότε φευγόντων φίλων, ὅτε φεύγοντες ἐδυστύχουν αὐτοί. σκοποῦντι δή μοι ταῦτά τε καὶ τοὺς ἀνθρώπους τοὺς πράττοντας τὰ πολιτικά, καὶ τοὺς νόμους γε καὶ ἔθη, ὅσῳ μᾶλλον διεσκόπουν ἡλικίας τε εἰς τὸ πρόσθε προὔβαινον, τοσούτῳ χαλεπώτερον ἐφαίνετο ὀρθῶς εἶναί μοι τὰ πολιτικὰ [325d] διοικεῖν· οὔτε γὰρ ἄνευ φίλων ἀνδρῶν καὶ ἑταίρων πιστῶν οἷόν τ’ εἶναι πράττειν ―οὓς οὔθ’ ὑπάρχοντας ἦν εὑρεῖν εὐπετές, οὐ γὰρ ἔτι ἐν τοῖς τῶν πατέρων ἤθεσιν καὶ ἐπιτηδεύμασιν ἡ πόλις ἡμῶν διῳκεῖτο, καινούς τε ἄλλους ἀδύνατον ἦν κτᾶσθαι μετά τινος ῥᾳστώνης― τά τε τῶν νόμων γράμματα καὶ ἔθη διεφθείρετο καὶ ἐπεδίδου θαυμαστὸν ὅσον, ὥστε με, [325e] τὸ πρῶτον πολλῆς μεστὸν ὄντα ὁρμῆς ἐπὶ τὸ πράττειν τὰ κοινά, βλέποντα εἰς ταῦτα καὶ φερόμενα ὁρῶντα πάντῃ πάντως, τελευτῶντα ἰλιγγιᾶν, καὶ τοῦ μὲν σκοπεῖν μὴ ἀποστῆναι μή ποτε ἄμεινον ἂν γίγνοιτο περί τε αὐτὰ ταῦτα καὶ [326a] δὴ καὶ περὶ τὴν πᾶσαν πολιτείαν, τοῦ δὲ πράττειν αὖ περιμένειν ἀεὶ καιρούς, τελευτῶντα δὲ νοῆσαι περὶ πασῶν τῶν νῦν πόλεων ὅτι κακῶς σύμπασαι πολιτεύονται ―τὰ γὰρ τῶν νόμων αὐταῖς σχεδὸν ἀνιάτως ἔχοντά ἐστιν ἄνευ παρασκευῆς θαυμαστῆς τινος μετὰ τύχης― λέγειν τε ἠναγκάσθην, ἐπαινῶν τὴν ὀρθὴν φιλοσοφίαν, ὡς ἐκ ταύτης ἔστιν τά τε πολιτικὰ δίκαια καὶ τὰ τῶν ἰδιωτῶν πάντα κατιδεῖν· κακῶν οὖν οὐ [326b] λήξειν τὰ ἀνθρώπινα γένη, πρὶν ἂν ἢ τὸ τῶν φιλοσοφούντων ὀρθῶς γε καὶ ἀληθῶς γένος εἰς ἀρχὰς ἔλθῃ τὰς πολιτικὰς ἢ τὸ τῶν δυναστευόντων ἐν ταῖς πόλεσιν ἔκ τινος μοίρας θείας ὄντως φιλοσοφήσῃ.