Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα, παντοκράτορα, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων.
-Ἐρ.: Τί σημαίνει τὸ νὰ πιστεύουμε στὸν Θεό;
Ἀπ.: Τὸ νὰ πιστεύουμε στὸν Θεὸ σημαίνει νὰ ἔχουμε μία ζωντανὴ πίστη στὴν ὕπαρξή Του, στὶς ἐνέργειές Του καὶ στὰ ἔργα Του˙ καὶ ἀκόμη τὸ νὰ πιστεύουμε στὸν Θεὸ σημαίνει νὰ δεχόμαστε μὲ ὅλη τὴν καρδιά μας τὸν ἀποκαλυφθέντα λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ δόθηκε γιὰ τὴν σωτηρία μας.
-Ἐρ.: Μπορεῖτε νὰ δείξετε ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφὴ ὅτι ἡ πίστη στὸν Θεὸ πρέπει νὰ εἶναι ἔτσι;
Ἀπ.: Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Χωρὶς πίστη εἶναι ἀδύνατο νὰ γίνει κανεὶς εὐάρεστος στὸν Θεό. Γιατί ἐκεῖνος ποὺ προσέρχεται στὸν Θεὸ πρέπει νὰ πιστεύει ὅτι ὑπάρχει Θεὸς καὶ ὅτι ἀμείβει ἐκείνους ποὺ τὸν ζητοῦν» (Ἑβρ. 11,6). Ὁ ἴδιος ἀπόστολος ἐκφράζει στοὺς χριστιανοὺς τὸ ἀποτέλεσμα τῆς πίστης μὲ τὴν ἀκόλουθη προσευχὴ γι\’ αὐτοὺς στὸν Θεό: «Νὰ σᾶς δώσει (ὁ Θεὸς) κατὰ τὸν πλοῦτο τῆς δόξας Του νὰ ἐνισχυθεῖτε μὲ δύναμη διὰ τοῦ Πνεύματός Του στὸν ἐσωτερικό σας ἄνθρωπο, νὰ κατοικήσει ὁ Χριστὸς διὰ τῆς πίστεως στὶς καρδιὲς σας» (Ἐφεσ. 3, 16.17).
-Ἐρ.: Ποιό εἶναι τὸ ἄμεσο καὶ τὸ συνεχὲς ἀποτέλεσμα μίας καρδιακῆς πίστης στὸν Θεό;
Ἀπ.: Ἡ ὁμολογία αὐτῆς τῆς πίστης.
-Ἐρ.: Τί εἶναι ἡ ὁμολογία τῆς πίστης;
Ἀπ.: Εἶναι νὰ ὁμολογοῦμε τὴν ὀρθόδοξη πίστη μας μὲ τέτοια εἰλικρίνεια καὶ σταθερότητα, ὥστε κανένα θέλγητρο καὶ καμμία ἀπειλή, καμμία βάσανος, οὔτε καὶ ὁ ἴδιος ὁ θάνατος νὰ μὴ μπορέσουν νὰ μᾶς κάνουν νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν πίστη μας στὸν ἀληθινό μας Θεὸ Ἰησοῦ Χριστό.
-Ἐρ.: Γιατί εἶναι ἀναγκαία ἡ ὁμολογία τῆς πίστης;
Ἀπ.: Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέει ὅτι ἡ ὁμολογία τῆς πίστης εἶναι ἀναγκαία γιὰ τὴν σωτηρία μας: «Γιατὶ μὲ τὴν καρδιὰ ὁ ἄνθρωπος πιστεύει ὅ,τι ὁδηγεῖ σὲ δικαίωση, μὲ τὸ στόμα δὲ ὁμολογεῖ ὅ,τι ὁδηγεῖ σὲ σωτηρία» (Ρωμ. 10, 10).
-Ἐρ.: Γιατί εἶναι ἀναγκαῖο γιὰ τὴν σωτηρία μας ὄχι μόνο τὸ νὰ πιστεύουμε στὸν Θεό, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ τὸ νὰ ὁμολογοῦμε τὴν ὀρθόδοξη πίστη;
Ἀπ.: Ἂν ἕνας, ἐπειδὴ ἀγαπάει τὴν ζωή του καὶ τὰ ἐπίγεια ἀγαθά του, διστάζει νὰ ὁμολογήσει τὴν ὀρθόδοξη πίστη, ἀποδεικνύει ἀπ\’ αὐτὸ ὅτι δὲν ἔχει ἀληθινὴ πίστη στὸν Χριστὸ καὶ στὴν αἰώνια ζωή.
-Ἐρ.: Γιατί στὸ «Πιστεύω» δὲν λέμε ἁπλῶς «Πιστεύω εἰς Θεὸν» ἀλλὰ λέμε «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν»;
Ἀπ.: Γιὰ νὰ ἀποκρούσουμε τὴν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας, ἡ ὁποία λέει ὅτι πολλοὶ θεοὶ δημιούργησαν τὸν κόσμο.
-Ἐρ.: Τί λέει ἡ ἁγία Γραφὴ γι\’ αὐτό, γιὰ τὴν μονοθεΐα;
Ἀπ.: Οἱ φράσεις τοῦ «Πιστεύω» μας σ\’ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἔχουν ληφθεῖ ἀπ\’ αὐτὴ τὴν περικοπὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Δὲν ὑπάρχει κανεὶς ἄλλος θεὸς ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἕνα. Γιατὶ κι ἂν ἀκόμη ὑπάρχουν, εἴτε στὸν οὐρανὸ εἴτε στὴν γῆ, λεγόμενοι θεοὶ – ὅπως πραγματικὰ ὑπάρχουν πολλοὶ θεοὶ καὶ κύριοι πολλοὶ – γιὰ μᾶς ὅμως ἕνας Θεὸς ὑπάρχει, ὁ Πατέρας, ἀπὸ τὸν ὁποῖο προέρχονται ὅλα καὶ ἐμεῖς ἀνήκουμε σ\’ αὐτὸν καὶ ἕνας Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, διὰ τοῦ ὁποίου ἔγιναν τὰ πάντα καὶ ἐμεῖς δι\’ αὐτοῦ» (Α\’ Κορ. 8, 4-6).
-Ἐρ.: Μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ;
Ἀπ.: Ὄχι! Αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο ὄχι μόνο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἀγγέλους.
-Ἐρ.: Τί λέει ἡ ἁγία Γραφὴ γι\’ αὐτὸ τὸ θέμα;
Ἀπ.: Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι ὁ Θεὸς «κατοικεῖ σὲ φῶς, ποὺ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ πλησιάσει˙ δὲν Τὸν εἶδε κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, οὔτε μπορεῖ νὰ Τὸν δεῖ» (Α\’ Τιμ. 6, 16). Γι\’ αὐτὸ καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες καλοῦν τὸν Θεὸ «ἄρρητο», «ἀνεκδιήγητο», «ἀπερίγραπτο», «ἀνώνυμο», «ἀκατονόμαστο», «ἀνονόμαστο» (Ὁ Ἰουστινος, Migne 6, 421˙ ὁ Μάξιμος, Migne 91, 772˙ ὁ Γρηγόριος θεολ. ΒΕΠ 59, 262.12˙ ὁ Τατιανός, Migne 6, 813).
-Ἐρ.: Δηλαδή, δὲν ἔχει ὄνομα ὁ Θεός;
Ἀπ.: Κατὰ τὴν οὐσία Του ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ὄνομα, γι\’ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀνόητο τὸ ἐρώτημα τῶν χιλιαστῶν (ἡ «Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ», ὅπως αὐτοαποκαλοῦνται), «Ποιό εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ;». Ὁ ἅγιος Ἰουστίνος λέει σχετικὰ ἐπὶ λέξει: «Ὄνομα τῷ ἀρρήτῳ Θεῷ, οὐδεὶς ἔχει εἰπεῖν εἰ δέ τις τολμήσειεν εἶναι λέγειν, μέμηνε τὴν ἄσωτον μανίαν» (Ἀπολογία Α\’, 11. ΒΕΠ. 3, 195).
-Ἐρ.: Ἀφοῦ δὲν μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε τὸν Θεό, πῶς τότε μιλᾶμε γιὰ «γνώση Θεοῦ»;
Ἀπ.: Ἂν δὲν μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε τὸν Θεὸ στὴν οὐσία Του, ὅμως μποροῦμε νὰ Τὸν γνωρίσουμε στὰ ἔργα Του˙ στὴν δημιουργία Του καὶ τὴν πρόνοιά Του (βλ. τοὺς δέκα λόγους τοῦ Θεοδωρήτου Περὶ Προνοίας, Migne 83, 556-774), στὴν ὁρατὴ φύση (Ἀθανάσιος, Λόγος κατὰ Ἑλλήνων, Migne 25, 4 ἑξ.) ˙ στὴν συνείδησή μας (Χρυσόστομος, Περὶ Ἄννης ὁμιλία Α\’, Εἰς Α.Α.Π. 31, 703 Β σ. 112), καὶ κυρίως στὴν ὑπερφυσικὴ θεία ἀποκάλυψη (Ἀθανάσιος, Κατὰ Ἑλλήνων, 25, 4 ἑξ. κ.α.) ˙ στὶς θεῖες ἐνέργειες.
Ἐρ.: Τί καλοῦμε «θεῖες ἐνέργειες»;
Ἀπ.: Λέγοντες «θεῖες ἐνέργειες» νοοῦμε τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ στὴν δραστηριότητά Του καὶ στὴν αὐτοαποκάλυψή Του. Ὅλα τὰ κτίσματα εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς δημιουργικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ.
Ἐρ.: Ἄλλο οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ ἄλλο θεῖες ἐνέργειες;
Ἀπ.: Βεβαίως! Πρέπει νὰ κάνουμε αὐτὴ τὴν διάκριση στὸν Θεὸ μεταξὺ οὐσίας Του καὶ θείων ἐνεργειῶν Του, ποὺ συνάπτονται διῃρημένως καὶ διαιροῦνται συνημμένως. Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστήριο τῆς ἀδιαιρέτου διαιρέσεως οὐσίας καὶ ἐνέργειας στὸν Θεό. Καὶ κατὰ μὲν τὴν οὐσία Του ὁ Θεὸς εἶναι ἄγνωστος, εἶναι «ἄρρητος» καὶ «ἀνονόμαστος», ὅπως τὸν καλοῦν οἱ Πατέρες˙ κατὰ δὲ τὶς θεῖες ἐνέργειές Του εἶναι γνωστός˙ κατὰ τὴν οὐσία Του εἶναι κρυμμένος, κατὰ τὶς ἐνέργειές Του ὅμως εἶναι ἀποκαλυμμένος. Ἔτσι, ἔχουμε γνώση Θεοῦ ἐκ τῶν θείων ἐνεργειῶν Του. Ὁ ἅγιος Βασίλειος λέει ἐπὶ λέξει: «Ἡμεῖς ἐκ τῶν ἐνεργειῶν γνωρίζειν λέγομεν τὸν Θεόν… Αἱ γὰρ ἐνέργειαι αὐτοῦ πρὸς ἡμᾶς καταβαίνουσιν» (Ἐπιστολὴ 234, 1. Β.Ε.Π. 55, 283).
-Ἐρ.: Γιατί πρέπει νὰ κάνουμε διάκριση στὸν Θεὸ μεταξὺ οὐσίας καὶ θείων ἐνεργειῶν;
Ἀπ.: Γιατὶ πέφτουμε σὲ πλάνη, σὲ αἵρεση, ἂν δὲν κάνουμε αὐτὴ τὴν διάκριση. Γιὰ παράδειγμα: Ὁ σκοπὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ θέωση, ἡ ἕνωσή του μὲ τὸν Θεό. Ἀλλὰ πῶς θεωνόμαστε, ἂν ὁ Θεὸς εἶναι οὐσία μόνο; Μὲ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἑνωθοῦμε, γιατὶ αὐτὴ εἶναι «ἀμέθεκτη». Θεωνόμαστε μετέχοντες στὶς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ἄλλο παράδειγμα: Ἂν ποῦμε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἐνέργειες, ἀλλὰ οὐσία μόνο, τότε πῶς ἔγινε ὁ κόσμος; Ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ; Μεγάλη αἵρεση αὐτό, ἀλλὰ ἐκεῖ πραγματικὰ καταλήγουμε ἂν παραδεχθοῦμε στὸν Θεὸ οὐσία μόνο. Τότε «τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ τὰ κτίσματα μεθέξουσι», λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ποὺ εἶναι «τὸ πάντων ἀτοπώτατον». Μὴ δεχόμενοι θεῖες ἐνέργειες στὸν Θεὸ κηρύττουμε ἕνα Θεὸ ὑπερβατικό, μὲ τὸν ὁποῖο δὲν μπορεῖ νὰ ἔχουμε κοινωνία καὶ καμμιὰ σχέση˙ ἀνοίγουμε «χάσμα μέγα καὶ ἀδιάβατον» μεταξὺ Θεοῦ καὶ κόσμου, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Τελικὰ πέφτουμε στὴν ἀθεΐα, ἂν παραδεχθοῦμε Θεὸ χωρὶς ἐνέργειες («ἀνενέργητος»), ἀλλὰ οὐσία μόνο. «Θεὸς ἀνενέργητος» σημαίνει «Θεὸς ἀνύπαρκτος» (ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς). Καὶ ἐδῶ, σὲ Θεὸ ὑπερβατικὸ ἢ στὴν ἀθεΐα κατέληξε ἡ Δύση, γιατὶ ἔγινε πιστὴ μαθήτρια τοῦ αἱρετικοῦ Βαρλαάμ, ποὺ κήρυττε Θεὸ ὡς οὐσία μόνο.
– Ἐρ.: Τί μποροῦμε νὰ ποῦμε γενικὰ γιὰ τὸν Θεὸ στηριζόμενοι στὴν θεία Ἀποκάλυψη;
Ἀπ.: Ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Πνεῦμα, πανταχοῦ παρών, αἰώνιος, παντοδύναμος, ἀναλλοίωτος, παντογνώστης, πάνσοφος, πανάγαθος, δίκαιος.
– Ἐρ.: Φαίνονται ὅλα αὐτὰ ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφή;
Ἀπ.: Ὁ Ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶπε ὅτι «ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα» (Ἰωάν. 4, 24).
Γιὰ τὴν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ ὁ Δαυὶδ λέει: «Προτοῦ νὰ γίνουν τὰ βουνὰ καὶ νὰ πλαστεῖ ἡ γῆ καὶ ἡ οἰκουμένη Ἐσὺ ὑπάρχεις ἀπὸ τὴν ἀρχὴ» (Ψαλμ. 89, 2). Στὴν Ἀποκάλυψη διαβάζουμε αὐτὴ τὴν δοξολογία στὸν Θεό: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, Κύριος ὁ Θεὸς ὁ Παντοκράτορας, ὁ ὁποῖος ὑπῆρχε, ὑπάρχει καὶ ἔρχεται» (4, 8). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο φανερώθηκε «κατὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ αἰωνίου Θεοῦ» (Ρωμ. 16, 26).
Γιὰ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ ὁ Ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶπε: «Δὲν ὑπάρχει κανένας ἀγαθός, παρὰ μόνο ἕνας, ὁ Θεὸς» (Ματθ. 19, 17). Ὁ ἀπόστολος καὶ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης λέει: «Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη» (Α\’ Ἰωάν. 4, 16). Ὁ Δαυὶδ λέει: «Ὁ Κύριος εἶναι οἰκτίρμονας καὶ ἐλεήμονας, εἶναι μακρόθυμος καὶ πολυέλεος. Εἶναι καλοκάγαθος σ\’ ὅλους καὶ οἱ οἰκτιρμοί του σ\’ ὅλα τὰ ἔργα Του» (Ψαλμ. 144, 8.9).
Γιὰ τὴν παγγνωσία τοῦ Θεοῦ ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης λέει: «Ὁ Θεὸς εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τὴν καρδιά μας καὶ τὰ ξέρει ὅλα» (Α\’ Ἰωάν. 3, 20). Καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος κραυγάζει: «Ὤ βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως τοῦ Θεοῦ! Πόσο ἀνεξερεύνητες εἶναι οἱ κρίσεις του, πόσο ἀνεξιχνίαστες οἱ ὁδοί Του!» (Ρωμ. 11, 33).
Γιὰ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ὁ Δαυὶδ λέει: «Ὁ Κύριος εἶναι δίκαιος καὶ ἀγαπάει τὴν δικαιοσύνη˙ καὶ τὸ Πρόσωπό Του βλέπει τὸ δίκαιο πράγμα» (Ψαλμ. 10, 7). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι ὁ Θεὸς «θὰ ἀποδώσει στὸν καθένα σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα του» καὶ ὅτι «δὲν ὑπάρχει προσωποληψία στὸν Θεὸ» (Ρωμ. 2, 6.11).
Γιὰ τὴν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ ὁ Δαυὶδ λέει: Ὁ Θεὸς «εἶπε λόγο μόνο καὶ ἔγιναν ὅλα, ἔδωσε ἐντολὴ καὶ κτίστηκαν τὰ πάντα» (Ψαλμ. 32, 9). Καὶ ὁ ἀρχάγγελος λέει στὸ Εὐαγγέλιο: Κανένα πράγμα δὲν εἶναι ἀδύνατο στὸν Θεὸ» (Λουκ. 1, 37).
Τὴν πανταχοῦ παρουσία τοῦ Θεοῦ ὁ Δαυὶδ τὴν περιγράφει ὡς ἑξῆς: «Ποῦ νὰ ξεφύγω ἀπὸ τὸ πνεῦμα Σου καὶ ποῦ νὰ κρυφτῶ ἀπὸ τὸ Πρόσωπό Σου; Ἂν ἀνεβῶ στὸν οὐρανό, Ἐσὺ εἶσαι ἐκεῖ˙ ἂν κατεβῶ στὸν ἅδη εἶσαι πάλι ἐκεῖ. Ἂν πάρω φτερὰ κατὰ τὰ ξημερώματα καὶ πάω νὰ κατασκηνώσω στὶς ἐσχατιὲς τῆς θάλασσας καὶ ἐκεῖ τὸ Χέρι Σου θὰ μὲ ὁδηγήσει καὶ θὰ μὲ κρατάει σφιχτὰ ἡ δεξιά Σου» (Ψαλμ. 138, 7-10).
Ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος λέει ὅτι «Στὸν Πατέρα τῶν φώτων δὲν ὑπάρχει ἀλλοίωση οὔτε σκιὰ ἀλλοίωσης» (1, 17).
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει ὅτι ὁ Θεὸς «δὲν θεραπεύεται ἀπὸ χέρια ἀνθρώπων σὰν νὰ εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ κάτι, αὐτὸς ποὺ δίνει σ\’ ὅλους ζωὴ καὶ πνοὴ καὶ γενικὰ ὅλα τὰ πράγματα» (Πράξ. 17, 25). Ὁ ἴδιος ἀπόστολος καλεῖ τὸν Θεὸ ὡς τὸν «μακάριο καὶ μόνο Δυνάστη, τὸν Βασιλέα τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριο τῶν κυριευόντων» (Αʹ Τιμ. 6, 15).
-Ἐρ.: Ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι Πνεῦμα, γιατί ἡ ἁγία Γραφὴ τὸν παριστάνει σὰν νὰ ἔχει σῶμα, ὅτι, γιὰ παράδειγμα, ἔχει καρδιά, μάτια, αὐτιὰ καὶ χέρια;
Ἀπ.: Ἡ ἁγία Γραφὴ ἐκφράζεται μὲ τὴν γλώσσα τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλὰ τὶς ἐκφράσεις αὐτὲς περὶ Θεοῦ θὰ πρέπει νὰ τὶς νοήσουμε μὲ ὑψηλότερη καὶ πνευματικὴ ἔννοια. Γιὰ παράδειγμα, ὅταν ἡ ἁγία Γραφὴ μιλάει γιὰ καρδιὰ τοῦ Θεοῦ, θὰ πρέπει νὰ νοοῦμε τὴν ἀγαθότητά Του ἢ τὴν ἀγάπη Του˙ ὅταν μιλάει γιὰ ὀφθαλμοὺς ἢ γιὰ αὐτιά Του, θὰ πρέπει νὰ νοοῦμε τὴν παγγνωσία Του˙ καὶ ὅταν μιλάει γιὰ χέρια Του θὰ πρέπει νὰ νοοῦμε τὴν παντοδυναμία Του.
– Ἐρ.: Ἂν ὁ Θεὸς εἶναι πανταχοῦ παρών, γιατί λέμε ὅτι εἶναι στὸν οὐρανό, ἢ εἶναι στὴν Ἐκκλησία;
Ἀπ.: Ὁ Θεὸς εἶναι παντοῦ˙ στὸν οὐρανὸ ὅμως ἔχει μία εἰδικὴ παρουσία, ποὺ φανερώνεται μὲ τὴν δόξα τῶν μακαρίων ἀγγέλων καὶ στὴν Ἐκκλησία Του ἐπίσης ὁ Θεὸς ἔχει μία εἰδικὴ παρουσία, διὰ μέσου τῶν ἁγίων Μυστηρίων, ποὺ τὴν γεύονται μὲ εὐλάβεια οἱ πιστοὶ καὶ ἐκδηλώνεται μερικὲς φορὲς μὲ θαυμαστὰ σημεῖα. Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς εἶπε: «Ὅπου εἶναι δύο ἢ τρεῖς συναγμένοι στὸ ὄνομά μου, ἐκεῖ εἶμαι ἀνάμεσά τους» (Ματθ. 18, 20).
-Ἐρ.: Πῶς πρέπει νὰ νοήσουμε αὐτὴ τὴν φράση τοῦ «Πιστεύω», «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεὸν Πατέρα»;
-Ἀπ.: Πρέπει νὰ τὴν νοήσουμε ὅτι ἀναφέρεται στὸ Μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος˙ γιατὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας στὴν οὐσία, ἀλλὰ τρία στὰ πρόσωπα, ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη.
-Ἐρ.: Τί λέει ἡ ἁγία Γραφὴ γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα;
-Ἀπ: Ἀναφέρουμε τρία μόνο χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα: «Πηγαίνετε νὰ κάνετε ὅλα τὰ ἔθνη μαθητές μου, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28, 19). «Ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἴθε νὰ εἶναι μὲ ὅλους σας» (Βʹ Κορ. 13, 13). «Τρεῖς εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ μαρτυροῦν στὸν οὐρανό, ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ αὐτοὶ οἱ τρεῖς εἶναι ἕνα» (Αʹ Ἰωάν. 5,7). 4
– Ἐρ.: Μιλάει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα;
-Ἀπ.: Μάλιστα! Δὲν μιλάει ὅμως μὲ σαφήνεια. Γιὰ παράδειγμα ἕνα χωρίο: «Μὲ τὸν Λόγο τοῦ Κυρίου στερεώθηκαν οἱ οὐρανοὶ καὶ μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ στόματός Του ὅλη ἡ δύναμή τους» (Ψαλμ. 32, 6). Καὶ ἕνα ἄλλο χωρίο ἀπὸ τὰ πολλὰ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ποὺ μιλάει ἔμμεσα γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα: «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶναι ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων. Γεμάτη εἶναι ὅλη ἡ γῆ ἀπὸ τὴν δόξα Του» (Ἡσ. 6, 3).
– Ἐρ.: Πῶς εἶναι ἕνας Θεὸς σὲ τρία Πρόσωπα;
-Ἀπ.: Αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ νοήσουμε. Εἶναι μυστήριο. Τὸ πιστεύουμε ὅμως ἀπόλυτα, γιατὶ τὸ μαρτυρεῖ ὁ ἀψευδὴς λόγος τοῦ Θεοῦ. «Ποιός ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ξέρει τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος παρὰ μόνον τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι μέσα του; Ἔτσι καὶ τὸ τί εἶναι ὁ Θεὸς κανεὶς δὲν τὸ ξέρει παρὰ μόνον τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ» (Αʹ Κορ. 2, 11). Τὴν πίστη μας γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα τὴν ἐκφράζει σύντομα αὐτὴ ἡ ὡραία πατερικὴ ἔκφραση: «Μονάδα ἐν τριάδι καὶ τριάδα ἐν μονάδι προσκυνουμένην, παράδοξον ἔχουσαν καὶ τὴν διαίρεσιν καὶ τὴν ἕνωσιν» (Γρηγόριος Ναζιανζ. Λόγος 25, 17. Migne 35, 1221).
– Ἐρ.: Πῶς νοοῦμε τὴν «μονάδα» καὶ πῶς τὴν «τριάδα» κατὰ τὸ πατερικὸ αὐτὸ χωρίο;
-Ἀπ.: Τὴν «μονάδα» νοοῦμε ἀπὸ τὸ ὅτι τὰ τρία θεία Πρόσωπα ἔχουν μία θεία φύση. Λόγω τῆς μίας θείας φύσης τὰ θεία Πρόσωπα συνάπτονται μεταξύ τους, γιατὶ εἶναι ὁμοούσια καὶ περιχωρεῖ τὸ ἕνα Πρόσωπο τὸ ἄλλο, χωρὶς ὅμως νὰ συγχέονται. Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι ἐν τῷ Πατρὶ καὶ ὁ Πατέρας εἶναι ἐν ἐμοὶ» (Ἰωάν. 14, 11).
Τὴν «τριάδα» νοοῦμε ἀπὸ τὸ ὅτι τὰ τρία Πρόσωπα εἶναι χωριστὰ τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, χωρὶς ὅμως νὰ χωρίζεται καὶ νὰ μερίζεται ἡ μία θεία οὐσία, ἡ ὁποία εἶναι ὁλόκληρη καὶ ἀμέριστη καὶ στὸν Πατέρα καὶ στὸν Υἱὸ καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἔτσι «ἀμέριστος ἐν μεμερισμένοις ἡ θεότης» (Γρηγόριος Ναζιανζ. Λόγος 31, 14. Migne 36, 149).
– Ἐρ.: Ποιό εἶναι τὸ χαρακτηριστικὸ κάθε Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος;
– Ἀπ.: Ὁ Πατέρας εἶναι ἀγέννητος, δὲν προῆλθε ἀπὸ κανένα ἄλλο Πρόσωπο. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ γεννᾶται αἰώνια ἀπὸ τὸν Πατέρα. Καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται αἰώνια ἀπὸ τὸν Πατέρα. Αὐτὰ λέγονται «ὑποστατικὲς ἰδιότητες» τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὥστε ὑποστατικὸ ἰδίωμα τοῦ Πατέρα εἶναι ἡ ἀγεννησία καὶ ἡ πατρότητα, τοῦ Υἱοῦ ἡ γέννηση καὶ ἡ υἱότητα καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡ ἐκπόρευση ἢ ἡ ἔκπεμψη. «Ἴδιον Πατρὸς μὲν ἡ ἀγεννησία, Υἱοῦ δὲ ἡ γέννησις, Πνεύματος δὲ ἡ ἔκπεμψις» (Γρηγόριος Ναζιανζ. Λόγος 25, 16. Migne 35, 1221).
– Ἐρ.: Πῶς νοοῦνται οἱ ὑποστατικὲς αὐτὲς ἰδιότητες τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος;
– Ἀπ.: Νοοῦνται, ὅπως λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὡς τρόποι τῆς ὕπαρξης τῶν τριῶν Προσώπων καὶ τῆς σχέσης τους μεταξύ τους καὶ ὄχι μόνο ὡς τρόποι τῆς ἀποκάλυψής τους στὸν κόσμο, ὅπως ἔλεγε ὁ αἱρετικὸς Σαβέλλιος.
– Ἐρ.: Τὰ τρία Πρόσωπα ἢ οἱ τρεῖς Ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι τῆς ἴδιας τιμῆς;
– Ἀπ.: Μάλιστα! Καὶ τὰ τρία Πρόσωπα εἶναι ἀπολύτως τῆς ἴδιας ἀξίας. Ὁ Πατέρας εἶναι ἀληθινὸς Θεός˙ καὶ ὁ Υἱὸς ὁμοίως εἶναι ἀληθινὸς Θεὸς˙ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἐπίσης ἀληθινὸς Θεός. Δὲν εἶναι ὅμως τρεῖς Θεοί, ἄλλα ἕνας Θεὸς τρισ – Υπόστατος.
– Ἐρ.: Γιατί στὸ «Πιστεύω» ὀνομάζουμε τὸν Θεὸ «Παντοκράτορα»;
Ἀπ.: Γιατὶ Αὐτὸς μὲ τὴν δύναμή Του καὶ τὸ θέλημά Του κρατεῖ καὶ συντηρεῖ ὅλα τὰ πράγματα.
– Ἐρ.: Τί σημαίνουν οἱ φράσεις τοῦ «Πιστεύω», «Ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων»;
– Ἀπ.: Σημαίνουν ὅτι ὅλα ἔγιναν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τίποτε δὲν μποροῦσε νὰ ὑπάρξει χωρὶς τὸν Θεό.
– Ἐρ.: Τὸ λέει αὐτὸ ἡ ἁγία Γραφή;
– Ἀπ.: Οἱ πρῶτες λέξεις τοῦ πρώτου βιβλίου τῆς ἁγίας Γραφῆς εἶναι: «Στὴν ἀρχὴ ἐποίησε ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ». Καὶ ἀπὸ τὸν στίχο αὐτὸ εἶναι ἡ ἔκφραση τοῦ «Πιστεύω» μας «Ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς».
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μιλώντας γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, λέει: «Ἀπὸ αὐτὸν δημιουργήθηκαν τὰ πάντα, τὰ ἐπουράνια καὶ τὰ ἐπίγεια, τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα, εἴτε αὐτὰ εἶναι θρόνοι, εἴτε εἶναι κυριότητες, εἴτε εἶναι ἀρχές, εἴτε εἶναι ἐξουσίες» (Κολ. 1, 16).
– Ἐρ.: Ἀπὸ ποιά ἀνάγκη ὁ Θεὸς ἔκανε τὸν κόσμο;
– Ἀπ.: Εἶναι βλασφημία νὰ ποῦμε ὅτι ὁ Θεὸς ἔκανε τὸν κόσμο ἀπὸ ἀνάγκη˙ γιατὶ ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (Migne 52, 496) «οὐδὲν χρήζων ἡμῶν τῆς διακονίας παρήγαγεν». Ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι προϊὸν τῆς ἀγαθότητας, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἐλευθέρας βουλήσεως τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὡς ἐλεύθερη πράξη τοῦ Θεοῦ ἡ δημιουργία δὲν εἶναι αἰώνια, ἀλλὰ εἶχε χρονικὴ ἀρχή. Ἡ βούληση ὅμως τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ σχέδιό Του γιὰ τὸν κόσμο ἦταν προαιώνιο.