Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἦταν στιγματισμένος σὰν ἄθεος, ἀντίχριστος. Οὔτε ν᾿ ἀκούσει δὲν ἤθελε γιὰ Ἐκκλησία. Δὲν πατοῦσε τὸ πόδι του στὸ ναὸ οὔτε τὶς μεγάλες γιορτές. Γιὰ ὅ,τι εἶχε σχέση μὲ τὴν πίστη καὶ τὸ Θεό, ἐκφραζόταν μὲ βρισιὲς καὶ περιφρόνηση. Νά γιατί, ὅταν τὸν εἴδαμε νὰ ἔρχεται στὸν ἑσπερινό, δὲν πιστεύαμε στὰ μάτια μας. Οἱ πιστοὶ ἄρχισαν νὰ τὸν λοξοκοιτᾶνε καὶ νὰ ψιθυρίζουν μεταξύ τους.

  • !

    Ἡ φωνή του ἦταν ταραγμένη, μὰ ὁ τόνος της θερμός. Τὰ λόγια του ἦταν χρωματισμένα μ᾿ ἕνα παράξενο πόνο. Ὁ π. Κύριλλος διαισθάνθηκε πὼς θ᾿ ἄκουγε μίαν ἐξομολόγηση σοβαρή, οὐσιαστική, φοβερὴ ἴσως!… Στὴ μισοσκότεινη ἐκκλησία, ποὺ τὴ φώτιζαν μόνο τὰ καντήλια τοῦ τέμπλου, ἄρχισε τὸ μυστήριο. Μπροστὰ στὸ προσκυνητάρι μὲ τὸ Σταυρὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο*, ὁ Ἰάκωβος μιλοῦσε κοφτά, πονεμένα καὶ βαριά. Συχνὰ σκούπιζε τὸ μέτωπό του καί, σωπαίνοντας, βυθιζόταν σὲ σκέψεις. Κάπου-κάπου ἔριχνε μία ματιὰ ὁλόγυρα καὶ πιανόταν μὲ δύναμη ἀπ᾿ τὸ προσκυνητάρι.

  • !

    Ῥιγοῦσαν οἱ ψυχές μας — ἡ ψυχή μου… Μὲ πολὺ κόπο βγάλαμε τὴ λάρνακα ἔξω. Τὴ φορτώσαμε στὸ ἕλκηθρο, τὴ σκεπάσαμε μὲ πανιὰ καὶ σανό, κεντρίσαμε τ᾿ ἄλογα καὶ κινήσαμε γιὰ τὰ σύνορα. Ὅλη τη νύχτα ταξιδεύαμε, βουλιάζοντας στὸ χιόνι… Δὲν εἴχαμε ξεμακρύνει πολύ, ὅταν ὁ δρόμος μας φωτίστηκε ἀπὸ τὴν ἀνταύγεια μιᾶς μεγάλης πυρκαγιᾶς — καιγόταν ἡ πόλη… Φτάσαμε στὰ σύνορα χωρὶς προβλήματα. Πρὶν τὰ περάσουμε κι ἔρθουμε ἐδῶ, σταματήσαμε. Τὸ δάσος ἦταν πολὺ πυκνό… Ἄ!… Ἐδῶ πέρα ἔγινε κάτι πολὺ δυσάρεστο — σάλεψε τὸ μυαλὸ ἑνὸς συντρόφου μας! Ἔπεσε ξαφνικὰ πάνω στὴ λάρνακα κι ἔσυρε μία φοβερή, ἀνατριχιαστικὴ κραυγή. Ὅλοι παγώσαμε, χλομιάσαμε…

  • !

    Ναί, τὴ λάρνακα. Πρῶτα-πρῶτα βγάλαμε τὰ πολύτιμα πετράδια, τὰ χρυσὰ ἀφιερώματα, τοὺς σταυρούς… καὶ μετὰ χωρίσαμε τὴ λάρνακα σὲ κομμάτια… μὲ τὸ τσεκοῦρι.

  • !

    Τὰ παράθυρα τοῦ π. Κυρίλλου ἦταν φωτισμένα σχεδὸν ὡς τὰ ξημερώματα. Οἱ λιγοστοὶ ἀργοπορημένοι διαβάτες βλέπανε τὸν ἱερέα νὰ βηματίζει μέσα σκεφτικός, ἀπ᾿ τὴ μίαν ἄκρη ὡς τὴ ἄλλη, καὶ μόνο κάπου-κάπου νὰ σταματάει μπροστὰ στὶς εἰκόνες. Μὰ τὸ φῶς δὲν ἔσβηνε οὔτε στὸ σπίτι τοῦ Ἰάκωβου Ἀντώφ…

Ἡ Λάρνακα

Τὰ χάσαμε ὅλοι, ὅταν εἴδαμε τὸν Ἰάκωβο Ἀντὼφ στὸν ἑσπερινό.

Δεκαπέντε χρόνια ζοῦσε στὸ συνοριακὸ χωριό μας. Πρόσφυγας κι αὐτὸς ἀπ᾿ τὴ Ρωσία. Μετὰ τὸν ἐμφύλιο πόλεμο, ἄφησε τὴν πατρίδα κι ἦρθε ἐδῶ. Ἀγόρασε γῆ, ἔχτισε μεγάλο σπίτι, πῆρε γυναῖκα μία ξενόφερτη καὶ πάντα ἀμίλητη κυρά, κι ἄρχισε ν᾿ ἀσχολεῖται μὲ τὴ γεωργία. Ποιὸς ἦταν κι ἀπὸ ποῦ κράταγε ἡ σκούφια του, κανένας δὲν τό ᾿ξερε, μὰ καὶ κανένας δὲν ἀποφάσιζε νὰ τὸν ρωτήσει.

Ὁ Ἰάκωβος ἦταν μελαχρινὸς καὶ μαλλιαρός, μὲ τὸ πρόσωπο πάντα σκοτεινό, σκυθρωπό. Τὰ λόγια του μετρημένα. Τὸ βλέμμα του διαπεραστικὸ καὶ ἀπωθητικό. Μὲ τ᾿ ὄνομά του φοβέριζαν τὰ σκανταλιάρικα παιδιά.

Ὅλοι ἦταν βέβαιοι, πώς, ἂν δὲν ἦταν φονιάς, θὰ εἶχε κάνει πάντως κάποιο μεγάλο κακό…

Εἶχε πολλὰ λεφτά, αὐτὸ ἦταν φανερό. Κι ἔπινε πολύ, προπαντὸς τὶς νύχτες, κλεισμένος μέσα στὸ σπίτι του.

Ἦταν στιγματισμένος σὰν ἄθεος, ἀντίχριστος. Οὔτε ν᾿ ἀκούσει δὲν ἤθελε γιὰ Ἐκκλησία. Δὲν πατοῦσε τὸ πόδι του στὸ ναὸ οὔτε τὶς μεγάλες γιορτές. Γιὰ ὅ,τι εἶχε σχέση μὲ τὴν πίστη καὶ τὸ Θεό, ἐκφραζόταν μὲ βρισιὲς καὶ περιφρόνηση. Νά γιατί, ὅταν τὸν εἴδαμε νὰ ἔρχεται στὸν ἑσπερινό, δὲν πιστεύαμε στὰ μάτια μας. Οἱ πιστοὶ ἄρχισαν νὰ τὸν λοξοκοιτᾶνε καὶ νὰ ψιθυρίζουν μεταξύ τους.

Ὁ Ἰάκωβος στάθηκε σὲ μίαν ἄκρη ὄρθιος, ἀκίνητος, μὲ κρεμασμένα κάτω τὰ μακριὰ κι ἄγρια χέρια του. Ἔκανε τὸ σταυρό του ἢ δὲν τὸν ἔκανε; Αὐτὸ ἀναρωτιόντουσαν ὅλοι. Στεκόταν σὰν ἄγαλμα, μὲ τὸ βλέμμα στυλωμένο σὲ μία σκοτεινὴ γωνιά. Δὲν γονάτισε μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους στὸν ὄρθρο* ὅταν ἔψαλλαν τὸ «Αἰνεῖτε…».

* Στοὺς ρωσικοὺς ἑνοριακοὺς ναοὺς ὁ ὄρθρος τελεῖται μαζὶ μὲ τὸν ἑσπερινό.

Γιὰ πρώτη φορὰ παρατήρησαν πὼς εἶχε ἀσπρίσει κι ἀδυνατίσει. Λὲς κι εἶχε μόλις σηκωθεῖ ἀπὸ τὸ κρεβάτι, μετὰ ἀπὸ πολύχρονη ἀρρώστια. Ἡ ἀκολουθία πλησίαζε στὸ τέλος της. Ἔξω βούιζε ὁ δυνατὸς αὐγουστιάτικος ἀέρας, κάνοντας τὰ δέντρα νὰ χορεύουν. Ἔψαλλαν τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ…» καὶ πῆραν τὴν εὐλογία τοῦ π. Κυρίλλου. Ἡ ἐκκλησία ἄδειασε. Μόνο ὁ νεωκόρος ἔμεινε κι ἔσβηνε τὰ κεριά. Τότε ὁ Ἰάκωβος Ἀντὼφ πλησίασε τὸν ἱερέα.

— Τί θέλεις, Ἰάκωβε;…

— Ἐσένα, παππούλη, θέλω νὰ ἐξομολογηθῶ!

Ἡ φωνή του ἦταν ταραγμένη, μὰ ὁ τόνος της θερμός. Τὰ λόγια του ἦταν χρωματισμένα μ᾿ ἕνα παράξενο πόνο. Ὁ π. Κύριλλος διαισθάνθηκε πὼς θ᾿ ἄκουγε μίαν ἐξομολόγηση σοβαρή, οὐσιαστική, φοβερὴ ἴσως!… Στὴ μισοσκότεινη ἐκκλησία, ποὺ τὴ φώτιζαν μόνο τὰ καντήλια τοῦ τέμπλου, ἄρχισε τὸ μυστήριο. Μπροστὰ στὸ προσκυνητάρι μὲ τὸ Σταυρὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο*, ὁ Ἰάκωβος μιλοῦσε κοφτά, πονεμένα καὶ βαριά. Συχνὰ σκούπιζε τὸ μέτωπό του καί, σωπαίνοντας, βυθιζόταν σὲ σκέψεις. Κάπου-κάπου ἔριχνε μία ματιὰ ὁλόγυρα καὶ πιανόταν μὲ δύναμη ἀπ᾿ τὸ προσκυνητάρι.

* Ἔτσι γίνεται ἡ ἐξομολόγηση στὴ Ρωσικὴ Ἐκκλησία.

— Ἐμεῖς ὑποχωρούσαμε, ἔλεγε. Οἱ κόκκινοι εἶχαν κυριαρχήσει στὴ χώρα. Τὸ τέλος τοῦ λευκοῦ στρατοῦ μας εἶχε φτάσει… Πέντε ἤμασταν, ποὺ ἀποφασίσαμε νὰ κάνουμε κάτι πρωτάκουστο — θέλαμε, βλέπεις, νὰ ἐξασφαλίσουμε χρήματα γιὰ τὴν προσφυγιά… Καὶ τί σκεφτήκαμε;… Νὰ κλέψουμε ἀπὸ τὴ μητρόπολη τὴν ἀσημένια λάρνακα μὲ τὰ πολύτιμα πετράδια… ποὺ εἶχε μέσα τ᾿ ἅγια λείψανα!.. Καταστρώσαμε τὸ σχέδιο. Βρήκαμε ἄλογα…Ἦταν χειμῶνας, κρύο πολύ… Πήγαμε στὸ ναὸ καὶ ζητήσαμε τὸ φύλακα — οἱ ἐφημέριοι εἶχαν ἤδη περάσει τὰ σύνορα, εἶχαν φύγει στὸ ἐξωτερικὸ γιὰ νὰ γλιτώσουν ἀπ᾿ τοὺς κόκκινους… Ἦρθε ὁ φύλακας. «Τὰ κλειδιά!…», ἀπαιτήσαμε. Μὲ κάποιο φόβο μᾶς ρώτησε:

«Τί σᾶς χρειάζονται;». Τοῦ εἴπαμε πὼς ἐκείνη τὴ νύχτα θά ᾿μπαιναν τάχα στὴν πόλη οἱ κόκκινοι, καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ διοικητής μας εἶχε δώσει ἐντολὴ νὰ πάρουμε τ᾿ ἅγια λείψανα καὶ νὰ τὰ φυγαδεύσουμε στὸ ἐξωτερικό… Γιὰ νὰ μὴν τὰ βεβηλώσουν… «Κι ἂν δὲν μᾶς πιστεύεις», τοῦ λέμε, «νὰ ἡ διαταγή, μὲ τὴ σφραγῖδα καὶ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ στρατηγοῦ»… Μᾶς πίστεψε. Ἄνοιξε τὴν ἐκκλησία… Σκοτείνιαζε καὶ τὸ χιόνι ἔπεφτε πυκνό. Ψυχὴ δὲν κυκλοφοροῦσε ἔξω. Ὅλοι κλεισμένοι στὰ σπίτια τους. Μακριὰ ἀκούγονταν πυροβολισμοί.

Ῥιγοῦσαν οἱ ψυχές μας — ἡ ψυχή μου… Μὲ πολὺ κόπο βγάλαμε τὴ λάρνακα ἔξω. Τὴ φορτώσαμε στὸ ἕλκηθρο, τὴ σκεπάσαμε μὲ πανιὰ καὶ σανό, κεντρίσαμε τ᾿ ἄλογα καὶ κινήσαμε γιὰ τὰ σύνορα. Ὅλη τη νύχτα ταξιδεύαμε, βουλιάζοντας στὸ χιόνι… Δὲν εἴχαμε ξεμακρύνει πολύ, ὅταν ὁ δρόμος μας φωτίστηκε ἀπὸ τὴν ἀνταύγεια μιᾶς μεγάλης πυρκαγιᾶς — καιγόταν ἡ πόλη… Φτάσαμε στὰ σύνορα χωρὶς προβλήματα. Πρὶν τὰ περάσουμε κι ἔρθουμε ἐδῶ, σταματήσαμε. Τὸ δάσος ἦταν πολὺ πυκνό… Ἄ!… Ἐδῶ πέρα ἔγινε κάτι πολὺ δυσάρεστο — σάλεψε τὸ μυαλὸ ἑνὸς συντρόφου μας! Ἔπεσε ξαφνικὰ πάνω στὴ λάρνακα κι ἔσυρε μία φοβερή, ἀνατριχιαστικὴ κραυγή. Ὅλοι παγώσαμε, χλομιάσαμε…

Ὕστερα ἄρχισε μία νὰ γελάει καὶ μία νὰ κλαίει… Νὰ ξεστομίζει ἀκατονόμαστες βλαστήμιες… Τέλος πάντων, γιὰ νὰ μὴν πολυλογῶ, ἕνας μας τὸν ξέκανε μὲ τὸ πιστόλι…

Ὁ π. Κύριλλος ἔπιασε νευρικὰ τὸν ἐπιστήθιο σταυρό του. Τὸ χέρι του ἔτρεμε.

Ὁ Ἰάκωβος σώπασε κι ἔπεσε σὲ συλλογή. Τὸ πρόσωπό του ἔκανε αἰνιγματικοὺς μορφασμούς. Τὸ βλέμμα του ἔπεφτε πότε στὴ μιὰ παλάμη καὶ πότε στὴν ἄλλη. Σὲ μιὰ στιγμὴ ἔβγαλε ἕνα μαντήλι ἀπὸ τὴν τσέπη του, τὸ ξεδίπλωσε, μὰ δὲν ἤξερε τί νὰ τὸ κάνει… Ὁ ἱερέας τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὴ δύσκολη θέση, ρωτώντας τον μαλακὰ καὶ ἥσυχα:

— Πές μου, τί ἔγινε στὴ συνέχεια;

— Στὴ συνέχεια, παππούλη, ἔγινε τὸ πιὸ φοβερό… Ἀνάψαμε φωτιά. Καὶ ἀρχίσαμε νὰ τὴ μοιράζουμε στὰ τέσσερα…

— Τὴ λάρνακα;

— Ναί, τὴ λάρνακα. Πρῶτα-πρῶτα βγάλαμε τὰ πολύτιμα πετράδια, τὰ χρυσὰ ἀφιερώματα, τοὺς σταυρούς… καὶ μετὰ χωρίσαμε τὴ λάρνακα σὲ κομμάτια… μὲ τὸ τσεκοῦρι.

— Καὶ τὰ λείψανα; Τί κάνατε μὲ τ᾿ ἅγια λείψανα; ψέλλισε συγκλονισμένος ὁ π. Κύριλλος.

— Τὰ βγάλαμε, ἀνοίξαμε ἕνα λάκκο καὶ τὰ θάψαμε…

— Αὐτὸ σημαίνει ὅτι βρίσκονται ἐδῶ, στὴ γῆ μας;

— Μάλιστα… ὄχι πολὺ μακριά… ἀλλὰ ποὺ ἀκριβῶς, δὲν θυμᾶμαι. Πᾶνε τόσα χρόνια…

Τὰ παράθυρα τοῦ π. Κυρίλλου ἦταν φωτισμένα σχεδὸν ὡς τὰ ξημερώματα. Οἱ λιγοστοὶ ἀργοπορημένοι διαβάτες βλέπανε τὸν ἱερέα νὰ βηματίζει μέσα σκεφτικός, ἀπ᾿ τὴ μίαν ἄκρη ὡς τὴ ἄλλη, καὶ μόνο κάπου-κάπου νὰ σταματάει μπροστὰ στὶς εἰκόνες.

Μὰ τὸ φῶς δὲν ἔσβηνε οὔτε στὸ σπίτι τοῦ Ἰάκωβου Ἀντώφ…