1. Ἡ σωστὴ χρήση τῶν νοημάτων καὶ τῶν πραγμάτων δημιουργεῖ τὴ σωφροσύνη, τὴν ἀγάπη καὶ τὴ γνώση, ἐνῶ ἡ παράλογη χρήση αὐτῶν δημιουργεῖ τὴν ἀκολασία, τὸ μίσος καὶ τὴν ἄγνοια.
2. «Ἑτοίμασες μπροστά μου τράπεζα» καὶ τὰ ἑξῆς. Ἡ τράπεζα ἐδῶ σημαίνει τὴν πρακτικὴ ἀρετή• διότι αὐτὴ ἑτοιμάσθηκε ἀπὸ τὸ Χριστὸ γιὰ τὸν ἀγώνα μας ἐναντίον ἐκείνων πού μας θλίβουν. Τὸ «λάδι», ποὺ λιπαίνει τὸ νοῦ, σημαίνει τὴ θεωρία τῶν γεγονότων τὸ «ποτήρι τοῦ Θεοῦ σημαίνει τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ τὸ «ἔλεος» αὐτοῦ σημαίνει τὸν Λόγο αὐτοῦ καὶ Θεό. Διότι αὐτὸς μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του ἀναζητεῖ ὅλες τὶς ἡμέρες νὰ βρεῖ καὶ νὰ φέρει κοντά του ὅλους ἐκείνους ποὺ θὰ σωθοῦν, ὅπως ἀκριβῶς τὸν Παῦλο. «Ὁ οἶκος» σημαίνει τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στὴν ὁποία καταλήγουν καὶ ἐγκαθίστανται γιὰ πάντα οἱ ἅγιοι. Τέλος «ἡ μακρότητα τῶν ἡμερῶν» σημαίνει τὴν αἰώνια ζωή.
3. Οἱ κακίες ἐκδηλώνονται στὸν ἄνθρωπο ἐξ αἰτίας τῆς κακῆς χρήσεως τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ τοῦ ἐπιθυμητικοῦ, τοῦ θυμοειδοῦς καὶ τοῦ λογιστικοῦ. Τῆς λογιστικῆς δυνάμεως κακὴ χρήση εἶναι ἡ ἄγνοια καὶ ἡ ἀφροσύνη, ἐνῶ τῆς θυμοειδοῦς δυνάμεως καὶ τῆς ἐπιθυμητικης κακὴ χρήση εἶναι τὸ μίσος καὶ ἡ ἀκολασία. Σωστὴ χρήση αὐτῶν εἶναι ἡ γνώση καὶ ἡ φρόνηση, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ σωφροσύνη. Ἐὰν συμβαίνει αὐτό, δὲν ὑπάρχει τότε κανένα κακὸ στὰ ὅσα κτίσθηκαν καὶ δημιουργήθηκαν ἀπὸ τὸ Θεό.
4. Δὲν εἶναι οἱ τροφὲς κακές, ἀλλὰ ἡ γαστριμαργία, οὔτε ἡ παιδοποιία εἶναι κακή, ἂλλ\’ ἡ πορνεία• οὔτε ἡ δόξα εἶναι κακό, ἀλλ\’ ἡ ματαιοδοξία. Ἐὰν τὰ πράγματα ἔχουν ἔτσι, τότε δὲν ὑπάρχει κανένα κακὸ στὰ ὄντα, παρὰ μόνο ἡ κακὴ χρήση αὐτῶν, ἡ ὁποία συμβαίνει ἐξ αἰτίας τῆς ἀδιαφορίας τοῦ νοῦ γιὰ τὴ φυσικὴ γεωργία.
5. Ὁ μακάριος Διονύσιος λέγει ὅτι τὸ κακὸ στοὺς δαίμονες εἶναι ὁ παράλογος θυμός, ἡ μὴ λογικὴ ἐπιθυμία, καὶ ἡ ἀπερίσκεπτη φαντασία. Ἡ ἀλογία, ἡ μωρία καὶ ἡ ἀπερισκεψία εἶναι στὰ λογικὰ ὄντα στερήσεις τοῦ λόγου, τοῦ νοῦ καὶ τῆς περισκέψεως. Αὐτὲς οἱ στερήσεις ἔκαναν τὴν ἐμφάνισή τους μετὰ ἀπὸ τὶς ἕξεις. Ἄρα λοιπὸν ὑπῆρξε ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία οἱ δαίμονες εἶχαν λόγο, νοῦ καὶ εὐλαβῆ περίσκεψη. Ἐφόσον τὸ πράγμα ἔχει ἔτσι, οὔτε οἱ δαίμονες εἶναι ἐκ φύσεως κακοί, ἀλλ\’ ἔγιναν κακοὶ ἐξ αἰτίας τῆς κακῆς χρήσεως τῶν φυσικῶν δυνάμεων.
6. Ἀλλὰ ἀπὸ τὰ πάθη δημιουργοῦν τὴν ἀκολασία, ἄλλα τὸ μίσος, καὶ ἄλλα καὶ τὴν ἀκολασία καὶ τὸ μίσος.
7. H πολυφαγία καὶ ἡ καλοφαγία εἶναι αἴτια ἀκολασίας, ἐνῶ ἡ φιλαργυρία καὶ ἡ κενοδοξία εἶναι αἴτια μίσους πρὸς τὸν πλησίον μας. Ἡ φιλαυτία, ποὺ εἶναι ἡ μητέρα αὐτῶν, εἶναι αἰτία καὶ τῶν δυὸ αὐτῶν παθῶν.
8. Φυλαυτία εἶναι ἡ ἐμπαθὴς καὶ παράλογη ἀγάπη πρὸς τὸ σῶμα, στὴν ὁποία ἀντιτίθεται ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐγκράτεια. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὴ φιλαυτία, εἶναι φανερὸ ὅτι ἔχει ὅλα τὰ πάθη.
9. «Κανένας», λέγει ὁ Ἀπόστολος, «δὲ μίσησε τὴ σάρκα του», ἀλλὰ «σκληραγωγεῖ αὐτὴν καὶ τὴν μεταχειρίζεται σὰν δούλη», παρέχοντας σ\’ αὐτὴν τίποτε περισσότερο, παρὰ μόνο τροφὴ καὶ σκεπάσματα, καὶ ἀπ\’ αὐτὰ τόσα μόνον, ὅσα τῆς εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴ ζωή. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ λοιπὸν ἀγαπᾶ κανεὶς αὐτὴν μὲ ἀπάθεια, τὴν τρέφει σὰν ὑπηρέτρια τῶν θείων ἐντολῶν, καὶ τῆς παρέχει ἐκεῖνες τὶς φροντίδες ποὺ εἶναι ἀναγκαῖες.
10. Ὅποιον ἀγαπᾶ κανεὶς αὐτὸν ὁπωσδήποτε φροντίζει καὶ νὰ ὑπηρετεῖ. Ἐὰν λοιπὸν ἀγαπᾶ κανεὶς τὸ Θεό, ὁπωσδήποτε φροντίζει καὶ νὰ κάμνει ἐκεῖνα ποὺ εἶναι ἀρεστὰ σ\’ αὐτόν, ἐὰν ὅμως ἀγαπᾶ τὴ σάρκα, φροντίζει τότε νὰ κάμνει ἐκεῖνα ποὺ εὐχαριστοῦν αὐτήν.
11. Στὸ Θεὸ εἶναι ἀρεστὴ ἡ ἀγάπη, ἡ σωφροσύνη, ἡ ἐνασχόληση μὲ πνευματικὲς ἔρευνες καὶ ἡ προσευχή, ἐνῶ στὴ σάρκα εἶναι ἀρεστὴ ἡ γαστριμαργία, ἡ ἀκολασία καὶ ἐκεῖνα ποὺ συντελοῦν στὴν αὔξηση αὐτῶν τῶν παθῶν. Γι\’ αὐτὸ «ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι ἀφωσιομένοι στὴ σάρκα δὲν μποροῦν ν\’ ἀρέσουν στὸ Θεό», «ἐνῶ ἐκεῖνοι ποὺ ἀνήκουν στὸ Χριστό, σταύρωσαν τὴ σάρκα μαζὶ μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες».
12. Ὁ νοῦς ἐὰν ἀφοσιωθεῖ στὸ Θεό, τότε ἔχει δοῦλο τὸ σῶμα καὶ δὲν ὑπάρχει σ\’ αὐτὸ τίποτε παραπάνω ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ χρειάζεται γιὰ νὰ ζεῖ, ἐὰν ὅμως ἀφοσιωθεῖ στὴ σάρκα, τότε ὑποδουλώνεται στὰ πάθη καὶ φροντίζει πάντοτε νὰ ἰκανονοποιει τὶς ἐπιθυμίες αὐτῆς .
13. Ἐὰν θέλεις νὰ γίνεις κυρίαρχος τῶν λογισμῶν σου, φρόντιζε ν\’ ἀπομακρύνεις αὐτοὺς ἀπὸ τὸ νοῦ σου. Γιὰ παράδειγμα, γιὰ νὰ νικήσεις τὴν πορνεία, νήστευε, ἄγρυπνα, κοπίαζε, ἀπομονώσου. Ἐὰν θέλεις νὰ νικήσεις τὴν ὀργὴ καὶ τὴ λύπη, περιφρόνα τὴ δόξα, τὶς ταπεινώσεις καὶ τὰ ὑλικὰ πράγματα. Τέλος γιὰ νὰ νικήσεις τὴ μνησικακία, νὰ προσεύχεσαι γιὰ ἐκεῖνον ποὺ σὲ λύπησε καὶ θ\’ ἀπαλλαγεῖς ἀπ\’ αὐτήν.
14. Μὴ συγκρίνεις τὸν ἑαυτό σου μὲ τοὺς ἀνθρώπους τοὺς πνευματικὰ πιὸ ἀδύνατους, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης ταπείνωσε περισσότερο τὸν ἑαυτό σου. Διότι, συγκρίνοντας τὸν ἑαυτό σου μὲ τοὺς πνευματικὰ ἀδύνατους ἀνθρώπους, πέφτεις στὸ βόθρο τῆς ἀλαζονείας, ἐνῶ ταπεινώνοντας αὐτὸν σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης, αὐξάνεις τὸ μέγεθος τῆς ταπεινοφροσύνης σου.
15. Ἐὰν ὁπωσδήποτε φυλάττεις τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸ συνάνθρωπό σου, γιὰ ποιὸ λόγο γεννᾶς τὴν κακία ποὺ γίνεται πρόξενη λύπης πρὸς αὐτόν; δὲν εἶναι φανερὸ ὅτι τὸ κάνεις αὐτὸ ἐπειδὴ προτιμᾶς ἀντὶ αὐτῆς τὰ πρόσκαιρα πράγματα καὶ πολεμᾶς αὐτὸν ἐπειδὴ ἐπιδιώκεις ν\’ ἀποκτήσεις αὐτά;
16. Ὁ χρυσὸς δὲν εἶναι τόσο πολὺ ἀγαπητὸς στοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴ χρησιμότητά του, ὅσο γιὰ τὸ ὅτι οἱ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους θέλουν μὲ αὐτὸν νὰ ἱκανοποιήσουν τὶς ἡδονικὲς ἐπιθυμίες τους.
17. Τρία εἶναι τὰ αἴτια τῆς ἀγάπης πρὸς τὰ χρήματα, ἡ φιληδονία, ἡ ματαιοδοξία καὶ ἡ ἀπιστία. Χειρότερη ἀπὸ αὐτὰ τὰ δυὸ εἶναι ἡ ἀπιστία.
18. O φιλήδονος ἀγαπᾶ τὰ χρήματα γιὰ νὰ κάνει μ\’ αὐτὰ τρυφηλή τὴ ζωή του, ὁ ματαιόδοξος τὰ ἀγαπᾶ γιὰ νὰ δοξασθεῖ μ\’ αὐτά, ἐνῶ ὁ ἄπιστος τὰ ἀγαπᾶ γιὰ νὰ τὰ κρύψει καὶ νὰ τὰ φυλάξει, ἐπειδὴ φοβᾶται τὴν πείνα, ἤ τὰ γηρατειά, ἤ τὶς ἀσθένειες ἤ τὴν ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὴν πατρίδα του, καὶ πολὺ περισσότερο στηρίζει τὶς ἐλπίδες του σ\’ αὐτά, παρὰ στὸ Θεό, ποὺ εἶναι δημιουργὸς ὅλης της κτίσεως καὶ προνοεῖ καὶ γιὰ τὰ πιὸ κατώτερα καὶ πιὸ μικρότερα ἀπὸ τὰ ζῶα.
19. Τέσσερις εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ φροντίζουν γιὰ τὰ χρήματα, οἱ τρεῖς προηγούμενοι γιὰ τοὺς ὁποίους ἔγινε λόγος, καὶ ὁ οἰκονόμος. Εἶναι φανερὸ λοιπὸν ὅτι μόνο αὐτὸς φροντίζει σωστά, γιὰ νὰ μὴ παύσει ποτὲ νὰ δίνει καὶ νὰ ἱκανοποιεῖ τὶς ἀνάγκες τοῦ καθενός.
20. Ὅλοι οἱ ἐμπαθεῖς λογισμοὶ ἤ ἐρεθίζουν τὸ ἔπιθυμιτικό της ψυχῆς, ἤ διαταράσσουν τὸ θυμικὸ αὐτῆς, ἤ συσκοτίζουν τὸ λογιστικὸ αὐτῆς, καὶ ἐξ αἰτίας αὐτοῦ συμβαίνει νὰ μὴ μπορεῖ νὰ ὑψωθεῖ πρὸς πνευματικὲς θεωρίες καὶ νὰ καταφύγει στὴν προσευχὴ πρὸς τὸ Θεό. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὀφείλει ὁ μοναχός, καὶ μάλιστα ὁ ἡσυχαστής, νὰ προσέχει πάρα πολύ τοὺς λογισμούς, νὰ γνωρίζει τὰ αἴτια αὐτῶν καὶ νὰ ξερριζώνει αὐτά. Μπορεῖ νὰ τὰ γνωρίζει ὡς ἑξῆς• γιὰ παράδειγμα, ἐρεθίζουν τὸ ἐπιθυμητικὸ τῆς ψυχῆς οἱ ἐμπαθεῖς ἀναμνήσεις τῶν γυναικῶν αἰτία αὐτῶν εἶναι ἡ ἔλλειψη ἐγκράτειας πρὸς τὶς τροφὲς καὶ τὰ ποτά, καθὼς καὶ ἡ πυκνὴ καὶ παράλογη συναναστροφὴ μὲ αὐτὲς τὶς γυναῖκες. Αὐτὲς τὶς αἰτίες τὶς ἐξαφανίζει ἡ πείνα, ἡ δίψα, ἡ ἀγρυπνία καὶ ἡ φυγὴ μέσα ἀπὸ τὸν κόσμο. Τὸ θυμὸ πάλι τὸν διαταράσσουν οἱ ἐμπαθεῖς ἀναμνήσεις ἐκείνων πού μᾶς λύπησαν αἰτία αὐτῶν εἶναι ἡ φιληδονία, ἡ ματαιοδοξία καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὰ ὑλικὰ πράγματα. Διότι γι\’ αὐτὸ τὸ λόγο λυπᾶται ὁ ἐμπαθής, ἤ ἐπειδὴ στερήθηκε αὐτά, ἤ ἐπειδὴ δὲν κατόρθωσε νὰ τ\’ ἀποκτήσει. Αὐτὲς τὶς αἰτίες τὶς ἐξαλείφει ἡ περιφρόνηση καὶ ἡ ἀδιαφορία πρὸς ὅλα αὐτά, χάρη τῆς ἀγάπης πρὸς τὸ Θεό.
21. Ὁ Θεὸς γνωρίζει τὸν ἑαυτό του, καθὼς γνωρίζει καὶ τὰ ὅσα δημιουργήθηκαν ἀπ\’ αὐτόν. Τὸ Θεὸ τὸν γνωρίζουν καὶ οἱ ἅγιες Δυνάμεις καὶ γνωρίζουν ἐπίσης καὶ τὰ ὅσα δημιουργήθηκαν ἀπ\’ αὐτόν, ὅμως, ὅπως γνωρίζει ὁ Θεὸς τὸν ἑαυτό του καὶ τὰ δημιουργήματά του, δὲν γνωρίζουν ἔτσι ἀκριβῶς τὸ Θεὸ καὶ τὰ δημιουργήματά του καὶ οἱ ἅγιες Δυνάμεις.
22. Ὁ Θεὸς γνωρίζει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴ μακάρια οὐσία του, ἐνῶ τὰ δημιουργήματά του ἀπὸ τὴ σοφία του, μὲ τὴν ὁποία καὶ μέσω τῆς ὁποίας δημιούργησε τὰ πάντα. Οἱ ἅγιες Δυνάμεις γνωρίζουν τὸ Θεὸ ἀπὸ τὴ συναναστροφή τους μὲ αὐτόν, χωρὶς ὅμως νὰ μετέχουν στὴν οὐσία του, ἐνῶ τὰ δημιουργήματα αὐτοῦ τὸν γνωρίζουν παρατηρώντας, ἐρευνώντας καὶ ἐξηγώντας μέσω τῶν δυνάμεων ποὺ ὑπάρχουν μέσα τους, τὴ σοφία του ποὺ ὑπάρχει σ\’ αὐτά.
23. Τὰ δημιουργήματα βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὸ νοῦ, ἀλλ\’ ἡ θεωρία αὐτῶν πραγματοποιεῖται μέσα στὸ νοῦ. Δὲν συμβαίνει ὅμως τὸ ἴδιο μὲ τὸν αἰώνιο, τὸν ἄπειρο καὶ ἀπροσδιόριστο Θεό, ὁ ὁποῖος χάρισε στὰ ὄντα καὶ τὴν ὕπαρξη, καὶ τὴν δυνατότητα νὰ παραμένουν καλά, καὶ τὴν ἀθανασία αὐτῶν.
24. Τοῦ ἁγίου Θεοῦ μετέχει ἡ λογικὴ καὶ νοερὴ οὐσία καὶ μὲ τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξή της, καὶ μὲ τὴ δυνατότητά της νὰ παραμένει καλή, δηλαδὴ γεμάτη ἀπὸ ἀγαθότητα καὶ σοφία, καὶ μὲ τὸ νὰ εἶναι, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀθάνατη. Μὲ ὅλα αὐτὰ λοιπὸν γνωρίζει τὸ Θεό. Τὰ δημιουργήματα ὅμως τοῦ Θεοῦ γνωρίζουν τὸ Θεό, ὅπως λέχθηκε προηγουμένως, μὲ τὴν δυνατότητα ποὺ ἔλαβαν νὰ παρατηροῦν καὶ νὰ κατανοοῦν τὴ δημιουργικὴ σοφία, ἡ ὁποία ὑπάρχει μέσα στὸ νοῦ σὰν μία ἁπλὴ καὶ ἀνυπόστατη δύναμη.
25. Φέροντας ὁ Θεὸς ἀπὸ μεγάλη ἀγαθότητα στὴν ὕπαρξη τὴ λογικὴ καὶ νοερὴ οὐσία χάρισε σ\’ αὐτὴν τέσσερα ἀπὸ τὰ θεῖα γνωρίσματα, μὲ τὰ ὁποῖα συγκρατοῦνται, φρουροῦνται καὶ διασώζονται τὰ ὄντα, τὴν ὕπαρξη δηλαδή, τὴν αἰώνια ὕπαρξη, τὴν ἀγαθότητα, καὶ τὴ σοφία. Ἀπ\’ αὐτὰ τὰ δυὸ τὰ χορήγησε στὴν οὐσία, ἐνῶ τὰ ἄλλα δυό, δηλαδὴ τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴ σοφία, στὴ δύναμη τῆς θελήσεως, ὥστε ἐκεῖνο ποὺ εἶναι ὁ Θεὸς κατ\’ οὐσία, νὰ γίνει καὶ ἡ κτίση κατὰ μετουσία. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ λέγεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔγινε «κατ\’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ». «Κατ\’ εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ λέγεται ὅτι ἔγινε, ἐπειδὴ εἶναι ὃν ποὺ προέρχεται ἀπὸ Ὄν, καὶ ἐπειδὴ εἶναι ἀθάνατο ὄν, προερχόμενο ἀπὸ αἰώνιο ὂν ἂν καὶ βέβαια δὲν εἶναι χωρὶς ἀρχή, ἀλλ\’ ὁπωσδήποτε εἶναι χωρὶς τέλος. «Καθ\’ ὁμοίωση» πάλι τοῦ Θεοῦ λέγεται ὅτι ἔγινε, ἐπειδὴ ἔγινε ἀγαθός, καθόσον προέρχεται ἀπὸ τὸν ἀγαθὸ Θεό, καὶ ἐπίσης σοφός, καθόσον προέρχεται ἀπὸ τὸν σοφὸ Θεό, ὁ ἄνθρωπος δηλαδὴ ποὺ ἔγινε τέτοιος κατὰ χάρη ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ εἶναι τέτοιος ἀπὸ τὴ φύση του. «Κατ\’ εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ εἶναι κάθε λογικὴ φύση, ἐνῶ «καθ\’ ὁμοίωση» αὐτοῦ εἶναι μόνο οἱ ἀγαθοὶ καὶ σοφοί.
26. Ὅλη ἡ λογικὴ καὶ νοερὴ οὐσία εἶναι διαιρημένη σὲ δυὸ μέρη, δηλαδὴ στὴν ἀγγελικὴ καὶ στὴν ἀνθρώπινη φύση. Καὶ ὅλη ἡ ἀγγελικὴ φύση εἶναι διαιρεμένη πάλι σὲ δυὸ γενικὲς γνῶμες καὶ ὁμάδες, σὲ ἅγιες καὶ ἀκάθαρτες, δηλαδὴ στὶς ἅγιες Δυνάμεις, καὶ στοὺς ἀκάθαρτους δαίμονες. Καὶ ὅλη ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι διαιρεμένη σὲ δυὸ μόνο γενικὲς γνῶμες, ἐννοῶ στοὺς εὐσεβεῖς καὶ στοὺς ἀσεβεῖς.
27. Ὁ Θεὸς ὑπάρχει σὰν αὐτουπαρξη καὶ αὔτοαγαθοτητα καὶ αὐτοσοφία, ἤ καλύτερα πιὸ σωστὰ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, ὅτι βρίσκεται καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα αὐτά, χωρὶς νὰ ἔχει γενικὰ τίποτε ποὺ νὰ ἐναντιώνεται. Τὰ κτίσματα πάλι ὅλα ἔχουν τὴν ὕπαρξή τους κατὰ χάρη αὐτοῦ καὶ μετέχοντας σ\’ αὐτόν. Τὰ λογικὰ καὶ νοερὰ ὄντα ἔχουν ἐναντιούμενη καὶ τὴ δυνατότητα τῆς ἀγαθότητας καὶ σοφίας, καὶ στὴ μὲν ὕπαρξη ἔχουν τὸ μὴ ὑπάρχειν, ἐνῶ στὴ δυνατότητα τῆς ἀγαθότητας καὶ τῆς σοφίας ἔχουν ἐναντιούμενη τὴν κακία καὶ τὴν ἀγνωσία. Καὶ τὸ νὰ ὑπάρχουν αὐτὰ πάντοτε ἤ νὰ μὴ ὑπάρχουν (δηλαδὴ τὰ λογικὰ καὶ νοερὰ ὄντα), βρίσκεται στὴν ἐξουσία τοῦ δημιουργοῦ, ἐνῶ τὸ νὰ μετέχουν στὴν ἀγαθότητα καὶ σοφία αὐτοῦ ἤ νὰ μὴ μετέχουν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ θέληση τῶν λογικῶν ὄντων.
28. Οἱ Ἕλληνες λέγουν ὅτι ἡ οὐσία τῶν ὄντων συνυπάρχει αἰώνια μὲ τὸ Θεό, ἐνῶ τὴν ἰδιαίτερη μορφὴ τῆς οὐσίας τους τὴν ἔχουν λάβει τὰ ὄντα ἀπὸ τὸ Θεό. Καὶ λέγουν ἐπίσης ὅτι τίποτε δὲν ὑπάρχει ἐναντιούμενο στὴν οὐσία αὐτῶν, ἐνῶ ἡ ἐναντίωση ὑπάρχει μόνο στὴν ἰδιαίτερη φύση τῶν ὄντων. Ἀντίθετα ἐμεῖς λέμε ὅτι μόνο ἡ θεία οὐσία δὲν ἔχει κάτι τὸ ἐναντιούμενο, ἐπειδὴ εἶναι αἰώνια, ἄπειρη καὶ χαρίζει αὐτὴ τὴν αἰωνιότητα στὶς ἄλλες οὐσίες, ἐνῶ στὴν οὐσία τῶν ὄντων ἐναντιούμενο εἶναι ἡ μὴ ὕπαρξη αὐτῶν καὶ βρίσκεται στὴν ἐξουσία τοῦ κυρίως ὄντος, δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ, ἡ ὕπαρξη αὐτῶν, τὸ νὰ ὑπάρχει δηλαδὴ αὐτὴ αἰώνια ἤ νὰ μὴν ὑπάρχει, καὶ εἶναι ἀμετάκλητα τὰ χαρίσματα αὐτοῦ. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ καὶ ὑπάρχει αὐτὴ πάντοτε καὶ θὰ ὑπάρχει διατηρούμενη στὴν ὕπαρξη μὲ τὴν παντοκρατορικὴ δύναμη αὐτοῦ, ἂν καὶ ἔχει ἐναντιούμενο, ὅπως λέχθηκε, τὴν μὴ ὕπαρξη, διότι αὐτὴ ἔλαβε τὴν ὕπαρξή της ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία, καὶ ἀπὸ τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ ἐξαρτᾶται ἡ ὕπαρξη ἤ μὴ ὕπαρξη αὐτῆς.
29. Ὅπως ἀκριβῶς τὸ κακὸ εἶναι στέρηση τοῦ ἀγαθοῦ, ἔτσι καὶ ἡ ἀγνωσία εἶναι στέρηση τῆς γνώσεως, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ τὸ μὴ ὂν εἶναι στέρηση τοῦ ὄντος, ὄχι βέβαια τοῦ κυρίως ὄντος, δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ (διότι αὐτὸ δὲν ἔχει ἐναντίον), ἀλλ\’ ἐκείνου ποὺ ἔχει τὴν ὕπαρξή του μετέχοντας στὸ κυρίως Ὄν. Καὶ οἱ στερήσεις βέβαια τοῦ ἀγαθοῦ καὶ τῆς γνώσεως εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐλεύθερης θελήσεως τῶν δημιουργημάτων, ἐνῶ ἡ στέρηση τῆς ὑπάρξεως τοῦ ὄντος βρίσκεται στὴ θέληση τοῦ δημιουργοῦ, ὁ ὁποῖος πάντοτε ἀπὸ ἀγαθότητα θέλει νὰ ὑπάρχουν τὰ ὄντα καὶ νὰ εὐεργετοῦνται πάντοτε ἀπ\’ αὐτόν.
30. Ἀπὸ ὅλα τὰ δημιουργήματα, ἄλλα εἶναι λογικὰ καὶ νοερὰ καὶ δεικτικὰ τῶν ἐναντίων, δηλαδὴ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς κακίας, τῆς γνώσεως καὶ τῆς ἀγνωσίας, καὶ ἄλλα εἶναι διάφορα σώματα, ποὺ συνίστανται ἀπὸ τὰ ἐνάντια στοιχεῖα, δηλαδὴ τὴ γῆ, τὸν ἀέρα, τὴ φωτιά, τὸ νερό. Καὶ ἄλλα ἀπὸ τὰ δημιουργήματα εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἀσώματα καὶ ἄυλα, ἂν καὶ μερικὰ ἀπ\’ αὐτὰ εἶναι συνενωμένα μὲ ἀσώματα, ἄλλα πάλι ἔχουν τὴ σύστασή τους ἀπὸ ὕλη καὶ εἶδος.
31. Ὅλα τὰ σώματα ἀπὸ τὴ φύση τους εἶναι ἀκίνητα, κινοῦνται δὲ ἀπὸ ψυχή, ἄλλα ἀπὸ λογική, ἄλλα ἀπὸ ἄλογη, καὶ ἄλλα ἀπὸ ἀναίσθητη.
32. Ἀπὸ τὶς ψυχικὲς δυνάμεις ἄλλη εἶναι θρεπτικὴ καὶ αὐξητική, ἄλλη φανταστικὴ καὶ ὁρμητική, καὶ ἄλλη λογιστικὴ καὶ νοητική. Τῆς πρώτης μόνο μετέχουν τὰ φυτά, τῆς δεύτερης, μαζὶ μὲ τὴν πρώτη, μετέχουν τὰ ἄλογα ζῶα, ἐνῶ τῆς τρίτης, μαζὶ μὲ τὶς δυὸ προηγούμενες, μετέχουν οἱ ἄνθρωποι. Οἱ πρῶτες δυὸ δυνάμεις εἶναι φθαρτές, ἐνῶ ἡ τρίτη γίνεται παραδεκτὸ ὅτι εἶναι ἄφθαρτη καὶ ἀθάνατη.
33. Οἱ ἅγιες Δυνάμεις μεταδίδουν μεταξὺ τους τὸ θεῖο φωτισμό, ἐνῶ στὴν ἀνθρώπινη φύση μεταδίδουν ἤ ἀπὸ τὴν ἀρετή τους, ἤ ἀπὸ τὴ γνώση τους. Μεταδίδοντας τὴν ἀρετή τους, ποὺ εἶναι ἡ θεομίμητη ἀγαθότητά τους, εὐεργετοῦν καὶ τὸν ἑαυτό τους, καὶ ἡ μία τὴν ἄλλη, καὶ τὶς κατώτερες δυνάμεις, καθιστώντας αὐτὲς θεοειδεῖς, ἐνῶ ἀπὸ τὴ γνώση τους ἤ μεταδίδουν κάτι τὸ ὑψηλότερο, διότι λέγει, «σὺ εἶσαι Ὕψιστος στὸν αἰώνα, Κύριε», ἤ μεταδίδουν κάτι τὸ βαθύτερο γιὰ τὰ σώματα, κάτι τὸ ἀκριβέστερο γιὰ τὰ ἀσώματα, κάτι τὸ σαφέστερο γιὰ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, καὶ κάτι τὸ εὐκρινέστερο γιὰ τὴν μέλλουσα κρίση.
34. Ἀκαθαρσία τοῦ νοῦ εἶναι κατὰ πρῶτο τὸ ὅτι ἔχει γνώμη ψευδή, δεύτερο τὸ ὅτι ἀγνοεῖ ἐκεῖνα ποὺ ἀνήκουν στὰ γενικά, ἐννοῶ βέβαια τὸν ἀνθρώπινο νοῦ, διότι γνώρισμα τοῦ ἀγγέλου εἶναι τὸ νὰ μὴ ἀγνοεῖ τίποτε ἀπὸ τὰ ἐπὶ μέρους, τρίτο τὸ ὅτι ἔχει ἐμπαθεῖς λογισμούς, καὶ τέταρτο τὸ ὅτι δίνει συγκατάθεση στὴν ἁμαρτία.
35. Ἀκαθαρσία τῆς ψυχῆς εἶναι τὸ νὰ μὴ ἐνεργεῖ σύμφωνα μὲ τὴ φύση της. Καθόσον ἀπ\’ αὐτὸ γεννιοῦνται μέσα στὸ νοῦ οἱ ἐμπαθεῖς λογισμοί. Διότι τότε ἐνεργεῖ σύμφωνα μὲ τὴ φύση της, ὅταν οἱ παθητικὲς δυνάμεις της, ἐννοῶ ὁ θυμὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία, παραμένουν ἀπαθεῖς ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τῶν πραγμάτων καὶ τῶν νοημάτων αὐτῶν.
36. Ἀκαθαρσία τοῦ σώματος εἶναι ἡ ἔμπρακτη ἁμαρτία.
37. Τὴν ἡσυχία ἀγαπᾶ ἐκεῖνος ποὺ παραμένει ἀσυγκίνητος ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, ἐνῶ ἀγαπᾶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ δὲν ἀγαποῦν τίποτε τὸ ἀνθρώπινο. Γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν θείων ἔχει ἐκεῖνος ποὺ δὲν σκανδαλίζεται ἀπὸ κάποιον εἴτε ἐξ αἰτίας τῶν παραπτωμάτων του, εἴτε ἐξ αἰτίας τῶν σκέψεων ποὺ περνοῦν ἀπὸ τὸ νοῦ του.
38. Εἶναι σπουδαῖο πράγμα τὸ νὰ παραμένει κανεὶς ἀσυγκίνητος ἀπὸ τὰ κοσμικὰ πράγματα, πολὺ πιὸ σπουδαιότερο ὅμως ἀπ\’ αὐτὸ εἶναι τὸ νὰ παραμείνει ἀπαθὴς ἀπὸ τὰ νοήματα αὐτῶν.
39. Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐγκράτεια διατηροῦν τὸ νοῦ ἀπαθῆ καὶ ἀπὸ τὰ πράγματα καὶ ἀπὸ τὰ νοήματα αὐτῶν.
40. Ὁ νοῦς τοῦ θεοφιλοῦς δὲν πολεμεῖ πρὸς τὰ πράγματα, οὔτε πρὸς τὰ νοήματα αὐτῶν, ἀλλὰ πρὸς τὰ πάθη ποὺ εἶναι συνενωμένα μὲ τὰ νοήματα. Γιὰ παράδειγμα δὲν πολεμεῖ πρὸς τὴ γυναίκα, οὔτε πρὸς ἐκεῖνον ποὺ τὸν λύπησε, οὔτε πρὸς τὶς φαντασίες αὐτῶν, ἀλλὰ πολεμεῖ πρὸς τὰ πάθη ποὺ εἶναι συνενωμένα μὲ τὶς φαντασίες.
41. Ὅλος ὁ πόλεμος τοῦ μονάχου πρὸς τοὺς δαίμονες γίνεται μὲ στόχο νὰ διαχωρίσει τὰ πάθη ἀπὸ τὰ νοήματα. Διότι διαφορετικὰ δὲν μπορεῖ νὰ βλέπει μὲ ἀπάθεια τὰ πράγματα.
42. Ἄλλο εἶναι πράγμα, ἄλλο νόημα, καὶ ἄλλο πάθος. Πράγμα γιὰ παράδειγμα εἶναι ὁ ἄνδρας, ἡ γυναίκα, ὁ χρυσός, καὶ τὰ ἑξῆς. Νόημα πάλι εἶναι ἡ ἁπλὴ σκέψη τῶν ὅσων προαναφέρθηκαν. Καὶ πάθος τέλος εἶναι ὅπως ἡ παράλογη φιλία, ἤ τὸ ἀσυλλόγιστο μίσος κάποιου ἀπὸ τὰ προαναφερθέντα. Ἡ μάχη λοιπὸν τοῦ μονάχου εἶναι πρὸς τὸ πάθος.
43. Νόημα ἐμπαθὲς εἶναι ὁ λογισμὸς ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸ πάθος καὶ τὸ νόημα. Ἂς χωρίσομε τὸ πάθος ἀπὸ τὸ νόημα, ὁπότε ἀπομένει ὁ ἁπλὸς λογισμός. Τὸ χωρισμὸ αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸν κάνουμε, ἐὰν θέλουμε, μὲ τὴν πνευματικὴ ἀγάπη καὶ τὴν ἐγκράτεια.
44. Οἱ ἀρετὲς χωρίζουν τὸ νοῦ ἀπὸ τὰ πάθη, οἱ πνευματικὲς θεωρίες τὸν χωρίζουν ἀπὸ τὰ ἁπλὰ νοήματα, καὶ ἡ καθαρὴ προσευχὴ φέρνει αὐτὸν μπροστὰ στὸν ἴδιο τὸ Θεό.
45. Οἱ ἀρετὲς πραγματοποιοῦνται γιὰ τὴ γνώση τῶν γεγονότων, ἡ γνώση ὑπάρχει γι\’ αὐτὸν ποὺ γίνεται κάτοχος αὐτῆς καὶ αὐτὸς ποὺ ἀποκτᾶ τὴ γνώση τὸ κάνει μὲ σκοπὸ νὰ γνωρίσει κατὰ τρόπο ἄγνωστο καὶ πάνω ἀπὸ τὴ γνώση τὸ Θεό.
46. Ὁ ὑπερπλήρης Θεὸς ἔφερε στὴν ὕπαρξη τὰ δημιουργήματά του ὄχι ἀπὸ κάποια ἀνάγκη, ἀλλὰ γιὰ ν\’ ἀπολαμβάνουν αὐτὰ αὐτὸν ἀνάλογα μὲ τὴ μετοχὴ τους σ\’ αὐτόν, αὐτὸς πάλι γιὰ νὰ εὐφραίνεται μὲ τὰ ἔργα του, βλέποντας αὐτὰ νὰ εὐφραίνονται καὶ νὰ χορταίνουν πάντοτε κατὰ τρόπο ἀχόρταγο ἐκεῖνον ποὺ δὲν χορταίνεται.
47. Ὁ κόσμος ἔχει πολλοὺς ταπεινόφρονες, ὄχι ὅμως ὅπως πρέπει. Ἔχει καὶ πολλοὺς ποὺ πενθοῦν, ἀλλὰ γιὰ χρηματικὲς ζημιὲς ἤ γιὰ τὸ χαμὸ τέκνων. Ἔχει καὶ πολλοὺς πραεῖς, ἀλλὰ πρὸς τὰ ἀκάθαρτα πάθη. Ἔχει καὶ πολλοὺς ποὺ πεινοῦν καὶ διψοῦν, ἀλλὰ γιὰ ν\’ ἁρπάζουν τὰ ξένα καὶ νὰ κερδίζουν ἀπὸ ἀδικίες. Ἔχει καὶ πολλοὺς ἐλεήμονες, ἀλλὰ πρὸς τὸ σῶμα καὶ τὰ τοῦ σώματος. Ἔχει καὶ καθαροὺς στὴν καρδιά, ἀλλὰ ἀπὸ ματαιοδοξία. Ἔχει καὶ εἰρηνοποιούς, ἀλλὰ ποὺ ὑποτάσσουν τὴν ψυχὴ στὴ σάρκα. Ἔχει καὶ πολλοὺς ποὺ ἔχουν διωχθεῖ, ἄλλα ἐξ αἰτίας τῶν ἀταξιῶν τους. Ἔχει καὶ πολλοὺς ποὺ βρίζονται, ἀλλὰ γιὰ τὰ αἰσχρὰ ἁμαρτήματά τους. Μακάριοι ὅμως εἶναι μόνο ἐκεῖνοι ποὺ κάμνουν αὐτὰ καὶ τὰ παθαίνουν γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χρίστου. Γιατί; «Διότι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι δική τους», καί, «αὐτοὶ θὰ δοῦν τὸ Θεό», καὶ τὰ ἑξῆς. Ἑπομένως δὲν εἶναι μακάριοι ἐκεῖνοι ποὺ κάμνουν καὶ παθαίνουν αὐτὰ (καθόσον τὸ ἴδιο κάνουν καὶ ἐκεῖνοι ποὺ προαναφέρθηκαν), ἀλλὰ μακάριοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ κάμνουν καὶ παθαίνουν αὐτὰ γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ.
48. Σ\’ ὅλες τὶς πράξεις μας ὁ Θεὸς ἐξετάζει τὸ σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο πράττονται, ὅπως πολλὲς φορὲς ἔχει λεχθεῖ, εἴτε πράττομε αὐτὲς γι\’ αὐτόν, εἴτε γιὰ κάτι ἄλλο. Ὅταν λοιπὸν θέλουμε νὰ κρίνουμε κάποιο καλό, ἂς μὴ ἔχουμε σὰν σκοπὸ νὰ ἀρέσουμε στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλ\’ ἂς ἔχουμε σὰν σκοπὸ τὸ Θεό, ὥστε, ἀποβλέποντας πάντοτε πρὸς αὐτόν, ἂς τὰ κάμνουμε ὅλα γι\’ αὐτόν, γιὰ νὰ μὴ συμβαίνει καὶ τὸν κόπο νὰ ὑπομένουμε, καὶ τὸ μισθὸ νὰ χάσουμε.
49. Κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὴ σκέψη σου καὶ τὰ ἁπλὰ νοήματα τῶν ἀνθρώπινων πραγμάτων, καὶ τὶς σκέψεις ὅλων τῶν ὄντων, ὥστε νὰ μὴ συμβεῖ, σκεπτόμενος τὰ κατώτερα καὶ ἀσήμαντα, νὰ στερηθεῖς ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ἀσύγκριτα ἀνώτερος ἀπὸ ὅλα τὰ ὄντα.
50. Ἐὰν ἀγαπήσουμε γνήσια τὸ Θεό, μὲ τὴν ἴδια αὐτὴ ἀγάπη ἀπομακρύνομε τὰ πάθη. Ἡ ἀγάπη πρὸς αὐτὸν εἶναι τὸ νὰ προτιμᾶμε αὐτὸν ἀπὸ τὸν κόσμο, καὶ τὴν ψυχὴ ἀντὶ τῆς σάρκας, ἐπίσης τὸ νὰ περιφρονοῦμε τὰ κοσμικὰ πράγματα, καὶ ν\’ ἀσχολούμαστε συνέχεια μ\’ αὐτόν, μὲ ἐγκράτεια, ἀγάπη, προσευχὴ καὶ ψαλμωδίες, καὶ ὅλα τὰ σχετικά.
51. Ἐὰν ἀσχολούμαστε γιὰ πολὺ χρόνο μὲ τὸ Θεὸ καὶ φροντίζομε γιὰ τὸ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς μας, δὲν θὰ παρασυρθοῦμε στὸ ἑξῆς πρὸς τὶς προσβολὲς τῶν λογισμῶν, ἀλλά, καὶ κατανοώντας μὲ μεγαλύτερη ἀκρίβεια τὶς αἴτιες αὐτῶν καὶ ξερριζώνοντας αὐτές, γινόμαστε περισσότερο διορατικοί, ὥστε νὰ βροῦν τὴν πραγματοποίησή τους σ\’ ἐμᾶς τὰ λόγια, «καὶ θὰ δεῖ ὁ ὀφθαλμός μου ἱκανοποιημένος πρὸς τοὺς ἐχθρούς μου καὶ τὸ αὐτί μου θ\’ ἀκούσει νὰ πραγματοποιεῖται ὁ πόθος μου γιὰ ἐκείνους ἐξεγείρονται ἐναντίον μου καὶ σκέπτονται κακὰ γιὰ ἐμένα».
52. Οταν βλέπεις τὸ νοῦ σου ν\’ ἀσχολεῖται μὲ εὐσέβεια καὶ δικαιοσύνη μὲ τὰ νοήματα τοῦ κόσμου, ἔχε ὑπ\’ ὑπόψη σου ὅτι καὶ τὸ σῶμα σου παραμένει καθαρὸ καὶ ἀναμάρτητο, ὅταν ὅμως βλέπεις τὸ νοῦ σου ν\’ ἀσχολεῖται στὶς σκέψεις του μὲ ἁμαρτίες καὶ δὲν τὸν ἐμποδίζεις, γνώριζε ὅτι καὶ τὸ σῶμα σου δὲν θ\’ ἀργήσει καὶ πολὺ νὰ πέσει στὰ ἴδια ἁμαρτήματα.
53. Ὅπως ἀκριβῶς τὸ σῶμα ἔχει τριγύρω του τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς περιβάλλεται ἀπὸ τὰ νοήματα, καὶ ὅπως ἀκριβῶς τὸ σῶμα διαπράττει τὴν πορνεία μὲ τὸ σῶμα τῆς γυναίκας, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς πορνεύει μὲ τὸ νόημα τῆς γυναίκας, μὲ τὴ φαντασία τοῦ σώματός του. Διότι στὴ σκέψη του βλέπει τὴ μορφὴ τοῦ σώματός του ἀναμειγμένη μὲ τὴ μορφὴ τῆς γυναίκας. Ἐπίσης στὴ σκέψη του πολεμάει μὲ τὴ μορφὴ τοῦ σώματός του τὴ μορφὴ ἐκείνου ποὺ τὸν λύπησε. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὰ ἄλλα ἁμαρτήματα. Διότι, ἐκεῖνα ἀκριβῶς ποὺ κάμνει στὴν πραγματικότητα τὸ σῶμα μέσα στὸν κόσμο τῶν πραγμάτων, αὐτὰ κάμνει καὶ ὁ νοῦς μέσα στὸν κόσμο τῶν νοημάτων.
54. Δὲν πρέπει νὰ φρίξει κανείς, νὰ ἐκπλαγεῖ καὶ νὰ κυριευθεῖ ἀπὸ ἔκσταση ὁ νοῦς του, γιὰ τὸ ὅτι ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας δὲν κρίνει κανένα, ἐνῶ ὅλη τὴν κρίση τὴν ἔδωσε στὸν Υἱό του, ὁ Υἱὸς του πάλι φωνάζει δυνατὰ καὶ λέγει, «μὴ κατακρίνετε, γιὰ νὰ μὴ κατακριθεῖτε», «μὴ καταδικάζετε, γιὰ νὰ μὴ καταδικασθεῖτε». Ὅμοια καὶ ὁ Ἀπόστολος λέγει, «μὴ κρίνετε τίποτε πρὶν ἀπὸ τὸν ὡρισμένο καιρό, μέχρι ποὺ νὰ ρθεῖ ὁ Κύριος» καί, «κρίνοντας τὸν ἄλλο, κατακρίνεις τὸν ἑαυτό σου». Ἀντίθετα ἀπ\’ αὐτὰ οἱ ἄνθρωποι, ἀφοῦ ἄφησαν τὸ νὰ κλαίουν γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους, ἀφαίρησαν τὴν κρίση ἀπὸ τὸν Υἱό, καὶ οἱ ἴδιοι, σὰν ἀναμάρτητοι, κρίνουν καὶ καταδικάζουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Γι\’ αὐτὸ τὸ πράγμα ὁ οὐρανὸς κυριεύθηκε ἀπὸ ἔκσταση, ἡ γῆ ἔφριξε, ἐνῶ αὐτοί, γεμάτοι ἀπὸ ἀναισθησία, δὲν ντρέπονται.
55. Ἐκεῖνος ποὺ περιεργάζεται τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων, ἤ κρίνει τὸν ἀδελφό του ἀπὸ ὑποψία καὶ μόνο, καὶ αὐτὸς δὲν ἔκανε ἀκόμη ἀρχὴ τῆς μετάνοιάς του, οὔτε ἄρχισε τὴν ἔρευνα γιὰ νὰ γνωρίσει τὶς ἁμαρτίες του, ποὺ στὴν πραγματικότητα εἶναι βαρύτερες ἀπὸ πολλὰ τάλαντα μολύβδου, οὔτε ἔμαθε ἀπὸ ποὺ γίνεται κανεὶς «ἀναίσθητος, ἀγαπώντας τὴ ματαιότητα καὶ ἐπιθυμώντας τὸ ψεῦδος», Γι\’ αὐτό, σὰν ἄφρονας καὶ βαδίζοντας μέσα στὸ σκοτάδι, ἀφήνοντας τὶς δικές του ἁμαρτίες, σκέπτεται τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων, εἴτε αὐτὲς εἶναι πραγματικές, εἴτε τὶς δημιουργεῖ μὲ τὴν ὑποψία του.
56. Ἡ φιλαυτία, ὅπως πολλὲς φορὲς ἔχει λεχθεῖ, γίνεται αἰτία ὅλων τῶν ἐμπαθῶν λογισμῶν. Διότι ἀπ\’ αὐτὴν γεννιοῦνται οἱ τρεῖς γενικότατοι λογισμοὶ τῆς ἐπιθυμίας, ὁ λογισμὸς τῆς γαστριμαργίας, τῆς φυλαργυρίας, καὶ τῆς ματαιοδοξίας. Ἀπὸ τὴ γαστριμαργία γεννιέται ὁ λογισμὸς τῆς ὑπερηφάνειας. Ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι λογισμοὶ εἶναι ἀποτέλεσμα ἑνὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς αὐτοὺς λογισμούς, καὶ ὁ λογισμὸς τῆς ὀργῆς, καὶ ὁ τῆς λύπης, καὶ ὁ τῆς μνησικακίας καὶ ὁ τῆς πνευματικῆς ἀδιαφορίας, καὶ τοῦ φθόνου, καὶ τῆς κακολογίας, καὶ οἱ ὑπόλοιποι. Αὐτὰ λοιπὸν τὰ πάθη δένουν τὸ νοῦ στενὰ μὲ τὰ ὑλικὰ πράγματα, καὶ τὸν προσκολλοῦν στὴ γῆ, πέφτοντας ἐπάνω του σὰν βαρύτατος λίθος, ποὺ ἀπὸ τὴ φύση τοῦ εἶναι ἐλαφρότερος καὶ ταχύτερος ἀπὸ τὴ φωτιά.
57. Ἀρχὴ ὅλων τῶν παθῶν εἶναι ἡ φυλαυτία, ἐνῶ τέλος ἡ ὑπερηφάνεια. Φυλαυτία εἶναι ἡ παράλογη ἀγάπη πρὸς τὸ σῶμα. Ἐκεῖνος ποὺ ξερρίζωσε αὐτήν, ξερρίζωσε μαζὶ καὶ ὅλα τὰ πάθη ποὺ προέρχονται ἀπ\’ αὐτήν.
58. Ὅπως ἀκριβῶς οἱ γονεῖς ἀγαποῦν ὑπερβολικὰ τὰ τέκνα τους, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς ἀπὸ τὴ φύση του ἔχει συγκεντρωμένη τὴν προσοχή του στὰ λόγια του. Καὶ ὅπως ἀκριβῶς τὰ τέκνα τους, καὶ ἂν ἀκόμα αὐτὰ εἶναι ὡς πρὸς ὅλα ἄξια γιὰ γέλια, φαίνονται σ\’ ἐκείνους ἀπὸ τοὺς γονεῖς ποὺ τὰ ἀγαποῦν παθιασμένα τὰ πιὸ καλὰ καὶ τὰ πιὸ ὄμορφα, ἔτσι καὶ στὸν ἄφρονα νοῦ τὰ λόγια του φαίνονται τὰ πιὸ φρόνιμα ἀπὸ ὅλα, καὶ ἂν ἀκόμη εἶναι τὰ πιὸ κακὰ ἀπὸ ὅλα. Στὸ σοφὸ ὅμως δὲν φαίνονται ἔτσι τὰ λόγια του, ἀλλ\’ ὅταν νομίσει ὅτι αὐτὰ εἶναι ἀληθῆ καὶ καλά, τότε πρὸ πάντων δὲν ἔχει ἐμπιστοσύνη στὴν κρίση του, ἀλλὰ καθιστᾶ ἄλλους σοφοὺς κριτὲς τῶν λόγων καὶ λογισμῶν του, «μὴ τυχὸν τρέχει ἤ ἔτρεξε μάταια», καὶ παίρνει τὴ διαβεβαίωση ἀπ\’ αὐτούς.
59. Ὅταν νικήσεις ὠρισμένα ἀπὸ τὰ πιὸ ἀτιμωτικὰ πάθη, ὅπως γιὰ παράδειγμα ἤ τὴ γαστριμαργία, ἤ τὴν πορνεία, ἤ τὴν ὀργή, ἤ τὴν πλεονεξία, ἀμέσως ὁρμᾶ ἐναντίον σου ὁ λογισμὸς τῆς ματαιοδοξίας, ἐὰν νικήσεις αὐτόν, ἀκολουθεῖ ὁ λογισμὸς τῆς ὑπερηφάνειας.
60. Ὅλα τὰ ἀτιμωτικὰ πάθη, ποὺ κυριαρχοῦν στὴν ψυχή, ἀπομακρύνουν ἀπ\’ αὐτὴν τὸ λογισμὸ τῆς ματαιοδοξίας, καὶ ὅταν νικηθοῦν ὅλα τὰ πάθη ποὺ προαναφέρθηκαν, τότε στὴ θέση τους ἐμφανίζεται ὁ λογισμὸς τῆς ματαιοδοξίας.
61. Ἡ ματαιοδοξία, ἤ ὅταν νικιέται, ἤ ὅταν παραμένει στὴν ψυχή, γεννάει τὴν ὑπερηφάνεια, ὅταν νικιέται, γεννάει τὴν ὑπερηφάνεια, ἐνῶ ὅταν παραμένει γεννάει τὴν ἀλαζονεία.
62. Τὴ ματαιοδοξία τὴν ξερριζώνει ἡ μυστικὴ πνευματικὴ ἐργασία, ἐνῶ τὴν ὑπερηφάνεια τὴν ἐξαφανίζει τὸ νὰ ἀποδίδει κανεὶς τὰ κατορθώματα στὸ Θεό.
63. Ἐκεῖνος ποὺ ἀξιώθηκε νὰ γνωρίσει τὸ Θεὸ καὶ ἀπόλαυσε τὴν ἡδονὴ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴ γνώση αὐτή, αὐτὸς περιφρονεῖ ὅλες τὶς ἡδονὲς ποὺ γεννιοῦνται ἀπὸ τὸ ἐπιθυμητικὸ τῆς ψυχῆς.
64. Ἐκεῖνος ποὺ ἐπιθυμεῖ τὰ ἐπίγεια, ἤ ἐπιθυμεῖ τὶς τροφές, ἤ ἐκεῖνα ποὺ ἱκανοποιοῦν τὴν κοιλιά, ἤ τὴν ἀνθρώπινη δόξα, ἤ τὰ χρήματα, ἤ κάτι ἄλλο ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν σχέση μ\’ αὐτά, καὶ ἐὰν δὲν βρεῖ ὁ νοῦς κάτι ἀνώτερο ἀπ\’ αὐτά, στὸ ὁποῖο νὰ μεταφέρει τὴν ἐπιθυμία, δὲν θὰ πεισθεῖ ποτὲ νὰ περιφρονεῖ αὐτά. Ἀνώτερο ἀπ\’ αὐτὰ ἀσύγκριτα εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν θείων.
65. Ἐκεῖνοι ποὺ περιφρονοῦν τὶς ἡδονὲς τὶς περιφρονοῦν ἤ ἀπὸ φόβο, ἤ ἀπὸ ἐλπίδα γιὰ τὰ μελλοντικὰ ἀγαθά, ἤ ἀπὸ σύνεση, ἤ καὶ ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό.
66. Ἡ χωρὶς πάθος γνώση τῶν θείων δὲν πείθει καθόλου τὸ νοῦ νὰ περιφρονεῖ τὴν προσήλωση στὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ἀλλὰ μοιάζει μὲ ἁπλὸ λογισμὸ αἰσθητοῦ πράγματος. Γι\’ αὐτὸ μποροῦμε νὰ βροῦμε πολλοὺς ἀνθρώπους ποὺ νὰ ἔχουν πολλὴ γνώση καὶ νὰ κυλιοῦνται μέσα στὰ σαρκικὰ πάθη σὰν ἀκριβῶς τοὺς χοίρους μέσα στὸ βοῦρκο. Διότι, ἀφοῦ γιὰ λίγο καθαρίσθηκαν μὲ τὴ φροντίδα ποὺ ἔδειξαν καὶ ἐπέτυχαν τὴ γνώση, ὕστερα, ἐπειδὴ ἀδιαφόρησαν, ὁμοιώθηκαν μὲ τὸ Σαούλ, ὁ ὅποιος, ἀφοῦ ἀξιώθηκε νὰ λάβει τὴ βασιλεία καὶ ἔζησε κατὰ τρόπο ἀνάξιο, ἀπομακρύνθηκε ἀπ\’ αὐτὴν μὲ φοβερὴ θεία ὀργή.
67. Ὅπως ἀκριβῶς ὁ ἁπλὸς λογισμὸς τῶν ἀνθρώπινων πραγμάτων δὲν ἀναγκάζει τὸ νοῦ νὰ περιφρονεῖ τὰ θεῖα, ἔτσι οὔτε ἡ ἁπλὴ γνώση τῶν θείων πείθει τελείως νὰ περιφρονεῖ τὰ ἀνθρώπινα πράγματα, διότι ἡ ἀλήθεια μέχρι τὴ στιγμὴ αὐτὴ βρίσκεται στὶς σκιὲς καὶ τὶς εἰκασίες. Καὶ γι\’ αὐτὸ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὸ μακάριο πάθος τῆς ἁγίας ἀγάπης, ἡ ὁποία συνδέει στενὰ τὸ νοῦ μὲ τὰ πνευματικὰ θεωρήματα καὶ τὸν πείθει νὰ προτιμᾶ τὰ ἄϋλα ἀπὸ τὰ ὑλικά, καὶ ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ τὰ πνευματικὰ καὶ θεῖα.
68. Ἐκεῖνος ποὺ ξερρίζωσε τὰ πάθη καὶ κατέστησε ἁπλούς τους λογισμούς, δὲν ἔστρεψε ὁπωσδήποτε αὐτὰ καὶ πρὸς τὰ θεῖα, ἀλλ\’ ἁπλῶς εἶναι δυνατὸ οὔτε ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα πάθη νὰ κυριεύεται, οὔτε πρὸς τὰ θεῖα νὰ στρέφεται, πράγμα ποὺ συμβαίνει στὴν περίπτωση μόνο τῶν πρακτικῶν, ποὺ δὲν ἀξιώθηκαν ἀκόμη ν\’ ἀποκτήσουν τὴν πνευματικὴ γνώση, καὶ οἱ ὁποῖοι ἀπέχουν ἀπὸ τὰ πάθη ἤ φοβούμενοι τὴν κόλαση, ἤ ἐλπίζοντας γιὰ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
69. «Μὲ τὴν πίστη βαδίζομε τώρα τὸ δρόμο τῆς ζωῆς, καὶ ὄχι μὲ βάση τὰ ἐξωτερικὰ σχήματα», καὶ ἔχουμε τὴ γνώση τῶν θείων πραγμάτων σὰν μέσα ἀπὸ καθρέφτη καὶ κατὰ τρόπο αἰνιγματικό. Καὶ γι\’ αὐτὸ χρειαζόμαστε συνεχῆ ἀσχολία μὲ αὐτά, ὥστε μὲ τὴ διαρκῆ μελέτη καὶ διατριβὴ μὲ αὐτὰ ν\’ ἀποκτήσουμε σταθερὴ καὶ ἀναπόσπαστη συνήθεια τῶν θείων θεωρημάτων.
70. Ἐὰν γιὰ λίγο ἀποκόψουμε τὶς αἰτίες τῶν παθῶν καὶ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὰ πνευματικὰ θεωρήματα, χωρὶς ἡ ἐνασχόλησή μας μ\’ αὐτὰ νὰ εἶναι διαρκής, ἔχοντας αὐτὸ ἀκριβῶς σὰν ἔργο μας, μὲ εὐκολία πάλι μεταφερόμαστε πρὸς τὰ σαρκικὰ πάθη, χωρὶς ν\’ ἀποκομίσουμε κανένα ἄλλο ὄφελος ἀπὸ ἐκεῖ, παρὰ ἁπλὴ γνώση καὶ μόνο μαζὶ μὲ ἀλαζονεία, τῆς ὁποίας τὸ τέλος εἶναι ἡ σταδιακὴ σκότωση τῆς γνώσεως καὶ ἡ ὁλοκληρωτικὴ στροφὴ τοῦ νοῦ πρὸς τὰ ὑλικὰ πράγματα.
71. Πάθος ἀγάπης ἀξιοκατάκριτο στρέφει τὴν προσοχὴ καὶ φροντίδα τοῦ νοῦ πρὸς τὰ ὑλικὰ πράγματα, ἐνῶ πάθος ἀγάπης ἐπαινετὸ συνδέει αὐτὸν μὲ τὰ θεῖα. Διότι συνήθως ὁ νοῦς μὲ τὰ πράγματα ἐκεῖνα ποὺ ἀσχολεῖται, μὲ ἐκεῖνα καὶ εὐχαριστεῖται, καὶ μὲ ἐκεῖνα ποὺ εὐχαριστεῖται, πρὸς αὐτὰ στρέφει καὶ τὴν ἐπιθυμία καὶ τὴν ἀγάπη του, εἴτε πρὸς τὰ θεῖα καὶ πνευματικὰ καὶ συγγενῆ μ\’ αὐτά, εἴτε πρὸς τὰ σαρκικὰ πράγματα καὶ πάθη.
72. Ὁ Θεὸς ἔκτισε τὸν ἀόρατο κόσμο καὶ τὸν ὁρατό, καὶ ὁ ἴδιος ἀσφαλῶς ἔπλασε τὸ σῶμα καὶ δημιούργησε τὴν ψυχή. Καὶ ἐὰν ὁ ὁρατὸς κόσμος εἶναι τόσο ὡραῖος, ποιὸς ἄραγε εἶναι ὁ ἀόρατος; Ἐὰν ἐκεῖνος εἶναι ὡραιότερος ἀπ\’ αὐτόν, πόσο ὡραιότερος ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δυὸ κόσμους εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ δημιούργησε αὐτούς; Ἐὰν λοιπὸν ὡραιότερος ἀπὸ ὅλα τὰ δημιουργήματα εἶναι ὁ δημιουργὸς ὅλων τῶν ὡραίων, γιὰ ποιὸ λόγο ὁ νοῦς ἄφησε τὸ ὡραιότερο ἀπὸ ὅλα καὶ ἀσχολεῖται μὲ τὰ χειρότερα ἀπὸ ὅλα; ἐννοῶ δηλαδὴ μὲ τὰ πάθη τῆς σάρκας. Δὲν εἶναι φανερὸ ὅτι τὸ ἔκανε αὐτὸ ἐπειδὴ ἀσχολήθηκε μὲ αὐτὴν ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ γεννήθηκε καὶ συνήθισε αὐτήν, ἐνῶ δὲν ἔλαβε ἀκόμη τέλεια γνώση ἐκείνου ποὺ εἶναι ὡραιότερος ἀπὸ ὅλα καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα; Ἐὰν λοπὸν μὲ τὴ διαρκῆ ἄσκηση τῆς ἐγκράτειας ἐναντίον τῶν ἡδονῶν καὶ τὴ μελέτη τῶν θείων ἀπομακρύνουμε τὸ νοῦ σιγὰ σιγὰ ἀπὸ τὴ σχέση του αὐτὴ μὲ τὶς ἡδονές, σιγὰ σιγὰ αὐξάνεται ἡ εὐχαρίστησή του καὶ ἡ προκοπὴ του πρὸς τὰ θεῖα καὶ γνωρίζει τὴ δική του τιμή, καὶ στὸ τέλος μεταφέρει ὄλον τὸν πόθο του πρὸς τὸ Θεό.
73. Ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἀπάθεια ὁμιλεῖ γιὰ τὰ ἁμαρτήματα τοῦ ἀδελφοῦ του, ὁμίλει γι\’ αὐτὰ γιὰ δυὸ λόγους• ἤ γιὰ νὰ διορθώσει αὐτόν, ἤ γιὰ νὰ ὠφελήσει ἄλλον. Ἐὰν ὁμιλεῖ γι\’ αὐτὰ ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς λόγους αὐτούς, εἴτε γι\’ αὐτόν, εἴτε γιὰ ἄλλον, ὁμιλεῖ γι\’ αὐτὰ μὲ σκοπὸ νὰ τὸν κατηγορήσει καὶ νὰ τὸν διασύρει, καὶ γι\’ αὐτὸ δὲν θὰ διαφύγει τὴ θεία ἐγκατάλειψη, ἀλλὰ θὰ ὑποπέσει ὁπωσδήποτε καὶ αὐτὸς στὸ ἴδιο ἤ σὲ ἄλλο παράπτωμα, καὶ θὰ καταντροπιασθεῖ ἀφοῦ ἐλεγχθεῖ καὶ κατηγορηθεῖ ἀπὸ ἄλλους.
74. Δὲν εἶναι μία ἡ αἰτία ἐκείνων ποὺ διαπράτουν ἔμπρακτα τὴν ἴδια ἁμαρτία, ἀλλὰ διάφορες. Γιὰ παράδειγμα ἄλλο τὸ ν\’ ἁμαρτάνει κανεὶς ἀπὸ συνήθεια, καὶ ἄλλο παρασυρόμενος πρὸς στιγμή, διότι αὐτὸς οὔτε πρὶν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία εἶχε αὐτὴν στὴ σκέψη του, οὔτε τὴν ἔχει μετὰ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ καὶ λυπᾶται ὑπερβολικὰ γιὰ τὴ διάπραξη αὐτῆς. Τὸ ἀντίθετο ὅμως συμβαίνει μὲ ἐκεῖνον ποὺ διαπράττει αὐτὴν ἀπὸ συνήθεια- διότι καὶ πρὶν διαπράξει αὐτὴν δὲν ἔπαυε ν\’ ἁμαρτάνει μὲ τὴ σκέψη του, καὶ μετὰ τὴ διάπραξη ἐξακολουθεῖ νὰ ἔχει τὴν ἴδια διάθεση.
75. Ἐκεῖνος ποὺ ἀσκεῖ τὶς ἀρετὲς ἀπὸ ματαιοδοξία, εἶναι ὅλο φάνερο ὅτι φροντίζει καὶ γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς γνώσεως. Φανερὸ εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς οὔτε κάμνει καὶ λέγει κάτι γιὰ οἰκοδομῆ, ἀλλὰ σ\’ ὅλα προσπαθεῖ ν\’ ἀποσπάσει δόξα ἐκ μέρους ἐκείνων ποὺ τὸν βλέπουν καὶ τὸν ἀκοῦν. Τὸ πάθος του αὐτὸ ἐλέγχεται, ὅταν μερικοὶ ἀπ\’ αὐτοὺς ποὺ τὸν βλέπουν ἤ τὸν ἀκοῦν κατηγορήσουν τὶς πράξεις ἤ τὰ λόγια του, πράγμα ποὺ τὸν κάνει νὰ λυπηθεῖ ὑπερβολικά, ὄχι ἐπειδὴ δὲν ὠφελοῦνται πνευματικὰ ἐκεῖνοι (διότι δὲν εἶχε αὐτὸ σὰν σκοπό), ἀλλ\’ ἐπειδὴ ξευτελίσθηκε τελείως.
76. Τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὸ ἑξῆς, ὅταν δηλαδὴ χαίρεται κανεὶς ποὺ παίρνει, καὶ λυπᾶται ποὺ δίνει. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ εἶναι οἰκονόμος.
77. Γι\’ αὐτοὺς τοὺς λόγους δείχνει κανεὶς ὑπομονὴ ὅταν πάσχει, ἤ ἐξ αἰτίας τῆς ἀγάπης του πρὸς τὸ Θεό, ἤ ἐπειδὴ ἐλπίζει νὰ λάβει ἀμοιβή, ἤ ἐπειδὴ φοβᾶται τὴν κόλαση, ἤ ἐπειδὴ φοβᾶται τοὺς ἀνθρώπους, ἤ ἐξ αἰτίας τῆς φύσεώς του, ἤ ἐξ αἰτίας τῆς ἡδονῆς, ἤ ἐξ αἴτιας τοῦ κέρδους, ἤ ἀπὸ ματαιοδοξία, ἤ ἀπὸ ἀνάγκη.
78. Ἄλλο πράγμα εἶναι ν\’ ἀπαλλαγεῖ κανεὶς ἀπὸ λογισμούς, καὶ ἄλλο νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ πάθη. Πολλὲς φορὲς κανεὶς ἀπαλλάσσεται ἀπὸ λογισμοὺς ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχουν τὰ πράγματα ἐκεῖνα ἀπὸ τὰ ὁποία δημιουργοῦνται τὰ πάθη, τὰ πάθη κρύβονται τότε μέσα στὴν ψυχὴ καὶ φανερώνονται ὅταν παρουσιασθοῦν τὰ πράγματα. Πρέπει λοιπὸν νὰ προσέχουμε τὸ νοῦ ὡς πρὸς τὴ σχέση του μὲ τὰ πράγματα, καὶ νὰ γνωρίζουμε πρὸς ποιὸ πράγμα ἔχει τὸ πάθος.
79. Φίλος γνήσιος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ στὸν καιρὸ τοῦ πειρασμοῦ ὑποφέρει ἀθόρυβα καὶ ἀτάραχα μαζὶ μὲ τὸν πλησίον του σὰν δικές του τὶς θλίψεις, τὶς ἀνάγκες καὶ τὶς συμφορὲς ποὺ προξενοῦν οἱ περιστάσεις σ\’ αὐτόν.
80. Μὴ περιφρονήσεις τὴ συνείδηση ποὺ πάντοτε σοῦ δίνει ἄριστες συμβουλές. Διότι σοῦ ὑποδεικνύει θεία καὶ ἀγγελικὴ συμβουλή, σ\’ ἐλευθερώνει ἀπὸ τοὺς κρυφοὺς μολυσμοὺς τῆς καρδιᾶς, καὶ σοῦ χαρίζει παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸ θάνατό σου.
81. Ἐὰν θέλεις ν\’ ἀποκτήσεις σύνεση καὶ μετριοφροσύνη καὶ νὰ μὴν εἶσαι δοῦλος τῆς ἀλαζονείας, νὰ ζητᾶς πάντοτε νὰ βρεῖς μέσα στὰ πράγματα τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ δὲν τὸ γνωρίζεις. Βρίσκοντας τότε πάρα πολλὰ καὶ διάφορα πράγματα νὰ τὰ ἀγνοεῖς, καὶ θὰ μείνεις κατάπληκτος γιὰ τὴν ἀγνωσία σου, καὶ θὰ κυριευθεῖς ἀπὸ μετριοφροσύνη, καί, ἀφοῦ ἀποκτήσεις ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ σου, θὰ κατανοήσεις πολλὰ καὶ μεγάλα καὶ θαυμαστὰ πράγματα. Διότι τὸ νὰ νομίζεις ὅτι τὰ γνωρίζεις ὅλα δὲν σ\’ ἀφήνουν νὰ προκόβεις στὴ γνώση.
82. Αὐτὸς ἀκριβῶς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ σωθεῖ, αὐτὸς ποὺ δὲν προβάλλει ἄρνηση στὰ ἰατρικὰ φάρμακα. Τὰ φάρμακα αὐτὰ εἶναι οἱ μεγάλες θλίψεις καὶ λύπες ποὺ παραχωροῦνται μὲ τὶς διάφορες δοκιμασίες. Ἐκεῖνος ποὺ ἀρνεῖται αὐτὰ δὲν γνωρίζει τί κερδίζει ἀπ\’ αὐτά, οὔτε ποιὰ ὠφέλεια θ\’ ἀποκτήσει ἀπ\’ αὐτὰ ὅταν φύγει γιὰ τὴν ἄλλη ζωή.
83. Ἡ ματαιοδοξία καὶ ἡ φυλαργυρία γεννοῦν ἡ μία τὴν ἄλλη. Διότι οἱ ματαιόδοξοι ἀποκτοῦν πλούτη, ἐνῶ ἐκεῖνοι ποὺ ἀποκτοῦν πλούτη, εἶναι ματαιόδοξοι, ἀλλὰ σὰν ἄνθρωποι τοῦ κόσμου- καθόσον ὁ μοναχός, ἐνῶ εἶναι ἀκτήμονας, εἶναι περισσότερο ματαιόδοξος. Ἐὰν ἔχει χρήματα τὰ κρύβει, ἐπειδὴ ντρέπεται γιὰ τὸ ὅτι ἔχει ἕνα πράγμα ποὺ δὲν ταιριάζει στὸ σχῆμα του.
84. Γνώρισμα τῆς ματαιοδοξίας τοῦ μονάχου εἶναι τὸ νὰ ματαιοδοξεῖ γιὰ τὴν ἀρετή του καὶ γιὰ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν σχέση μ\’ αὐτήν, ἐνῶ γνώρισμα τῆς ὑπερηφάνειας αὐτοῦ εἶναι τὸ νὰ ὑπερηφανεύεται γιὰ τὰ κατορθώματά του καὶ νὰ δείχνει περιφρόνηση πρὸς τοὺς ἄλλους, καθὼς καὶ τὸ ν\’ ἀποδίδει αὐτὰ στὸν ἑαυτό του καὶ ὄχι στὸ Θεό. Ἀντίθετα γνώρισμα τῆς ματαιοδοξίας καὶ ὑπερηφάνειας τοῦ ἀνθρώπου τοῦ κόσμου εἶναι τὸ νὰ ματαιοδοξεϊ καὶ νὰ ὑπερηφανεύεται γιὰ τὸ κάλλος του, τὸν πλοῦτο του, τὴν ἐξουσία του, καὶ τὴ σύνεσή του.
85. Τὰ κατορθώματα τῶν κοσμικῶν εἶναι αἰτίες πτώσεως τῶν μοναχῶν, ἐνῶ τὰ κατορθώματα μοναχῶν εἶναι αἰτίες πτώσεως τῶν κοσμικῶν. Γιὰ παράδειγμα, τὰ κατορθώματα τῶν κοσμικῶν εἶναι ὁ πλοῦτος, ἡ δόξα, ἡ ἐξουσία, ἡ ὑλικὴ ἀπόλαυση, ἡ εὐσαρκία, ἡ ἀπόκτηση πολλῶν καὶ καλῶν τέκνων, καὶ τὰ σχετικὰ μ\’ αὐτά, στὰ ὁποῖα ἐὰν φθάσει ὁ μοναχὸς καταστρέφεται. Τὰ κατορθώματα πάλι τοῦ μονάχου εἶναι ἡ ἀκτημοσύνη, ἡ περιφρόνηση τῆς δόξας, ἡ ἀποφυγὴ τῆς κοσμικῆς δύναμης, ἡ ἐγκράτεια, ἡ κακοπάθεια, καὶ τὰ σχετικὰ μ\’ αὐτά, στὰ ὁποῖα ἂν φθάσει ὁ φιλόκοσμος χωρὶς τὴ θέλησή του, τὸ θεωρεῖ μεγάλη δυστυχία του, καὶ κινδυνεύει πολλὲς φορὲς νὰ κάνει χρήση καὶ τῆς ἀγχόνης, μερικοὶ μάλιστα καὶ χρησιμοποίησαν αὐτήν.
86. Οἱ τροφὲς γιὰ δυὸ αἰτίες δημιουργήθηκαν, γιὰ νὰ τρεφόμαστε καὶ γιὰ νὰ θεραπευόμαστε. Ἐκεῖνοι λοιπὸν ποὺ χρησιμοποιοῦν αὐτὲς ἐκτὸς ἀπ\’ αὐτοὺς τοὺς λόγους, ἐπειδὴ κάνουν κακὴ χρήση ἐκείνων ποὺ δόθηκαν ἀπὸ τὸ Θεὸ πρὸς χρησιμότητα αὐτῶν, κατακρίνονται σὰν φιλήδονοι. Ἀλλὰ καὶ σ\’ ὅλα τὰ πράγματα ἡ κατάχρηση εἶναι ἁμαρτία.
87. Ταπεινοφροσύνη εἶναι συνεχὴς προσευχή, συνοδευόμενη ἀπὸ δάκρυα καὶ κόπους. Διότι αὐτή, ἐπικαλούμενη πάντοτε τὸ Θεὸ σὲ βοήθεια, δὲν ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο νὰ πιστεύει ἀνόητα στὴ δική του δύναμη καὶ σοφία, οὔτε καὶ νὰ ταπεινώνει ἄλλους, πράγματα ποὺ εἶναι φοβερὰ νοσήματα τοῦ πάθους τῆς ὑπερηφάνειας.
88. Ἄλλο πράγμα εἶναι τὸ νὰ πολεμάει κανεὶς ἐναντίον τοῦ ἁπλοῦ λογισμοῦ, γιὰ νὰ μὴ θέσει σὲ ἐνέργεια τὸ ἀνάλογο πάθος, καὶ ἄλλο πράγμα εἶναι τὸ νὰ πολεμάει ἐναντίον τοῦ ἐμπαθοῦς λογισμοῦ, γιὰ νὰ μὴ δοθεῖ ἡ συγκατάθεση. Καὶ οἱ δυὸ αὐτοὶ τρόποι πολέμου δὲν ἀφήνουν τοὺς λογισμοὺς νὰ γίνουν χρόνιοι.
89. Ἡ λύπη εἶναι στενὰ συνδεδεμένη μὲ τὴ μνησικακία. Ὅταν λοιπὸν ὁ νοῦς φέρνει στὴ σκέψει του τὸ πρόσωπο τοῦ ἀδελφοῦ του μὲ λύπη, εἶναι φανερὸ ὅτι τρέφει μνησικακία γι\’ αὐτό, «οἱ δρόμοι ὅμως τῶν μνησίκακων ὁδηγοῦν στὸ θάνατο», διότι, «ὁ κάθε μνησίκακος εἶναι παράνομος».
90. Ἐὰν σὺ τρέφεις μνησικακία ἐναντίον κάποιου, νὰ προσεύχεσαι γι\’ αὐτόν, ὁπότε θὰ σταματήσεις τὴν ἐπενέργεια τοῦ πάθους, ἀπομακρύνοντας μὲ τὴν προσευχὴ τὴ λύπη ἀπὸ τὴν ἀνάμνηση τοῦ κακοῦ πού σοῦ ἔκανε, καὶ ἔτσι, ἀφοῦ ἀποκτήσεις τὴν ἀγάπη πρὸς αὐτὸν καὶ γίνεις φυλάνθρωπος, θὰ ἐξαφανίσεις ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὴν ψυχή σου τὸ πάθος, Ἐὰν πάλι ἄλλος τρέφει μνησικακία ἐναντίον σου, συγχώρησε αὐτὸν καὶ δεῖξε ταπεινοφροσύνη, καί, συναναστρεφόμενος αὐτὸν μὲ καλωσύνη, τὸν ἀπαλλάσσεις ἀπὸ τὸ πάθος του αὐτό.
91. Τὴ λύπη ἐκείνου ποὺ σὲ φθονεῖ μὲ κόπο θὰ τὴ σταματήσεις• διότι θεωρεῖ συμφορὰ του ἐκεῖνο τὸ πράγμα γιὰ τὸ ὁποῖο σὲ φθονεῖ, καὶ δὲν εἶναι δυνατὸ μὲ ἄλλο τρόπο νὰ σταματήσεις τὸ φθόνο του, ἐὰν δὲν ἀποκρύψεις αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο σὲ φθονεῖ. Ἐὰν ὅμως αὐτὸ ὠφελεῖ πολλούς, ἐνῶ ἐκεῖνον τὸν λυπεῖ, γιὰ ποιὸ ἀπὸ τὰ δυὸ θὰ δείξεις ἀδιαφορία; Πρέπει βέβαια νὰ φροντίσεις γιὰ τὴν ὠφέλεια τῶν πολλῶν, νὰ μὴ δείξεις ὅμως ἀδιαφορία γιὰ ἐκεῖνον, ὅσο φυσικὰ εἶναι δυνατὸν οὔτε νὰ παρασυρθεῖς ἀπὸ τὴν κακία τοΰ πάθους, καὶ ἔτσι νὰ βρεθεῖς νὰ πολεμᾶς ὄχι τὸ πάθος του, ἀλλὰ τὸν ἴδιο ποὺ πάσχει ἀπ\’ αὐτό, ἀλλά, δείχνοντας ταπεινοφροσύνη, νὰ θεωρεῖς αὐτὸν ἀνώτερο ἀπὸ σένα, καὶ σὲ κάθε περίπτωση καὶ τόπο καὶ πράγμα νὰ θεωρεῖς ἀνώτερον αὐτόν. Τὸν δικό σου πάλι φθόνο μπορεῖς νὰ σταματήσεις, ἐὰν χαίρεσαι καὶ ἐσὺ γιὰ ἐκεῖνο ποὺ χαίρεται ἐκεῖνος ποὺ σὺ φθονεῖς, καὶ λυπᾶσαι καὶ σὺ μαζὶ μὲ ἐκεῖνον γιὰ ἐκεῖνα ποὺ λυπᾶται αὐτός, ἐκπληρώνοντας ἔτσι τὰ λόγια του Ἀποστόλου, «νὰ χαίρεσθε μαζὶ μὲ ἐκείνους ποὺ χαίρονται, καὶ νὰ κλαῖτε μαζὶ μὲ ἐκείνους ποὺ κλαίουν».
92. Ὁ νοῦς μας βρίσκεται ἀνάμεσα σὲ δυὸ πράγματα, ποὺ τὸ καθένα ἀσκεῖ τὴ δική του ἐνέργεια• τὸ ἕνα ἀσκεῖ τὴν ἀρετή, ἐνῶ τὸ ἄλλο τὴν κακία- δηλαδὴ βρίσκεται ἀνάμεσα στὸν ἄγγελο καὶ στὸ δαίμονα. Ὁ νοῦς ὅμως ἔχει τὴν ἐξουσία καὶ τὴ δύναμη ν\’ ἀκολουθεῖ ἡ νὰ ἀντιστέκεται σ\’ ὅποιον ἀπὸ τοὺς δυὸ θέλει.
93. Οι ἅγιες Δυνάμεις μας προτρέπουν νὰ κάμνομε τὰ καλά, ἐνῶ τὰ σπέρματα ποὺ ὑπάρχουν ἀπὸ τὴ φύση μας μέσα μας καὶ ἡ ἀγαθὴ προαίρεσή μας βοηθοῦν σ\’ αὐτό, στὶς προσβολὲς πάλι τῶν δαιμόνων ἐναντίον μας συνεργοῦν τὰ πάθη καὶ ἡ πονηρὴ προαίρεση.
94. Πολλοὶ βέβαια εἶναι οἱ φίλοι, ἀλλ\’ ὅμως μόνο κατὰ τὸν καιρὸ τῆς εὐτυχίας, ἐνῶ κατὰ τὸν καιρὸ τῶν πειρασμῶν μόλις καὶ μετὰ δυσκολίας θὰ βρεῖς ἕναν.
95. Πρέπει ὁ νοῦς ποὺ ἀξιώθηκε νὰ λάβει τὴν πνευματικὴ γνώση, νὰ τηρεῖ καὶ ἀπαθῆ τὰ νοήματα τῶν πραγμάτων, καὶ τὰ θεωρήματα ἀσφαλῆ, καὶ τὴν κατάσταση τῆς προσευχῆς ἀθόλωτη. Δὲν μπορεῖ ὅμως νὰ τηρεῖ πάντοτε αὐτὰ ἔτσι, ἐξ αἰτίας τῶν σαρκικῶν ἐκρήξεων ποὺ φουντώνει τὸ ἄναμμά τους ἀπὸ τὴν κακὴ ἐπενέργεια τῶν δαιμόνων.
96. Δὲν συμβαίνει γιὰ ὅσα πράγματα λυπούμαστε νὰ ὀργιζόμαστε καὶ γιὰ τὰ ἴδια. Διότι εἶναι περισσότερα ἐκεῖνα ποὺ προξενοῦν τὴ λύπη ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ προξενοῦν τὴν ὀργή. Ὅπως γιὰ παράδειγμα ἔσπασε αὐτό, χάθηκε ἐκεῖνο, πέθανε ὁ τάδε. Γιὰ ὅλα αὐτὰ λοιπὸν καὶ τὰ παρόμοια τοὺς λυπούμαστε μόνο, ἐνῶ γιὰ ἄλλα καὶ λυπούμαστε καὶ ὀργιζόμαστε, μὴ ἀντιμετωπίζοντας αὐτὰ μὲ φιλοσοφικότητα.
97. Δεχόμενος ὁ νοῦς τὰ νοήματα τῶν πραγμάτων, ἀπὸ τὴ φύση του παίρνει τὴν ἀνάλογη θέση ἀπέναντι στὸ κάθε νόημα, θεωρώντας αὐτὰ κατὰ τρόπο πνευματικὸ μεταμορφώνεται κατὰ τρόπο διάφορο πρὸς κάθε θεώρημα. Φθάνοντας ὅμως στὴ θεώρηση τοῦ Θεοῦ, γίνεται τότε τελείως ἄμορφος καὶ ἀσχημάτιστος. Διότι, θεωρόντας τὸν ἁπλὸ Θεό, γίνεται καὶ αὐτὸς ὁλόκληρος ἁπλὸς καὶ φωτοειδής.
98. Τέλεια ψυχὴ εἶναι ἐκείνη τῆς ὁποίας ἡ παθητικὴ δύναμη εἶναι στραμμένη ἐξ ὁλοκλήρου πρὸς τὸ Θεό.
99. Τέλειος νοῦς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μὲ πίστη ἀληθινὴ ἔχει ὑπεργνωρίσει κατὰ τρόπο ὑπεράγνωστο ἐκεῖνον ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ κάθε γνώση• ἐπίσης ποὺ ἡ θεώρησή του ἐπεκτάθηκε σ\’ ὅλα γενικὰ τὰ δημιουργήματα αὐτοῦ καὶ στὴν πρόνοια καὶ κρίση αὐτοῦ πρὸς ὅλα αὐτά, λαμβάνοντας ἀπὸ τὸ Θεὸ τὴν περιληπτικὴ γνώση, ὅσο δηλαδὴ αὐτὴ εἶναι δυνατὴ στοὺς ἀνθρώπους.
100. Ὁ χρόνος διαιρεῖται σὲ τρία μέρη• ἡ πίστη ἐπεκτείνεται καὶ στὰ τρία μέρη αὐτοῦ, ἡ ἐλπίδα στὸ ἕνα, καὶ ἡ ἀγάπη στὰ δυό. Ἡ πίστη καὶ ἡ ἐλπίδα φθάνουν μέχρι σ\’ ὠρισμένο σημεῖο, ἐνῶ ἡ ἀγάπη, ὑπερενωμένη μὲ τὸν ὑπεράπειρο Θεὸ στοὺς ἄπειρους αἰῶνες, παραμένει αὐξανόμενη γιὰ πάντα. Καὶ γι\’ αὐτό, «ἡ ἀγάπη εἶναι μεγαλύτερη ἀπ\’ αὐτά».