Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἐὰν κάποιους τοὺς μισεῖς, ἄλλους οὔτε τοὺς ἀγαπᾶς οὔτε τοὺς μισεῖς, ἄλλους πάλι τοὺς ἀγαπᾶς ἀλλὰ περιορισμένα, καὶ ἄλλους τοὺς ἀγαπᾶς ὑπερβολικά, ἐξ αἴτιας αὐτῆς τῆς ἀνισότητας γνώριζε ὅτι βρίσκεσαι μακριὰ ἀπὸ τὴν τέλεια ἀγάπη, ἡ ὁποία προϋποθέτει ν’ ἀγαπᾶ κανεὶς ἐξ ἴσου τὸν κάθε ἄνθρωπο.

  • !

    Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι τέλειος στὴν ἀγάπη καὶ ἔφθασε σὲ πλήρη ἀπάθεια δὲν γνωρίζει διαφορὰ μεταξὺ τῆς δικῆς του ὑπάρξεως καὶ τῆς ξένης, μεταξὺ τοῦ πιστοῦ καὶ τοῦ ἀπίστου, μεταξὺ τοῦ δούλου καὶ τοῦ ἐλεύθερου, καὶ γενικὰ μεταξὺ τοῦ ἄνδρα καὶ τῆς γυναίκας, ἀλλ’ ἐπειδὴ κατόρθωσε νὰ ὑποτάξει τὴν τυραννικὴ ἐξουσία τῶν παθῶν καὶ ἀποβλέπει στὴ μία φύση τῶν ἀνθρώπων, ὅλους τοὺς θεωρεῖ ἴσους καὶ πρὸς ὅλους συμπεριφέρεται μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Διότι «δὲν ὑπάρχει γι’ αὐτὸν Ἕλληνας καὶ Ἰουδαῖος, οὔτε ἄνδρας οὔτε γυναίκα, οὔτε δοῦλος και ἐλεύθερος, ἀλλ’ ὅλα γενικὰ καὶ σ’ ὅλους εἶναι ὁ Χριστός».

Περὶ Ἀγάπης (Ἐκατοντὰς Δευτέρα)

 

\"\"

1. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ γνήσια τὸ Θεό, αὐτὸς ὁπωσδήποτε προσεύχεται καὶ ἀπερίσπαστα πρὸς αὐτόν, καὶ ἐκεῖνος ποὺ προσεύχεται ὁπωσδήποτε ἀπερίσπαστα, αὐτὸς καὶ ἀγαπᾶ γνήσια τὸ Θεό. Δὲν προσεύχεται ἀπερίσπαστα ἐκεῖνος ποὺ ἔχει προσηλωμένο τὸ νοῦ σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ ἐπίγεια πράγματα, καὶ ἑπομένως δὲν ἀγαπᾶ τὸ Θεὸ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει δεμένο τὸ νοῦ του σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ ἐπίγεια.

2. Ὁ νοῦς ποὺ ἀσχολεῖται ἐπίμονα μὲ κάποιο πράγμα αἰσθητό, ὁπωσδήποτε ἔχει πάθος πρὸς αὐτό, ὅπως γιὰ παράδειγμα πάθος ἐπιθυμίας ἡ λύπης ἡ ὀργῆς ἡ μνησικακίας, καὶ ἂν δὲν περιφρονήσει τὸ πράγμα ἐκεῖνο δὲν μπορεῖ νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὸ πάθος ἐκεῖνο.

3. Τὰ πάθη, ἐξουσιάζοντας τὸ νοῦ, δεσμεύουν αὐτὸν μὲ τὰ ὑλικὰ πράγματα, καί, ἀφοῦ τὸν χωρίσουν ἀπὸ τὸ Θεό, τὸν κάνουν ν\’ ἀσχολεῖται μὲ αὐτά. Ὅταν ὅμως ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ κυριαρχήσει στὸ νοῦ, ἐλευθερώνει αὐτὸν ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ τὸν πείθει νὰ περιφρονεῖ ὄχι μόνο τὰ αἰσθητὰ πράγματα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἴδια τὴν πρόσκαιρη ζωή μας.

4. Ἔργο τῶν ἐντολῶν εἶναι νὰ κάνουν φανερὰ τὰ νοήματα τῶν πραγμάτων, ἡ δὲ ἀνάγνωση τῶν ἐντολῶν καὶ ἡ θεωρία τῶν πνευματικῶν πραγμάτων καθιστοῦν τὸ νοῦ ἄϋλο καὶ ἀπαλλαγμένο ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, καὶ αὐτὸ συντελεῖ ὥστε ἡ προσευχὴ νὰ γίνεται ἀπερίσπαστα.

5. Δὲν ἀρκεῖ ἡ πρακτικὴ μόνο μέθοδος γιὰ νὰ ἐλευθερωθεῖ ἐξ ὁλοκλήρου ὁ νοῦς ἀπὸ τὰ πάθη, ὥστε νὰ μπορεῖ αὐτὸς νὰ προσεύχεται ἀπερίσπαστα, ἐὰν δὲν ἀκολουθήσουν καὶ διάφορες πνευματικὲς θεωρίες. Διότι ἡ πρακτικὴ μέθοδος ἐλευθερώνει τὸ νοῦ μόνο ἀπὸ τὴν ἀκράτεια καὶ τὸ μίσος, ἐνῶ οἱ πνευματικὲς θεωρίες ἀπαλλάσσουν αὐτὸν ἀπὸ τὴ λησμοσύνη καὶ τὴν ἄγνοια καὶ ἔτσι μπορεῖ νὰ προσεύχεται ὅπως πρέπει.

6. Τῆς καθαρῆς προσευχῆς δυὸ εἶναι οἱ πιὸ τελειότερες καταστάσεις• ἡ μία συμβαίνει στοὺς πρακτικούς, ἐνῶ ἡ ἄλλη στοὺς θεωρητικούς. Ἡ πρώτη γεννιέται στὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀγαθὴ ἐλπίδα, ἐνῶ ἡ ἄλλη γεννιέται ἀπὸ τὸν θεῖο ἔρωτα καὶ ἀπὸ τὴν τέλεια κάθαρση. Γνωρίσματα τῆς πρώτης καταστάσεως εἶναι ὁ περιορισμὸς τοῦ νοῦ ἀπὸ ὅλες τὶς ἔννοιες τοῦ κόσμου, ὥστε στὴ συνέχεια νὰ μπορεῖ νὰ προσεύχεται πρὸς τὸ Θεὸ ἀπερίσπαστα καὶ ἀνενόχλητα καὶ σὰν νὰ εἶναι ὁ Θεὸς παρών, ὅπως καὶ εἶναι πραγματικὰ παρών, ἐνῶ τῆς δεύτερης καταστάσεως γνώρισμα εἶναι τὸ ν\’ ἁρπαγεῖ ἀπὸ τὸ θεῖο καὶ ἄπειρο φῶς κατὰ τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ εἶναι κυριευμένος ἀπὸ τὸν ὁρμητικὸ πόθο τῆς προσευχῆς, ὥστε νὰ μὴ αἰσθάνεται οὔτε τὸν ἑαυτό του, οὔτε κανένα γενικὰ ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα ὄντα, παρὰ μόνο ἐκεῖνον ποὺ ἀπὸ ἀγάπη ἐνεργεῖ σ\’ αὐτὸν τὴν ἔλλαμψη αὐτοῦ τοῦ εἴδους. Τότε, προχωρώντας ὁ νοῦς στὴν ἀναζήτηση ὅλων τῶν αἰτίων ποὺ σχετίζονται μὲ τὸ Θεό, δέχεται καθαρὲς καὶ σαφεῖς ἀποκαλύψεις περὶ αὐτοῦ.

7. Ἐκεῖνο ποὺ ἀγαπᾶ κάποιος, σ\’ αὐτὸ ὁπωσδήποτε καὶ προσηλώνεται, περιφρονώντας ὅλα ἐκεῖνα ποὺ τὸν ἐμποδίζουν στὴν ἀπόκτηση αὐτοῦ, ὥστε νὰ μὴ στερηθεῖ αὐτό, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸ Θεό, φροντίζει ἡ προσευχή του νὰ εἶναι καθαρή, καὶ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ του κάθε πάθος ποὺ γίνεται ἐμπόδιο στὸ στόχο τοῦ αὐτό.

8. Ἐκεῖνος ποὺ ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ του τὴ μητέρα τῶν παθῶν, δηλαδὴ τὴ φιλαυτία, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἀκόμα κρίνει μὲ εὐκολία καὶ τὰ ὑπόλοιπα, ὅπως τὴν ὀργή, τὴ λύπη, τὴ μνησικακία, καὶ τὰ ὑπόλοιπα, ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ πρώτου, καὶ ἂν ἀκόμα δὲ θέλει, πληγώνεται ἀπὸ τὸ δεύτερο. Φιλαυτία εἶναι τὸ πάθος τῆς ὑπερβολικῆς ἀγάπης πρὸς τὸ σῶμα.

9. Γιὰ τὶς πέντε αὐτὲς αἴτιες ἀγαπῶνται οἱ ἄνθρωποι ἀναμεταξύ τους, εἴτε εἶναι αὐτὲς ἀξιέπαινες, εἴτε ἀξιοκατάκριτες. Ἤ δηλαδὴ ἀγαπῶνται ἐξ αἰτίας τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ ἐνάρετος ποὺ ἀγαπᾶ ὅλους, καὶ ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν ἐνάρετο καὶ ἂν ἀκόμα δὲν εἶναι ἐνάρετος, ἡ ἐξ αἰτίας τῆς φύσεως, ὅπως οἱ γονεῖς τὰ τέκνα καὶ ἀντίστροφα, ἤ ἀπὸ ματαιοδοξία, ὅπως ἀγαπᾶ ἐκεῖνος ποὺ τιμᾶται ἐκεῖνον ποὺ τὸν τιμᾶ, ἤ ἀπὸ φιλαργυρία, ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν πλούσιο μὲ σκοπὸ νὰ λάβει χρήματα ἀπ\’ αὐτὸν ἤ ἀπὸ φιληδονία, ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ὑπηρετεῖ δουλικὰ τὴ γαστέρα καὶ ὅλα τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἀκολασία. Ἡ πρώτη αἰτία εἶναι ἐπαινετή, ἡ δεύτερη βρίσκεται στὴ μεσαία κατάσταση, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιπες εἶναι ἐκδηλώσεις πάθους.

10. Ἐὰν κάποιους τοὺς μισεῖς, ἄλλους οὔτε τοὺς ἀγαπᾶς οὔτε τοὺς μισεῖς, ἄλλους πάλι τοὺς ἀγαπᾶς ἀλλὰ περιορισμένα, καὶ ἄλλους τοὺς ἀγαπᾶς ὑπερβολικά, ἐξ αἴτιας αὐτῆς τῆς ἀνισότητας γνώριζε ὅτι βρίσκεσαι μακριὰ ἀπὸ τὴν τέλεια ἀγάπη, ἡ ὁποία προϋποθέτει ν\’ ἀγαπᾶ κανεὶς ἐξ ἴσου τὸν κάθε ἄνθρωπο.

11.
«Ἀπόφυγε τὸ κακὸ καὶ κάνε τὸ καλό». Δηλαδή, πολέμησε τοὺς ἐχθρούς, γιὰ νὰ μειώσεις τὰ πάθη, στὴ συνέχεια ὅμως νὰ ἐπαγρυπνεῖς καὶ νὰ προσέχεις γιὰ νὰ μὴ αὐξηθοῦν. Καὶ πάλι συνέχισε τὸν ἀγώνα γιὰ ν\’ ἀποκτήσεις τὶς ἀρετές, καί, ἀφοῦ τὶς ἀποκτήσεις, ἐπαγρύπνησε μετὰ καὶ πρόσεχε γιὰ νὰ διαφυλάξεις αὐτές. Καὶ αὐτὴν τὴν ἔννοια θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει τό, «νὰ ἐργάζεσθε καὶ νὰ φυλάσσετε αὐτόν».

12.
Ἐκεῖνοι πού μᾶς πειράζουν κατὰ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, ἤ θερμαίνουν τὸ ἔπιθυμητικό της ψυχῆς μας, ἤ δημιουργοῦν ταραχὴ στὸ θυμικὸ αὐτῆς, ἤ συσκοτίζουν τὸ λογικό, ἤ περιβὰλλουν τὸ σῶμα μὲ πόνους, ἤ μᾶς ἁρπάζουν τὰ ὑλικὰ πράγματά μας.

13. Οἱ δαίμονες ἤ μᾶς πειράζουν αὐτοὶ οἱ ἴδιοι, ἤ ξεσηκώνουν ἐναντίον μας ἐκείνους ποὺ δὲν φοβοῦνται τὸν Κύριο. Οἱ ἴδιοι οἱ δαίμονές μᾶς πειράζουν ὅταν ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ζοῦμε μόνοι μας, ὅπως ἀκριβῶς πείραξαν τὸν Κύριο στὴν ἔρημο· μὲ τοὺς ἀνθρώπους μᾶς πειράζουν ὅταν ζοῦμε μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως ἀκριβῶς πείραζαν καὶ τὸν Κύριο μὲ τοὺς Φαρισαίους. Ἀλλ\’ ἐμεῖς, ἔχοντας στραμμένη ὅλη τὴν προσοχή μας πρὸς ἐκεῖνον ποὺ ἀποτελεῖ τὸ φωτεινὸ παράδειγμά μας, θ\’ ἀποκρούσουμε τὴν ἐπίθεση αὐτῶν καὶ ἀπὸ τὶς δυὸ κατευθύνσεις.

14. Ὅταν ἀρχίζει ὁ νοῦς νὰ προκόβει στὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, τότε καὶ ὁ δαίμονας τῆς βλασφημίας ἀρχίζει νὰ πειράζει αὐτόν, καὶ τέτοιους λογισμοὺς δημιουργεῖ μέσα σ\’ αὐτόν, τοὺς ὁποίους κανένας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, παρὰ μόνο ὁ πατέρας αὐτῶν ὁ διάβολος μπορεῖ καὶ τοὺς ἐπινοεῖ. Αὐτὸ τὸ κάμνει ἐπειδὴ φθονεῖ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀγαπᾶ τὸ Θεό, ὥστε, ἀφοῦ αὐτὸς περιέλθει σὲ ἀπόγνωση ἐξ αἰτιάς του ὅτι σκέφθηκε τέτοια πράγματα, νὰ μὴ τολμήσει ποτὲ στὸ ἑξῆς ν\’ ἀπευθυνθεῖ πρὸς τὸ Θεὸ μὲ τὴ συνήθη προσευχή. Βέβαια ὁ ἄθλιος καμιὰ ὠφέλεια δὲν ἀποκομίζει ἀπὸ αὐτὸ γιὰ τὸ δικό του σκοπό, ἀλλ\’ ἀντίθετα μᾶς κάνει καὶ πιὸ σταθεροὺς στὴν ἀγάπη μας πρὸς τὸ Θεό. Διότι πολεμούμενοι ἀπ\’ αὐτὸν καὶ ἀντιπαρατάσσοντας στὸν πόλεμό του αὐτὸν τὸ δικό μας φθάνομε στὸ νὰ γίνουμε περισσότερο ἄξιοι καὶ πιὸ γνήσιοι στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. «Ἡ ρομφαία αὐτοῦ θὰ εἰσέλθει στὴν καρδιὰ αὐτοῦ καὶ τὰ τόξα του θὰ συντριβοῦν»3.

15. Ὁ νοῦς προσέχοντας τὰ ὁρατὰ πράγματα, νοεῖ τὰ πράγματα μέσω τῆς αἰσθήσεώς τῆς ὁράσεως ὅπως παρουσιάζονται στὴ φύση• καὶ οὔτε ὁ νοῦς εἶναι κακό, οὔτε ἡ φυσικὴ νόηση τῶν πραγμάτων, ἀλλ\’ οὔτε καὶ τὰ ἴδια τὰ πράγματα καὶ ἡ αἴσθηση τῆς ὁράσεως, διότι αὐτὰ τὰ ἔργα εἶναι τοῦ Θεοῦ. Καὶ τί λοιπὸν εἶναι τὸ κακό; Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι εἶναι τὸ πάθος ποὺ δημιουργεῖται ἀπὸ τὴ φυσικὴ νόηση τῶν πραγμάτων, πράγμα ποὺ εἶναι δυνατὸ νὰ μὴ δημιουργηθεῖ κατὰ τὴ χρήση τῶν νοημάτων, ἐὰν ὁ νοῦς εἶναι ἐπάγρυπνος καὶ προσεκτικός.

16. Πάθος εἶναι παρὰ τὴ φύση κίνηση τῆς ψυχῆς ἤ πρὸς ἀγάπη παράλογη, ἤ πρὸς μίσος ἀπερίσκεπτο ἐναντίον κάποιου ἀνθρώπου, ἤ γιὰ κάποιο ἀπὸ τὰ αἰσθητά. «Γιὰ παράδειγμα περιπτώσεις τῆς κινήσεως αὐτῆς πρὸς παράλογη ἀγάπη εἶναι ὅταν κανεὶς ἀγαπᾶ ἤ τὰ φαγητὰ ἤ τὶς γυναῖκες ἤ τὰ χρήματα ἤ τὴ δόξα τὴν κοσμικὴ ποὺ φεύγει καὶ χάνεται ἤ κάποιο ἄλλο ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ ἤ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀναφέρθηκαν. Περίπτωση τῆς κινήσεως αὐτῆς πρὸς μίσος ἀπερίσκεπτο εἶναι ἤ κάποιο ἀπὸ ὅλες αὐτὲς ποὺ προαναφέρθηκαν ἤ ὅταν μισεῖ κάποιον ἐξ αἰτίας αὐτῶν.

17. Ἐπίσης κακία εἶναι ἡ ἐσφαλμένη κρίση τῶν νοημάτων, ποὺ ἔχει σὰν ἐπακόλουθο τὴν κακὴ χρησιμοποίηση τῶν πραγμάτων. Ὅπως γιὰ παράδειγμα στὴν περίπτωση τῆς σχέσεως μὲ γυναίκα, ἡ ὄρθη κρίση τῆς συζυγικῆς σχέσως εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ἀποκτήσεως παιδιῶν. Ἐκεῖνος ποὺ ἀπέβλεψε στὴν ἡδονὴ ἔσφαλε στὴν κρίση του, διότι θεώρησε σὰν καλὸ ἐκεῖνο ποὺ δὲν εἶναι καλό. Ὁ ἄνθρωπος λοιπὸν μὲ κρίση παρόμοια, ἐρχόμενος σὲ σωματικὴ σχέση μὲ τὴ γυναίκα του, κάνει κακὴ χρησιμοποίηση τοῦ πράγματος. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στὶς περιπτώσεις τῶν ἄλλων πραγμάτων καὶ νοημάτων.

18. Ὅταν λοιπὸν οἱ δαίμονες ἀπομακρύνουν τὸ νοῦ ἀπὸ τὴ σωφροσύνη καὶ τὸν περικυκλώνουν μὲ τοὺς λογισμοὺς τῆς πορνείας, τότε μὲ δάκρυα λέγε στὸ Κύριο, «ἀφοῦ μὲ ἀπομάκρυναν ἀπὸ κοντά σου μὲ περικύκλωσαν, ἀλλὰ λύτρωσέ με σὺ ποὺ εἶσαι ἡ ἀγαλλίαση τῆς ψυχῆς μου», καὶ θὰ σωθεῖς.

19. Εἶναι φοβερὸς ὁ δαίμονας τῆς πορνείας καὶ ἐπιτίθεται μὲ μεγάλη σφοδρότητα ἐναντίον ἐκείνων ποὺ ἀγωνίζονται κατὰ τοῦ πάθους αὐτοῦ, καὶ πρὸ πάντων ἐναντίον ἐκείνων ποὺ δὲν ἀσκοῦν ἐγκράτεια ἀπὸ τροφὲς καὶ συναναστρέφονται γυναῖκες. Διότι, χωρὶς νὰ γίνεται ἀντιληπτός, ἀποσπᾶ μὲ τὴ γλύκα τῆς ἡδονῆς τὸ νοῦ, καὶ στὴ συνέχεια, ἐνῶ αὐτὸς ἡσυχάζει, ἐπεμβαίνει χρησιμοποιώντας τὴ μνήμη του, καὶ μὲ τὶς διάφορες μορφές, ποὺ παρουσιάζει στὸ νοῦ, ἀνάβει τὴ φλόγα τὸν σώματος, καὶ ἔτσι τὸν ὁδηγεῖ στὸ νὰ συγκατατεθεῖ νὰ διαπράξει τὴν ἁμαρτία. Ἐὰν λοιπὸν θέλεις νὰ μὴ δημιουργοΰνται μέσα σου τέτοιες παραστάσεις νὰ ἐπιδοθεῖς στὴ νηστεία, τὸν κόπο, τὴν ἀγρυπνία καὶ τὴν καλὴ ἡσυχία τὴ συνοδευόμενη ἀπὸ ἀδιάκοπη προσευχή.

20. Ἐκεῖνοι ποὺ πάντοτε ζητοῦν νὰ κερδίσουν τὴν ψυχή μας, προσπαθοῦν νὰ τὸ ἐπιτύχουν αὐτὸ μὲ τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμούς, ὥστε νὰ ὁδηγήσουν αὐτὴν στὴ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας ἤ μὲ τὴ σκέψη ἤ μὲ τὴν πράξη. Ὅταν λοιπὸν βροῦν τὸ νοῦ νὰ μὴ ἀποδέχεται τοὺς ἐμπαθεῖς αὐτοὺς λογισμούς, τότε θὰ καταισχυνθοῦν καὶ θὰ ὑποχωρήσουν, ὅταν πάλι τὸν βροῦν ν\’ ἀσχολεῖται μὲ τὴν πνευματικὴ θεωρία, τότε τὴν ἴδια στιγμὴ καταντροπιασμένοι θὰ τρυποῦν σὲ φυγή 5.

21. Θέση διακόνου κατέχει ἐκεῖνος ποὺ ἀσκεῖ τὸ νοῦ του γιὰ τοὺς ἱεροὺς ἀγῶνες καὶ ἀπομακρύνει ἀπ\’ αὐτὸν τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμούς, ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ φωτίζει τὸ νοῦ του βυθίζοντάς τον στὴ γνώση τῶν ὄντων καὶ ἐξαφανίζοντας ἔτσι τὴν ἀπατηλὴ γνώση αὐτὸς κατέχει θέση πρεσβυτέρου, καὶ τέλος ἐκεῖνος ποὺ τελειοποιεῖ τὸ νοῦ του μὲ τὸ ἅγιο μύρο τῆς γνώσεως τῆς προσκυνητὴς καὶ ἁγίας Τριάδος αὐτὸς κατέχει θέση ἐπισκόπου.

22. Καθίστανται ἀδύναμοι οἱ δαίμονες ἀπέναντί μας ὅταν τὰ πάθη τῆς ψυχῆς μας λιγοστεύουν μὲ τὴν ἐκτέλεση τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου, ἐνῶ ὑφίστανται ὄλεθρο ὅταν ἐξαφανίζονται τὰ πάθη ἐξ ὁλοκλήρου μὲ τὴν ἀπάθεια τῆς ψυχῆς, μὴ βρίσκοντας πλέον τὰ πάθη ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων ὑπῆρχαν μέσα στὴν ψυχὴ καὶ πολεμοΰσαν αὐτὴν· καὶ αὐτὴ τὴ σημασία θὰ μπορούσαμε νὰ δοῦμε στὰ λόγια τοῦ ψαλμωδοῦ «θὰ ἐξασθενήσει ἡ δύναμή τους καὶ θὰ ἐξολοθρευτοῦν ἐξαφανιζόμενοι ἀπὸ μπροστά σου».

23. Ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἄλλοι ἀπέχουν ἀπὸ τὰ πάθη ἀπὸ φόβο πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἄλλοι ἀπὸ ματαιοδοξία, ἄλλοι ἀπὸ ἐγκράτεια, καὶ ἄλλοι τέλος ἐλευθερώνονται ἀπὸ τὰ πάθη ἐκτελώντας τὶς θεῖες ἐντολές.

24. Ὅλοι οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου περιέχουν αὐτὰ τὰ τέσσερα, τὶς ἐντολές, τὰ δόγματα, τὶς ἀπειλές, τὶς ὑποσχέσεις. Καὶ κάθε σκληραγωγία τὴν ὑπομένουμε ἐξ αἰτίας αὐτῶν, δηλαδὴ τὶς νηστεῖες, τὶς ἀγρυπνίες, τὶς κατακλίσεις στὸ χῶμα, τοὺς κόπους καὶ τοὺς μόχθους στὶς διακονίες, τὶς ὕβρεις, τὶς περιφρονήσεις, τὰ βασανιστήρια, τὶς θανατώσεις καὶ τὰ παρόμοια. Διότι λέγει, «γιὰ χάρη τῶν λόγων σου ἐγὼ φύλαξα τὶς σκληρὲς ἐντολές σου».

25. Μισθὸς τῆς ἐγκράτειας εἶναι ἡ ἀπάθεια, ἐνῶ τῆς πίστεως εἶναι ἡ γνώση. Ἡ ἀπάθεια γεννᾶ τὴν ἱκανότητα νὰ βλέπει κανεὶς τὸν πνευματικὸ κόσμο καὶ νὰ τὸν διακρίνει, ἐνῶ ἡ γνώση γεννᾶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό.

26. Ὁ νοῦς κατορθώνοντας τὶς πρακτικὲς ἀρετὲς προκόβει σὲ φρόνηση, ἐνῶ κατορθώνοντας τὶς πνευματικὲς θεωρίες προκόβει σὲ γνώση. Ἡ ἱκανότητα τῶν πρακτικῶν ἀρετῶν εἶναι νὰ ὁδηγοῦν τὸν ἀγωνιζόμενο στὴ διάκριση τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς κακίας, ἐνῶ τῶν πνευματικῶν θεωριῶν εἶναι νὰ ὁδηγοῦν ἐκεῖνον ποὺ μετέχει σ\’ αὐτὲς στοὺς λόγους περὶ τῶν ἀσωμάτων καὶ σωματικῶν φύσεων. Στὴ συνέχεια ὁ νοῦς, ἀφοῦ μὲ τὰ φτερὰ τῆς ἀγάπης περάσει ὅλα τὰ προηγούμενα στάδια, ἀξιώνεται νὰ λάβει τὴ θεία χάρη, καί, βρισκόμενος πλέον μέσα στὸ χῶρο τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος, θὰ μπορέσει νὰ γνωρίσει τὸν ἑαυτό του, ὅσο βέβαια εἶναι δυνατὸ στὸν ἀνθρώπινο νοῦ.

27.
Ὅταν πρόκειται νὰ θεολογήσεις μὴ προσπαθήσεις νὰ βρεῖς τοὺς λόγους τῆς φύσεως τοῦ Θεοῦ (διότι δὲν θὰ μπορέσει νὰ τοὺς βρεῖ ἀνθρώπινος νοῦς, ἀλλ\’ οὔτε καὶ κάποιος ἄλλος ἀπὸ τὶς νοερὲς ὑπάρξεις ποὺ περιβάλλουν τὸ Θεό), ἀλλ\’ ἐρεύνα, ὅσο εἶναι δυνατό, τοὺς λόγους γύρω ἀπὸ τὸ Θεό. Ἐρεύνα δηλαδὴ τοὺς λόγους τῆς αἰωνιότητάς του, τῆς ἀπειρίας καὶ ἀοριστίας του, τῆς ἀγαθότητάς του καὶ σοφίας του, τῆς δυνάμεώς του, δημιουργικῆς καὶ προνοητικῆς, καὶ τῆς κρίσεως τῶν ὄντων ὑπ\’ αὐτοῦ. Διότι αὐτὸς εἶναι μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων μεγάλος θεολόγος, αὐτὸς ποὺ βρίσκει ἔστω καὶ κατὰ τὸ ἐλάχιστό τοὺς λόγους αὐτούς.

28. Δυνατὸς πνευματικὰ ἄνδρας εἶναι ἐκεῖνος ποὺ σύνδεσε τὴ γνώση μὲ τὴν πράξη. Διότι μὲ τὴν πράξη μαραίνει τὴν ἐπιθυμία καὶ ἡμερώνει τὸ θυμό, ἐνῶ μὲ τὴ γνώση δίνει φτερὰ στὸ νοῦ καὶ μεταφέρεται πρὸς τὸ Θεό.

29. Ὅταν λέγει ὁ Κύριος, «ἐγὼ καὶ ὁ Πατέρας μου εἴμαστε ἕνα», ἐννοεῖ τὴν ὁμοιότητα ὡς πρὸς τὴν οὐσία. Ὅταν πάλι λέγει, «ἐγὼ ὑπάρχω μέσα στὸν Πατέρα καὶ ὁ Πατέρας μέσα σ\’ ἐμένα», δηλώνει τὸ ἀχώριστο τῶν ὑποστάσεων. Οἱ Τριθεΐτες λοιπόν, χωρίζοντας τὸν Υἱὸ ἀπὸ τὸν Πατέρα, πέφτουν σὲ διπλὸ γκρεμό. "Ἡ δηλαδή, ὀνομάζοντας τὸν Υἱὸ συναιώνιο μὲ τὸν Πατέρα, ἀλλὰ χωρίζοντας αὐτὸν ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἀναγκάζονται νὰ λένε ὅτι δὲν γεννήθηκε ἀπ\’ αὐτόν, καὶ ἔτσι καταλήγουν στὸ νὰ δέχονται τρεῖς θεοὺς καὶ τρεῖς ἀρχές, ἤ λένε ὅτι γεννήθηκε ἀπ\’ αὐτόν, ὅμως τὸν χωρίζουν ἀπ\’ αὐτόν, καὶ ἔτσι ἀναγκάζονται νὰ λένε ὅτι δὲν εἶναι συναιώνιος μὲ τὸν Πατέρα, θέτοντας ὑπὸ τὸν χρόνο τὸν Κύριο τῶν χρόνων. Διότι πρέπει, κατὰ τὸν Μέγα Γρηγόριο, καὶ στὸν ἕνα Θεὸ νὰ πιστεύουμε καὶ τὶς τρεῖς ὑποστάσεις νὰ ὁμολογοῦμε, καὶ τὴν κάθε μία μὲ τὶς ἰδιότητές της. Καθόσον, σύμφωνα μὲ τὰ λεγόμενα τοῦ ἰδίου, διαιρεῖται βέβαια, ἀλλά, \’κατά τρόπο ἀδιαίρετο\’ καὶ εἶναι ἑνωμένος, ἀλλὰ κατὰ τρόπο διαιρημένο\’. Καὶ γι\’ αὐτὸ εἶναι παράδοξη καὶ ἡ διαίρεση καὶ ἡ ἕνωση. Ἐξ ἄλλου ποιὸ εἶναι τὸ παράδοξο, ἐάν, ὅπως σὰν ἄνθρωπος καὶ ἑνώνεται μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ εἶναι χωρισμένος ἀπ\’ αὐτόν, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ὁ Υἱὸς καὶ ἑνώνεται μὲ τὸν Πατέρα καὶ διαιρεῖται, χωρὶς τίποτε παραπάνω;

30. Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι τέλειος στὴν ἀγάπη καὶ ἔφθασε σὲ πλήρη ἀπάθεια δὲν γνωρίζει διαφορὰ μεταξὺ τῆς δικῆς του ὑπάρξεως καὶ τῆς ξένης, μεταξὺ τοῦ πιστοῦ καὶ τοῦ ἀπίστου, μεταξὺ τοῦ δούλου καὶ τοῦ ἐλεύθερου, καὶ γενικὰ μεταξὺ τοῦ ἄνδρα καὶ τῆς γυναίκας, ἀλλ’ ἐπειδὴ κατόρθωσε νὰ ὑποτάξει τὴν τυραννικὴ ἐξουσία τῶν παθῶν καὶ ἀποβλέπει στὴ μία φύση τῶν ἀνθρώπων, ὅλους τοὺς θεωρεῖ ἴσους καὶ πρὸς ὅλους συμπεριφέρεται μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Διότι «δὲν ὑπάρχει γι’ αὐτὸν Ἕλληνας καὶ Ἰουδαῖος, οὔτε ἄνδρας οὔτε γυναίκα, οὔτε δοῦλος και ἐλεύθερος, ἀλλ’ ὅλα γενικὰ καὶ σ’ ὅλους εἶναι ὁ Χριστός».

31. Ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ ὑπάρχουν μέσα στὴν ψυχὴ παίρνουν οἱ δαίμονες τὶς ἀφορμὲς γιὰ νὰ ὑποκινοῦν μέσα μας τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμούς. Στὴ συνέχεια μὲ αὐτοὺς τοὺς λογισμούς, πολεμώντας τὸ νοῦ, τὸν ἐκβιάζουν νὰ δώσει τὴ συγκατάθεσή του γιὰ τὴ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας. Ἀφοῦ λοιπὸν νικηθεῖ αὐτός, τὸν ὁδηγοῦν στὴ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴ σκέψη, καί, ὅταν αὐτὴ πραγματοποιηθεῖ, ὁδηγοῦν αὐτὸν πλέον αἰχμάλωτο στὴν πράξη τῆς ἁμαρτίας. Μετὰ ἀπὸ τὴν πράξη πλέον τῆς ἁμαρτίας, οἱ δαίμονες, ποὺ μὲ τοὺς λογισμοὺς ἐρήμωσαν τὴν ψυχή, ὑποχωροῦν μαζὶ μὲ τοὺς λογισμούς. Παραμένει μέσα στὸ νοῦ μόνο τὸ εἴδωλο τῆς ἁμαρτίας, γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ Κύριος λέγει, «ὅταν δεῖτε τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως νὰ εἶναι τοποθετημένο μέσα στὸ ναό, αὐτὸς ποὺ ἔχει διαβάσει τὴν προφητεία θὰ ἐννοήσει τὰ λόγια αὐτά»". Διότι τόπος ἅγιος καὶ ναὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, μέσα στὸν ὁποῖο οἱ δαίμονες, ἀφοῦ μὲ τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμοὺς ἐρήμωσαν τὴν ψυχή, ἔστησαν τὸ εἴδωλο τῆς ἁμαρτίας. Τὸ ὅτι αὐτὰ ἱστορικὰ ἔχουν συμβεῖ κιόλας, κανένας δὲν ἀμφιβάλλει νομίζω, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχουν διαβάσει τὰ ἔργα τοῦ Ἰωσήππου. Ἐκτὸς ἀπ\’ αὐτὸ ὅμως μερικοὶ λένε ὅτι αὐτὰ θὰ συμβοῦν καὶ κατὰ τὸ χρόνο τῆς ἐπικρατήσεως τοῦ Ἀντίχριστου στὸν κόσμο.

32. Τρία πράγματα εἶναι ἐκεῖνα πού μᾶς προτρέπουν στὸ νὰ κάμνομε τὰ καλά, τὰ φυσιακὰ σπέρματα, οἱ ἅγιες δυνάμεις, καὶ ἡ ἀγαθὴ προαίρεση. Τὰ φυσικὰ σπέρματα μᾶς παρακινοῦν ὅπως γιὰ παράδειγμα στὶς περιπτώσεις ἐκεῖνες ποὺ λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, «ἐκεῖνο ποὺ θέλουμε νὰ κάνουν οἱ ἄνθρωποι σέ μᾶς, τὸ ἴδιο πρέπει νὰ κάμνουμε καὶ ἐμεῖς», ἐπίσης ὅταν δοῦμε κάποιον νὰ βρίσκεται σὲ δύσκολη θέση ἤ σὲ ἀνάγκη καὶ μὲ ὅλη μας τὴ φυσικὴ διάθεση τὸν βοηθᾶμε. Οἱ ἅγιες δυνάμεις πάλι μᾶς βοηθοῦν, ὅπως ὅταν, προσπαθώντας νὰ κάνουμε κάποιο καλὸ ἔργο, βρίσκουμε σπουδαία βοήθεια ἀπ\’ αὐτὲς καὶ κατευοδώνεται ἡ προσπάθειά μας. Τέλος ἡ ἀγαθὴ προαίρεσή μας βοηθᾶ, ὅπως ὅταν, διακρίνοντας τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό, προτιμᾶμε τὸ καλό.

33. Ἐπίσης τρία εἶναι ἐκεῖνα πού μας παρακινοῦν νὰ κάμνομε τὰ κακά, τὰ πάθη, οἱ δαίμονες, καὶ ἡ κακὴ προαίρεση. Τὰ πάθη μᾶς παρακινοῦν, ὅπως ὅταν ἐπιθυμοῦμε κάποιο παράλογο πράγμα, γιὰ παράδειγμα ἤ φαγητὸ σὲ μὴ κατάλληλη ὥρα ἤ χωρὶς νὰ ὑπάρχει ἀνάγκη, ἤ γυναίκα μὲ σκοπὸ ὄχι τὴν παιδοποιία καὶ χωρὶς αὐτὴ νὰ εἶναι νόμιμη. Ἐπίσης καὶ ὅταν ὀργιζόμαστε ἤ λυπούμαστε ἀδικαιολόγητα, ὅπως γιὰ παράδειγμα ἐναντίον ἐκείνου πού μᾶς πρόσβαλε ἤ μᾶς ζημίωσε. Οἱ δαίμονες πάλι μᾶς παρακινοῦν, ὅπως ὅταν, ἐκμετελλευόμενοι τὴν ἀδιαφορία ποὺ δείχνουμε ἐμεῖς, μᾶς ἐπιτίθενται ξαφνικὰ μὲ μεγάλη σφοδρότητα, διεγείροντας τὰ προαναφερθέντα πάθη καὶ τὰ παρόμοια. Τέλος ἡ κακὴ προαίρεση μᾶς παρακινεῖ, ὅπως ὅταν, ἐνῶ γνωρίζουμε τὸ καλό, προτιμᾶμε τὰ κακά.

34. Οἱ μισθοὶ γιὰ τοὺς κόπους τῆς ἀρετῆς εἶναι ἡ ἀπάθεια καὶ ἡ γνώση. Αὐτὲς δηλαδὴ γίνονται πρόξενοι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ὅπως πάλι τὰ πάθη καὶ ἡ ἀγνωσία εἶναι πρόξενοι αἰώνιας κολάσεως. Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ ἐπιδιώκει αὐτοὺς τοὺς κόπους τῆς ἀρετῆς μὲ σκοπὸ τὴ δόξα τῶν ἀνθρώπων, καὶ ὄχι γιὰ τὸ ἴδιο τὸ καλό, ἀκούει ἀπὸ τὴ Γραφή- «ζητᾶτε καὶ δὲν παίρνετε, διότι τὰ ζητᾶτε μὲ κακὸ τρόπο».

35. Ὑπάρχουν πολλὰ ποὺ γίνονται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ εἶναι ἀπὸ τὴ φύση τους καλά, ἀλλὰ δὲν εἶναι πάλι καλὰ γιὰ κάποια αἰτία, ὅπως γιὰ παράδειγμα ἡ νηστεία καὶ ἡ ἀγρυπνία, ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ψαλμωδία, ἡ ἐλεημοσύνη καὶ ἡ φιλοξενία, εἶναι ἀπὸ τὴ φύση τους καλὰ ἔργα, ὅταν ὅμως γίνονται ἀπὸ ματαιοδοξία, δὲν εἶναι πλέον καλά.

36. Ἀπὸ ὅλες τὶς πράξεις μας ὁ Θεὸς ἐπιζητεῖ τὸ σκοπὸ αὐτῶν, ἐὰν δηλαδὴ τὶς κάνομε πρὸς χάρη αὐτοῦ ἤ γιὰ κάποια ἄλλη αἰτία.

37. Ὅταν ἀκούσεις τὴ Γραφὴ νὰ λέγει, «διότι σὺ θ\’ ἀποδώσεις στὸν καθένα σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα του», δὲν πρέπει νὰ νομίσεις ὅτι ὁ Θεὸς θ\’ ἀποδώσει καλὰ γιὰ τὰ ἔργα ἐκεῖνα ποὺ δὲν γίνονται μὲ ὀρθὸ σκοπό, ἂν καὶ φαίνονται ὅτι εἶναι καλά, ἀλλὰ θ\’ ἀποδώσει, ὅπως εἶναι ὁλοφάνερο, καλὰ γιὰ ἐκεῖνα ποὺ γίνονται μὲ ὀρθὸ σκοπό. Διότι ἡ κρίση τοῦ Θεὸ δὲν ἀποβλέπει στὰ πραττόμενα ἔργα, ἀλλὰ στὸ σκοπὸ αὐτῶν.

38. Ὁ δαίμονας τῆς ὑπερηφάνειας ἔχει διπλὴ τὴν πονηρία, ἤ δηλαδὴ πείθει τὸν μοναχὸ ν\’ ἀποδείδει τὰ κατορθώματά του στὸν ἑαυτό του καὶ ὄχι στὸ Θεὸ ποὺ εἶναι καὶ ὁ χορηγὸς τῶν καλῶν καὶ βοηθὸς γιὰ τὴν πραγματοποίηση αὐτῶν, ἤ, ἐὰν δὲν πείθεται σ\’ αὐτό, τὸν παρακινεῖ νὰ δείχνει περιφρόνηση πρὸς τοὺς ἀτελέστερους ἀκόμα πνευματικὰ μοναχούς. Ἀγνοεῖ ὅμως ἐνεργώντας καὶ ἔτσι, ὅτι τὸν πείθει ν\’ ἀπαρνεῖται τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Διότι, ἐὰν ἐκείνους τοὺς περιφρονεῖ ἐπειδὴ δὲν μπόρεσαν νὰ κατορθώσουν μεγάλα πνευματικὰ ἔργα, εἶναι φανερὸ ὅτι παρουσιάζει τὸν ἑαυτὸ σὰν νὰ κατόρθωσε τὰ δικά του ἔργα μὲ τὴ δική του δύναμη, πράγμα ποὺ εἶναι ἀδύνατο, ἐφόσον ὁ Κύριος εἶπε, «χωρὶς ἔμενα δὲν μπορεῖτε νὰ κάνετε τίποτε». Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἡ δική μας ἀδυναμία, προσπαθώντας νὰ κάνει τὰ καλά, δὲν μπορεῖ νὰ πραγματοποιήσει αὐτὰ χωρὶς τὴ βοήθεια ἐκείνου ποὺ χορηγεῖ τὰ καλά.

39. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει γνωρίσει τὴν ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, αὐτὸς ἔλαβε γνώση καὶ τῆς θείας δυνάμεως, καὶ ὁ ἄνθρωπος αὐτός, γνωρίζοντας ὅτι ὅλα τὰ κατορθώματα τὰ πραγματοποίησε μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅτι προχωρεῖ στὴν πραγματοποίηση ἄλλων πιστεύοντας καὶ πάλι σ\’ αὐτήν, δὲν περιφρονεῖ ποτὲ κανένα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Διότι γνωρίζει, ὅτι, ὅπως ἀκριβῶς βοήθησε αὐτὸν καὶ τὸν ἐλευθέρωσε ἀπὸ πολλὰ φοβερὰ πάθη, ἔτσι ἔχει τὴ δύναμη νὰ βοηθήσει ὅλους ὅταν θέλει, καὶ πρὸ πάντων ἐκείνους ποὺ ἀγωνίζονται γι\’ αὐτόν, ἂν καὶ βέβαια γιὰ ὤρισμενους λόγους ἀνεξερεύνητους δὲν ἀπαλλάσσει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὰ πάθη μὲ τὴ μία, ἀλλὰ σὰν ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος γιατρὸς θεραπεύει τὸν καθένα ποὺ καταφεύγει πρὸς αὐτὸν στὸν κατάλληλο καιρό.

40. Ὅταν τὰ πάθη βρίσκονται σὲ ἀδράνεια, τότε ἤ ἐπειδὴ ἀπουσιάζουν τὰ αἴτια ἤ ἐπειδὴ οἱ δαίμονες ἀπὸ δολιότητα ἀποφεύγουν νὰ πειράξουν τὸν ἄνθρωπο, κάνει τὴν ἐμφάνισή της ἡ ὑπερηφάνεια.

41. Σχεδὸν κάθε ἁμαρτία γίνεται μὲ ἀφορμὴ τὴν ἡδονή, καὶ ἡ ἐξάλειψη αὐτῆς κατορθώνεται μὲ κακοπαθήματα καὶ λύπη, ποὺ προξενοῦνται μὲ τὴ θέληση ἤ μὴ τῶν ἀνθρώπων, μὲ τὴ μετάνοια, ἤ τὴν οἰκονομικὴ προσφορά, καὶ μὲ τὴ φροντίδα τοῦ Θεοῦ. Διότι λέγει, «ἐὰν κρίναμε τοὺς ἑαυτούς μας, δὲ θὰ κρινὸμασταν. Ἀλλ\’ ὅταν κρινόμαστε ἀπὸ τὸν Κύριο σωφρονιζόμαστε, γιὰ νὰ μὴ κατακριθοῦμε μαζὶ μὲ τὸν κόσμο».

42. Ὅταν σοῦ ἔρθει πειρασμὸς ἀπροσδόκητος, μὴ κατηγορᾶς ἐκεῖνον ἀπὸ τὸν ὁποῖο προῆλθε, ἀλλὰ προσπάθησε νὰ μάθεις τὸ λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο ἦρθε, καὶ τότε θὰ ἐπιτύχεις τὴ διόρθωσή του. Διότι, εἴτε μὲ ἐκεῖνον, εἴτε μὲ ἄλλον θὰ ἔπινες ὁπωσδήποτε τὸ πικρὸ ποτήρι τῆς ἀποφάσεως τοῦ Θεοῦ.

43. Ὅταν εἶσαι κακότροπος, μὴν ἀρνεῖσαι τὰ κακοπαθήματα, ὥστε, ἀφοῦ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ταπεινωθεῖς, ν\’ ἀποβάλεις τὴν ὑπερηφάνειά σου.

44. Ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς ἄλλοι προξενοῦν στοὺς ἀνθρώπους ἡδονές, ἄλλοι λύπες καὶ ἄλλοι πόνους σωματικούς. Διότι, ἀνάλογα μὲ τὰ αἴτια τῶν παθῶν ποὺ ὑπάρχουν μέσα στὴν ψυχή, χορηγεῖ καὶ τὸ φάρμακο ὁ γιατρὸς τῶν ψυχῶν σύμφωνα μὲ τὶς δίκαιες ἀποφάσεις του.

45. Οἱ πειρασμοὶ στέλνονται ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ σκοπό, σ\’ ἄλλους νὰ ἐξαλείψουν τὰ ἁμαρτήματα ποὺ ἤδη ἔχουν διαπράξει, σ\’ ἄλλους νὰ ἐμποδίσουν ἐκεῖνα ποὺ διαπράττονται τώρα, καὶ σ\’ ἄλλους νὰ προλάβουν τὴ μελλοντικὴ διάπραξη αὐτῶν. Κοντὰ σ\’ αὐτοὺς ὑπάρχουν καὶ οἱ πειρασμοὶ ἐκεῖνοι ποὺ στέλνονται γιὰ δοκιμή, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Ἰώβ.

46. Ὁ σώφρονας ἄνθρωπος, σκεπτόμενος τὴ θεραπευτικὴ δύναμη τῶν θείων τιμωριῶν, ὑπομένει μὲ εὐχαρίστηση τὶς συμφορὲς ποὺ συμβαίνουν σ\’ αὐτόν, καὶ δὲν θεωρεῖ κανένα ἄλλο αἴτιο γι\’ αὐτὲς παρὰ μόνο τὶς ἁμαρτίες του. Ἀντίθετα ὁ ἄφρονας, ἀγνοώντας τὴ σοφότατη πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἁμαρτάνει καὶ τιμωρεῖται, θεωρεῖ αἴτιους τῶν κακῶν ποὺ τοῦ συμβαίνουν ἤ τὸ Θεό, ἤ τοὺς ἀνθρώπους.

47. Ὑπάρχουν ὠρισμένα πράγματα ποὺ σταματοῦν τὸν πόλεμο τῶν παθῶν καὶ δὲν τ\’ ἀφήνουν ν\’ αὐξηθοῦν, καὶ ὑπάρχουν ἐπίσης ἄλλοι ποὺ ἐλαττώνουν τὸν πόλεμο τῶν παθῶν καὶ συντελοῦν στὴ μείωση αὐτῶν. Γιὰ παράδειγμα ἡ νηστεία, ὁ κόπος καὶ ἡ ἀγρυπνία δὲν ἀφήνουν ν\’ αὐξηθεῖ ἡ ἐπιθυμία, ἐνῶ ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ τὸν κόσμο, ἡ πνευματικὴ θεωρία, ἡ προσευχὴ καὶ ὁ ἔρωτας πρὸς τὸ Θεό, ἐλαττώνουν αὐτὴν καὶ τὴν ἐξαφανίζουν. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στὴν περίπτωση τοῦ θυμοῦ. Γιὰ παράδειγμα ἡ μακροθυμία, ἡ ἀμνησικακία καὶ ἡ πραότητα σταματοῦν αὐτὸν καὶ δὲν τὸν ἀφήνουν ν\’ αὐξηθεῖ, ἐνῶ ἡ ἀγάπη, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ καλωσύνη καὶ ἡ φιλανθρωπία συντελοῦν στὴ μείωση αὐτοῦ.

48. Ἐκείνου ποὺ ὁ νοῦς εἶναι γιὰ πάντα προσηλωμένος στὸ Θεό, αὐτοῦ καὶ ἡ ἐπιθυμία γιὰ τὸν θεῖο ἔρωτα αὐξήθηκε ὑπερβολικά, καὶ ὁλόκληρος ὁ θυμὸς του μετατράπηκε πρὸς τὴ θεία ἀγάπη. Διότι μὲ τὴν πολυχρόνια συμμετοχὴ μέσα στὴ θεία ἔλλαμψη, ἀφοῦ ἔγινε ὁλόκληρος φωτοειδὴς καὶ ἀφοῦ ὑπέταξε τὸ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς του, μεταστράφηκε, ὅπως ἔχει λεχθεῖ, πρὸς ἀτέλειωτο θεῖο ἔρωτα καὶ ἀκατάπαυστη ἀγάπη, καὶ μεταφέρθηκε ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὰ ἐπίγεια πρὸς τὸ θεῖο.

49. Ὁπωσδήποτε, ἐκεῖνος ποὺ δὲν φθονεῖ, οὔτε ὀργίζεται καὶ οὔτε τρέφει μνησικακία ἐναντίον ἐκείνου ποὺ τὸν λύπησε, δὲν σημαίνει καὶ ὅτι ἀγαπᾶ αὐτόν. Διότι μπορεῖ, καὶ χωρὶς ν\’ ἀγαπᾶ, νὰ μὴ ἀνταποδίδει κακὸ ἀντὶ κακοῦ, ἐξ αἰτίας τῆς ἐντολῆς, ὁπωσδήποτε ὅμως δὲν εἶναι δυνατὸ ἀκόμα καὶ ν\’ ἀνταποδώσει ἀβίαστα καλὸ ἀντὶ κακοῦ, καθόσον τὸ νὰ εὐεργετεῖ κανεὶς μὲ ὅλη τη διάθεση τῆς καρδιᾶς του ἐκείνους ποὺ τὸν μισοῦν, αὐτὸ εἶναι γνώρισμα μόνο τῆς τέλειας πνευματικῆς ἀγάπης.

50. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀγαπᾶ κάποιον δὲν σημαίνει ὁπωσδήποτε καὶ ὅτι μισεῖ αὐτὸν οὔτε πάλι, ἐκεῖνος ποὺ δὲν μισεῖ κάποιον, σημαίνει ὅτι ἀγαπᾶ ὁπωσδήποτε αὐτόν, ἀλλ\’ εἶναι δυνατὸ νὰ βρίσκεται σὲ μία μέση κατάσταση πρὸς αὐτὸν οὔτε δηλαδὴ νὰ τὸν ἀγαπᾶ, οὔτε καὶ νὰ τὸν μισεῖ. Διότι τὴν ἀγαπητικὴ διάθεση τὴ γεννοῦν μόνο οἱ πέντε τρόποι ποὺ προαναφέρθηκαν στὸ ἔνατο κεφάλαιο αὐτῆς τῆς ἑκατοντάδας, ποὺ εἶναι ὁ ἐπαινετός, ὁ μέσος καὶ οἱ τρεῖς ἄλλοι οἱ ἀξιοκατάκριτοι.

51. Ὅταν δεῖς τὸ νοῦ σου ν\’ ἀσχολεῖται μὲ εὐχαρίστηση μὲ τὰ ὑλικὰ πράγματα καὶ νὰ εἰσχωρεῖ μέσα στὰ νοήματα αὐτῶν, νὰ εἶσαι βέβαιος τότε ὅτι αὐτὰ ἀγαπᾶς περισσότερο παρὰ τὸ Θεό. Διότι λέγει, «ὅπου βρίσκεται ὁ θησαυρός σας, ἐκεῖ βρίσκεται καὶ ἡ καρδιά σας».

52. Νοῦς ποὺ ἑνώνεται μὲ τὸ Θεὸ καὶ παραμένει γιὰ πάντα ἑνωμένος μὲ αὐτὸν μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀγάπη, γίνεται σοφός, ἀγαθός, δυνατός, φιλάνθρωπος, εὐσπλαχνικὸς καὶ μακρόθυμος, καὶ γενικὰ φέρει μαζί του ὅλα σχεδὸν τὰ θεῖα γνωρίσματα. Ἀντίθετα ἀπομακρυνόμενος ἀπ\’ αὐτὸν καὶ προσκολλώμενος στὰ ὑλικὰ πράγματα, ἐπειδὴ ἔχει καταστεῖ φιλήδονος, γίνεται ἤ σὰν κτῆνος ἤ σὰν θηρίο, φιλονεικώντας ἐξ αἰτίας αὐτῶν μὲ τοὺς ἀνθρώπους.

53. Κόσμο ἡ ἁγία Γραφὴ ὀνομάζει τὰ ὑλικὰ πράγματα, καὶ κοσμικοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν συγκεντρωμένο τὸ νοῦ τους σ\’ αὐτά, πρὸς τοὺς ὁποίους ἀπευθύνεται ἡ Γραφὴ καὶ λέγει μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς ἀπομακρύνει ἀπ\’ αὐτὰ «μὴν ἀγαπᾶτε τὸν κόσμο, οὔτε τὰ πράγματα ποὺ ὑπάρχουν μέσα στὸν κόσμο. Ἡ σαρκικὴ ἐπιθυμία καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ματιῶν καὶ ἡ ἀλαζονεία γιὰ τὰ πράγματα τῆς ζωῆς αὐτῆς, δὲν προέρχονται ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν κόσμο», καὶ τὰ ἑξῆς.

54. Μοναχὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀπομάκρυνε τὸ νοῦ του ἀπὸ τὰ ὑλικὰ πράγματα καὶ εἶναι προσηλωμένος στὸ Θεὸ μὲ ἐγκράτεια, ἀγάπη, ψαλμωδία καὶ προσευχή.

55. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐνεργεῖ καὶ κάμνει πράξη τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου εἶναι νοητὸς κτηνοτρόφος, διότι τὰ ἠθικὰ κατορθώματα ἐπέχουν τὴ θέση τῶν κτηνῶν, γι\’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε ὁ Ἰακώβ• «ἄνδρες κτηνοτρόφοι εἶναι οἱ δοῦλοι σου», ἐνῶ εἶναι ποιμένας τῶν προβάτων ὁ γνωστικός. Διότι οἱ λογισμοὶ ἐπέχουν τὴ θέση προβάτων, ποὺ ποιμαινονται ἀπὸ τὸ νοῦ στὰ ὅρη τῶν θεωρημάτων. Γι\’ αὐτὸ καὶ «θεωροῦνταν ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους σὰν κάτι τὸ ἀποτροπιαστικὸ ὁ κάθε ποιμένας προβάτων», δηλαδὴ ἀπὸ τὶς ἀντίθετες πνευματικὲς δυνάμεις, τοὺς διαβόλους.

56. Ὁ ἁμαρτωλὸς νοῦς, ὅταν τὸ σῶμα κινεῖται μὲ τὶς αἰσθήσεις πρὸς τὶς σαρκικὲς ἐπιθυμίες καὶ ἡδονές, ἀκολουθεῖ καὶ αὐτὸς καὶ συγκατατίθεται στὶς ἐμπαθεῖς φαντασίες καὶ ὁρμὲς αὐτοῦ, ἐνῶ ὁ ἐνάρετος νοῦς ἀσκεῖ ἐγκράτεια καὶ συγκρατεῖ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὶς ἐμπαθεῖς φαντασίες καὶ ὁρμές, καὶ προσπαθεῖ νὰ διορθώσει καὶ νὰ ἐξαλείψει τὶς ἁμαρτωλὲς αὐτὲς κινήσεις τοῦ σώματος.

57. Ἀπὸ τὶς ἀρετὲς ἄλλες εἶναι σωματικές, καὶ ἄλλες ψυχικές. Σωματικὲς εἶναι ὅπως ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, τὸ πλάγιασμα ἐπάνω στὸ χῶμα, ἡ διακονία, τὸ ἐργόχειρο γιὰ νὰ μὴ ἐπιβαρύνει κανεὶς κάποιον ἤ καὶ γιὰ νὰ δίνει σ\’ ἄλλους, καὶ τὰ παρόμοια, ἐνῶ ψυχικὲς εἶναι ὅπως ἡ ἀγάπη, ἡ μακροθυμία, ἡ πραότητα, ἡ ἐγκράτεια, ἡ προσευχὴ καὶ τὰ παρόμοια. Ἐὰν λοιπὸν συμβεῖ ἐξ αἰτίας κάποιας ἀνάγκης ἤ σωματικῆς καταστάσεως, ὅπως εἶναι ἡ ἀρρώστια ἤ κάτι παρόμοιο, νὰ μὴ μπορέσουμε νὰ ἐκτελέσουμε τὶς σωματικὲς ἀρετὲς ποὺ προαναφέρθηκαν, συγχωρούμαστε ἀπὸ τὸν Κύριο, ποὺ γνωρίζει καὶ τὶς αἰτίες, ἐνῶ ἐὰν δὲν ἐκτελοῦμε τὶς ψυχικές, δὲν θὰ ἔχουμε καμιὰ δικαιολογία. Διότι δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἀνάγκη ποὺ νὰ δικαιολογεῖ τὴν μὴ ἐκτέλεσή τους.

58. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ παρακινεῖ καὶ πείθει ἐκεῖνον ποὺ τὴν ἔχει νὰ περιφρονεῖ κάθε ἡδονὴ προσωρινὴ καὶ κάθε κόπο καὶ λύπη. Ἂς σὲ πείσουν γι\’ αὐτὸ ὅλοι οἱ ἅγιοι ποὺ τόσα πολλὰ ἔπαθαν γιὰ τὸν Χριστό.

59. Πρόσεχε τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τὴ μητέρα τῶν κακῶν, δηλαδὴ τὴν φιλαυτία, ποὺ εἶναι ἡ παράλογη ἀγάπη τοῦ σώματος. Διότι ἀπὸ αὐτὴν γεννιοῦνται ὁπωσδήποτε οἱ τρεῖς πρωταρχικοί, ἐμπαθεῖς καὶ οἱ πιὸ βασικοὶ μανιώδεις λογισμοί, ἐννοῶ τῆς γαστριμαργίας, τῆς φιλαργυρίας καὶ τῆς ματαιοδοξίας. Αὐτὲς λαμβάνουν τὶς ἀφορμὲς ἀπὸ τὶς δῆθεν ἀπαραίτητες σωματικὲς ἀνάγκες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες γεννιέται ὅλος ὁ κατάλογος τῶν κακῶν. Πρέπει λοιπόν, ὅπως προαναφέρθηκε, νὰ προσέχουμε πάρα πολὺ καὶ νὰ πολεμᾶμε αὐτὴν μὲ μαγάλη προσοχὴ καὶ ἐπαγρύπνηση. Διότι, ὅταν ἐξαφανισθεῖ αὐτή, ἐξαφανίζονται καὶ ὅλα τὰ κακὰ ποὺ προέρχονται ἀπ\’ αὐτήν.

60. Τὸ πάθος τῆς φιλαυτίας ὑποκινεῖ τὸν μοναχὸ νὰ βοήθει τὸ σῶμα καὶ νὰ τοῦ παρέχει περισσότερες ἀπὸ ὅ,τι πρέπει τροφές, τάχα ἀπὸ ὑπερβολικὴ φροντίδα καὶ ἐνδιαφέρον γι\’ αὐτό, ὥστε, παρασυρόμενος σιγὰ – σιγά, νὰ πέσει μέσα στὸ βόθρο τῆς φιληδονίας. Στὸν κοσμικὸ πάλι, ἐκδηλώνοντας πρὸς αὐτὸ τὴν ἴδια δῆθεν φροντίδα μὲ τὴν προηγούμενη, τὸν παρακινεῖ στὴν ἱκανοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν του.

61. Ἡ πιὸ ἀνώτερη κατάσταση τῆς προσευχῆς λένε ὅτι εἶναι αὐτή, τὸ ν\’ ἀποκοπεῖ τελείως ὁ νοῦς ἀπὸ τὰ σαρκικὰ καὶ κοσμικὰ πράγματα καὶ νὰ προσεύχεται ἀπαλλαγμένος ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὰ ὑλικὰ πράγματα καὶ τὰ σχήματα τοῦ κόσμου. Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ διατηρεῖ ἀκέραια αὐτὴν τὴν κατάσταση, αὐτὸς πραγματικὰ προσεύχεται ἀδιάκοπα.

62. Ὅπως ἀκριβῶς τὸ σῶμα ὅταν πεθάνει ἀποχωρίζεται ἀπὸ ὅλα τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς, ὅταν φθάσει στὸ ἀνώτερο στάδιο τῆς προσευχῆς, πεθαίνει κατὰ κάποιο τρόπο καὶ ἀποχωρίζεται ἀπὸ ὅλα τὰ νοήματα τοῦ κόσμου. Διότι, ἐὰν δὲν ὑποστεῖ τὸν θάνατο αὐτοῦ τοῦ εἴδους, δὲν μπορεῖ νὰ βρεθεῖ κοντὰ στὸ Θεὸ καὶ νὰ ζήσει.

63. Κανένας νὰ μὴ σὲ ἐξαπατήσει, μοναχέ, λέγοντάς σου ὅτι μπορεῖς νὰ σωθεῖς δουλεύοντας στὴν ἡδονὴ καὶ τὴ ματαιοδοξία.

64. Ὅπως ἀκριβῶς τὸ σῶμα ἁμαρτάνει μὲ αἰσθητὰ πράγματα καὶ γιὰ παιδαγωγία ἔχει τὶς σωματικὲς ἀρετές, ὥστε νὰ σωφρονεῖ, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς ἁμαρτάνει μὲ τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμούς, καὶ κατὰ παρόμοιο τρόπο γιὰ παιδαγωγία ἔχει τὶς ψυχικὲς ἀρετές, ὥστε, βλέποντας τὰ πράγματα καθαρὰ καὶ μὲ ἀπάθεια, νὰ σωφρονεῖ.

65. Ὅπως ἀκριβῶς τὶς ἡμέρες διαδέχονται οἱ νύχτες, καὶ τὰ καλοκαίρια οἱ χειμῶνες, ἔτσι καὶ τὴ ματαιοδοξία καὶ τὴν ἡδονὴ τὶς διαδέχονται λύπες καὶ στενοχώριες, εἴτε στὴν παροῦσα ζωή, εἴτε στὴ μέλλουσα.

66. Δὲν εἶναι δυνατὸ κάποιος ποὺ ἁμάρτησε ν\’ ἀποφύγει τὴ μέλλουσα κρίση χωρὶς νὰ ὑποβάλει τὸν ἑαυτό του, ὅσο ἀκόμα εἶναι ἐδῶ, σὲ θεληματικοὺς κόπους, ἤ χωρὶς τὴν ἐπιβολὴ ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ τιμωριῶν πρὸς διόρθωσή μας.

67. Γιὰ πέντε αἰτίες λένε ὅτι ὁ θεὸς ἐπιτρέπει νὰ πολεμούμαστε ἀπὸ τοὺς δαίμονες. Πρώτη λένε ὅτι εἶναι ἐκείνη κατὰ τὴν ὁποία, πολεμούμενοι ἀπὸ τοὺς δαίμονες καὶ ἀντιπαρατάσσοντας πρὸς αὐτοὺς τὸ δικό μας πόλεμο, φθάνομε στὸ νὰ διακρίνουμε τὴν ἀρετὴ ἀπὸ τὴν κακία. Δεύτερη αἰτία εἶναι, ἀφοῦ μὲ τὸν πόλεμο καὶ τὸν κόπο ἀποκτήσουμε τὴν ἀρετή, νὰ τὴν κρατᾶμε σταθερὴ καὶ ἀμετάβλητη. Τρίτη εἶναι, προκόβοντας στὴν ἀρετή, νὰ μὴ ὑπερηφανευόμαστε, ἀλλὰ νὰ μάθουμε νὰ εἴμαστε ταπεινόφρονες. Τέταρτη εἶναι, ἀφοῦ γνωρίσουμε τὴν κακία, νὰ μισήσουμε μὲ ὅλη τη δύναμή μας αὐτήν. Πέμπτη αἰτία μαζὶ μὲ ὅλες τὶς ἄλλες εἶναι, ἀφοῦ γίνουμε ἀπαθεῖς, νὰ μὴ λησμονήσουμε τὴν ἀδυναμία μας, οὔτε τὴ δύναμη ἐκείνου πού μᾶς βοήθησε.

68. Ὅπως ἀκριβῶς ὁ νοῦς ἐκείνου ποὺ πεινάει φαντάζεται ψωμί, καὶ ἐκείνου ποὺ διψάει νερό, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς τοῦ γαστρίμαργου φαντάζεται μορφὲς γυναικῶν, τοῦ φιλάργυρου φαντάζεται τὰ κέρδη, τοῦ μνησίκακου τὴν ἐκδίκηση ἐκείνου ποὺ τὸν λύπησε, τοῦ φθονεροῦ τὴν κακοποίηση ἐκείνου ποὺ φθονεῖ, καὶ τὸ ἴδιο συμβαίνει μὲ τὰ ἄλλα πάθη. Διότι ὁ νοῦς, ἐνοχλούμενος ἀπὸ τὰ πάθη, κυριεύεται ἀπὸ τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμοὺς καὶ ὅταν εἶναι ξάγρυπνο τὸ σῶμα, καὶ κατὰ τὸ χρόνο τοῦ ὕπνου.

69. Ὅταν αὐξηθεῖ μία ἐπιθυμία, ὁ νοῦς φαντάζεται κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ὕπνου τὶς σαρκικὲς ἀπολαύσεις ποὺ προξενοῦν τὶς ἡδονές, ὅταν πάλι αὐξηθεῖ ὁ θυμός, τότε βλέπει τὰ πράγματα ἐκεῖνα ποὺ προξενοῦν φόβο. Δηλαδὴ οἱ ἀκάθαρτες δυνάμεις αὐξάνουν τὰ πάθη, παίρνοντας βοηθὸ τὴ δική μας ἀμέλεια, καὶ ἐρεθίζουν αὐτά. Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μειώνουν αὐτά, προτρέποντάς μας ν\’ ἀσκοῦμε τὶς ἀρετές.

70. Ὅταν τὸ ἐπιθυμητικό τῆς ψυχῆς δέχεται πυκνοὺς ἐρεθισμούς, δημιουργεῖ μέσα στὴν ψυχὴ μία σταθερὴ συνήθεια φιληδονίας, ἐνῶ ὅταν ταράσσεται συνέχεια τὸ θυμικὸ μέρος αὐτῆς, τότε καθίσταται ὁ νοῦς δειλὸς καὶ ἄνανδρος. Αὐτὰ τὰ θεραπεύουν, τὸ πρῶτο μακροχρόνια ἄσκηση νηστείας, ἀγρυπνίας καὶ προσευχῆς, ἐνῶ τὸ δεύτερο καλωσύνη, φιλανθρωπία, ἀγάπη καὶ ἐλεημοσύνη.

71. Οἱ δαίμονες πολεμοῦν τοὺς ἀνθρώπους ἤ μὲ τὰ αἰσθητὰ πράγματα, ἤ μὲ τὰ ἐμπαθῆ νοήματα ποὺ δημιουργοῦνται ἀπὸ τὰ πράγματα. Καὶ μὲ τὰ αἰσθητὰ πράγματα πολεμοῦν ἐκείνους ποὺ περιβάλλονται ἀπὸ τὰ πράγματα αὐτά, ἐνῶ μὲ τὰ νοήματα πολεμοῦν ἐκείνους ποὺ ζοῦν μακριὰ ἀπὸ τὰ πράγματα.

72.
Ὅσο πιὸ εὔκολο εἶναι τὸ ν\’ ἁμαρτάνει κανεὶς μὲ τὴ σκέψη του παρὰ στὴν πράξη, τόσο πιὸ βαρύτερος εἶναι ὁ πόλεμος ποὺ προέρχεται ἀπὸ τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμούς, ἀπὸ τὸν πόλεμο ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ πράγματα.

73. Τὰ αἰσθητὰ πράγματα βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὸ νοῦ, ἐνῶ οἱ λογισμοὶ αὐτῶν βρίσκονται μέσα στὸ νοῦ. Ἀπ\’ αὐτὸν λοιπὸν ἐξαρτᾶται ἡ ὀρθὴ ἤ ἡ κακὴ χρήση αὐτῶν. Διότι τὴν ἐσφαλμένη χρήση τῶν λογισμῶν ἀκολουθεῖ ἡ κακὴ χρησιμοποίηση τῶν πραγμάτων.

74. Μὲ αὐτὰ τὰ τρία μέσα ὁ νοῦς δημιουργεῖ τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμούς• μὲ τὴν αἴσθηση δηλαδή, μὲ τὴν κράση, καὶ μὲ τὴ μνήμη. Μὲ τὴν αἴσθηση τοὺς δημιουργεῖ ὅταν τὰ πράγματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα προέρχονται τὰ πάθη, προσβάλλουν τὴν αἴσθηση, ὁπότε ὁδηγοῦν τὸ νοῦ σὲ ἐμπαθεῖς λογισμούς. Μὲ τὴν κράση τοὺς δημιουργεῖ ὅταν, ἐξ αἰτίας τοῦ ἀκόλαστου τρόπου ζωῆς ἤ τῆς δαιμονικῆς ἐπενέργειας ἤ κάποιας ἀσθένειας, μεταβληθεῖ ἡ ὅλη κατάσταση τοῦ σώματος, ὁπότε ὁδηγεῖται πάλι ὁ νοῦς πρὸς ἐμπαθεῖς λογισμοὺς ἤ ἐναντίον τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ. Τέλος μὲ τὴ μνήμη τοὺς δημιουργεῖ ὅταν ἡ μνήμη ὑπενθυμίζει τὰ πράγματα ἐκεῖνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα προέρχονται οἱ λογισμοί, καὶ ἔτσι ὁδηγεῖ τὸ νοῦ σὲ ἐμπαθεῖς λογισμούς.

75. Ἀπὸ τὰ πράγματα πού μᾶς δόθηκαν ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ χρήση, ἄλλα ἀπ\’ αὐτὰ βρίσκονται μέσα στὴν ψυχή, ἄλλα στὸ σῶμα, καὶ ἄλλα ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα· γιὰ παράδειγμα μέσα στην ψυχὴ βρίσκονται οἱ δυνάμεις αὐτῆς, στὸ σῶμα τὰ αἰσθητήρια ὄργανα καὶ τὰ ὑπόλοιπα μέλη, ἐνῶ ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα βρίσκονται οἱ τροφές, τὰ κτήματα καὶ τὰ ὑπόλοιπα. Ἡ καλὴ λοιπὸν ἤ ἡ κακὴ χρήση αὐτῶν ἤ τῶν ἐνεργειῶν καὶ ἀποτελεσμάτων αὐτῶν μᾶς καθιστοῦν ἐνάρετους ἤ κακούς.

76. Ἀπὸ τὰ συμβεβηκότα τῶν πραγμάτων, ἄλλα εἶναι τῶν πραγμάτων ποὺ βρίσκονται μέσα στὴν ψυχή, ἄλλα τῶν πραγμάτων ποὺ βρίσκονται στὸ σῶμα, καὶ ἄλλα τῶν πραγμάτων ποὺ βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα. Τὰ ἀποτελέσματα τῶν πραγμάτων τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ γνώση καὶ ἡ ἄγνοια, ἡ λήθη καὶ ἡ μνήμη, ἡ ἀγάπη καὶ τὸ μίσος, ὁ φόβος καὶ τὸ θάρρος, ἡ λύπη καὶ ἡ χαρὰ καὶ τὰ ἑξῆς, ἐνῶ τῶν πραγμάτων τοῦ σώματος εἶναι ἡ ἡδονὴ καὶ ὁ πόνος, ἡ αἴσθηση καὶ ἡ ἀναισθησία, ἡ ὑγεία καὶ ἡ ἀσθένεια, ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος καὶ τὰ παρόμοια. Τέλος τῶν πραγμάτων ποὺ βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα εἶναι ἡ ἀπόκτηση καλῶν καὶ πολλῶν τέκνων καὶ ἡ ἀτεκνία, ὁ πλοῦτος καὶ ἡ φτώχεια, ἡ δόξα καὶ ἡ ἀτιμία καὶ τὰ ἑξῆς. Ἀπὸ αὐτὰ ἄλλα θεωροῦνται καλὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἄλλα κακά, κανένα ὅμως ἀπ\’ αὐτὰ δὲν εἶναι ἀπό τὴ φύση του κακό, ἀλλ\’ ἀνάλογα μὲ τὴ χρήση τους καθίστανται γενικὰ εἴτε κακά, εἴτε καλά.

77. Ἡ γνώση εἶναι καλὴ ἀπὸ τὴ φύση της, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ ὑγεία, ἀλλ\’ ὅμως τοὺς πολλοὺς τὰ ἀντίθετα ἀπ\’ αὐτὰ τοὺς ὠφελοῦν. Διότι στοὺς κακοὺς ἡ γνώση, ἂν καὶ εἶναι, ὅπως ἔχει λεχθεῖ, καλὴ ἀπὸ τὴ φύση της, καταντᾶ βλαβερή, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ ὑγεία, καὶ ὁ πλοῦτος καὶ ἡ χαρά. Διότι δὲν τὰ χρησιμοποιοῦν αὐτὰ πρὸς τὸ συμφέρον τους. Ἄρα λοιπὸν σ\’ αὐτοὺς συμφέρουν τὰ ἀντίθετα. Βέβαια οὔτε ἐκεῖνα σύμφωνα μὲ τὴν ἴδια λογικὴ εἶναι κακά, ἂν καὶ θεωροῦνται ὅτι εἶναι κακά.

78. Μὴν κάνεις κακὴ χρήση τῶν νοημάτων, γιὰ νὰ μὴ χρησιμοποιήσεις κατ\’ ἀνάγκη πρὸς τὸ κακὸ καὶ τὰ πράγματα. Διότι, ἐὰν κάποιος δὲν ἁμαρτήσει πρῶτα μὲ τὴ σκέψη του, δὲν εἶναι δυνατὸ ποτὲ ν\’ ἁμαρτήσει στὴν πράξη.

79. Εἰκόνα τοῦ γήινου ἄνθρωπου εἶναι οἱ γενικὲς κακίες, ὅπως ἡ ἀφροσύνη, ἡ δειλία, ἡ ἀκολασία, καὶ ἡ ἀδικία, ἐνῶ τοῦ ἐπουράνιου ἀνθρώπου εἰκόνα εἶναι οἱ γενικὲς ἀρετές, ὅπως ἡ φρόνηση, ἡ ἀνδρεία, ἡ σωφροσύνη καὶ ἡ δικαιοσύνη. Ἀλλὰ «ὅπως φορέσαμε τὴν εἰκόνα τοῦ γήινου, θὰ φορέσουμε καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουράνιου.

80. Ἂν θέλεις νὰ βρεῖς τὴν ὁδὸ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ζωή, ζήτα αὐτὴν στὴν ὁδὸ ἐκείνη γιὰ τὴν ὁποία εἶπε ὁ Κύριος, «ἐγὼ εἶμαι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀλήθεια», καὶ θὰ βρεῖς ἐδῶ τὴν αἰώνια ζωή. Πλὴν ὅμως νὰ τὴ ζητᾶς μὲ μεγάλη ἐπιμονὴ στοὺς κόπους, διότι «λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ τὴ βρίσκουν», καὶ μὲ προσοχὴ μήπως ἀποκοπεῖς ἀπὸ τοὺς λίγους, καὶ βρεθεῖς μαζὶ μὲ τοὺς πολλούς.

81. Γιὰ τοὺς πέντε αὐτοὺς λόγους ἡ ψυχὴ συγκρατεῖται, ὥστε νὰ μὴν διαπράττει τὴν ἁμαρτία- ἤ γιατί φοβᾶται τοὺς ἀνθρώπους, ἤ γιατί φοβᾶται τὴ μέλλουσα κρίση, ἤ ἐπειδὴ ἀποβλέπει στὴ μελλοντικὴ ἀπόδοση τῶν μισθῶν, ἤ ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, ἤ τέλος ἐπειδὴ ἐλέγχεται ἀπὸ τὴ συνείδηση.

82. Μερικοὶ λένε, ὅτι δὲν θὰ ὑπῆρχε τὸ κακὸ στὴν πραγματικότητα, ἐὰν δὲν ὑπῆρχε κάποια δύναμη πού μᾶς σύρει πρὸς αὐτό. Αὐτὴ ἡ δύναμη δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ἡ ἀμέλεια τοῦ νοῦ νὰ ἐνεργεῖ σύμφωνα μὲ τὴ φύση του. Γι\’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἐκεῖνοι ποὺ προσέχουν τὶς ἐνέργειες τους πάντοτε κάμνουν τὰ καλά, καὶ οὐδέποτε τὰ κακά. Ἐὰν λοιπὸν θέλεις καὶ σὺ διῶξε ἀπὸ πάνω σου τὴν ἀμέλεια καὶ τότε μαζὶ μ\’ αὐτὴν διώχνεις καὶ τὴν κακία, ποὺ εἶναι ἡ ἐσφαλμένη χρησιμοποίηση τῶν νοημάτων, καὶ ποὺ σὰν ἐπακόλουθο ἔχει τὴν μὴ ὀρθὴ χρησιμοποίηση τῶν πραγμάτων.

83. Ἀποτελεῖ φυσικὸ γνώρισμα τοῦ λογικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς μας τὸ νὰ ὑποτάσσεται στὸ θεῖο λόγο καὶ νὰ ἐξουσιάζει τὸ ἄλογο μέρος αὐτῆς. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ τάξη ἂς φυλάσσεται παντοῦ, καὶ τότε οὔτε τὸ κακὸ θὰ ὑπάρχει στὴν πραγματικότητα, οὔτε ἡ δύναμη ἐκείνη ποὺ νὰ μᾶς σύρει πρὸς αὐτό.

84. Ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς ἄλλοι εἶναι ἁπλοί, καὶ ἄλλοι σύνθετοι. Ἁπλοὶ λογισμοὶ εἶναι οἱ ἀπαθεῖς, ἐνῶ σύνθετοι εἶναι οἱ ἐμπαθεῖς, διότι ἀποτελοῦνται ἀπὸ πάθος καὶ λογισμό. Ἀφοῦ ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, εἶναι δυνατὸ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἁπλοὺς λογισμοὺς νὰ μεταβάλλονται σὲ σύνθετους, ὅταν ἀρχίζουν μέσα στὴ σκέψη νὰ κινοῦνται πρὸς τὴν ἁμαρτία. Γιὰ παράδειγμα ὅπως συμβαίνει στὴν περίπτωση τοῦ χρυσοῦ. Ἀνέβηκε στὴ σκέψη κάποιος λογισμὸς ἐμπαθὴς γιὰ τὸ χρυσό, καὶ παρακίνησε τὸ νοῦ γιὰ νὰ κλέψει, καὶ ἔτσι διαπράχθηκε ἡ ἁμαρτία μὲ τὴ σκέψη. Μαζὶ μὲ τὴ μνήμη γιὰ τὸ χρυσὸ ἀκολούθησαν καὶ ἡ μνήμη γιὰ τὸ βαλάντιο, γιὰ τὸ ἀγγεῖο ποὺ περιέχει τὸ χρυσό, γιὰ τὸ κουβούκλειο μέσα στὸ ὁποῖο φυλάσσονται, καὶ γιὰ ὅλα τὰ σχετικά. Ἔτσι ἡ μνήμη τοῦ χρυσοῦ ἦταν σύνθετη (διότι περιεῖχε τὸ πάθος), ἐνῶ τοῦ βαλλαντίου καὶ τοῦ σκευαριου καὶ τῶν ὑπολοίπων ἦταν ἁπλή. Διότι ὁ νοῦς δὲν εἶχε πάθος πρὸς αὐτά. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ κάθε ἄλλο λογισμό, καὶ στὴν περίπτωση τῆς ματαιοδοξίας καὶ στὴν περίπτωση τῆς γυναίκας καὶ στοὺς ὑπόλοιπους. Ὅλοι δηλαλὴ οἱ λογισμοί, ποὺ ἀκολουθοῦν τὸν ἐμπαθῆ λογισμό, δὲν εἶναι καὶ ἐμπαθεῖς, ὅπως ἀπέδειξε τὸ παράδειγμα. Μὲ βάση αὐτὰ λοιπὸν μποροῦμε νὰ γνωρίζουμε ποιοὶ εἶναι οἱ ἐμπαθεῖς λογισμοὶ καὶ ποιοὶ οἱ ἁπλοί.

85. Μερικοὶ λένε, ὅτι οἱ δαίμονες, ἀγγίζοντας τὰ μόρια τοῦ σώματος κατὰ τὴν ὥρα τοῦ ὕπνου, κινοῦν τὸ πάθος τῆς πορνείας, ἔπειτα, ἀφοῦ κινηθεῖ τὸ πάθος, παρουσιάζει στὸ νοῦ μὲ τὴ μνήμη τὴ μορφὴ τῆς γυναίκας. Ἄλλοι λένε, ὅτι οἱ δαίμονες παρουσιάζονται στὸ νοῦ μὲ τὴ μορφὴ γυναίκας, καί, ἀγγίζοντας τὰ μόρια τοῦ σώματος, προξενοῦν τὴν πορνικὴ ὄρεξη, καὶ ἔτσι γίνονται οἱ φαντασίες. Ἄλλοι πάλι λένε, ὅτι τὸ πορνικὸ πάθος ποὺ κυριαρχεῖ στὸν ἄνθρωπο, τίθεται σὲ κίνηση ἀπὸ τὸ πλησίασμα τοῦ δαίμονα, καὶ ἔτσι φουντώνουν μέσα στὴν ψυχὴ οἱ λογισμοὶ μὲ τὴν παρουσίαση ἀπὸ τὴ μνήμη μορφῶν γυναικῶν. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὶς ἄλλες ἐμπαθεῖς φαντασίες, ποὺ συμβαίνουν, ὅπως λένε, ἄλλες μὲ τὸν ἕνα τρόπο καὶ ἄλλες μὲ τὸν ἄλλο. Πλὴν ὅμως σὲ κανένα ἀπὸ τοὺς τρόπους ποὺ ἀναφέρθηκαν δὲν μποροῦν οἱ δαίμονες νὰ κινήσουν τὸ ὁποιοδήποτε πάθος, ὅταν ὑπάρχει στὴν ψυχὴ ἀγάπη καὶ ἐγκράτεια, οὔτε κατὰ τὸ χρόνο ποὺ τὸ σῶμα εἶναι ξάγρυπνο, οὔτε ὅταν κοιμᾶται.

86. Ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ νόμου ἄλλες πρέπει νὰ φυλάσσονται σωματικὰ καὶ πνευματικά, καὶ ἄλλες μόνο πνευματικά. Γιὰ παράδειγμα οἱ ἐντολές, «δὲ θὰ μοιχεύσεις», «δὲ θὰ φονεύσεις», «δὲ θὰ κλέψεις», καὶ οἱ παρόμοιες πρέπει νὰ φυλάσσονται καὶ σωματικὰ καὶ πνευματικὰ μὲ τρεῖς τρόπους. Ἐνῶ οἱ ἐντολὲς γιὰ τὴν περιτομή, γιὰ τὴν τήρηση τοῦ Σαββάτου, γιὰ τὸ σφάξιμο τοῦ ἀμνοῦ, γιὰ τὸ φάγωμα ἀζύμων καὶ πικρίδων, καὶ γιὰ τὰ παρόμοια, πρέπει νὰ φυλάσσονται μόνο πνευματικά.

87. Τρεῖς εἶναι οἱ γενικότερες ἠθικὲς καταστάσεις γιὰ τοὺς μοναχούς. Πρώτη εἶναι τὸ νὰ μὴ ἁμαρτάνουν καθόλου στὴν πράξη• δεύτερη εἶναι τὸ νὰ μὴ χρονίζουν οἱ ἐμπαθεῖς λογισμοὶ μέσα στὴν ψυχή" καὶ τρίτη εἶναι τὸ νὰ βλέπουν μὲ τὴ σκέψη τους τὶς μορφὲς τῶν γυναικῶν καὶ ἐκείνων ποὺ τοὺς λύπησαν μὲ ἀπάθεια.

88. Ἀκτήμονας εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μοίρασε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του καὶ δὲν ἔχει ἐπάνω στὴ γῆ τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὸ σῶμα του. Καὶ ἐπίσης, ἀφοῦ διέκοψε τὴ σχέση του μ\’ αὐτό, ἀφιέρωσε ὅλο τὸ ἐνδιαφέρον του στὸ Θεὸ καὶ στοὺς εὐσεβεῖς.

89. Ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀποκτοῦν ἀγαθά, ἄλλοι τὰ ἀποκτοῦν μὲ ἀπάθεια καὶ γι\’ αὐτὸ δὲν λυποῦνται ὅταν τὰ στεροῦνται, ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ δέχθηκαν μὲ χαρὰ τὴν ἁρπαγὴ τῶν ὑπαρχόντων τους". Ἄλλοι ἀπ\’ αὐτοὺς τὰ ἀποκτοῦν μὲ μεγάλο πάθος, γι\’ αὐτό, ὅταν πρόκειται νὰ τὰ στερηθοῦν, κυριεύονται ἀπὸ ὑπερβολικὴ λύπη, ὅπως ὁ πλούσιος γιὰ τὸν ὁποῖο γίνεται λόγος στὸ Εὐαγγέλιο, «ἔφυγε λυπημένος». Ἂν συμβεῖ νὰ τὰ στερηθοῦν λυποῦνται μέχρι θανάτου. Τὴ διάθεση λοιπὸν τοῦ ἀπαθοῦς καὶ τοῦ ἐμπαθοῦς τὴ φανερώνει ἡ στέρηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν τους.

90. Ἐκεῖνοι ποὺ προσεύχονται μὲ τὸν πιὸ τέλειο πνευματικὸ τρόπο τοὺς πολεμοῦν οἱ δαίμονες, γιὰ νὰ μὴ δέχονται μὲ ἀπάθεια τὰ νοήματα τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων, ἐνῶ τοὺς γνωστικούς τοὺς πολεμοῦν μὲ σκοπὸ νὰ παρατείνονται σ\’ αὐτοὺς οἱ ἐμπαθεῖς λογισμοί. Τέλος τοὺς πρακτικούς, ποὺ ἐπιδίδονται σὲ πράξεις, τοὺς πολεμοῦν γιὰ νὰ τοὺς παρασύρουν στὴν ἔμπρακτη διάπραξη τῆς ἁμαρτίας, μὲ κάθε τρόπο δηλαδὴ ἀγωνίζονται οἱ ἄθλιοι ἐναντίον ὅλων, μὲ σκοπὸ νὰ χωρίσουν τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸ θεό.

91. Ἐκεῖνοι ποὺ στὴ ζωὴ αὐτὴ ἀσκοῦνται ἀπὸ τὴ θεία πρόνοια στὴν εὐσέβεια, δοκιμάζονται μὲ τὰ τρία αὐτὰ εἴδη τῶν πειρασμῶν· πρῶτο μὲ τὴ χορήγηση εὐχάριστων πραγμάτων, ὅπως εἶναι ἡ ὑγεία, τὸ κάλλος, τὰ πολλὰ καὶ καλὰ τέκνα, τὰ χρήματα, ἡ δόξα καὶ τὰ παρόμοια· δεύτερο μὲ τὴν ἀποστολὴ δυσάρεστων πραγμάτων, ὅπως εἶναι ἡ στέρηση τέκνων, χρημάτων, καὶ δόξας· τρίτο μὲ τὰ μέσα ἐκεῖνα ποὺ προκαλοῦν ὑπερβολικοὺς πόνους στὸ σῶμα, ὅπως εἶναι οἱ ἀσθένειες, τὰ βασανιστήρια καὶ τὰ παρόμοια. Πρὸς τοὺς πρώτους λέγει ὁ Κύριος, «ἐὰν κάποιος δὲν ἀπαρνεῖται ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μαθητής μου», ἐνῶ πρὸς τοὺς δεύτερους καὶ τρίτους λέγει, «μὲ τὴν ὑπομονή σας θὰ κερδίσετε τὴ ζωή σας»•

92. Λένε ὅτι αὐτὰ τὰ τέσσερα ἀλλοιώνουν τὴν ἰδιοσυγκρασία τοῦ σώματος καὶ προξενοῦν λογισμοὺς στὸ νοῦ εἴτε ἐμπαθεῖς εἴτε ἀπαθεῖς, δηλαδὴ οἱ ἄγγελοι, οἱ δαίμονες, οἱ ἀέρες καὶ ἡ δίαιτα. Οἱ ἄγγελοι λένε ὅτι τὴν ἀλλοιώνουν μὲ ἀπαθεῖς λογισμούς, οἱ δαίμονες ἐρχόμενοι σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ σῶμα, οἱ ἀέρες μὲ τὶς μεταβολὲς ποὺ προκαλοῦν στὴ φύση, καὶ ἡ δίαιτα μὲ τὶς ποικίλες τροφὲς καὶ τὰ ποτά, παρεχόμενα σὲ μεγάλη ἤ μικρὴ ἀνάλογα ποσότητα. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ ὑπάρχουν καὶ οἱ ἀλλοιώσεις ποὺ δημιουργοῦνται στὴν ψυχὴ μὲ τὴ μνήμη, μὲ τὴν ἀκοὴ καὶ τὴν ὅραση, ἀπὸ τὰ ὁποῖα πρῶτα πάσχει ἡ ψυχὴ ἀνάλογα μὲ τὸ ἐὰν εἶναι λυπηρὰ ἤ χαροποιὰ τὰ ὅσα συμβαίνουν σ\’ αὐτήν. Καὶ πάσχοντας ἀπὸ αὐτὰ ἡ ψυχὴ ἀλλοιώνει τὴν κράση τοῦ σώματος, ἐνῶ ἀλλοιούμενη ἡ κράση τοῦ σώματος ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἀναφέρθηκαν προηγουμένως δημιουργεῖ στὸ νοῦ τοὺς λογισμούς.

93. Θάνατος κυρίως εἶναι ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ Θεό, καὶ κεντρὶ τοῦ θανάτου εἶναι ἡ ἁμαρτία• μ\’ αὐτὸ τὸ κεντρὶ τῆς ἁμαρτίας, ἀφοῦ πληγώθηκε ὁ Ἀδάμ, στερήθηκε καὶ τὸ ξύλο τῆς ζωῆς καὶ ἐξορίσθηκε ἀπὸ τὸν παράδεισο τοῦ Θεοῦ καὶ ἔτσι ἀναγκαστικὰ ἀκολούθησε καὶ ὁ θάνατος τοῦ σώματος. Ζωὴ κυρίως εἶναι ἐκεῖνος ποὺ εἶπε, «ἐγὼ εἶμαι ἡ ζωή». Αὐτός, ἀφοῦ ὑπέστη τὸ θάνατο, ἐπανέφερε πάλι στὴ ζωὴ τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶχε νεκρωθεῖ.

94. Ἐκεῖνος ποὺ συγγράφει, συγγράφει ἤ γιὰ ἀνάμνηση τοῦ ἑαυτοῦ του στοὺς μελλοντικοὺς ἀνθρώπους, ἤ γιὰ ὠφέλεια, ἤ καὶ γιὰ τὰ δυό, ἤ γιὰ βλάβη κάποιων, ἤ γιὰ ἐπίδειξη, ἤ ἀπὸ ἀνάγκη.«Τόπος χλόης» εἶναι ἡ πρακτικὴ ἀρετὴ καὶ «ὕδωρ ἀναπαύσεως» εἶναι ἡ γνώση τῶν γεγονότων.

95. «Σκιὰ θανάτου», εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ζωή. Ἐὰν κάποιος λοιπὸν εἶναι μὲ τὸ Θεὸ καὶ ὁ Θεὸς εἶναι μαζὶ μ\’ αὐτόν, αὐτὸς μπορεῖ νὰ πεῖ μὲ βεβαιότητα τὰ ψαλμικὰ λόγια- «ἐὰν ἐγὼ βαδίσω μέσα στὴ σκιὰ τοῦ θανάτου, δὲν θὰ φοβηθῶ τὰ κακά, διότι εἶσαι σὺ μαζί μου».

96. Ὁ καθαρὸς νοῦς βλέπει ὀρθὰ τὰ πράγματα, ὁ γυμνασμένος λόγος φέρνει μπροστά μας ἐκεῖνα ποὺ εἴδαμε, καὶ ἡ καθαρὴ ἀκοὴ δέχεται αὐτά. Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ στερεῖται αὐτὰ τὰ τρία κακολογεῖ ἐκεῖνον ποὺ λέγει αὐτά.

97. Μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει στὴν ἁγία Τριάδα, στὴ δημιουργία καὶ τὴν πρόνοια αὐτῆς, καὶ ἔχει καταστήσει ἀπαθὲς τὸ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς του.

98.
\’Ράβδος\’ λένε ὅτι εἶναι ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ \’βακτηρία\’ εἶναι ἡ πρόνοια αὐτοῦ. Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ ἀπέκτησε τὴ γνώση αὐτῶν μπορεῖ νὰ λέγει, «ἡ ράβδος σου καὶ ἡ βακτηρία σου αὐτὲς μὲ παρηγόρησαν.

99. Ὅταν ὁ νοῦς ἀπαλλαχθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ φωτίζεται ἀπὸ τὴ θεωρία τῶν ὄντων, τότε μπορεῖ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸ Θεὸ καὶ νὰ προσεύχεται σωστά.

100. Ὅταν ὁ νοῦς ἀπαλλαχθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ φωτίζεται ἀπὸ τὴ θεωρία τῶν ὄντων, τότε μπορεῖ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸ Θεὸ καὶ νὰ προσεύχεται σωστά.