Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Δέν κλαίω, οὔτε τραγούδι ψάλλω./ Μά γίνεται πιό ὀδυνηρό τό δικό μου/ ξέσκισμα πού τοιμάζω,/ γιά νά γνωρίσω τόν κόσμο δι’ ἐμοῦ,/ γιά νά πῶ τό λόγο δικό μου,/ ἐγώ πού ὡς τώρα ὑπῆρξα/ γιά νά θαυμάζω, νά σέβομαι καί ν’ ἀγαπῶ,

Ἡ ἄνθρωπος

Ἐγώ, γυναίκα, ἡ ἄνθρωπος,

ζητοῦσα τό πρόσωπό Σου πάντοτε,

ἦταν ὡς τώρα τοῦ ἀνδρός

καί δέν μπορῶ ἀλλιῶς νά τό γνωρίσω.

Ποιός εἶναι καί πῶς

πιό πολύ μονάχος,

παράφορα, ἀπελπισμένα μονάχος,

τώρα, ἐγώ ἤ ἐκεῖνος;

Πίστεψα πώς ὑπάρχω, θά ὑπάρχω,

ὅμως πότε ὑπῆρχα δίχως του

καί τώρα,

πῶς στέκομαι, σέ ποιό φῶς,

ποιός εἶναι ὁ δικός μου ἀκόμα καημός;

Ὦ, πόσο διπλά ὑποφέρω,

χάνομαι διαρκῶς,

ὅταν Ἐσύ ὁδηγός μου δέν εἶσαι.

Πῶς θά δῶ τό πρόσωπό μου,

τήν ψυχή μου πῶς θά παραδεχτῶ,

ὅταν τόσο παλεύω

καί δέν μπορῶ ν\’ ἁρμοστῶ.

«Ὅτι διά σοῦ ἁρμόζεται

γυνή τῷ ἀνδρί.»

Δέν φαίνεται ἀκόμα τό τραγικό

τοῦ ἀπρόσωπου, οὔτε κι ἐγώ

δέν μπορῶ νά τό φανταστῶ ἀκόμα, ἀκόμα.

Τί θά γίνει πού τόσο καλά,

τόσα πολλά ξέρω καί γνωρίζω καλύτερα,

πὼς ἀπ\’ τό πλευρό του δέν μ\’ ἔβγαλες.

Καί λέω πώς εἶμαι ἀκέριος ἄνθρωπος

καί μόνος. Δίχως του δέν ἐγινόμουν

καί τώρα εἶμαι καί μπορῶ

κι εἴμαστε ζεῦγος χωρισμένο, ἐκεῖνος

κι ἐγώ ἔχω τό δικό μου φῶς,

ἐγώ πότε, σελήνη,

εἶπα πώς δέν θά βαστῶ ἀπ\’ τόν ἥλιο

κι ἔχω τόσην ὑπερηφάνεια

ποῦ πάω τή δική του νά φτάσω

καί νά ξεπεραστῶ, ἐγώ,

ποὺ τώρα μαθαίνομαι καί πλήρως

μαθαίνω πώς θέλω σ\’ ἐκεῖνον ν\’ ἀντισταθῶ

καί δέν θέλω ἀπό κεῖνον τίποτα

νά δεχτῶ καί δέ θέλω νά περιμένω.

Δέν κλαίω, οὔτε τραγούδι ψάλλω.

Μά γίνεται πιό ὀδυνηρό τό δικό μου

ξέσκισμα πού τοιμάζω,

γιά νά γνωρίσω τόν κόσμο δι\’ ἐμοῦ,

γιά νά πῶ τό λόγο δικό μου,

ἐγώ πού ὡς τώρα ὑπῆρξα

γιά νά θαυμάζω, νά σέβομαι καί ν\’ ἀγαπῶ,

ἐγώ πιά δέν τοῦ ἀνήκω

καί πρέπει μονάχη νά εἶμαι,

ἐγώ, ἡ ἄνθρωπος.