Δίδεται καὶ ἀπάντηση πρὸς ἐκείνους ποὺ λένε, γιατί ὁ Θεὸς κάλεσε ἐκείνους ποὺ καθόλου δὲν ὑπάκουσαν, ἢ δὲν ὑπάκουσαν μὲ ἔργα, καὶ γιατί ἔπλασε ἐκείνους ποὺ θὰ τιμωρηθοῦν.
1. Τῆς παραβολῆς ποὺ ἀναγινώσκεται σήμερα στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου (Ματθ. κβ’, 2-14), θὰ πῶ στὴν ἀγάπη σας, τὸ τελευταῖο πρῶτο, ὅτι δηλαδὴ πολλοὶ εἶναι οἱ καλεσμένοι, λίγοι ὅμως οἱ ἐκλεκτοί. Αὐτὸ ἐξ ἄλλου ὁ Κύριος τὸ δείχνει σὲ κάθε παραβολή, ὥστε ἐμεῖς νὰ φροντίσουμε νὰ μὴν εἴμαστε ἁπλῶς ἀπὸ τοὺς καλεσμένους, ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς ἐκλεκτούς. Διότι ἐκεῖνος ποὺ δὲν εἶναι ἀπὸ τοὺς ἐκλεκτούς, ἀλλὰ μόνο ἀπὸ τοὺς καλεσμένους, ὄχι μόνο ξεπέφτει ἀπὸ τὸ ἄδυτο φῶς, ἀλλὰ βγαίνει ἔξω καὶ ἀπὸ τὸ ἐξώτερο φῶς. Καὶ θὰ δεθεῖ χειροπόδαρα, στὰ πόδια γιατί δὲν ἔτρεξαν πρὸς τὸν Θεό, καὶ τὰ χέρια γιατί δὲν ἐργάστηκαν τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, καὶ παραδίδεται στὸν κλαυθμὸ καὶ τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν.
2. Ἴσως θὰ ἀποροῦσε κανεὶς πρῶτα, πῶς ὁ Κύριος εἶπε πολλούς τοὺς καλεσμένους καὶ δὲν εἶπε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Διότι ἂν δὲν προσκλήθηκαν ὅλοι δὲν θὰ εἶναι δίκαιο νὰ ἐκπέσουν ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ ποὺ ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος, οὔτε θὰ εἶναι δίκαιο νὰ δοκιμάσουν τὶς ἀπειλὲς τῶν βασάνων. Ἴσως θὰ ὑπάκουαν ἂν εἶχαν προσκληθεῖ. Ὅμως αὐτὸ εἶναι εὔλογο, ὅτι δηλαδὴ δὲν ἀποδοκιμάσθηκαν δίκαια, ἂν δὲν προσκλήθηκαν, δὲν εἶναι ὅμως ἀληθινὸ ἐκεῖνο, τὸ ὅτι δὲν προσκλήθηκαν ὅλοι. Καθὼς ὁ Κύριος ὑψωνόταν πρὸς τὸν οὐρανὸ μετὰ τὴν Ἀνάσταση ἀπὸ τοὺς νεκρούς, εἶπε στοὺς μαθητές Του, «πηγαίνοντας σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο νὰ διακηρύξετε τὸ Εὐαγγέλιο σὲ ὅλη τὴν κτίση» (Μαρκ. ιστ’, 15), καὶ «κάνετε μαθητές μου ὅλα τὰ ἔθνη βαπτίζοντάς τους στὸ ὄνομα τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ διδάξτε τους νὰ τηροῦν ὅλες τὶς ἐντολὲς ποὺ σᾶς ἔδωσα» (Ματθ. κη’, 19 – 20). Καὶ τὸ ὅτι αὐτὴ τὴν παραγγελία τὴν πραγματοποίησαν οἱ μαθητές, εἶναι ἀρκετὸ νὰ τὸ παρουσιάσει ὁ μέγας Παῦλος, ποὺ εἶπε: «Μήπως, λέει, δὲν ἄκουσαν τό: Σ’ ὅλη τὴ γῆ ἀντήχησε ἡ φωνή τους, καὶ στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ λόγια τους» (Ρωμ. ι, 18), δηλαδὴ τῶν Ἀποστόλων. Ὥστε προσκλήθηκαν ὅλοι καὶ δικαίως ὅσοι δὲν προσῆλθαν στὴν πίστη, θὰ τιμωρηθοῦν. Πῶς λοιπὸν ὁ Κύριος δὲν εἶπε ὅτι ὅλοι εἶναι καλεσμένοι, ἀλλὰ εἶπε πολλοί; Αὐτὸ συνέβη διότι μιλοῦσε γιὰ ὅσους προσῆλθαν, γι’ αὐτὸ καὶ τὸ ἔθεσε ὕστερα, μετὰ τὴν παραβολή. Διότι, ἂν κάποιος ποὺ προσκλήθηκε, ὑπακούσει στὴν πρόσκληση, καὶ βαπτιστεῖ καὶ ὀνομασθεῖ μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, Χριστιανός, ἀλλὰ δὲν ζήσει ἄξια πρὸς τὴν πρόσκληση, καὶ δὲν τηρήσει τὶς ὑποσχέσεις ποὺ ἔδωσε ὅταν βαπτιζόταν, ζώντας κατὰ Χριστόν, αὐτὸς εἶναι καλεσμένος, ὄχι ὅμως ἐκλεκτός.
3. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ἀποροῦν μερικοί, καὶ μᾶλλον καὶ κατηγοροῦν, αὐτοὶ ποὺ εἶναι γῆ καὶ πηλός, τὸν ὑπερουράνιο Θεό, οἱ χθεσινοὶ τὸν προαιώνιο. Λένε δηλαδή, γιατί ὁ Θεὸς κάλεσε ἐκείνους, ἀφοῦ γνώριζε πὼς δὲν θὰ ὑπάκουαν καθόλου, ἢ δὲν θὰ ὑπάκουαν οὔτε μὲ ἔργα; Καὶ γενικά, γιατί κατασκεύασε αὐτοὺς ποὺ πρόκειται νὰ τιμωρηθοῦν, καὶ μάλιστα ἀφοῦ τὸ προγνώριζε; Καὶ κατηγοροῦν χωρὶς νὰ ἀκοῦνε οὔτε ἐκεῖνο, ὅτι, «ὅσο ἀπέχει ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τὴ γῆ, τόσο ἀπέχουν οἱ σκέψεις μου ἀπὸ τὶς σκέψεις σας, λέει ὁ Κύριος» (Ἠσ. νε΄ 9), ἀλλὰ ζητοῦν τὸν λόγο καὶ ἐλέγχουν Ἐκεῖνον ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει κατανοητός. Ἐμεῖς πόσο διαφέρουμε ἀπὸ τὰ μυρμήγκια; Δὲν ἔχουμε ἀπὸ τὰ ἴδια ὑλικὰ αὐτὸ τὸ φύραμά μας, δηλαδὴ τὸ σῶμα; Δὲν τρεφόμαστε ἀπὸ τὰ ἴδια; Δὲν ζοῦμε στοὺς ἴδιους τόπους; Δὲν χρησιμοποιοῦμε σχεδὸν τὶς ἴδιες δυνάμεις; Σὲ μερικὲς μάλιστα ἀπὸ αὐτές, ὑπερέχουν ἀπὸ ἐμᾶς τὰ μυρμήγκια, διότι πιὸ εὔκολα προβλέπουν τὰ χρήσιμα γι’ αὐτά, πιὸ εὔκολα προγνωρίζουν τὰ ἐπιτήδεια καὶ εἶναι πιὸ πρόθυμα γιὰ τὴ συγκομιδὴ ὅλου τοῦ ἔτους. Ἀλλὰ ὑπερέχουμε κι’ ἐμεῖς ἀπὸ αὐτὰ στὸ λογικὸ καὶ στὴν ψυχή μας; Ποιὰ εἶναι ὅμως αὐτὴ ἡ ὑπεροχή, ὅταν συγκρίνεται πρὸς τὴν ὑπεροχὴ τοῦ Θεοῦ ἀπέναντί μας;
4. Ἂν λοιπὸν συγκεντρωνόταν ὅλα τὰ μυρμήγκια τῆς οἰκουμένης καὶ δὲν θὰ μποροῦσαν ποτὲ νὰ γνωρίσουν οὔτε τὸ παραμικρότερο ἔργο ἢ νόημα ἀπὸ τὰ δικά μας γιατί ὑπερέχουμε ἀπὸ αὐτὰ σὲ ὅλα, πῶς ἐμεῖς θὰ μπορέσουμε νὰ κατανοήσουμε τὰ ἔργα καὶ τὸν νοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ὑπερέχει ἀπὸ ἐμᾶς ἀπείρως ἄπειρες φορὲς καὶ νὰ στοχασθοῦμε μὲ ἀκρίβεια τὴν ἀκολουθία τῶν γεγονότων χωρὶς τὴν πίστη; Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς ὁ μεγάλος φωστήρας στὸν οὐρανό, ὁ ἥλιος, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κάνει ἡμέρα, ἐὰν ἡ λαμπρότητά του δὲν ξεπερνοῦσε τὴν ὄψη μας, ἔτσι, οὔτε ὁ δημιουργός τῆς φύσεώς μας Θεός, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς χορηγήσει τὴ σωτηρία, ἂν ἦταν καταληπτὸς ἀπὸ ἐμᾶς καὶ ἂν δὲν εἶχε σοφία καὶ ἀγαθότητα ποὺ ὑπερβαίνει τὴ διάνοιά μας.
5. Ὅμως, αὐτοὶ ποὺ κατηγοροῦν τὸν Θεό, γιὰ τὸ πῶς κάλεσε αὐτοὺς ποὺ δὲν ἐπρόκειτο νὰ ὑπακούσουν μὲ ἔργα, πῶς δὲν θὰ Τὸν θεωροῦσαν αἴτιο αὐτῆς τῆς ἀπώλειάς τους, ἂν δὲν τοὺς καλοῦσε; Γι’ αὐτὸ λοιπὸν τοὺς κάλεσε, γιὰ νὰ μὴν μπορεῖ κανεὶς νὰ πεῖ ὅτι Αὐτὸς εἶναι αἰτία τῆς τιμωρίας τους. Καὶ γιατί γενικὰ κατασκεύασε αὐτοὺς ποὺ ἐπρόκειτο νὰ τιμωρηθοῦν; Τοὺς κατασκεύασε ὄχι γιὰ νὰ τοὺς τιμωρήσει, ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς σώσει, κι’ αὐτὸ εἶναι φανερὸ ἀπ’ τὴν πρόσκληση. Διότι, ἂν ἤθελε νὰ τιμωρήσει κάποιον, δὲν θὰ τοὺς καλοῦσε ὅλους γιὰ σωτηρία. Καὶ ἂν Ἐκεῖνος ἀπὸ τὴν ἀγαθότητά Του μὲ δημιούργησε καὶ μὲ κάλεσε σὲ σωτηρία, καὶ ἐγὼ φάνηκα κακός, ἔπρεπε ἡ κακία μου, καὶ μάλιστα ποὺ δὲν ἦταν παροῦσα ἀκόμη, νὰ νικήσει καὶ νὰ ἐμποδίσει τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ ποὺ ὑπάρχει πάντοτε; Αὐτὸ ποιὰ λογικὴ μπορεῖ νὰ ἔχει; Καὶ ὅποιος δὲν λέει αὐτό, ἀλλὰ ἁπλὰ κατηγορεῖ τὸν Θεό, αὐτὸ ἰσχυρίζεται κατ’ εὐθείαν, ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ δημιουργηθεῖ κάποια λογικὴ φύση. Διότι ἀνάγκη θὰ ὑπῆρχε τοῦ λογικοῦ, ἂν δὲν ἦταν προαιρετικὸ καὶ αὐτεξούσιο; Καὶ πῶς θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ εἶναι αὐτεξούσιος καὶ νὰ ἔχει προαίρεση, ὅταν, ἂν θὰ τὸ ἤθελε, θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι καὶ κακός; Καὶ ἐὰν κάποιος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι κακός, τότε δὲν μπορεῖ νὰ γίνει οὔτε ἀγαθός.
6. Ὅποιος λοιπὸν λέει, ὅτι ὅσοι πρόκειται νὰ τιμωρηθοῦν, δὲν ἔπρεπε νὰ δημιουργηθοῦν ἀπὸ τὸν Θεό, ἰσχυρίζεται ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ δημιουργηθοῦν οὔτε ὅσοι πρόκειται νὰ σωθοῦν, οὔτε ἐπίσης καμμιὰ γενικὰ λογικὴ καὶ αὐτεξούσια φύση. Καὶ ἐὰν ὅλα τὰ ἄλλα δημιουργήθηκαν γιὰ χάρη τῆς λογικῆς φύσης, αὐτὸ ἰσχυρίζεται, ὅτι δὲν ἔπρεπε ὁ Θεὸς νὰ εἶναι δημιουργός. Βλέπετε πόση εἶναι ἡ οὐτοπία; Ἀλλὰ ἀφοῦ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ λογικὸ καὶ αὐτεξούσιο γένος τῶν ἀνθρώπων, μὲ τὴ ροπὴ τοῦ αὐτεξουσίου καὶ τὴ διαφορετικὴ κλίση του, ἄλλοι ἐπρόκειτο νὰ γίνουν κακοὶ καὶ ἄλλοι πάλι ἀγαθοί, τί ἔπρεπε νὰ πράξει ὁ πραγματικὰ ἀγαθὸς Θεός; Νὰ μὴ φέρει στὴν ὕπαρξη τοὺς ἀγαθοὺς ἐξ αἰτίας ἐκείνων ποὺ ἐπρόκειτο νὰ εἶναι κακοί; Τί πιὸ ἄδικο θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ σκεφτεῖ ἀπὸ αὐτό; Διότι, ἐὰν ἐπρόκειτο καὶ ἕνας μόνο νὰ εἶναι ὁ ἀγαθός, οὔτε τότε θὰ ἦταν σωστὸ νὰ παραιτηθεῖ ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴ δημιουργία, διότι ὁ ἕνας ποὺ πράττει τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ μύριους παράνομους. Καὶ τί θὰ ποῦμε καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ διαλέγουν καὶ τὸν χρυσὸ ἀπὸ τὸ χρυσοφόρο χῶμα; Μήπως νὰ συγκεντρώνουν καὶ τὸ ἄχρηστο χῶμα γενικὰ μαζὶ μὲ τὰ ψήγματα τοῦ χρυσοῦ; Ἀλλὰ θὰ ἀκούσουμε ὅτι δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γίνει ἡ ἐκλογή, οὔτε θὰ ὑπῆρχαν οἱ ἐκλεκτοί, ἂν δὲν καλοῦνταν καὶ οἱ μὴ ἐκλεκτοί. Καὶ πῶς θὰ καλοῦνταν, ἂν δὲν εἶχαν δημιουργηθεῖ;
7. Μᾶλλον ἂς φέρουμε τὸν λόγο πιὸ κοντά, κι’ ἂς ρωτήσουμε τοὺς ἴδιους ποὺ κατηγοροῦν τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος θέλει νὰ σωθοῦν ὅλοι, γιὰ ἐκείνους ποὺ δὲν θέλουν τὴ σωτηρία τους. Ἀφοῦ εἴμαστε θνητοί, πρέπει ἀναγκαστικὰ νὰ τρεφόμαστε. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἀπὸ τὴν τροφὴ ἕνα μέρος τὸ συγκρατεῖ ἡ φύση μας γιὰ τὴ συντήρησή της καὶ τὸ κρατᾶ γιὰ τὸν ἑαυτό της, καὶ τὸ ἄλλο καθιστώντας το δυσῶδες τὸ ἀποβάλλει ὡς ἄχρηστο μέσω τῶν σχετικῶν ὀργάνων, ἐσεῖς ἐξ αἰτίας ἐκείνου ποὺ πρόκειται νὰ μεταβληθεῖ σὲ κόπρο, θὰ ἀπομακρύνετε τελείως τὴν τροφή, ἢ θὰ δεχτεῖτε τὸ σύνολο τῆς τροφῆς γιὰ χάρη ἐκείνου ποὺ ἐκλέγεται καὶ ἐξομοιώνεται καὶ ἀφομοιώνεται μὲ τὴν πέψη, γιὰ συντήρηση τῆς φύσεώς μας; Ἀσφαλῶς δὲν χρειάζεται ἀπάντηση, διότι δίνουμε ἀπάντηση μὲ τὸ ἔργο, καθὼς τρεφόμαστε καθημερινὰ καὶ προσλαμβάνουμε γιὰ χάρη τῆς κατάλληλης σ’ ἐμᾶς τροφῆς, καὶ τὴν ἀκατάλληλη στὴ φύση μας. Κι’ αὐτὸ γιὰ ποιὸ λόγο τὸ κάνουμε; Τὸ κάνουμε γιὰ χάρη τῆς ἔμφυτης ἀγάπης μας γιὰ τὴ ζωή. Ἔτσι λοιπὸν καὶ ὁ Θεός, λόγω τῆς φυσικῆς χρηστότητος καὶ ἀγαθότητός Του, δὲν θὰ παρέλειπε ἐξαιτίας ἐκείνων ποὺ ἐπρόκειτο νὰ εἶναι μὲ τὴ θέλησή τους κακοί, νὰ φέρει στὴν ὕπαρξη τοὺς ἀγαθούς, ἀλλὰ ἐξαιτίας τῶν ἀγαθῶν δημιούργησε κι’ αὐτοὺς ποὺ ἐπρόκειτο νὰ εἶναι κακοί.
8. Δὲν βλέπετε τοὺς γιατρούς, ποὺ δὲν ἐπιτρέπουν νὰ μένουν χωρὶς τροφὴ οἱ ἄρρωστοι ποὺ ἔχουν ἀτονία τοῦ στομαχιοῦ τους καὶ δὲν κρατοῦν τὴν τροφὴ ἀλλὰ τὴν κάνουν ἐμετό; Γιατί, λοιπόν, τοὺς προτρέπουν νὰ τρέφονται; Διότι ὁ ἀνθρώπινος ὀργανισμὸς κάτι συγκρατεῖ ἀπὸ τὴν τροφή, ἔστω καὶ λίγο, ἂν καὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν φαγητῶν ἀχρηστεύεται ἀπὸ τοὺς ἐμετούς. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἰατρικὴ δίκαια καλεῖται φιλάνθρωπη. Ὥστε καὶ ἡ φιλαγαθότητα καὶ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ φανερώνεται μᾶλλον ἀπὸ αὐτό. Ὅτι δηλαδὴ ἐπειδὴ ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴ σωτηρία τους, λίγοι βέβαια ὅταν συγκριθοῦν μὲ τὸ πλῆθος αὐτῶν ποὺ δὲν σώζονται, ὁ Θεὸς δημιούργησε ὁλόκληρο τὸ γένος καὶ ἐπειδὴ ὑπάρχουν λίγοι ἄνθρωποι ποὺ πρόκειται νὰ εἶναι ἐκλεκτοί, Αὐτὸς ἀπὸ ὑπερβολικὴ φιλανθρωπία τοὺς κάλεσε ὅλους.
9. Διότι λέει «ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν μοιάζει μὲ ἕναν βασιλιά, ποὺ ἔκανε τὸν γάμο τοῦ γιοῦ του. Ἔστειλε τοὺς δούλους του νὰ φωνάξουν τοὺς καλεσμένους στὸν γάμο, ἐκεῖνοι ὅμως δὲν ἤθελαν νὰ ἔλθουν» (Ματθ. κβ’, 22). Ἐδῶ γάμο ἐννοεῖ τὴν ἕνωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση, καὶ μέσω αὐτῆς τῆς ἑνώσεως μὲ τὴν Ἐκκλησία. Ἔτσι καὶ ὁ Παῦλος, λέγοντας ὅτι τὸ μυστήριο τοῦ γάμου εἶναι μέγα, πρόσθεσε, «ἐγὼ σᾶς λέω ὅτι ἀναφέρεται στὴ σχέση Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίας» (Ἐφ. ε’, 32). Καὶ ἀλλοῦ πάλι μᾶς λέει, «σᾶς ἕνωσα μὲ ἕναν ἄνδρα, τὸν Χριστό, γιὰ νὰ σᾶς παρουσιάσω σ’ Αὐτὸν σὰν ἁγνὴ παρθένο» (Β’ Κορ. ια’, 2). Καὶ γιατί δὲν ἀναφέρει ὅτι ὁ Βασιλιὰς τῶν οὐρανῶν, ὁ Ὕψιστος Πατέρας, τέλεσε γιὰ τὸν Υἱὸ Του ἕνα γάμο, ἀλλὰ λέει γάμους; Ἐπειδὴ βέβαια ὁ Νυμφίος τῶν καθαρῶν ψυχῶν, ὁ Χριστός, ὅταν ἑνώνεται μυστικὰ μὲ κάθε μία ψυχή, ἐπιτρέπει στὸν Πατέρα Του νὰ παραθέτει γαμήλια χαρὰ γι’ αὐτὸν τὸν σκοπό. Αὐτὸς εἶναι πραγματικὰ ποὺ λέει, ὅτι «γίνεται χαρὰ στὸν οὐρανὸ γιὰ τὴ μετάνοια ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ» (Λουκ. ιε’, 7), διότι καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ μὲ τὴ μετάνοια συνδέει καὶ ἑνώνει πάλι τοὺς ζῶντες ποὺ ἐπιστρέφουν, μὲ τὸν Χριστό, εἶναι ἡ χαρά, σύμφωνα μὲ ὅσα λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Γαλ. ε’, 22) καὶ περιβάλλει μαζί τους ἔνθεους ποὺ βρίσκονται στὸν οὐρανὸ καὶ ἐπάνω στὴ γῆ. Γι’ αὐτὸ γίνεται χαρὰ στὸν οὐρανὸ γιὰ κάθε ἁμαρτωλὸ ποὺ μετανοεῖ.
10. Καθὼς λοιπὸν πραγματοποιεῖται ἤδη ἡ ἀπερίγραπτη ἕνωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος μᾶς χάρισε τὴ μετάνοια, μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση, καὶ ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἑνώσεως συγκροτεῖται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ Πατέρα μυστικὴ χαρὰ στοὺς οὐρανούς, ἀπεστάλησαν οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος τοῦ Κυρίου, ὁ Ζαχαρίας ποὺ τὸν σκότωσαν οἱ Ἰουδαῖοι μεταξύ τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ θυσιαστηρίου, ὁ Συμεὼν ὁ θεοδόχος, καὶ γενικὰ ὅλοι, ὅσοι πρὶν ἀπὸ τὸ σωτηριῶδες Πάθος καὶ τὴν Ἀνάσταση ἀνάφεραν στὸ κήρυγμά τους ὅτι εἶχε πραγματοποιηθεῖ ἤδη ἡ ἔλευση τοῦ Κυρίου ἐπάνω στὴ γῆ. Αὐτοί, λοιπόν, ἀπεστάλησαν γιὰ νὰ καλέσουν τοὺς προσκεκλημένους, δηλαδὴ τοὺς Ἰουδαίους (διότι αὐτοὶ εἶναι οἱ προσκεκλημένοι, ἀφοῦ προσκλήθηκαν προηγουμένως μὲ τοὺς προφῆτες, ἀλλὰ δὲν θέλησαν νὰ ἔλθουν, δηλαδὴ νὰ πιστέψουν καὶ νὰ συμμετάσχουν στὴν ἀπερίγραπτη κοινωνία καὶ χάρη, ἂν καὶ πολλὲς φορὲς καὶ προηγουμένως καὶ τώρα προσκλήθηκαν. Λέει λοιπὸν πάλι -ἀλήθεια, τί ἀπερίγραπτη μακροθυμία!- ἀπέστειλε ἄλλους δούλους ποὺ ἔλεγαν: «Ἔχει ἑτοιμασθεῖ τὸ γεῦμα, ἔχουν σφαγεῖ οἱ ταῦροι καὶ τὰ θρεφτάρια, καὶ ὅλα εἶναι ἕτοιμα. Ἐλᾶτε στὸν γάμο» (Ματθ. κβ’, 4). Καὶ ἀφοῦ ἄκουσαν, ἄλλοι ἀμέλησαν καὶ πῆγαν στοὺς ἀγροὺς καὶ σὲ ἐμπορικὲς δουλειές. Πόσο διαφέρουν ἀπὸ αὐτοὺς σήμερα, ὅσοι προφασίζονται τρύγους καὶ ἀμπέλια κι’ ἀνωμαλίες σὲ ἐμπόριο καὶ ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὶς ἱερὲς συνάξεις καὶ δὲν ἔχουν προθυμία νὰ ἀκοῦνε τὴν ἱερὴ ψαλμωδία καὶ διδασκαλία; Καὶ ἄλλα, λέει, ἀφοῦ ἔπιασαν τοὺς δούλους τοὺς ἔβρισαν καὶ τοὺς σκότωσαν. Δὲν διαφέρουν πολὺ ἀπὸ αὐτοὺς ὅσοι καὶ τώρα δείχνουν ἀπείθεια στοὺς προϊσταμένους τῆς Ἐκκλησίας καὶ μερικὲς φορὲς ἐπαναλαμβάνουν ἐναντίον τους αὐτὰ ποὺ λένε οἱ ἐχθροί. Ἐμεῖς ὅμως ἂς βγάλουμε δωρεὰν καὶ γι’ αὐτοὺς τὸ σωτηριῶδες γλεῦκος ἀπὸ αὐτὴν τὴν παραβολή.
11. Λέει «ἔχω ἑτοιμάσει τὸ ἄριστο γεῦμα, ἔχω σφάξει τοὺς ταύρους καὶ τὰ θρεφτάρια, καὶ ὅλα εἶναι ἕτοιμα. Ἐλᾶτε στὸν γάμο» (Ματθ. κβ’, 4). Πραγματικὰ κατὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου, πραγματοποιήθηκε τὸ ἄριστο ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ. Διότι ὅλα ὅσα ἔγιναν πρὶν ἀπὸ τὴν ἐνανθρώπηση ἀπὸ τὸν Θεὸ κατ’ οἰκονομίαν γιὰ χάρη μας ἦταν καλὰ καὶ ἀγαθά, ποὺ ἀπέβλεπαν πρὸς αὐτὸν τὸν σκοπό. Ὅμως τὸ ἄριστο ἀπὸ ὅλα, καὶ μᾶλλον τὸ μόνο πραγματικὸ καὶ ἀσύγκριτο ἄριστο, εἶναι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ μάλιστα τὸ τέλος αὐτῆς, δηλαδὴ τὰ σωτηριώδη Πάθη καὶ ἡ Ἀνάσταση. Φαίνεται πὼς πραγματικὰ ἡ πρόσκληση αὐτὴ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἔγινε μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἀπὸ τοὺς νεκρούς, διότι τότε εἶχαν ἑτοιμασθεῖ τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴ σωτηρία μας: Ἡ τέλεια οἰκονομία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ σάρκωση, ἡ θεόπνευστη κατ’ αὐτὴν διδασκαλία, τὰ ἀποτελέσματα τῆς θεανθρώπινης ἐνέργειας τοῦ Κυρίου, ἡ μετάδοση τοῦ θεανθρωπίνου Σώματος, τὸ μεγάλο καὶ θεῖο καὶ σωτηριῶδες θαῦμα, ἡ τριήμερη Ἀνάσταση ἀπὸ τοὺς νεκρούς, ἡ ἀρχὴ τῆς αἰώνιας ζωῆς καὶ τῆς ἔνθεης εὐφροσύνης κατ’ αὐτήν. Οἱ ταῦροι μου, λέει, καὶ τὰ σιτευμένα μου ἔχουν σφαγεῖ. Διότι τότε ἔχουν ἐνωθεῖ τὰ παλαιὰ μὲ τὰ νέα. Τὰ νέα δηλώνονται μὲ τὴ θυσία τῶν σιτευμένων (διότι ὁ ἄρτος εἶναι ποὺ θυσιάζεται τώρα γιὰ χάρη μας στὴν Ἐκκλησία) καὶ τὰ παλαιὰ δηλώνονται μὲ τοὺς ταύρους καὶ μεταφέρονται πρὸς τὸ θειότερο μὲ τὴν καινούργια θυσία.
12. Ἐστάλησαν, λοιπόν, ἄλλοι δοῦλοι, οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ τὰ κηρύξουν αὐτὰ καὶ στοὺς Ἰουδαίους, ἐνῶ ὁ Δεσπότης μακροθυμοῦσε ἀκόμη γι’ αὐτούς. Ἀλλὰ ὅταν ἐκεῖνοι τοὺς ἄκουσαν, ἄλλοι οὔτε τοὺς πρόσεξαν, γιατί ἦταν προσηλωμένοι ἀπόλυτα σὲ χωράφια καὶ ἐμπόριο, σὲ γῆ καὶ στὰ γήινα. Ἄλλοι πάλι ἔπιασαν τοὺς κήρυκες καὶ ἄλλους τοὺς ἔβρισαν καὶ ἄλλους τοὺς λιθοβόλησαν, καὶ ἄλλους, ὅσο ἑξαρτιόταν ἀπὸ αὐτούς, καὶ τοὺς ἔβρισαν καὶ τοὺς σκότωσαν. Λέει, λοιπόν, πὼς «θύμωσε ὁ βασιλιάς, ἔστειλε τὸν στρατό του καὶ ἀφάνισε ἐκείνους τοὺς φονιάδες καὶ πυρπόλησε τὴν πόλη τοὺς» (Ματθ. κβ’, 7). Ἐπειδὴ ὅμως, ἀκόμη καὶ μετὰ τὸ Πάθος ποὺ ἑτοιμάσθηκε ἀπὸ αὐτούς, μακροθυμοῦσε ὁ Κύριος, ἀπέστειλε αὐτοὺς ποὺ τοὺς καλοῦσαν σὲ μετάνοια, ἐπαγγέλλονταν ἀμνηστία καὶ ὑπόσχονταν χορήγηση μεγάλων ἀγαθῶν, ἔδιναν γι’ αὐτὰ ἐγγυήσεις καὶ προκαταβολὲς καὶ ἀσφαλεῖς βεβαιώσεις. Ἐκεῖνοι ὅμως ὄχι μόνο δὲν μετανόησαν καὶ δὲν ἔδωσαν προσοχή, ἀλλὰ καὶ ἀνταπέδωσαν βρισιὲς καὶ αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἔφεραν αὐτὲς τὶς καλὲς εἰδήσεις τοὺς ἀντάμειψαν μὲ φόνους. Δίκαια μετὰ στέλνει ἐκείνους ποὺ θὰ τοὺς ἀφανίσουν καὶ θὰ πυρπολήσουν τὴν πόλη τους. Καὶ ποιὸς δὲν γνωρίζει ὅτι αὐτὰ ἔγιναν φανερὰ στὴν Ἱερουσαλήμ, τὴν ὁποία τώρα τὴν ὀνόμασε πολὺ σωστὰ καὶ πόλη φονιάδων.
13. Καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖνοι οἱ προσκεκλημένοι πολλὲς φορὲς καὶ προηγουμένως καὶ τώρα ἀπέδειξαν τοὺς ἑαυτοὺς τους ὄχι μόνο ἀνάξιούς τῆς προσκλήσεως, ἀλλὰ καὶ ἄξιους θείας ὀργῆς καὶ πανωλεθρίας, οἱ ἴδιοι δοῦλοι, δηλαδὴ οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου, μὲ ἐντολὴ τοῦ Βασιλιᾶ, βγῆκαν στοὺς δρόμους καὶ μάζεψαν, λέει, ὅσους βρῆκαν στοὺς δρόμους, κακοὺς καὶ καλοὺς καὶ γέμισε ἡ αἴθουσα ἀπὸ συνδαιτυμόνες. Αὐτοὶ εἶναι ὅσοι προσκλήθηκαν ἀπὸ τὰ ἔθνη, διότι τότε μία πόλη τοῦ Θεοῦ ὑπῆρχε, ἡ Ἱερουσαλήμ, καὶ ἕνας οἶκος Του, τοῦ Ἰσραήλ, καὶ ὅσοι ἦταν ἔξω ἀπὸ αὐτὸν τὸν οἶκο, ποὺ κάποτε ἦταν οἱ ἐθνικοί, ἦταν σὰν πεταμένοι στοὺς δρόμους ποὺ ἦταν πολλοὶ καὶ διάφοροι, διότι πολλὰ καὶ διάφορα ἦταν καὶ τὰ δόγματά τους. Καὶ ὀνομάζει κακοὺς καὶ καλοὺς αὐτοὺς ποὺ βρέθηκαν στοὺς δρόμους καὶ ἀπὸ ἐκεῖ περιμαζεύτηκαν, ἐξ αἰτίας τῆς διαφορᾶς τῆς προαιρέσεώς τους, ἀπὸ τὴν ὁποία ἄλλοι γίνονται ἐκλεκτοί, δείχνοντας τρόπο καὶ βίο σύμφωνο μὲ τὴν πίστη, καὶ ἄλλοι ἀπομακρύνονται ἀπὸ τοὺς ἐκλεκτούς, ἔχοντας ζήσει βίο αἰσχρὸ καὶ πονηρὸ καὶ ἀταίριαστο πρὸς τὴν πίστη.
14. Τὸ δείχνει αὐτὸ καὶ μὲ τὴ συνέχεια: «Μπῆκε, λέει, μέσα κι’ ὁ βασιλιὰς γιὰ νὰ δεῖ τοὺς συνδαιτυμόνες», δηλαδὴ ὅσους ἀπὸ τοὺς προσκεκλημένους ἦλθαν. Ἡ εἴσοδός του γιὰ νὰ δεῖ καὶ ἀνακρίνει τοὺς συνδαιτυμόνες εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου κατὰ τὸν καιρὸ τῆς μελλοντικῆς κρίσεως. Λέει «ὅταν μπῆκε ὁ βασιλιάς… εἶδε κάποιον ποὺ δὲν ἦταν ντυμένος μὲ τὴ γαμήλια φορεσιὰ» (Ματθ. κβ’, 11). Ἔνδυμα τοῦ πνευματικοῦ γάμου εἶναι ἡ ἀρετή, τὴν ὁποία ὅποιος δὲν τὴ φόρεσε ἀπὸ ἐδῶ, ὄχι μόνο θὰ βρεθεῖ ἀνάξιος τοῦ θείου ἐκείνου νυφικοῦ θαλάμου, ἀλλὰ θὰ δοκιμάσει καὶ ἀπερίγραπτα δεσμὰ καὶ μαστιγώματα. Καὶ ἂν γιὰ κάθε ψυχὴ ὑπάρχει ὡς ἔνδυμα τὸ ἑνωμένο μ’ αὐτὴν σῶμα, ὅποιος δὲν τὸ φύλαξε καὶ δὲν τὸ καθάρισε ἐδῶ μὲ ἐγκράτεια καὶ ἁγνότητα καὶ σωφροσύνη, θὰ τὸ λάβει τότε ἄχρηστο καὶ ἀνάξιο γιὰ ἐκεῖνον τὸν νυφικὸ θάλαμο, καὶ αἴτιο νὰ βγεῖ ἔξω ἀπὸ αὐτήν. Λέει, ἀφοῦ ἔλεγξε καὶ καταντρόπιασε ὁ βασιλιὰς ἐκεῖνον τὸν ντυμένον ἀνάξια πρὸς τὴν πρόσκληση, εἶπε πρὸς τοὺς ὑπηρέτες: «δέστε του τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια καὶ πάρτε τον», δηλαδὴ ἀφοῦ τὸν περιβάλετε μὲ ἀναπόφευκτα δεινά, ἀπομακρύνετέ τον ἀπὸ τὴν κατοικία καὶ τὴ συναυλία τῶν εὐφραινομένων, «καὶ βγάλτε τον ἔξω στὸ σκοτάδι. Ἐκεῖ θὰ κλαίει καὶ θὰ τρίζει τὰ δόντια του» (Ματθ. κβ’, 13). Δίκαια λοιπόν, δένεται χειροπόδαρα αὐτὸς ποὺ καὶ ἀπὸ τὰ ἐδῶ σκοινιὰ τῶν ἁμαρτιῶν σφιγγόταν, καὶ διώχνεται ἔξω στὸ σκοτάδι, ὁδηγούμενος μακρύτερα ἀπὸ τὸν Θεό, ἀφοῦ ἐδῶ δὲν ἔπραξε ἔργα φωτός. Ἐκεῖ, λέει, θὰ κλαίει καὶ θὰ τρίζει τὰ δόντια του. Διότι δὲν εἶναι μόνο σκοτάδι, ἀλλὰ καὶ ἄσβηστη φωτιὰ ἐκεῖνο τὸ σκοτάδι. Καὶ ἐπὶ πλέον καὶ γεμάτο μὲ ἀκοίμητα σκουλήκια.
15. Εἶναι, λοιπόν, ἐκεῖ κλάμα καὶ τρίξιμο τῶν δοντιῶν ἀπὸ τὶς ἀφόρητες ὀδύνες ποὺ ἐπιβάλλονται, οἱ ὁποῖες ἐγγίζουν καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, ἀπὸ τὶς ἀτέλειωτες θρηνητικὲς κραυγές, ἀπὸ τὴν ἀτέλειωτη καὶ ἀνώφελη ἐκεῖ μεταμέλεια. Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ ὁ Κύριος πρόσθεσε: «Γιατί πολλοὶ εἶναι οἱ καλεσμένοι, λίγοι ὅμως οἱ ἐκλεκτοὶ» (Ματθ. κβ’, 14), δείχνοντας ὅτι δὲν εἶναι ἕνας αὐτὸς ποὺ θὰ ἀποκτήσει ἐκεῖ τὴν πείρα ἐκείνων τῶν δεινῶν, ἀλλὰ γενικὰ ὅποιος ντύνεται τὴν ὅμοια ἀπὸ τὰ ἔργα φαυλότητα. Μὲ αὐτὸν τὸν ἕνα ὁ Κύριος παρέστησε ποιοὶ εἶναι οἱ πονηροὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ προσκλήθηκαν καὶ προσῆλθαν καὶ βαπτίστηκαν καὶ δὲν μεταμελήθηκαν πρὸς τὸ καλύτερο, οὔτε ἀπέβαλαν μὲ τὴ μετάνοια τὴν ἀκαθαρσία ἀπὸ τὶς πονηρὲς ἡδονὲς καὶ τὰ πάθη.
16. Ὅμως ἐμεῖς, ἀδελφοί, ἂς ξεντυθοῦμε τὸν χιτώνα ποὺ εἶναι σκισμένος ἀπὸ τὴ μέθη καὶ τὸν κορεσμὸ τῆς κοιλίας καὶ κηλιδωμένος ἀπὸ τὴ σάρκα καὶ τὴ σχετικὴ μ’ αὐτὴν ἀνεγκράτεια, κι’ ἂς ντυθοῦμε ὅπως λέει ὁ Ἠσαΐας ἱμάτιο σωτηρίας (Ἠσ. ξα’, 10) καὶ χιτώνα εὐφροσύνης, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴ σωφροσύνη. Ἂς ξεντυθοῦμε τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο ποὺ φθείρεται ἀπὸ τὶς ἀπατηλὲς ἐπιθυμίες καὶ ἂς ντυθοῦμε τὸν νέο ἄνθρωπο ποὺ κτίσθηκε κατὰ τὸν Θεὸ μὲ ὁσιότητα καὶ δικαιοσύνη. Ἂς ξεντυθοῦμε κάθε εἴδους ἐνδυμασία τοῦ βίου, ποὺ προέρχεται ἀπὸ ἁρπαγὴ καὶ πλεονεξία, ὡς ἄσχημη καὶ ἀξιοκατάκριτη μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, καὶ ἂς ντυθοῦμε ὡς ἐκλεκτοί τοῦ Θεοῦ, σπλάχνα ὅλο ἔλεος, ταπείνωση, μετριοφροσύνη, πραότητα. Καὶ ἂς φροντίσουμε μὲ κάθε τρόπο, σύμφωνα μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, νὰ κάνουμε βεβαία τὴν πρόσκληση καὶ τὴν ἐκλογή. Διότι κάνοντας ἔτσι δὲν θὰ ἀστοχήσουμε νὰ δεχτοῦμε τὶς ὑποσχέσεις τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν καὶ νὰ βρεθοῦμε μαζὶ μὲ τοὺς εὐφραινομένους αἰώνια.
17. Αὐτὴ τὴν ἀπὸ κοινοῦ ἀπόλαυση εἴθε νὰ ἐπιτύχουμε ὅλοι ἐμεῖς, μὲ τὴ χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ αἰώνιου καὶ οὐράνιου Νυμφίου τῶν ψυχῶν μας Χριστοῦ, μαζὶ μὲ τὸν Ὁποῖον ἁρμόζει δοξολογία στὸν Πατέρα καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, στοὺς ἀτέλειωτους αἰῶνες. Ἀμήν.
Πηγή: PG151, 513-524. “ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΣΤΗΝ ΥΨΩΣΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ”, ΚΑΛΥΒΗ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΙΕΡΑΣ ΣΚΗΤΗΣ ΚΟΥΤΛΟΥΜΟΥΣΙΟΥ, Μετάφραση: Γεώργιος Β. Μαυρομάτης)