(Μιά προσωπική μαρτυρία γιά τόν κοιμηθέντα Πατριάρχη Σερβίας Παῦλο, τό ἄνθος τό σπάνιο, ποὺ μοσχοβόλησε Ὀρθοδοξία σέ δύσκολους καιρούς.)
Ἦταν ἡ ἐποχή ποὺ τά Βαλκάνια γνώριζαν τόν τελευταῖο τους πόλεμο γιά τόν 20ό αἰώνα. Ἤ τό 1993 ἤ τό 1994 ἦταν. Ἤμουν τότε στήν Θεσσαλονίκη, ἐργαζόμουν σέ ἕνα τοπικό ραδιόφωνο καί κάλυπτα τά τῆς Γιουγκοσλαβίας –τόν πόνο, τόν θρῆνο, τήν δυστυχία, τήν ὀρφάνια, τόν πόλεμο. Κυνηγοῦσα συνεντεύξεις, κυνηγοῦσα τούς ἀνθρώπους ποὺ μποροῦσαν νά μᾶς δώσουν εἰκόνα ὅσων συνέβαιναν, νά μεταφέρουν τήν πραγματικότητα ἑνός λαοῦ ποὺ σπαρασσόταν καί σπάραζε. Κάποιες φωνές νά μᾶς παρηγορήσουν, ὅσο χωροῦσε παρηγορία, καί ἐμᾶς ἐδῶ, ποὺ πάσχαμε τό ἀδελφικό πάθος.
Ἔτσι κάπως «ἔκλεισε» καί ἡ συνέντευξη μέ τόν Πατριάρχη Σερβίας Παῦλο. Μέ περίμενε στό Βελιγράδι ἕνα ἀπόγευμα. Πρίν πάω, διάβαζα γιά τόν ἄνθρωπο. Προετοιμαζόμουν. Καί συναντοῦσα τήν ἁγιογραφία –μόνο ποὺ ὀφείλει σέ αὐτές νά εἶναι κανείς καχύποπτος, εἰδικά ἄν τό μέτρο τους εἶναι μόνον ὑλικό. Ἡ εἰκόνα ποὺ μοῦ δινόταν εἶχε μέτρο ὑλικό –τόσο καταλαβαίνουμε τίς περισσότερες φορές οἱ δημοσιογράφοι. Πῶς ἀπεκδύθηκε τοῦ ὑλικοῦ φορτίου: πατριαρχικό αὐτοκίνητο, πατριαρχικό βαγόνι, πολυτέλειες στόν καιρό τοῦ θρήνου τέλος, μοίρασε τά ὑπάρχοντά του, μοίρασε τά τοῦ Πατριαρχείου, μέ τό ρασάκι του κατάμαυρο ἔπαιρνε τό λεωφορεῖο, ταξίδευε δεύτερη θέση στό τραῖνο. Μιά ἁγιογραφία μέ δυτικά ψιμμύθια, μέ τήν ὕλη σέ πρῶτο πλάνο. Ἀξιώθηκα, φτάνοντας στό Βελιγράδι, τήν ἄλλη εἰκόνα.
Ἔφτασα μέ κοντά δυό ὧρες καθυστέρηση. Δύσκολοι καιροί, ἀπό κάθε ἄποψη- μιά παρενέργεια ἦταν πὼς, γιά νά περάσης τά σύνορα, εἰδικά τά Σκόπια, ἔφτυνες αἷμα. Ἔτσι, ἔχασα τό ραντεβού, καί ἄς νόμιζα πὼς εἶχα φτάσει ἔγκαιρα. Χτύπησα τήν πόρτα ξανά καί ξανά. Τό Πατριαρχεῖο στό σκότος. Βαράω πόρτες, κουδούνια, ἀπελπίστηκα, πίστεψα ὅτι πάει, κάθισα στά πλατιά σκαλιά καί σκεφτόμουν ἤδη τήν ἄλλη μέρα, κουρασμένη, κομμάτια ἀπ\’ τό ταξίδι. Κείνη τήν ὥρα, μπορεῖ δέκα, μπορεῖ δεκαπέντε λεπτά ἀπό ὅταν ἔφτασα, εὐλογεῖ καί ἀνοίγει ἕνα καλογέρι. Σιγανά μοῦ λέει, περάστε μά θά περιμένετε, εἶναι ὁ ἑσπερινός. Καί μ\’ ὁδηγεῖ σέ σκάλες καί ὕστερα σ’ ἕνα διάδρομο, πάντα στά σκοτεινά, καί μέ ἀφήνει σέ ἕνα κάθισμα ποὺ βρίσκεται ἔξω ἀπό τό παρεκκλήσι τοῦ Πατριαρχείου ὅπου ἡ ἀκολουθία.
Ὄχι, δέ μέ ὁδήγησε στό παρεκκλήσι. Ἦταν ἰδιωτική ἡ στιγμή. Ἀπ\’ ἔξω πρέπει νά περιμένω, ἀλλά, παρά τήν κούραση, παρά τό φόβο ὅτι μπορεῖ νά προκαλέσω καί νά χάσω τήν συνέντευξη, ἀφήνω τήν περιέργεια νά νικήση. Πάντα θά εὐχαριστῶ γι\’ αὐτό. Σηκώθηκα σιγά- σιγά καί ἔσπρωξα τήν πόρτα στάλα. Μέ τό φῶς τῶν κεριῶν, χωρίς τίποτε ψεύτικο ἤ τεχνητό, σέ κλίμα προηγιασμένης, μέ δυό καλογέρια ὅλα κι ὅλα στά στασίδια, τό ἅγιο γερόντι, τό ἀχαμνό μά ἀλύγιστο κορμάκι, εἶναι μπροστά στήν Ὡραία Πύλη, γονατισμένο, ἡ μιά μετάνοια μετά τήν ἄλλη καί ξανά ὡς τήν γῆ καί οἱ ποταμοί τῶν δακρύων του ἤρεμοι καί φωτεινοί καί ἀνεξάντλητοι. Οἱ λέξεις ποὺ βγαίνουν ἀπ\’ τά χείλη του μοῦ εἶναι ἄγνωστες, μοῦ εἶναι φωτιά, ἔρχονται κατ\’ εὐθείαν στήν καρδιά μου. Ἀκόμη σήμερα, τόσα χρόνια μετά, κλείνω τά μάτια καί ἡ εἰκόνα εἶναι ζωντανή μπροστά μου. Συγκλονίζομαι. Ἡ λέξη Πατέρας ποτέ δέν ἤχησε πιό ἀληθινή ἀπό κείνη τήν ὥρα.
Εἶχα τήν εὐτυχία καί τήν εὐλογία καί ἄλλες φορές νά ἀσπασθῶ τό χεράκι του. Εἶχα τήν τιμή καί τήν χαρά νά τοῦ μιλήσω. Μά αὐτά ἦταν τό λίγο. Τό περισσότερο ἦταν ποὺ εἶχα τήν ἀποκαλυπτική ἐμπειρία τῶν δακρύων του, τοῦ σταυροῦ ἑνός ὁλόκληρου λαοῦ πάνω στούς λιγνούς γέρικους ὤμους ποὺ ἄντεξαν ὅσα μπορεῖ νά ἀντέξη ἄνθρωπος, ἔτσι πὼς στήριξε τά παιδιά του ὅπως κανένας ἄλλος. Ἦταν μεγάλη ἡ εὐλογία τοῦ Σερβικοῦ λαοῦ τήν πιό δύσκολή του ὥρα νά ἀξιωθῆ ἕναν τέτοιο Ἱεράρχη, ἦταν εὐλογία ὅλων μας ποὺ τύχαμε τό φῶς τῆς ἁγιωσύνης του. Τό χεράκι του τό κέρινο, ἀκόμη μές στήν καρδιά μου τό καταφιλῶ. Τήν εὐχούλα του νά ἔχουμε.