Συμβαίνει κάποτε, μέσα σ’ αὐτό τό κόσμο πού ζοῦμε καί κυκλοφοροῦμε, νά συναντοῦμε κάποιους φίλους ἤ καί ἁπλά γνώριμους καί ἐκεῖ, ἀνάμεσα σέ ἀδιάφορες κουβέντες, χωρίς καμιά ἰδιαίτερη προειδοποίηση, μετά ἀπό λιγόλεπτη σιωπή, νά μᾶς προτείνουν μέ χαμηλωμένο βλέμμα, μέ φωνή σιγαλή : «Δέν ἀνταμώνουμε κανένα βράδυ νά συζητήσουμε γιά τό Θεό;».
Ὅσο νάναι, ἡ πρόταση ξαφνιάζει. Αἰσθάνεσαι πώς αἰφνίδια σοῦ ἀποκαλύφθηκε ὁ μύχιος ἀνθρώπινος καημός καί πώς ἡ ὕπαρξη, προσπερνώντας τά ζεστά κύματα τῆς ἐπίγειας εὐδαιμονίας, ἄγγιξε τό ὅριό της, τό τέλος της, συγκλονίστηκε ἀπό τήν παρουσία τοῦ μυστηρίου καί ἁπλώνει τό χέρι σέ κάποιον ἄλλο, ὄχι γιατί ζητάει ἀπό αὐτόν τή λύση ἤ τήν ἀπόκριση, ἀλλά γιατί αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά διαπλεχθεῖ πάνω στή μοίρα της καί νά ἀνιχνεύσει γιά ἀκόμη μία φορά τό ὀξύτατο αἴνιγμα τοῦ βίου.
Μία πρόταση γιά νά συζητηθεῖ στούς καιρούς μας ὁ Θεός, ὄχι φυσικά, μέ τήν βλάσφημη ἔπαρση νά παραμεριστεῖ, νά ἐξουθενωθεῖ, γιά νά καθιερωθεῖ ἡ πλήρης, θηριώδης ἀνθρώπινη ἀνευθυνότητα, ἀλλά μέ τήν προαίρεση νά βρεθεῖ καί κυρίως νά βιωθεῖ ἡ ἀλήθεια πού συνθέτει σέ ἁρμονικό σύνολο καί ἑρμηνεύει τόν κόσμο ὁλόκληρο, αἰσθάνεσαι πώς αὐτόματα παραμερίζει τό μελισσολόι τῶν ποικίλων προβλημάτων πού βόσκει καί θορυβεῖ μέσα μας καί πώς θρονιάζει τό πρόβλημα τοῦ Θεοῦ ἀκριβῶς στό κέντρο τῆς ὕπαρξης, ἄρα, στό κέντρο τοῦ βίου.
Φυσικά, οἱ ἀνυποψίαστοι δέν λείπουν, πού ὑποστηρίζουν μέ φαιδρή σοβαρότητα πώς τό πρόβλημα τῆς βιομηχανικῆς ἀνάπτυξης, ἤ τό πρόβλημα τῆς διαπεραίωσης τοῦ ἀνθρώπου στούς ἄλλους πλανῆτες, ἤ δέν ξέρω ποιό ἄλλο, εἶναι τό ὑπ’ ἀριθμόν ἕνα πρόβλημα τῆς ἐποχῆς. Ἐκεῖνοι πού στοχάζονται καί εἰλικρινά ἀγωνιοῦν; Ἐκεῖνοι πού ἀνιχνεύουν ἐλεύθερα καί μέ πλήρη προσωπική τους συμμετοχή τά φαινόμενα καί τά πράγματα τῶν καιρῶν μας, πού εἶναι οἱ «ἐργαζόμενοι» καί ὄχι οἱ «περιεργαζόμενοι» τῆς ἐποχῆς, γνωρίζουν πολύ καλά, μέ μία γνώση συγκλονίζουσα, πώς ἀκριβῶς, τό πρόβλημα τοῦ αἰώνα μας εἶναι ὁ Θεός. Ὁ Θεός ὡς παρουσία ἀΐδια, ὡς βίωση, ὡς κατάφαση καί συμφιλίωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό ἀδιαπέραστο μυστήριο πού ἐπιμένει νά μᾶς περιβάλει.
Οἱ μεταπολεμικοί ἄνθρωποι, μέσα στίς ἀτελεύτητες ἀγωνίες καί στίς αἱματηρές τους περιπέτειες, αἰσθάνθηκαν τόν κόσμο ἀδειανό, κι ἀκριβῶς αὐτό τό αἴσθημα τοῦ κενοῦ γέννησε τήν περιλάλητη ἀγωνία γιά τήν ὁποία, ὑπερβολικά πολλοί μιλᾶνε ἀλλά πού δέν βλέπουμε νά μαρτυρεῖται, νά ἐκφράζεται οὐσιαστικά μέσα στή φιλήδονη ζωή τῶν ἀνθρώπων τοῦ καιροῦ μας.
Ζώντας ἔχουμε ἐξαντλήσει σχεδόν μιὰ τραγωδία, ἀπό τίς πιό ὀδυνηρές πού ἔζησε ποτέ ὁ κόσμος. Ὁ ὀρθολογισμός γκρέμισε τό Θεό. Ἀλλά χωρίς τό Θεό, ὁ κόσμος ἔχασε τήν Ἀρχή, τό Κέντρο του, ὁδηγήθηκε στόν παραλογισμό. Παραλογισμός στήν πράξη (πόλεμοι, ὑλοφροσύνη, φόβος θανάτου, ἐγωιστική ἔκφραση τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ) ἀλλά καί παραλογισμός –ἀναπότρεπτα- στή σκέψη καί στήν τέχνη. Τό παράλογο εἶναι τό κινοῦν αἴτιο καί στό φιλοσοφικό στοχασμό τῆς ἐποχῆς ἀλλά καί στίς ἐπιμέρους καλές Τέχνες. Ὁ Σάρτρ, ὁ Ἰονέσκο, ὁ Μπέκετ, ὁ Καμύ, ὁ Ντύρρενματ, ὁ Τζόυς, καί μία γενιά νεώτεροι συγγραφεῖς καί στοχαστές, μέ τήν ἰσχυρή συνοδεία ζωγράφων καί μουσικῶν, ἐκφράζουν κατά τρόπο στυφό ἤ σπαρακτικό τό παράλογο, γιατί ἀκριβῶς δέν μποροῦν νά βροῦν μιὰ ἑρμηνεία τῆς ζωῆς, μιὰ ἐξήγηση καί ἀναγνώριση τοῦ μυστηρίου πού μᾶς περισφίγγει. Τούς ἔβαλαν, οἱ προηγούμενοι, στή χούφτα τή Λογική, ἀλλά τό ἐργαλεῖο, σήμερα περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη φορά, ἀποδείχτηκε ἀπελπιστικά χονδροειδές καί ἀνίκανο νά βοηθήσει τόν ἄνθρωπο ν’ ἀποχτήσει μία συνολική σύλληψη τοῦ κόσμου.
Ὅταν μᾶς δένουν στό λαιμό τό κοντό σχοινί τῆς λογικῆς, πῶς μποροῦμε ν’ ἀνοιχτοῦμε στούς ὠκεανούς πού παφλάζουν τριγύρω μας μέρα καί νύχτα; Τά πάντα μᾶς φαίνονται παράλογα καί περνώντας ἀπό αὐτή τή φοβερή ἐρημιά τῆς ἀπιστίας καί τοῦ αὐτοβασανισμοῦ, αἰσθανόμαστε νά φουντώνει μέσα μας ἡ μυστηριώδης δίψα, ἡ εὐλογημένη ἀνησυχία, τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀναζήτηση. Τότε ζητᾶμε νά ξανασυζητήσουμε τό «κλεισμένο» ἀπό τήν κούφια ἔπαρση τῆς ἐποχῆς θέμα, νά ἀναψηλαφήσουμε τήν καταδικαστική ἀπόφαση πού βγάλαμε γιά τό Θεό. Ἡ ζωή μας ἔχει ἀδειάσει καί τά πράγματα καθημερινά μᾶς διαψεύδουν. Καθημερινά καταχτοῦμε, εἴτε τό διάστημα, εἴτε τά ἄγνωστα τοῦ δικοῦ μας κόσμου, ἀλλά ὅσο προχωροῦμε, τόσο τό πρόβλημα τοῦ Δημιουργοῦ τίθεται ὀξύτερο. Ὁ Θεός ὑπάρχει καί μᾶς πολιορκεῖ. Τήν αἴσθηση τῆς πολιορκίας αὐτῆς τήν ἔχουμε ἀκέραια καί ὀξύτατη σήμερα. Τολμοῦμε πιά νά ξανασυλλογιστοῦμε τό Θεό, νά τόν ξαναγυρέψουμε. Ταπεινωμένοι ἀπό τήν γνώση πού «φυσιοῖ», πού φουσκώνει, αἰσθανόμαστε νά μᾶς λείπει ἡ ἀγάπη πού οἰκοδομεῖ. Καί ἡ ἀγάπη αὐτή δέν ἐκφράζεται μονάχα στήν προσωπική μας ζωή ἤ στίς ἀνθρώπινες σχέσεις μονάχα, ὅπως μέ συγγνωστή ἀφέλεια συνηθίζουμε νά πιστεύουμε. Εἶναι ἡ βασική ἀρχή, ὁ κύριος νόμος τοῦ κόσμου ὅπου ὅλα συνεργάζονται καί ἀλληλοστηρίζονται, ὅπου τό ἕνα ἀναζητεῖ τό ἄλλο, τό συμπλήρωμά του. Ὁ κόσμος αὐτός πού βλέπουμε εἶναι ὄχι μονάχα προϊόν τῆς θείας Σοφίας ἀλλά καί ἀδιάπτωτο γεγονός Ἀγάπης.
Εἴμαστε σέ δυσαρμονία μέ τόν κόσμο αὐτό γιατί δέν ξέρουμε v’ ἀγαπᾶμε. Φοβισμένοι καί ἔρημοι, ἀναζητᾶμε τήν διέξοδο, τήν ἀγάπη. Καί ὁ Θεός εἶναι ἡ οὐσία τῆς ἀγάπης. Ἀλλά ἡ ἀγάπη δέν εἶναι πράξη τῆς λογικῆς πού ὑποστηρίζει μονάχα τά στενά ἀτομικά συμφέροντα καί κουβαριάζει τήν ὕπαρξη μέσα στήν ἀσφυξία τοῦ Ἐγώ. Εἶναι πράξη ἐξωλογική, ἔργο καί ἔκφραση τοῦ ἀνθρώπινου μυστηρίου πού ὁδηγεῖ στή θυσία, στήν προσωπική ἀπαλλοτρίωση. Ὅσο χάνουμε τή γεύση τῆς ἀγάπης, τόσο χάνουμε καί τή γεύση τοῦ Θεοῦ. Καί τότε νιώθουμε τή ζωή παράλογη καί ἀναιτιολόγητη, περιπέτεια σπαραχτική πού δέν βρίσκει ἀπόκριση. Τά δαιμόνιά της, ἡ ὑλοφροσύνη, ἡ ἀσέβεια, ἡ ἀπανθρωπιά της θεριεύουν γιατί ἀφήνει ἐλεύθερο τό ἔδαφος ἡ ἀθεΐα. Ὅλα γίνονται φοβερά καί παγερά καί διανεύει πάνω ἀπό τή ζωή ἡ τρομερή κεφαλή τῆς Μέδουσας.
Ὅποιος τολμᾶ καί ἀντέχει, ἀντιμετωπίζοντας τόν κίνδυνο νά παραφρονήσει ἤ, τουλάχιστο, ν’ ἀποκαρδιωθεῖ ἰσόβια, νά προβεῖ σέ συστηματικό ἔλεγχο τῆς σημερινῆς ζωῆς, νά ξεκινήσει ἀπό τά φαινόμενα γιά νά καταλήξει χαμηλά, πολύ βαθιά, στίς ρίζες, ἀναγκάζεται ἀπό τά πράγματα νά ὁμολογήσει πώς ἡ νόσος τῆς ἐποχῆς μας εἶναι ἡ τρομερή, μανιώδης ἀθεΐα πού ἔχει ἀποδιοργανώσει τή ζωή καί ἔχει διαγράψει τόν ἄνθρωπο ὡς πνευματική, αἰώνιου κύρους καί ἀντοχῆς, παρουσία. Τ’ ἄλλα ὅλα, ὁ θάνατος τοῦ ἀνθρωπισμοῦ, ἡ ἀκατάσχετη ὑλοφροσύνη, ἡ θηριωδία καί ἡ ἀδίσταχτη καπηλεία τῶν πάντων, ἡ συστηματική ψευδολογία καί ἡ ὀδυνηρή χρεοκοπία θεσμῶν καί ἀξιῶν, εἶναι φανερώματα τῆς ἀθεΐας. Ἡ κεντρική πηγή πού ζωοποιοῦσε τά πάντα σφραγίστηκε. Φυσικό ἦταν, ὅλα πιά νά μαραθοῦν καί νά χαλάσουν.
Νά ὅμως πού μέσα στήν αἰχμηρή ἐρημιά τῶν καιρῶν μας, μᾶς περιμένουν μέρες ἐκπλήξεων, χελιδόνες μιᾶς μυστικῆς ἄνοιξης. Ἄνθρωποι πού δέν περιμέναμε, λαχταροῦν νά συζητήσουν γιά τό Θεό, ἀποχτοῦν τήν ἔντιμη γενναιότητα νά θαλασσοπορήσουν μέσα στό μυστήριο τοῦ σύμπαντος μέ ταπεινοφροσύνη, ἀναβλέπουν γεμάτοι πόνο καί ἀναγνωρίζουν πώς ἡ ζωή ἔχει χαλάσει, ἔχει ἀποδιοργανωθεῖ καί πώς κρεμόμαστε πιά πάνω ἀπό τό χάος, κρατημένοι ἀπό μιὰ κλωστή. Καρδιές σκληρές καί ψυχρές, δέχονται τόν ἄνεμο τοῦ μυστηρίου καί φουσκώνουν, πετοῦν ἀνθούς ἀπρόβλεπτης χάρης. Ναί, μᾶς περιμένουν θεσπέσιες ἐκπλήξεις ἄν οἱ ἄνθρωποι πού ἐκφράζουν τίς ἀξίες τοῦ πνεύματος καί ἐφορεύουν στή σημερινή ζωή, δέν μωρανθοῦν. Ἀνήσυχες ψυχές ξαναπροσεγγίζουν μέ ἀποφασιστικότητα στό Θεό, καταφάσκουν στήν παρουσία τῆς Ἐκκλησίας, ἀποκαλύπτουν τόν πλοῦτο τῆς ἀλήθειας καί ἀγωνίζονται μέσα στίς δυσχέρειες ἑνός βιωμένου παρελθόντος καί ἑνός παρόντος πού εἶναι ἀσεβέστατο, νά ὑψώσουν τή κεφαλή τους πάνω ἀπό τόν πολύμορφο μηδενισμό καί ν’ ἀγαπηθοῦν μέ τό Θεό.
Βέβαια, πρέπει ἀκόμη νά γίνουν πολλά, παρά πολλά, μέ ἐντιμότητα, ἀποφασιστικότητα καί συνέπεια. Ἐνῶ μᾶς καταπληγώνει ὁ κόσμος αὐτός, ἐμεῖς ἐπιμένουμε νά ζοῦμε γιατί περιμένουμε, γιατί μᾶς ζεσταίνουν τήν καρδιά ὅλοι αὐτοί οἱ λιγοστοί ἀλλά σεμνοί, ἀνήσυχοι καί εἰλικρινεῖς, πού ἀναζητοῦν διψασμένοι τό Θεό.
Ὁ βίος μας πιά ἔχει ἕνα Σκοπό, ἕνα στόχο ἀγάπης.