
Δέν εἶναι τόσο τό «βραβεῖο Οὐράνη» πού μᾶς ἔφερε στό σπίτι τῆς Μελισσάνθης. Ἄλλωστε δέν εἶναι ἡ πρώτη φορά πού ἡ ποιήτρια βραβεύεται. Τό 1938 καί πάλι ἡ Ἀκαδημία τήν τίμησε μέ τόν Α\’ ἔπαινο γιά τό βιβλίο της «Ὁ γυρισμός τοῦ ἀσώτου». Στή συνέχεια, τό 1945, τιμήθηκε μέ εὔφημο μνεία βραβείου Παλαμᾶ γιά τή «Λυρική ἐξομολόγηση» καί τό 1965 μέ τό κρατικό βραβεῖο ποίησης γιά τό βιβλίο τῆς «Φράγμα τῆς σιωπῆς».
Δέν εἶναι λοιπόν τόσο ἡ προχθεσινή βράβευση στήν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν γιά τό σύνολο τοῦ ποιητικοῦ ἔργου της ὅσο ἕνα ὀφειλόμενο χρέος γιά τή σημαντική καί ἀθόρυβη προσφορά της στά γράμματά μας ἐδῶ καί 50 χρόνια -προσφορά πού δέν ἔχει οὔτε ἐκτιμηθεῖ οὔτε προβληθεῖ- (καί σ\’ αὐτό εὐθυνόμαστε κι ἐμεῖς οἱ δημοσιογράφοι καθώς παίζουμε λίγο-πολύ τό παιχνίδι τοῦ «στάρ σύστεμ») στόν βαθμό πού τῆς ἀξίζει.
Ἡ κόλαση πού λέγεται Ἀθήνα
Τή συναντᾶμε στό ὑπόγειο διαμέρισμά της σέ μία πολυκατοικία ἀπέναντι ἀπό τοῦ Μακρυγιάννη. Κι ἐνῶ κατεβαίνοντας τά σκαλοπάτια ἔχουμε τήν αἴσθηση ὅτι θά βρεθοῦμε σέ κάποιο ντοστογιεφσκικό χῶρο, βρισκόμαστε ξαφνικά σ\’ ἕνα φωτεινό κι εὐχάριστο διαμέρισμα μ\’ ἕνα παράθυρο πού βλέπει σ\’ ἕναν ὄμορφο κῆπο ἀκριβῶς δίπλα του. Ἕνα πεῦκο, ἕνας φουντωτός πυράκανθος μέ τά κόκκινα ἄνθη του κι ἕνας ἐπίσης φουντωτός ὑβίσκος δίνουν μιὰ εἰκόνα πού δέν τήν ὑποψιάζεσαι καθώς ἔρχεσαι ἀπό τή φρίκη πού κυριαρχεῖ στό ἐξωτερικό τῆς πολυκατοικίας. Ἐδῶ ἀκόμα καί οἱ θόρυβοι ἔχουν πνιγεῖ.
«Μένω ἀπό τό 1960», λέει, «καί εὐτυχῶς ἔχω σώσει αὐτή τή γωνιά».
-Ἀναρωτιέμαι πῶς βλέπετε τή σημερινή Ἀθήνα, ἐσεῖς, πού εἴσαστε γέννημα καί θρέμμα της.
«Καμία ἴσως πόλη τοῦ κόσμου δέν ἀντικατοπτρίζει τήν κόλαση τοῦ σημερινοῦ κόσμου ὅσο ἡ Ἀθήνα! Στό ποίημά μου «Ἡ ἕβδομη σφραγίδα» περιγράφω τό σημερινό μας κατάντημα.
Πενήντα χρόνια στήν ποίηση
Ψευδώνυμο τῆς Ἥβης Κούγια-Σκανδαλάκη, ἡ Μελισσάνθη γεννήθηκε τό 1910 στήν Ἀθήνα. Σπούδασε στό Γαλλικό Ἰνστιτοῦτο καί τήν παλιά Γερμανική Σχολή. Δούλεψε σάν δημοσιογράφος (κυρίως σάν διασκευάστρια ἀναγνωσμάτων καί μεταφράστρια) καί σάν καθηγήτρια τῆς γαλλικῆς σέ ἰδιωτικές σχολές καί νυχτερινά γυμνάσια.
Γιά δέκα περίπου χρόνια δούλεψε σάν συνεργάτρια σέ λογοτεχνικά συγγράμματα τοῦ ραδιοφώνου ἀπ\’ ὅπου παρουσίασε πολλές θεατρικές διασκευές, ἑλληνική καί ἀμερικανική ποίηση κ.ἄ.
Ἐμφανίστηκε στά γράμματα τό 1930 μέ τήν ποιητική συλλογή «Φωνές ἐντόμου». Τόν ἑπόμενο χρόνο κυκλοφόρησε τίς «Προφητεῖες» πού ἀποτέλεσε φιλολογικό γεγονός καί τήν ἐπέβαλε στά γράμματα. Ἔχει ἐκδώσει μέχρι σήμερα ἕντεκα ποιητικά βιβλία.
«Φαινόμενο πού πραγματικά ἀγγίζει τό θαῦμα», τήν ἔχει ἀποκαλέσει ὁ Μαλακάσης. Ὁ Γρυπάρης τήν παραλληλίζει μέ τόν Γκαῖτε, ἐνῶ ὁ Μάρκος Αὐγέρης σημειώνει ὅτι ἡ ποίησή της «καί σάν αἴσθηση καί σά ποίηση καί στούς τόνους καί στήν ἔκφραση εἶναι ὁλότελα μοντέρνα, βυθίζεται ὁλόκληρη μέσα στή σημερινή αἰσθαντικότητα καί ὅπως ἀναζητᾶ τήν πνευματική γεύση τοῦ κόσμου συναντᾶ τούς ἴδιους πανάρχαιους δρόμους τῆς πνευματικῆς ἡδονῆς ἑνώνοντας «τά ἐγγύς καί τά ἄπω».
Καταφύγιο ἡ ποίηση
-Πιστεύετε πὼς οἱ διακρίσεις ποὺ δέχεται ἡ ἑλληνική ποίηση ἀνταποκρίνονται στήν ἀξία της; Ἀρχίζω τήν κουβέντα μας.
«Τό γεγονός καί μόνο ὅτι ἔχουμε στήν κορυφή ἕναν-δύο παγκόσμια ἀναγνωρισμένους ποιητές σημαίνει ὅτι ἔχουμε ἕνα πολύ σημαντικό ὑπόστρωμα. Πιστεύω ὅτι ἡ ἑλληνική ποίηση ὄχι μόνο στέκεται δίπλα στήν εὐρωπαϊκή ἀλλά καί προπορεύεται σέ ποιότητα, προβληματισμό καί θεματικό πλοῦτο».
-Καί ὁ κόσμος πιστεύετε ὅτι διαβάζει ποίηση, ὅτι ἔχει ἀνάγκη ἀπό τήν ποίηση;
«Περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη φορά».
-Γιατί;
«Ἀπό μία διαίσθηση, ἴσως νά βρεῖ τό καθαρό του βλέμμα πού ἔχει χάσει στή σκληρή κερδοσκοπική κοινωνία πού ζοῦμε, νά δεῖ τά πράγματα στήν ἱερότητα καί στήν ἁγνότητά τους. Πρέπει νά καταλάβουμε ὅτι τό «τερατῶδες» τῆς ἐποχῆς μας εἶναι γέννημα τῆς χρησιμοθηρικῆς ἀντίληψης τοῦ κόσμου πού εἶναι ταυτόσημη μέ τό πνεῦμα τῆς στυγνῆς ἐκμετάλλευσης σ\’ ὅλα τά πεδία».
«Καί νά λοιπόν», συνεχίζει ἡ Μελισσάνθη, «πού σέ μιὰ ἐποχή πέρα γιά πέρα χρησιμοθηρική, ψυχρά ὠφελιμιστική καί ἀπάνθρωπη, οἱ νέοι ἄνθρωποι τοῦ τόπου μας ἀρχίζουν ν\’ ἀποζητοῦν αὐτό πού φαίνεται λιγότερο χρήσιμο: τήν ποίηση καί τόν ποιητή! Μέσα σ\’ ἕναν κόσμο θωρακισμένο, οἰκοδομημένο πάνω στήν ὑλική δύναμη, ὁ ποιητής -αὐτός ὁ ἀνυπεράσπιστος ἄνθρωπος τοῦ πλανήτη- μαθαίνει ξαφνικά ὅτι τόν χρειάζονται. Κι αὐτό εἶναι πολύ πολύ συγκινητικό».
Πάλη ἐσωτερική
-Ἄς δοῦμε τώρα, ἀπό ποιούς ἐρεθισμούς ἀρχίσατε νά γράφετε ποιήματα…
«Οἱ ἐρεθισμοί οἱ δικοί μου ξεκίνησαν ἀπό προβλήματα ὑπαρξιακά, ἀπό τήν ὀδυνηρή ἐπαφή μου μέ τόν κόσμο καί ὅπως μοῦ ἄρεσε ἡ ποίηση βρῆκαν διέξοδο σ\’ αὐτήν».
-Ποιά ἦταν αὐτά τά προβλήματα;
«Οἱ συγκρούσεις μέ τό περιβάλλον πρῶτα πρῶτα. Ἕνας νέος ἄνθρωπος σ\’ ἕναν κόσμο φτιαγμένο ἀπό τούς ἄλλους, πού τοῦ εἶναι ἀδύνατο νά τόν παραδεχτεῖ. Ἀρχίζει τότε μία πάλη πού εἴτε εἶναι ἐξωτερική: στῆθος μέ στῆθος, εἴτε ἐσωτερική: νά ἐξηγήσει καί νά παραδεχτεῖ τό σκληρό παιχνίδι πού παίζεται γύρω μου. Ἡ δεύτερη αὐτή πάλη γίνεται πιό σκληρή ὅταν αἰσθάνεσαι τήν ἀδυναμία σου νά δράσεις ἐξωτερικά».
-Καί σεῖς προτιμήσατε αὐτή τή δεύτερη.
«Ναί. Τώρα γιατί λειτούργησα ἔτσι εἶναι ἴσως ἕνα μυστικό πού οὔτε ἡ ἴδια τό ξέρω».
Τό πῶς ἡ πάλη αὐτή, ἡ ἐσωτερική, πέρασε στήν ποίηση τῆς Μελισσάνθης μπορεῖ κανείς νά τό δεῖ εἰσχωρώντας στό μεστό σέ νοήματα ἔργο της. Ἡ ἴδια ὡστόσο δέν ἔχει ἀντίρρηση νά δώσει τήν «ταυτότητα» τῆς ποίησής της:
«Χαρακτηρίζεται, θά ἔλεγα, ἀπό μία τάση πρός τό ἀπόλυτο πού βγαίνει ἀπό τή σύγκρουσή μου μέ τό περιβάλλον μου γιατί δέν μποροῦσα νά βρῶ αὐτό τό ἀπόλυτο. Καί ἀκόμη, ἀπό μία ἀναζήτηση νά βρῶ ἀπαντήσεις σέ ἐρωτήματα πού μέ βασάνιζαν. Καί μόνο τό γεγονός ὅτι ἕνας ἄνθρωπος μαθαίνει κάποια στιγμή ὅτι πρέπει νά πεθάνει, τοῦ δημιουργεῖ ἐρωτηματικά. Γιατί βρέθηκε στόν κόσμο, ἀπό ποῦ καί τί πρέπει νά κάνει γιά νά ὑποφέρει λιγότερο».
-Τί μπορεῖ νά τόν βοηθήσει νά δώσει ἀπάντηση σ\’ αὐτά τά ἐρωτήματα;
«Ἡ αὐτοεμβάθυνση πού θά τόν βοηθήσει νά καταλάβει καί τούς συνανθρώπους του. Ἀπό τή φύση του ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὄν ἀναντικατάστατο. Ἄν ἦταν αὐτάρκης μέσα στή φύση θά ἦταν σάν τά ζῶα πού δέν ζητᾶνε τίποτα περισσότερο».
-Καί τό κακό ποὺ πρέπει νά πολεμηθεῖ, ποῦ βρίσκεται;
«Μακάρι τά ἄσχημα πράγματα νά βρισκόντουσαν κάπου. Θά τά ἀνακαλύπταμε καί θά γλιτώναμε. Τό κακό ὑπάρχει μέσα στόν ἄνθρωπο. Καί τό τραγικό, ἀπό τή στιγμή πού τό ἀποκαλύπτει, εἶναι ὅτι διαπιστώνει πώς πολύ λίγο ρόλο μπορεῖ νά παίξει μόνος του στή βελτίωση τοῦ κόσμου».
Ἀπό τόν ἄνθρωπο ἡ σωτηρία
-Ὁπότε κάτω ἀπό αὐτές τίς διαπιστώσεις πῶς βλέπετε μία καλυτέρευση;
«Ὁ κόσμος ἐπιζεῖ ἀπό τήν ἰσορροπία. Ἄν ὑπάρχει κάποια πάλη σήμερα μεταξύ καλοῦ καί κακοῦ, φαίνεται ὅτι ὑπερισχύει τό κακό. Πιστεύω ὅμως πώς ὅπως σ\’ ἕναν ἄρρωστο ὀργανισμό δημιουργοῦνται ἀντίθετες δυνάμεις πού τόν βοηθᾶνε νά ἐπιζήσει. Ἔτσι θά βρεθοῦνε δυνάμεις τέτοιες πού δέν θ\’ ἀφήσουν τόν κόσμο νά καταστραφεῖ. Πιστεύω ὅτι ἀπό τόν ἄνθρωπο πάλι θά \’ρθει ἡ σωτηρία. Ἡ σωτηρία αὐτή θά μποροῦσε νά \’ρθει καί τώρα ἄν σέ μεγάλο ποσοστό οἱ ἄνθρωπο ἔπαυαν νά συντηροῦν τό κακό».
-Γιά παράδειγμα;
«Αὐτό τό κακό πού συμβαίνει στήν καταναλωτική κοινωνία, ἡ μανία πού μᾶς ἔχει πιάσει ὅλους ν\’ ἀποκτήσουμε πράγματα περιττά καί ἄχρηστα. Ἄν τό συνειδητοποιήσουμε αὐτό, ὅπως τό συνειδητοποίησαν κάποτε οἱ χίπις, πού δέν ἔκαναν ὅμως μία πλήρη ἐπανάσταση, θά μποροῦσαν ν\’ ἀλλάξουν πολλά πράγματα».
Ποίηση συμβολική
Στήν «Ἱστορία τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας» τοῦ Γιάννη Κορδάτου ὑπάρχει κάποια μομφή στήν ποίηση τῆς Μελισσάνθης. Γράφει: «Μόλις ἔβγαλε τή «Λυρική ἐξομολόγηση» (1945) τήν ἐπέκριναν γιατί προσχώρησε στή μοντέρνα ποίηση καί γιατί δέν ἔνιωσε τόν παλμό τῆς πολυτάραχης ἐποχῆς της».
Πολύ πιό ἁρμόδιος ὁ Μάρκος Αὐγέρης θά γράψει τό 1963: «Μέσα στούς στίχους της φτάνουν ἀόριστοι ἀντίλαλοι ἀπό τούς ἀγῶνες τοῦ λαοῦ στά χρόνια τῆς Κατοχῆς καί ἀργότερα, σκεπασμένοι στά σύμβολα καί τίς εἰκόνες».
Λέει τώρα ἡ Μελισσάνθη: «Δέν πρόκειται γιά προσχώρηση στή μοντέρνα ποίηση ὅπως γράφει ὁ Κορδάτος, ἀλλά γιά μία βαθμιαία μεταβολή γιατὶ ἡ ζωή εἶναι μία συνεχής μετακίνηση. Ὅσο γιά τό δεύτερο, τό ὅτι δέν ἔνιωσα τόν παλμό τῆς ἐποχῆς μας, εἶναι τό εἶδος τῆς ποίησής μου τέτοιο. Μιλάω ἔμμεσα, μέ σύμβολα, ἀλληγορικά. Θά πρέπει ἴσως νά σᾶς πῶ ἐγώ ἡ ἴδια ὅτι κάποιο ποίημά μου εἶναι ἐμπνευσμένο ἀπό τήν Κατοχή ἤ τό Πολυτεχνεῖο γιά νά τό καταλάβετε. Βλέπω τό δράμα τό ἀνθρώπινο διαχρονικά. Δέν μ\’ ἐνδιαφέρει νά κάνω δημαγωγία».
-Θέλετε νά πεῖτε ὅτι οἱ ποιητές ποὺ ἐκφράζονται ἄμεσα δημαγωγοῦν;
«Δέν μοῦ ἀρέσουν οἱ ἀφορισμοί, τό κάθε τί πού δικαιώνεται σάν ποιητικός λόγος εἶναι δεκτό. Μιλάω γιά τή δική μου ποίηση. Δέν ἔχω κλειστεῖ σέ κανέναν πύργο. Κλείνεται κανένας σ\’ ἕναν πύργο ὅταν ἔχει κλειστεῖ σέ μία ἰδεολογία. Αὐτός μένει ἀμετακίνητος. Στό μόνο πού μένω ἀμετακίνητη εἶναι ἡ πίστη μου στόν ἄνθρωπο. Δέν εἶναι μία ἰδεολογία, εἶναι μία βαθιά πεποίθηση πού βγαίνει ὑπαρξιακά ἀπό μέσα μου».
-Εἶναι ἀλήθεια ὅτι περνᾶτε μεγάλα διαλείμματα ποὺ δέν γράφετε;
«Περνάω περιόδους στειρότητας ὡς πρός τήν παραγωγή γιατί πρέπει ν\’ ἀφομοιώσω τά στοιχεῖα πού ἔχω γιά νά μετουσιωθοῦν σέ ποιήματα. Ἔπειτα, γιά νά γράψω σήμερα ἕνα ποίημα, πρέπει νά εἶναι ἰσάξιο μέ τό καλύτερο πού ἔχω γράψει. Ἔτσι συμβαίνει σ\’ ἕνα ποίημά μου νά εἶναι πολλά συμπυκνωμένα».
Τελικά, ἡ συνέντευξη αὐτή πού ξεκίνησε σάν ἕνα πορτρέτο τῆς Μελισσάνθης, πῆρε περισσότερο τή μορφή μιᾶς φιλοσοφικῆς συζήτησης – πού οὔτε ἡ ἴδια ἤθελε. Πράγμα πού τήν ἔκανε ν\’ ἀγωνιᾶ γιά τήν ἀπόδοση αὐτῶν πού σημείωνα στήν τρίωρη συζήτησή μας. Ἄν στή γεύση πού δίνω ἐδῶ ἀπό αὐτή μας τή συζήτηση δέν μεταφέρεται κάτι ἀπό τή χαρά πού μοῦ ἔδωσε ἡ ἐπικοινωνία μ\’ ἕναν ζωντανό πνευματικό ἄνθρωπο πού ζεῖ τήν ἐποχή μας, πού συμπάσχει ἀλλά καί πού πιστεύει ἀθεράπευτα στόν ἄνθρωπο καί στή ζωή, σίγουρα δέν θά φταίει ἄλλος ἀπό ἐμένα.