Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἄ δόλιε, ναί πολλά ἡ ψυχή σούπιε πικρά φαρμάκια !/ Πῶς, πές μου, βάσταξες ἐδῶ ναρθεῖς στά πλοῖα μόνος/ μπροστά σ’ ἐκεῖνον πού σωρό πολύτιμα παιδιά σου/ σούχει σφαγμένα ; Σίδερο πρέπει ἡ καρδιά σου νἄναι.

  • !

    Κι’ ἐκεῖνοι οἱ διὸ στό πρόσπιτο, ὁ βασιλιάς κι’ ὁ κράχτης,/πλαγιάζουν, κι’ εἶχε συλλογές ὁ νοῦς τους καί φροντίδες.

Ὁ Πρίαμος συναντᾶ τὸν Ἀχιλλέα (Ιλ. Ω 440-674)

Kείμενο σὲ νεοελληνικὴ ἀπόδοση


440 Εἶπε, κι\’ ἀπάνου ἐφτύς πηδάει στ\’ ἀλογωμένο ἁμάξι
κι\’ ἁρπᾶ ὁ καλόθελος θεός τό καμοτσί στά χέρια,
ἁρπάει τά γκέμια, καί φυσάει γερή καρτεροσύνη
μές στά μουλάρια κι\’ ἄλογα. Μά τέλος πιά στούς πύργους
σάν ἔφτασαν τῶν καραβιῶν καί στό βαθύ χαντάκι,
ἐκεῖ οἱ φρουροί τότ\’ ἄρχιζαν τό δεῖπνο νά τοιμάζουν•

445 ὕπνο ὅμως ὁ θνηταγωγός Ἑρμῆς τούς περεχύνει
ὅλους, καί τό πορτί μεμιᾶς ἀνοίγει, καί τούς σύρτες
τούς σπρώχνει πέρα, κι\’ ἔπειτα μπάζει τό γέρο μέσα
καί μπάζει τά καμαρωτά κανίσκια μέ τό κάρο.
Μά στ\’ Ἀχιλέα ὡς πέρα πιά σάν ἦρθαν τήν καλύβα
ὁλόρθια, πούχαν τ\’ ἀρχηγοῦ φτιασμένα οἱ Μυρμιδόνες

450 μ\’ ἐλάτου ξύλα πούσκισαν, κι\’ ὄχ τά λιβάδια χόρτο
κόβοντας σκέπασαν σκεπή πυκνόφυλλη ἀπό πάνου,
καί τούφτιασαν μεγάλη ἀβλή τριγύρω μέ παλούκια
πυκνά, καί κλιοῦσε μάνταλος τήν πόρτα του ἐλατένιος
ἕνας καί μοναχός, πού τρεῖς νομάτοι τόν σφαλνοῦσαν —
455 καί τρεῖς τό κλεῖστρο τό τρανό ξανάνοιγαν τῆς πόρτας —
οἱ ἄλλοι, μά κι\’ ἀβοήθητος τόν σφάλναε ὁ Ἀχιλέας•
τότε ὁ καλοθελος θεός τόν ἄνοιξε τοῦ γέρου,
κι\’ ἔμπασε μέσα τ\’ ἀρχηγοῦ τά ζηλεμένα δῶρα.
Χάμου ἔπειτα ὄχ τήν ἅμαξα κατέβηκε καί τοῦπε

460 « Γέρο, μαζί σου ἐγώ ὡς ἐδῶ θεός αἰώνιος ἦρθα,
» ἐγώ ὁ Ἑρμῆς, τί μ\’ ἔστειλε κάτου ὁδηγό σου ὁ Δίας.
» Μά τώρα θά σ\’ ἀφίσω πιά• δέ θέλω νά προβάλω
» στά μάτια τ\’ Ἀχιλέα ὀμπρός, τί δά \’ναι κατηγόρια
» θεός νά δείχνει ὀρθάνοιχτα σ\’ ἀθρώπους ἔτσι ἀγάπη.
465 » Μόν ἔμπα ἐσύ τά γόνατα καί πιάσε τ\’ Ἀχιλέα,
» καί στόν πατέρα ξόρκιστ\’ τον στή λυγερή του μάννα
» καί στό παιδί του, καί θαρρῶ τά σπλάχνα θὰν τ\’ ἀγγίξεις.»
Εἶπε, καί στοῦ Ἐλύμπου ἀφτός τά μακροβούνια φέβγει.
Τότες πηδώντας κατά γῆς ὁ γέρος ὄχ τ\’ ἁμάξι,

470 ἄφισε τό Νιδιό ὄξω κεῖ, πού πρόσμενε βαστώντας
τά ζά —μουλάρια κι\’ ἀλόγα— κι\’ ὁλόϊσα ἀτός του κάνει
γιά τήν καλύβα ὅπου ὁ γοργός καθότανε Ἀχιλέας.
Ἀφτόν τόν βρῆκε μέσα ἐκεῖ, μά λείπανε οἱ συντρόφοι,
καί μόνοι ἀφτοί εἴχανε δουλιά κοντά του, ὁ Ἀφτομέδος
475 κι\’ ὁ κλῶνος τ\’ Ἄρη ὁ Ἄλκιμος• τί εἶχε τελιώσει μόλις
τό δεῖπνο, μάλιστα ἔστεκε καί τό τραπέζι ἀκόμα.
Καί μπαίνει πρίν ἀφτοί τόν δοῦν… ζυγώνει… τ\’ ἀγκαλιάζει
τά δυό του ὁ γέρος γόνατα καί τοῦ φιλάει τά χέρια,

479 φριχτά ἀντροφάγα, πού πολλούς τούχανε γιούς σπαράξει,
485 κι\’ ἐκεῖ γονατιστός τοῦ λέει μέ περικάλια, μ\’ ὅρκους
« Γέρο ὅπως εἶμαι ἐγώ γονιό, θεόμορφε Ἀχιλέα,
» ἔχεις —θυμήσου— στή μπαστιά τῶν ἔρμων γερατιῶνε.
» Ἴσως κι\’ ἐκεῖνον γύρω του πέρα στή Φτιά οἱ γειτόνοι
» τόν τυραγνοῦν, δίχως βοηθό κοντά του νὰν τόν σώσει
490 » ὄχ τά δεινά καί βάσανα. Μά ἀφτός πώς ζεῖς μαθαίνει,
» κι\’ ὅλο ἡ ψυχή του χαίρεται καί κρυφολπίζει πάντα
» νά δεῖ τό λατρεφτό του γιό ὅταν γυρνᾶ ἀπ\’ τήν Τροία•
» ὅμως ἐγώ ὁ βαριόμοιρος πού γιούς τούς πιό λεβέντες
» σ\’ ὅλη τήν Τροία ἐγώ \’κανα, κανείς πιά δέ μοῦ μένει.
495 » Εἶχα πενήντα γιούς ἐγώ σά φτάσανε οἱ Ἀργίτες,
» ποὺ δεκαννιά τους ἀπό μιά γεννήθηκαν μητέρα,
» καί τούς λοιπούς μοῦ γέννησαν μέσα στόν πύργο οἱ σκλάβες.
» Μά ὁ ἄγριος Ἄρης θέρισε τούς πιό πολλούς• κι\’ ἀπ\’ ὅλους
» τόν πιό καλό μου, πού λαό διαφέντεβε καί κάστρο,
500 » τόν Ἔχτορα, στερνά κι\’ ἀφτόν, ἐνῶ γιά τήν πατρίδα
» πολέμαε, ἐσύ τόν σκότωσες. Τώρα γιά ἀφτόν στά πλοῖα
» ἦρθα ὡς ἐδῶ, καί ξαγορά πολύτιμη σοῦ φέρνω
» νά ξαγοράσω τό νεκρό. Μά τούς θεούς σεβάσου …
» πόνα κι\’ ἐμένα… ὅπως πονᾶς τό γέρο σου πατέρα.
505 » Ἐγώ \’μαι πιό τοῦ λυπημοῦ… ὅσα κανείς δέν εἶδε
» πάθια τραβῶ π\’ ἀπ\’ τό φονιά ζητάω τοῦ γιοῦ μας χάρες.»
Εἶπε, καί πόθο τ\’ ἄναψε τό γέρο του νά κλάψει,
κι\’ ἔσπρωξε ἀγάλια πιάνοντας τόν Πρίαμο ἀπ\’ τό χέρι.
Καί σά θυμήθηκαν κι\’ οἱ διο, ὁ ἕνας τους τό γιό του

510 θρηνοῦσε, στ\’ Ἀχιλέα ὀμπρός τά πόδια \’να κουβάρι,
πικρά κι\’ ὁ ἄλλος ἔκλαιγε τό γέρο του, ἤ καί πάλι
τό βλάμη του, κι\’ οἱ στεναγμοί παντοῦ τριγύρω ἀχοῦσαν.
513 Μά πιά τό κλάμα ὁ θεϊκός σά χόρτασε Ἀχιλέας,

515 τότες σηκώθη ὄχ τό θρονί, καί σήκωσε ἀπ\’ τό χέρι
τό γέρο —τ\’ ἄσπρα του μαλλιά πονώντας, τ\’ ἄσπρα γένια—
καί μέ φωνή ἥμερη τοῦυ λέει διο φτερωμένα λόγια
« Ἄ δόλιε, ναί πολλά ἡ ψυχή σούπιε πικρά φαρμάκια !
» Πῶς, πές μου, βάσταξες ἐδῶ ναρθεῖς στά πλοῖα μόνος
520 » μπροστά σ\’ ἐκεῖνον πού σωρό πολύτιμα παιδιά σου
» σούχει σφαγμένα ; Σίδερο πρέπει ἡ καρδιά σου νἄναι.
» Τώρα ἔλα κάτσε στό θρονί. Καί πικραμένοι ἤ ὄχι,
» ἄσ\’ τες τίς πίκρες τώρα ἐκεῖ κι\’ ἄς καῖν μές στήν καρδιά μας,
» γιατί ὄφελος μήν καρτερᾶς ἀπό παγώστρα κλάψα.
525 » Τί ἔχουν τῶν δύστυχων θνητῶν ἀφτὰ οἱ θεοί κλωσμένα,
» νά ζοῦν μέ λύπες… μά καημός τό τί εἶναι, ἀφτοί δέν ξέρουν.
» Τί στέκουν χάμου στοῦ Διός τόν πύργο διὸ πιθάρια,
» μέ δῶρα τέτια πού σκορπάει, κακά —ἤ καλά μές στ\’ ἄλλο—
» κι\’ ὁ Δίας σ\’ ὅπιους κι\’ ἄπ\’ τά διὸ ἀνάκατα χαρίσει.
530 » πότες θά σμίξουν μέ χαρές καί πότες μέ λαχτάρες•
» μά ἄσκημα ἄν δώκει, πρόσωπο θεοῦ ποτές δέ βλέπεις,
» καί μυίγα σέ κεντάει κακή ἀπ\’ ἄκρες γῆς ὡς ἄκρες
» κι\’ ἀτίμητος ἀπό θεούς λυσσογυρνᾶς κι\’ ἀθρώπους.
» Ἔτσι καί τοῦ Πηλιᾶ οἱ θεοί καμαρωμένα δῶρα
535 » ἀπό μικρό τοῦ χάρισαν, καί τούς θνητούς νικοῦσε
» ὅλους σέ πλοῦτος κι\’ ἀγαθά, τῶν Μυρμιδόνων ἄρχος,
» καί τέρι τοὔδωκαν θεά, θνητός κιὰς εἶταν ἔτσι.
» Μά τούβαλαν καί συφορές μέ τ\’ ἀγαθά, γιατί ἄλλα
» στόν πύργο βασιλόπουλα δέν τούστρεξαν νά κάνει,
540 » μόν ἔκανε ἕνα μονογιό πανώριο• πού, τό βλέπεις,
» δέν τόν γεροκομάει, τί νά στήν ἄκρη ἐγώ τοῦ κόσμου
» σέρνουμαι τά παιδιά σου ἐδῶ νά τυραγνάω κι\’ ἐσένα.
» Κι\’ ἐσένα, γέρο, ἀκούγαμε πώς μιά φορά ἐφτυχοῦσες•
» τί ὅσους τῆς Λέσβος τό νησί ἐντός του θρέφει ἀθρώπους,
545 » κι\’ ὁ ἄπειρος Ἑλλήσποντος ἤ κι\’ ἡ Φρυγιά ἀπό πάνου,
» ὅλους σέ πλοῦτος καί σέ γιούς λέν, γέρο, τούς νικοῦσες.
» Μά μιά οἱ θεοί καί σούστειλαν τέτια βαριά φουρτούνα,
» δέν πάβουν γύρω οἱ σκοτωμοί στό κάστρο σου, δέν πάβουν.
» Μά θάρρος, ἔλα πιά μήν κλαῖς —τί βγάζεις π\’ ἄχ ὁ θρῆνος
550 » πίσω δέ φέρνει— εἶναι γραφτό νά μή στερέβει ἡ πίκρα.»
Τότε ἀπαντᾶ ὁ θεόμορφος γιός τοῦ Δαρδάνου κι\’ εἶπε
« Ὄχι, ἀρχηγέ μου, μή μοῦ λές νά κάτσω ἐγώ, ὅσο ὁ γιός μου
» χάμου ρηγμένος κοίτεται. Μόν δῶσ\’ μου τόν… τά μάτια

555 » μου λαχταροῦνε νά τόν δοῦν. Καί πάρε —μέ χαρά σου—
» τά πλούσια δῶρα πούφερα. Κι\’ ἔτσι ἡ ἐφκή τοῦ Δία
557 » πίσω ἄς σέ πάει στόν τόπο σου γιά τό καλό πού κάνεις !»
559 Τότες λοξά τόν κοίταξε καί τοῦπε ὁ Ἀχιλέας

560 « Μή, γέρο, μ\’ ἐρεθίζεις πιά. Τόχω κι\’ ἐγώ στό νοῦ μου,
» καί θά σ\’ τόν δώσω. Μοῦρθε ἐδῶ ἀπ\’ τούς θεούς μηνήτρα
» ἡ μάννα πού μέ γέννησε, θαλάσσιου γέρου ἡ κόρη.
» Κι\’ ἐσένα δέ μοῦ ξέφυγε —τό νοιώθει, γέρο, ὁ νοῦς μου—
» θεός πώς σ\’ ἔφερε ὡς ἐδῶ στ\’ Ἀργίτικα καράβια.
565 » Τί νάρθει ὡς τό στρατό θνητός, καί νιός ἄν πεῖς λεβέντης,
» δέ θά κοτοῦσε• τούς φρουρούς δέ διάβαινε κρυφά τους,
» μήτε καί σάλεβε ἔφκολα τῆς πόρτας μου τό σύρτη•
» Ἔτσι ἄσε, γέρο μήν κεντᾶς τή θλιβερή καρδιά μου,
» μήπως —καί προσπέφτω ἔτσι ἐδῶ— κι\’ ἐσένα δέ σ\’ ἀφήκω
570 » γερό, καί τότες στοῦ Διός τό λόγο θ\’ ἁμαρτήσω.»
Εἶπε, κι\’ ὁ γέρος σκιάχτηκε καί τ\’ ἀγρικάει τό λόγο.
Κι\’ ἐκεῖνος σά λιοντάρι λές βγαίνει ὄξω ἀπ\’ τήν καλύβα,
ὄχι μονάχος, πάγαιναν διο παραγιοί μαζί του,
ὁ Ἀφτομέδος κι\’ Ἄλκιμος, οἱ διο τους π\’ ἀγαποῦσε

575 πιό ἀπ\’ ὅλους, τώρα ὁ Πάτροκλος πού τοῦχε πιά πεθάνει.
Ἀφτοί ξεζέβουν τ\’ ἄλογα κι\’ ἀκούραστα μουλάρια
καί μπάζουν τόν τρανόφωνο κράχτη τοῦ γέρου μέσα,
τοῦ λέν νά κάτσει, κι\’ ἔπειτα ἀπ\’ τό πανώριο κάρο
παίρνουν τήν πλούσια ξαγορά τοῦ φημισμένου Ἐχτόρου.
580 Μά ἀφῆκαν πανωφόρια διο κι\’ ἕνα σκουτί στό κάρο,
γιά νά τυλίξει τό νεκρό καί πίσω νὰν τόν δώκει
νὰν τόνε πᾶν στόν τόπο του. Καί κράζει σκλάβες ὄξω,
τούς λέει νά πλύνουν τό νεκρό, νὰν τόν ἀλείψουν λάδι,
583 παρέκει κάπου, μήν τυχόν καί δεῖ τό γιό του ὁ γέρος.
587 Κι\’ οἱ σκλάβες σάν τόν ἔπλυναν κι\’ ἀλείψανε μέ λάδι,
τόν τύλιξαν μές στό σκουτί καί στ\’ ὤριο πανωφόρι•
καί τότε ἀφτός τόν σήκωσε κι\’ ἀπίθωσε στό στρῶμα,

590 κι\’ οἱ παραγιοί τόν ἔβαλαν κι\’ οἱ διὸ μαζί στό κάρο.
Τότε ἔσπασε στά κλάματα καί τοῦ Πατρόκλου κράζει.
« Μή μοῦ χολιάσεις, Πάτροκλε, σά μάθεις μές στόν Ἅδη
» πὼς τώρα στόν πατέρα του πάει ὁ φονιάς σου πίσω,
» τί ἔλαβα δίκια ξαγορά. Μά πάλι ἐγώ κι\’ ἐσένα
595 » καλό, ὅπως πρέπει, μερτικό ἀπ\’ ὅλα θά σοῦ δώσω.»
Εἶπε, καί πίσω γύρισε μές στ\’ ἀψηλό καλύβι,
καί κάθησε στό σκαλιστό θρονί του ποῦχε ἀφίσει,
ἔτσι ἀπ\’ τόν ἄλλο τοῖχο ἐκεῖ, καί τοῦ Πριάμου τοῦπε
« Λέφτερο τώρα, γέρο μου, τό λείψανο, ὅπως εἶπες,

600 » ἥσυχο ἐκεῖ στό στρῶμα του. Κι\’ ἅμα χαράξει ἡ μέρα,
» παρ\’ το καί σύρε στήν ἐφκή. Μόν ἔλα τώρα ἄς φᾶμε.
» Τί νά γεφτεῖ θυμήθηκε κι\’ ἡ χρυσομάλλω ἡ Νιόβη,
» ποὺ δώδεκα ἔχασε παιδιά —κι\’ ὄχι ἔνα— στό πυργί της,
» νιούς ἕξη μές στή νιότη τους καί θυγατέρες ἕξη.
605 » Μά ὁ Φοῖβος σκότωσε τούς γιούς μέ τ\’ ἀργυρό δοξάρι,
» τί θύμωσε τῆς μάννας τους —κι\’ ἡ Ἄρτεμη τίς κόρες —
» τί ἤθελε δά μέ τή Λητό νά γίνεται ἴσα κι\’ ἴσα.
» Δώδεκα ἐγώ, εἶπε, γέννησα, μά διὸ ἡ Λητό μονάχα•
» μά ἀφτοί, καί διὸ ὄντας, σκότωσαν τά δώδεκά της ὅλα.
610 » Μέρες στό αἷμα κοίτουνταν ἐννιά, καί νὰν τούς θάψει
» δέν εἶχε μείνει πιά κανείς, γιατί ὁ μεγάλος Δίας
» ἔκανε πέτρες τό λαό• μά ἐκεῖ στίς δέκα μέρες
» τούς θάβουν τ\’ οὐρανοῦ οἱ θεοί. Κι\’ ἡ Νιόβη τότες πῆρε
613 » νά φάει πιά, σάν κουράστηκε χύνε ὅλο χύνε δάκρια.
618 » Ἔτσι ἔλα τώρα, γέρο μου, καιρός κι\’ ἐμεῖς νά φᾶμε
» μιὰ στάλα• κι\’ ἔπειτα τόν κλαῖς τό γιό σου, σά γυρίσεις
620 » στό κάστρο μέσα, καί πολλοί μαζί σου θὰν τόν κλάψουν.»
Εἶπε, κι\’ ἀπάνου ὁ γλήγορος σηκώνεται Ἀχιλέας
καί σφάζει ἀρνί λεφκόμαλλο. Κι\’ οἱ μπιστικοί συντρόφοι
τό γδέρνουν καί τό συγυρνοῦν καλά μέ κάθε τέχνη,
καί λιανισμένο ταχτικά στίς σοῦγλες τό περνοῦνε,
τό ψαίνουν ὄμορφα ὄμορφα κι\’ ἄπ\’ τή φωτιά τό βγάζουν.

625 Κατόπι παίρνει τό ψωμί νά δώσει ὁ Ἀφτομέδος
μές σέ πανώρια κάνιστρα, καί πάει καί στό τραπέζι
τά βάζει ἀπάνου• καί τό κριᾶς μοιράζει ὁ Ἀχιλέας.
Καί τότες σ\’ ἕτοιμα ἅπλωσαν καλούδια, ὀμπρός στρωμένα.
Κι\’ ὅταν πιά τέλος χόρτασαν καλά μέ φαγοπότι,
ὁ γέρος τοῦ Πηλιᾶ τό γιό καμάρωνε, πὼς εἶταν

630 λαμπρός μεγάλος ! λές θεό πώς ἔμιαζε ἴσα πέρα.
Καί πάλε ἀφτός τόν Πρίαμο καμάρωνε, θωρώντας
τήν ὄψη τήν ἀρχοντικιά, τά λόγια του ἀγρικώντας.
Μά τέλος πιά σά χόρτασαν μέ τό νά βλέπουνται ἔτσι,
πρῶτος τότε ὁ θεόμορφος γιός εἶπε τοῦ Δαρδάνου

635 « Μή, θεοπαίδι, τώρα ἀργεῖς, μόν πές τους νά μοῦ στρώσουν,
» γιά νά χαροῦμε μιά σταλιά καί τό γλυκό τόν ὕπνο.
» Τί ἀπ\’ ὄντας βρῆκε θάνατο μέ τό σπαθί σου ὁ γιός μου,
» στιγμή κάτου ἀπ\’ τά βλέφαρα δέ μούκλεισαν τά μάτια,
» μόν κλαίω στενάζω, τίς πολλές τίς πίκρες μου ἀναδέβω,
640 » κι\’ ὄξω κυλιοῦμαι στά σβουνιά μές στῆς ἀβλῆς τό γύρο.
» Τώρα νά κι\’ ἔφαγα ψωμί καί μούβρεξε τά χείλια
» λίγο κρασάκι• μά ὅμως πρίν δέν εἶχα ἀγγίξει στάλα.»
Εἶπε, κι\’ ἀφτός τούς παραγιούς προστάζει καί τίς σκλάβες
στό λιακωτό νά βάλουνε κλινάρι, καί νά στρώσουν

645 ὄμορφα κόκκινα χαλιά, ν\’ ἁπλώσουν ἀντρομίδες,
κι\’ ἀπάνου σκέπασμα σγουρές νά βάλουνε φλοκάτες.
Κι\’ ἔβγαιναν ἀπ\’ τή σάλα ἀφτές στά χέρια φῶς κρατώντας,
κι\’ ἀμέσως — κάνοντας γοργά — τοὺς στρώνουν διὸ κλινάρια.
Τότες τοῦ λέει ὁ Ἀχιλιᾶς γλυκόλαλα τοῦ γέρου

650 « Νά, γέρο μου, ὄξω πλάγιασε, μήν τύχει καί προβάλει
» κανείς ἐδῶ ἄξαφνα ἀρχηγός, γιατί ἔρχουνται πολλοί τους
» κι\’ ἀντάμα ἐδῶ σάν ἀδερφοί κάθε δουλιά μιλᾶμε.
» Ὅπιος τους μές στή φτερωτή μελανοφόρα νύχτα
» σέ δεῖ, θὰν τό προφτάσει ἐφτύς τοῦ βασιλιᾶ Ἀγαμέμνου,
655 » καί πιά τό νά δοθεῖ ὁ νεκρός ἀναβολές θ\’ ἀρχίσουν.
» Μόν ἔλα πές μου τώρα ἀφτό καί μίλα τήν ἀλήθια•
» πόσον καιρό τόν Ἔχτορα σκοπό \’χεις νά θρηνήσεις,
» ποὺ ὡς τότε ἐγώ μέ τό στρατό νά μήν ἀνοίξω μάχη.»
Τότε ἀπαντᾶ ὁ θεόμορφος γιός τοῦ Δαρδάνου κι\’ εἶπε

660 « Ἄ θές τό ξόδι του, ὅπως λές, τοῦ γιοῦ μου ν\’ ἀποσώσω,
» γιέ τοῦ Πηλιᾶ, ἔτσι κᾶνε μου καί θά σχωρνῶ σε πάντα.
» Τί ξέρεις, μές στό κάστρο ἐμεῖς κλεισμένοι, καί τά ξύλα
» στό λόγγο ἀλάργα κι\’ ὁ λαός βαριά \’ναι φοβισμένος.
» Μέρες ἐννιά τό λείψανο θά κλαῖμε μές στόν πύργο,
665 » στίς δέκα θὰν τό θάψουμε καί θά δειπνήσει ὁ κόσμος,
» τή μέρα τήν ἐντέκατη θά στήσουμε τό μνῆμα•
» κατόπι πολεμοῦμε πιά ἀφοῦ τό θέλει ἡ τύχη.»
Τότε ὁ γοργός τοῦ μίλησε γιός τοῦ Πηλιᾶ καί τοῦπε
« Ναί, γέρο μου, ἄς γενεῖ κι\’ ἀφτό καθώς ὁρίζεις, ἔτσι•

670 » τί μέρες δώδεκα, ὅπως λές, κοντάρι δέν ἀγγίζω.»
Εἶπε καί τότες τοὔπιασε τό χέρι τό δεξύ του
ἐκεῖ στό χτένι, μήν τυχόν καί βάλει ὁ νοῦς τους φόβους.

Κι\’ ἐκεῖνοι οἱ διὸ στό πρόσπιτο, ὁ βασιλιάς κι\’ ὁ κράχτης,
πλαγιάζουν, κι\’ εἶχε συλλογές ὁ νοῦς τους καί φροντίδες.

_________________________________

Πρωτότυπο κείμενο

440 καὶ ἀναΐξας ἐριούνιος ἅρμα καὶ ἵππους
καρπαλίμως μάστιγα καὶ ἡνία λάζετο χερσίν,
ἐν δ᾽ ἔπνευσ᾽ ἵπποισι καὶ ἡμιόνοις μένος ἠΰ.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ πύργους τε νεῶν καὶ τάφρον ἵκοντο,
οἳ δὲ νέον περὶ δόρπα φυλακτῆρες πονέοντο,

445 τοῖσι δ᾽ ἐφ᾽ ὕπνον ἔχευε διάκτορος ἀργεϊφόντης
πᾶσιν, ἄφαρ δ᾽ ὤϊξε πύλας καὶ ἀπῶσεν ὀχῆας,
ἐς δ᾽ ἄγαγε Πρίαμόν τε καὶ ἀγλαὰ δῶρ᾽ ἐπ᾽ ἀπήνης.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ κλισίην Πηληϊάδεω ἀφίκοντο
ὑψηλήν, τὴν Μυρμιδόνες ποίησαν ἄνακτι

450 δοῦρ᾽ ἐλάτης κέρσαντες· ἀτὰρ καθύπερθεν ἔρεψαν
λαχνήεντ᾽ ὄροφον λειμωνόθεν ἀμήσαντες·
ἀμφὶ δέ οἱ μεγάλην αὐλὴν ποίησαν ἄνακτι
σταυροῖσιν πυκινοῖσι· θύρην δ᾽ ἔχε μοῦνος ἐπιβλὴς
εἰλάτινος, τὸν τρεῖς μὲν ἐπιρρήσσεσκον Ἀχαιοί,
455 τρεῖς δ᾽ ἀναοίγεσκον μεγάλην κληῖδα θυράων
τῶν ἄλλων· Ἀχιλεὺς δ᾽ ἄρ᾽ ἐπιρρήσσεσκε καὶ οἶος·
δή ῥα τόθ᾽ Ἑρμείας ἐριούνιος ᾦξε γέροντι,
ἐς δ᾽ ἄγαγε κλυτὰ δῶρα ποδώκεϊ Πηλεΐωνι,
ἐξ ἵππων δ᾽ ἀπέβαινεν ἐπὶ χθόνα φώνησέν τε·

460 ὦ γέρον ἤτοι ἐγὼ θεὸς ἄμβροτος εἰλήλουθα
Ἑρμείας· σοὶ γάρ με πατὴρ ἅμα πομπὸν ὄπασσεν.
ἀλλ᾽ ἤτοι μὲν ἐγὼ πάλιν εἴσομαι, οὐδ᾽ Ἀχιλῆος
ὀφθαλμοὺς εἴσειμι· νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη
ἀθάνατον θεὸν ὧδε βροτοὺς ἀγαπαζέμεν ἄντην·
465 τύνη δ᾽ εἰσελθὼν λαβὲ γούνατα Πηλεΐωνος,
καί μιν ὑπὲρ πατρὸς καὶ μητέρος ἠϋκόμοιο
λίσσεο καὶ τέκεος, ἵνα οἱ σὺν θυμὸν ὀρίνῃς.
ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη πρὸς μακρὸν Ὄλυμπον
Ἑρμείας· Πρίαμος δ᾽ ἐξ ἵππων ἆλτο χαμᾶζε,

470 Ἰδαῖον δὲ κατ᾽ αὖθι λίπεν· ὃ δὲ μίμνεν ἐρύκων
ἵππους ἡμιόνους τε· γέρων δ᾽ ἰθὺς κίεν οἴκου,
τῇ ῥ᾽ Ἀχιλεὺς ἵζεσκε Διῒ φίλος· ἐν δέ μιν αὐτὸν
εὗρ᾽, ἕταροι δ᾽ ἀπάνευθε καθήατο· τὼ δὲ δύ᾽ οἴω
ἥρως Αὐτομέδων τε καὶ Ἄλκιμος ὄζος Ἄρηος
475 ποίπνυον παρεόντε· νέον δ᾽ ἀπέληγεν ἐδωδῆς
ἔσθων καὶ πίνων· ἔτι καὶ παρέκειτο τράπεζα.
τοὺς δ᾽ ἔλαθ᾽ εἰσελθὼν Πρίαμος μέγας, ἄγχι δ᾽ ἄρα στὰς
χερσὶν Ἀχιλλῆος λάβε γούνατα καὶ κύσε χεῖρας
δεινὰς ἀνδροφόνους, αἵ οἱ πολέας κτάνον υἷας.

480
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἂν ἄνδρ᾽ ἄτη πυκινὴ λάβῃ, ὅς τ᾽ ἐνὶ πάτρῃ
φῶτα κατακτείνας ἄλλων ἐξίκετο δῆμον
ἀνδρὸς ἐς ἀφνειοῦ, θάμβος δ᾽ ἔχει εἰσορόωντας,
ὣς Ἀχιλεὺς θάμβησεν ἰδὼν Πρίαμον θεοειδέα·
θάμβησαν δὲ καὶ ἄλλοι, ἐς ἀλλήλους δὲ ἴδοντο.
485 τὸν καὶ λισσόμενος Πρίαμος πρὸς μῦθον ἔειπε·
μνῆσαι πατρὸς σοῖο θεοῖς ἐπιείκελ᾽ Ἀχιλλεῦ,
τηλίκου ὥς περ ἐγών, ὀλοῷ ἐπὶ γήραος οὐδῷ·
καὶ μέν που κεῖνον περιναιέται ἀμφὶς ἐόντες
τείρουσ᾽, οὐδέ τίς ἐστιν ἀρὴν καὶ λοιγὸν ἀμῦναι.
490 ἀλλ᾽ ἤτοι κεῖνός γε σέθεν ζώοντος ἀκούων
χαίρει τ᾽ ἐν θυμῷ, ἐπί τ᾽ ἔλπεται ἤματα πάντα
ὄψεσθαι φίλον υἱὸν ἀπὸ Τροίηθεν ἰόντα·
αὐτὰρ ἐγὼ πανάποτμος, ἐπεὶ τέκον υἷας ἀρίστους
Τροίῃ ἐν εὐρείῃ, τῶν δ᾽ οὔ τινά φημι λελεῖφθαι.
495 πεντήκοντά μοι ἦσαν ὅτ᾽ ἤλυθον υἷες Ἀχαιῶν·
ἐννεακαίδεκα μέν μοι ἰῆς ἐκ νηδύος ἦσαν,
τοὺς δ᾽ ἄλλους μοι ἔτικτον ἐνὶ μεγάροισι γυναῖκες.
τῶν μὲν πολλῶν θοῦρος Ἄρης ὑπὸ γούνατ᾽ ἔλυσεν·
ὃς δέ μοι οἶος ἔην, εἴρυτο δὲ ἄστυ καὶ αὐτούς,
500 τὸν σὺ πρῴην κτεῖνας ἀμυνόμενον περὶ πάτρης
Ἕκτορα· τοῦ νῦν εἵνεχ᾽ ἱκάνω νῆας Ἀχαιῶν
λυσόμενος παρὰ σεῖο, φέρω δ᾽ ἀπερείσι᾽ ἄποινα.
ἀλλ᾽ αἰδεῖο θεοὺς Ἀχιλεῦ, αὐτόν τ᾽ ἐλέησον
μνησάμενος σοῦ πατρός· ἐγὼ δ᾽ ἐλεεινότερός περ,
505 ἔτλην δ᾽ οἷ᾽ οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος,
ἀνδρὸς παιδοφόνοιο ποτὶ στόμα χεῖρ᾽ ὀρέγεσθαι.
ὣς φάτο, τῷ δ᾽ ἄρα πατρὸς ὑφ᾽ ἵμερον ὦρσε γόοιο·
ἁψάμενος δ᾽ ἄρα χειρὸς ἀπώσατο ἦκα γέροντα.
τὼ δὲ μνησαμένω ὃ μὲν Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο

510
κλαῖ᾽ ἁδινὰ προπάροιθε ποδῶν Ἀχιλῆος ἐλυσθείς,
αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς κλαῖεν ἑὸν πατέρ᾽, ἄλλοτε δ᾽ αὖτε
Πάτροκλον· τῶν δὲ στοναχὴ κατὰ δώματ᾽ ὀρώρει.
αὐτὰρ ἐπεί ῥα γόοιο τετάρπετο δῖος Ἀχιλλεύς,
καί οἱ ἀπὸ πραπίδων ἦλθ᾽ ἵμερος ἠδ᾽ ἀπὸ γυίων,

515 αὐτίκ᾽ ἀπὸ θρόνου ὦρτο, γέροντα δὲ χειρὸς ἀνίστη
οἰκτίρων πολιόν τε κάρη πολιόν τε γένειον,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
ἆ δείλ᾽, ἦ δὴ πολλὰ κάκ᾽ ἄνσχεο σὸν κατὰ θυμόν.
πῶς ἔτλης ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν ἐλθέμεν οἶος
520 ἀνδρὸς ἐς ὀφθαλμοὺς ὅς τοι πολέας τε καὶ ἐσθλοὺς
υἱέας ἐξενάριξα; σιδήρειόν νύ τοι ἦτορ.
ἀλλ᾽ ἄγε δὴ κατ᾽ ἄρ᾽ ἕζευ ἐπὶ θρόνου, ἄλγεα δ᾽ ἔμπης
ἐν θυμῷ κατακεῖσθαι ἐάσομεν ἀχνύμενοί περ·
οὐ γάρ τις πρῆξις πέλεται κρυεροῖο γόοιο·
525 ὡς γὰρ ἐπεκλώσαντο θεοὶ δειλοῖσι βροτοῖσι
ζώειν ἀχνυμένοις· αὐτοὶ δέ τ᾽ ἀκηδέες εἰσί.
δοιοὶ γάρ τε πίθοι κατακείαται ἐν Διὸς οὔδει
δώρων οἷα δίδωσι κακῶν, ἕτερος δὲ ἑάων·
ᾧ μέν κ᾽ ἀμμίξας δώῃ Ζεὺς τερπικέραυνος,
530 ἄλλοτε μέν τε κακῷ ὅ γε κύρεται, ἄλλοτε δ᾽ ἐσθλῷ·
ᾧ δέ κε τῶν λυγρῶν δώῃ, λωβητὸν ἔθηκε,
καί ἑ κακὴ βούβρωστις ἐπὶ χθόνα δῖαν ἐλαύνει,
φοιτᾷ δ᾽ οὔτε θεοῖσι τετιμένος οὔτε βροτοῖσιν.
ὣς μὲν καὶ Πηλῆϊ θεοὶ δόσαν ἀγλαὰ δῶρα
535 ἐκ γενετῆς· πάντας γὰρ ἐπ᾽ ἀνθρώπους ἐκέκαστο
ὄλβῳ τε πλούτῳ τε, ἄνασσε δὲ Μυρμιδόνεσσι,
καί οἱ θνητῷ ἐόντι θεὰν ποίησαν ἄκοιτιν.
ἀλλ᾽ ἐπὶ καὶ τῷ θῆκε θεὸς κακόν, ὅττί οἱ οὔ τι
παίδων ἐν μεγάροισι γονὴ γένετο κρειόντων,
540 ἀλλ᾽ ἕνα παῖδα τέκεν παναώριον· οὐδέ νυ τόν γε
γηράσκοντα κομίζω, ἐπεὶ μάλα τηλόθι πάτρης
ἧμαι ἐνὶ Τροίῃ, σέ τε κήδων ἠδὲ σὰ τέκνα.
καὶ σὲ γέρον τὸ πρὶν μὲν ἀκούομεν ὄλβιον εἶναι·
ὅσσον Λέσβος ἄνω Μάκαρος ἕδος ἐντὸς ἐέργει
545 καὶ Φρυγίη καθύπερθε καὶ Ἑλλήσποντος ἀπείρων,
τῶν σε γέρον πλούτῳ τε καὶ υἱάσι φασὶ κεκάσθαι.
αὐτὰρ ἐπεί τοι πῆμα τόδ᾽ ἤγαγον Οὐρανίωνες
αἰεί τοι περὶ ἄστυ μάχαι τ᾽ ἀνδροκτασίαι τε.
ἄνσχεο, μὴ δ᾽ ἀλίαστον ὀδύρεο σὸν κατὰ θυμόν·
550 οὐ γάρ τι πρήξεις ἀκαχήμενος υἷος ἑῆος,
οὐδέ μιν ἀνστήσεις, πρὶν καὶ κακὸν ἄλλο πάθῃσθα.
τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα γέρων Πρίαμος θεοειδής·
μή πω μ᾽ ἐς θρόνον ἵζε διοτρεφὲς ὄφρά κεν Ἕκτωρ
κεῖται ἐνὶ κλισίῃσιν ἀκηδής, ἀλλὰ τάχιστα

555
λῦσον ἵν᾽ ὀφθαλμοῖσιν ἴδω· σὺ δὲ δέξαι ἄποινα
πολλά, τά τοι φέρομεν· σὺ δὲ τῶνδ᾽ ἀπόναιο, καὶ ἔλθοις
σὴν ἐς πατρίδα γαῖαν, ἐπεί με πρῶτον ἔασας
αὐτόν τε ζώειν καὶ ὁρᾶν φάος ἠελίοιο.
τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·

560
μηκέτι νῦν μ᾽ ἐρέθιζε γέρον· νοέω δὲ καὶ αὐτὸς
Ἕκτορά τοι λῦσαι, Διόθεν δέ μοι ἄγγελος ἦλθε
μήτηρ, ἥ μ᾽ ἔτεκεν, θυγάτηρ ἁλίοιο γέροντος.
καὶ δέ σε γιγνώσκω Πρίαμε φρεσίν, οὐδέ με λήθεις,
ὅττι θεῶν τίς σ᾽ ἦγε θοὰς ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν.
565 οὐ γάρ κε τλαίη βροτὸς ἐλθέμεν, οὐδὲ μάλ᾽ ἡβῶν,
ἐς στρατόν· οὐδὲ γὰρ ἂν φυλάκους λάθοι, οὐδέ κ᾽ ὀχῆα
ῥεῖα μετοχλίσσειε θυράων ἡμετεράων.
τὼ νῦν μή μοι μᾶλλον ἐν ἄλγεσι θυμὸν ὀρίνῃς,
μή σε γέρον οὐδ᾽ αὐτὸν ἐνὶ κλισίῃσιν ἐάσω
570 καὶ ἱκέτην περ ἐόντα, Διὸς δ᾽ ἀλίτωμαι ἐφετμάς.
ὣς ἔφατ᾽, ἔδεισεν δ᾽ ὃ γέρων καὶ ἐπείθετο μύθῳ.
Πηλεΐδης δ᾽ οἴκοιο λέων ὣς ἆλτο θύραζε
οὐκ οἶος, ἅμα τῷ γε δύω θεράποντες ἕποντο
ἥρως Αὐτομέδων ἠδ᾽ Ἄλκιμος, οὕς ῥα μάλιστα

575
τῖ᾽ Ἀχιλεὺς ἑτάρων μετὰ Πάτροκλόν γε θανόντα,
οἳ τόθ᾽ ὑπὸ ζυγόφιν λύον ἵππους ἡμιόνους τε,
ἐς δ᾽ ἄγαγον κήρυκα καλήτορα τοῖο γέροντος,
κὰδ δ᾽ ἐπὶ δίφρου εἷσαν· ἐϋξέστου δ᾽ ἀπ᾽ ἀπήνης
ᾕρεον Ἑκτορέης κεφαλῆς ἀπερείσι᾽ ἄποινα.
580 κὰδ δ᾽ ἔλιπον δύο φάρε᾽ ἐΰννητόν τε χιτῶνα,
ὄφρα νέκυν πυκάσας δοίη οἶκον δὲ φέρεσθαι.
δμῳὰς δ᾽ ἐκκαλέσας λοῦσαι κέλετ᾽ ἀμφί τ᾽ ἀλεῖψαι
νόσφιν ἀειράσας, ὡς μὴ Πρίαμος ἴδοι υἱόν,
μὴ ὃ μὲν ἀχνυμένῃ κραδίῃ χόλον οὐκ ἐρύσαιτο
585 παῖδα ἰδών, Ἀχιλῆϊ δ᾽ ὀρινθείη φίλον ἦτορ,
καί ἑ κατακτείνειε, Διὸς δ᾽ ἀλίτηται ἐφετμάς.
τὸν δ᾽ ἐπεὶ οὖν δμῳαὶ λοῦσαν καὶ χρῖσαν ἐλαίῳ,
ἀμφὶ δέ μιν φᾶρος καλὸν βάλον ἠδὲ χιτῶνα,
αὐτὸς τόν γ᾽ Ἀχιλεὺς λεχέων ἐπέθηκεν ἀείρας,

590
σὺν δ᾽ ἕταροι ἤειραν ἐϋξέστην ἐπ᾽ ἀπήνην.
ᾤμωξέν τ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα, φίλον δ᾽ ὀνόμηνεν ἑταῖρον·
μή μοι Πάτροκλε σκυδμαινέμεν, αἴ κε πύθηαι
εἰν Ἄϊδός περ ἐὼν ὅτι Ἕκτορα δῖον ἔλυσα
πατρὶ φίλῳ, ἐπεὶ οὔ μοι ἀεικέα δῶκεν ἄποινα.
595 σοὶ δ᾽ αὖ ἐγὼ καὶ τῶνδ᾽ ἀποδάσσομαι ὅσσ᾽ ἐπέοικεν.
ἦ ῥα, καὶ ἐς κλισίην πάλιν ἤϊε δῖος Ἀχιλλεύς,
ἕζετο δ᾽ ἐν κλισμῷ πολυδαιδάλῳ ἔνθεν ἀνέστη
τοίχου τοῦ ἑτέρου, ποτὶ δὲ Πρίαμον φάτο μῦθον·
υἱὸς μὲν δή τοι λέλυται γέρον ὡς ἐκέλευες,

600
κεῖται δ᾽ ἐν λεχέεσσ᾽· ἅμα δ᾽ ἠοῖ φαινομένηφιν
ὄψεαι αὐτὸς ἄγων· νῦν δὲ μνησώμεθα δόρπου.
καὶ γάρ τ᾽ ἠΰκομος Νιόβη ἐμνήσατο σίτου,
τῇ περ δώδεκα παῖδες ἐνὶ μεγάροισιν ὄλοντο
ἓξ μὲν θυγατέρες, ἓξ δ᾽ υἱέες ἡβώοντες.
605 τοὺς μὲν Ἀπόλλων πέφνεν ἀπ᾽ ἀργυρέοιο βιοῖο
χωόμενος Νιόβῃ, τὰς δ᾽ Ἄρτεμις ἰοχέαιρα,
οὕνεκ᾽ ἄρα Λητοῖ ἰσάσκετο καλλιπαρῄῳ·
φῆ δοιὼ τεκέειν, ἣ δ᾽ αὐτὴ γείνατο πολλούς·
τὼ δ᾽ ἄρα καὶ δοιώ περ ἐόντ᾽ ἀπὸ πάντας ὄλεσσαν.
610 οἳ μὲν ἄρ᾽ ἐννῆμαρ κέατ᾽ ἐν φόνῳ, οὐδέ τις ἦεν
κατθάψαι, λαοὺς δὲ λίθους ποίησε Κρονίων·
τοὺς δ᾽ ἄρα τῇ δεκάτῃ θάψαν θεοὶ Οὐρανίωνες.
ἣ δ᾽ ἄρα σίτου μνήσατ᾽, ἐπεὶ κάμε δάκρυ χέουσα.
νῦν δέ που ἐν πέτρῃσιν ἐν οὔρεσιν οἰοπόλοισιν
615 ἐν Σιπύλῳ, ὅθι φασὶ θεάων ἔμμεναι εὐνὰς
νυμφάων, αἵ τ᾽ ἀμφ᾽ Ἀχελώϊον ἐρρώσαντο,
ἔνθα λίθος περ ἐοῦσα θεῶν ἐκ κήδεα πέσσει.
ἀλλ᾽ ἄγε δὴ καὶ νῶϊ μεδώμεθα δῖε γεραιὲ
σίτου· ἔπειτά κεν αὖτε φίλον παῖδα κλαίοισθα
620 Ἴλιον εἰσαγαγών· πολυδάκρυτος δέ τοι ἔσται.
ἦ καὶ ἀναΐξας ὄϊν ἄργυφον ὠκὺς Ἀχιλλεὺς
σφάξ᾽· ἕταροι δ᾽ ἔδερόν τε καὶ ἄμφεπον εὖ κατὰ κόσμον,
μίστυλλόν τ᾽ ἄρ᾽ ἐπισταμένως πεῖράν τ᾽ ὀβελοῖσιν,
ὄπτησάν τε περιφραδέως, ἐρύσαντό τε πάντα.

625
Αὐτομέδων δ᾽ ἄρα σῖτον ἑλὼν ἐπένειμε τραπέζῃ
καλοῖς ἐν κανέοισιν· ἀτὰρ κρέα νεῖμεν Ἀχιλλεύς.
οἳ δ᾽ ἐπ᾽ ὀνείαθ᾽ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.
αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,
ἤτοι Δαρδανίδης Πρίαμος θαύμαζ᾽ Ἀχιλῆα

630
ὅσσος ἔην οἷός τε· θεοῖσι γὰρ ἄντα ἐῴκει·
αὐτὰρ ὃ Δαρδανίδην Πρίαμον θαύμαζεν Ἀχιλλεὺς
εἰσορόων ὄψίν τ᾽ ἀγαθὴν καὶ μῦθον ἀκούων.
αὐτὰρ ἐπεὶ τάρπησαν ἐς ἀλλήλους ὁρόωντες,
τὸν πρότερος προσέειπε γέρων Πρίαμος θεοειδής·

635
λέξον νῦν με τάχιστα διοτρεφές, ὄφρα καὶ ἤδη
ὕπνῳ ὕπο γλυκερῷ ταρπώμεθα κοιμηθέντες·
οὐ γάρ πω μύσαν ὄσσε ὑπὸ βλεφάροισιν ἐμοῖσιν
ἐξ οὗ σῇς ὑπὸ χερσὶν ἐμὸς πάϊς ὤλεσε θυμόν,
ἀλλ᾽ αἰεὶ στενάχω καὶ κήδεα μυρία πέσσω
640 αὐλῆς ἐν χόρτοισι κυλινδόμενος κατὰ κόπρον.
νῦν δὴ καὶ σίτου πασάμην καὶ αἴθοπα οἶνον
λαυκανίης καθέηκα· πάρος γε μὲν οὔ τι πεπάσμην.
ἦ ῥ᾽, Ἀχιλεὺς δ᾽ ἑτάροισιν ἰδὲ δμῳῇσι κέλευσε
δέμνι᾽ ὑπ᾽ αἰθούσῃ θέμεναι καὶ ῥήγεα καλὰ

645
πορφύρε᾽ ἐμβαλέειν, στορέσαι τ᾽ ἐφύπερθε τάπητας,
χλαίνας τ᾽ ἐνθέμεναι οὔλας καθύπερθεν ἕσασθαι.
αἳ δ᾽ ἴσαν ἐκ μεγάροιο δάος μετὰ χερσὶν ἔχουσαι,
αἶψα δ᾽ ἄρα στόρεσαν δοιὼ λέχε᾽ ἐγκονέουσαι.
τὸν δ᾽ ἐπικερτομέων προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·

650
ἐκτὸς μὲν δὴ λέξο γέρον φίλε, μή τις Ἀχαιῶν
ἐνθάδ᾽ ἐπέλθῃσιν βουληφόρος, οἵ τέ μοι αἰεὶ
βουλὰς βουλεύουσι παρήμενοι, ἣ θέμις ἐστί·
τῶν εἴ τίς σε ἴδοιτο θοὴν διὰ νύκτα μέλαιναν,
αὐτίκ᾽ ἂν ἐξείποι Ἀγαμέμνονι ποιμένι λαῶν,
655 καί κεν ἀνάβλησις λύσιος νεκροῖο γένηται.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον,
ποσσῆμαρ μέμονας κτερεϊζέμεν Ἕκτορα δῖον,
ὄφρα τέως αὐτός τε μένω καὶ λαὸν ἐρύκω.
τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα γέρων Πρίαμος θεοειδής·

660
εἰ μὲν δή μ᾽ ἐθέλεις τελέσαι τάφον Ἕκτορι δίῳ,
ὧδέ κέ μοι ῥέζων Ἀχιλεῦ κεχαρισμένα θείης.
οἶσθα γὰρ ὡς κατὰ ἄστυ ἐέλμεθα, τηλόθι δ᾽ ὕλη
ἀξέμεν ἐξ ὄρεος, μάλα δὲ Τρῶες δεδίασιν.
ἐννῆμαρ μέν κ᾽ αὐτὸν ἐνὶ μεγάροις γοάοιμεν,

665
τῇ δεκάτῃ δέ κε θάπτοιμεν δαινῦτό τε λαός,
ἑνδεκάτῃ δέ κε τύμβον ἐπ᾽ αὐτῷ ποιήσαιμεν,
τῇ δὲ δυωδεκάτῃ πολεμίξομεν εἴ περ ἀνάγκη.
τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς·
ἔσται τοι καὶ ταῦτα γέρον Πρίαμ᾽ ὡς σὺ κελεύεις·

670
σχήσω γὰρ πόλεμον τόσσον χρόνον ὅσσον ἄνωγας.
ὣς ἄρα φωνήσας ἐπὶ καρπῷ χεῖρα γέροντος
ἔλλαβε δεξιτερήν, μή πως δείσει᾽ ἐνὶ θυμῷ.
οἳ μὲν ἄρ᾽ ἐν προδόμῳ δόμου αὐτόθι κοιμήσαντο
κῆρυξ καὶ Πρίαμος πυκινὰ φρεσὶ μήδε᾽ ἔχοντες.