«Πρῶτα ὑγεία» εἶναι ἡ πιὸ συνηθισμένη εὐχὴ ποὺ λέμε ὅταν χαιρετιόμαστε μὲ τοὺς ἄλλους. Αὐτὴ ἡ προτεραιότητα εἶναι πολὺ δικαιολογημένη, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ -μετὰ τὴν παρακοὴ καὶ τὴν πτώση- μπῆκαν στὴ ζωή μας ἡ φθορά, ἡ ἀρρώστια καὶ ὁ θάνατος.
Τεκμήριο ὑγείας
Καί, ναὶ μέν, ὁ Χριστὸς «διῆλθεν εὐεργετῶν καὶ ἰώμεvος» πάρα πολλοὺς ἀρρώστους, ἀλλὰ ὁ πρωταρχικὸς σκοπὸς τῆς ἐvαvθρώπησής του δὲν ἦταν ἡ ἀποτελεσματικὴ ὀργάνωση οὔτε ἑνὸς «παγκοσμίου συστήματος ὑγείας» οὔτε ἑνὸς ὑποδειγματικοῦ ὑπουργείου κοινωνικῆς πρόνοιας. Στόχος του δὲν ἦταν νὰ ἀνεβάσει τὸ προσδόκιμο ὅριο ἐπιβίωσης,ἀλλὰ νὰ χαρίσει στοὺς ἀνθρώπους ἀληθινὴ καὶ αἰώνια ζωή, τὴν ὁποία ὁ Ἴδιος ὅρισε ὡς ἐπίγνωση τοῦ Πατέρα του, τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ, καὶ τοῦ ἀπεσταλμένου του Ἰησοῦ Χριστοῦ (Ἰωάν. 17,3).
Δίκαια, λοιπόν, ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος Ἀχρίδος σχολιάζοντας τὴν κίνηση τοῦ Ἰαείρου νὰ προσπέσει στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ζητήσει τὴ θεραπεία τῆς κόρης του, λέει ὅτι ἡ βασικὴ ἔνδειξη ὑγείας γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι «ἡ ἐπίγνωση καὶ προσκύνηση τῆς θεότητας τοῦ Χριστοῦ, ὄχι μόνο κάτω ἀπὸ τὴν πίεση κάποιας θλίψης ἢ δοκιμασίας», ἀλλὰ καὶ στὶς ἡλιόλουστες ἡμέρες. Ἀλίμονο, ἂν ἡ πίστη καὶ ἡ προσευχὴ καταντήσουν «ὀμπρέλες», ποὺ τὶς ἀνοίγουμε, μόνο ὅταν «βρέχει θλίψεις» καὶ μετὰ τὶς κλείνουμε καὶ τὶς βάζουμε στὴ γωνία τῆς πνευματικῆς ἀδιαφορίας.
Πρωταθλήτρια πίστης
Σὲ τέτοια «βροχερὴ» περίοδο τῆς ζωῆς τοὺς γνώρισαν τὸν Χριστὸ καὶ ἡ αἱμορροοῦσα καὶ ὁ Ἰάειρoς. Εἶναι ὅμως φανερὸ ὅτι ἡ αἱμορροοῦσα τὰ πῆγε πολὺ καλύτερα στὶς «ἐξετάσεις πίστης» ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τῆς συναγωγῆς. Οἱ ἑρμηνευτὲς ἐπισημαίνουν ὅτι εἶχε νὰ ξεπεράσει (α) τὴν ντροπὴ γιὰ τὴν ἰδιάζουσα ἀρρώστια της, (β) τὸν φόβο νὰ ἀκουμπήσει φανερὰ τὸν Χριστὸ «ὑπὸ τοῦ νόμου κωλυομένη», ἀφοῦ ἦταν ἀκάθαρτη, καὶ (γ) τὴν ὑποψία «μήποτε διαγνωσθεῖσα ἀπελαθῇ παρὰ τοῦ ὄχλου» γιὰ τὸν ἴδιο λόγο. Τεράστιο τὸ κόστος τῆς πίστης της καὶ μεγάλα τὰ ρίσκα στὰ ὁποῖα ἔβαλε τὸν ἑαυτό της. Πράγματι ἀπαιτεῖτο ἀκράδαντη πίστη στὴ δύναμη καὶ στὴ φιλανθρωπία τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ξεπεράσει αὐτὰ τὰ ὄντως μεγάλα ἐμπόδια. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς κατέστειλε πρῶτα «τὸν τρόμον τῆς ψυχῆς αὐτῆς διὰ τοῦ εἰπεῖν “θάρσει θύγατερ”» (ἅγιος Θεοφύλακτος), τὴν ἀποκάλεσε μὲ οἰκειότητα «θυγατέρα» του, καὶ τὴν δόξασε ὡς πρότυπο πίστης ἀνὰ τοὺς αἰῶνες.
Πρὶν ἀπὸ ὅλους, βέβαια, ἡ πίστη της ὠφέλησε «οὐ μετρίως τὸν ἄρχοντα τῆς συναγωγῆς», ὅπως λέει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, στηρίζοντάς τον στὴν ἐλπίδα ὅτι ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ σώσει τὴν κόρη του ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸν θάνατο. Ἡ κορυφαία πάντως δόξα γιὰ τὴν αἱμορροοῦσα εἶναι ἡ ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ γι’ αὐτήν: «Ἥψατό μού τις»! Ἴσως δὲν ὑπάρχει πιὸ συγκλονιστικὸς τρόπος ἐπαίνου τῆς ἀνθρώπινης πίστης ἀπὸ αὐτὲς τὶς τρεῖς λέξεις τοῦ Χριστοῦ. Οἱ σίγουρα δοξαστικὲς φράσεις «μεγάλη σου ἡ πίστις» καὶ «οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον» ἀκούγονται σχετικὰ ἄτονες μπροστὰ σ’ αὐτὴ τὴν ἐκκωφαντικὴ ὁμολογία: «Κάποιος μὲ ἀκούμπησε μὲ τόσο φλογερὴ πίστη, ποὺ τὸ κατάλαβα ὅτι βγῆκε ἀπὸ πάνω μου δύναμη θαυματουργική». Εἶναι μία ὁμολογία, ποὺ τὴ γέννησε μὲν ἡ παρέμβαση τοῦ ἐκδηλωτικοῦ ἀπόστολου Πέτρου, ἀλλὰ συγχρόνως ἀφήνει νὰ φανεῖ καὶ τὸ γεμάτο πικρία παράπονο τοῦ Χριστοῦ γιὰ ἐκείνους ποὺ τὸν «συνέχουσιν καὶ ἀποθλίβουσιν» εἴτε μὲ τὸ ἀδιάφορο καὶ παγερό τους πλησίασμα εἴτε μὲ τὴν ὑποκρισία τους.
Πόρρω ἀπέχετε ἀπ’ ἐμοῦ
Τὸ παράπονο αὐτὸ ἔχει ἀρχίσει ἀπὸ πολὺ παλιὰ νὰ τὸ ἐκφράζει μὲ τὸ στόμα τῶν ἁγίων προφητῶν: «Συνωστίζεσθε γύρω μου μὲ τὶς “νουμηνίες” καὶ τὶς γιορτές σας ποὺ μισεῖ ἡ ψυχή μου, μὲ τὰ ὑψωμένα σὲ φαρισαϊκὲς προσευχὲς χέρια σας ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀποστρέφω τοὺς ὀφθαλμούς μου, μὲ τὴν ὑποκριτική σας νηστεία φορώντας σάκκο καὶ ρίχνοντας στάχτη στὰ κεφάλια σας, ἀλλὰ ἐγὼ \”οὐχὶ τοιαύτην νηστείαν ἐξελεξάμην” (Ἠσ. 1 καὶ 58). Μὲ πλησιάζετε καὶ μὲ τιμᾶτε μόνο μὲ τὰ χείλη σας, ἐνῶ ἡ καρδιὰ σας “πόρρω ἀπέχει ἀπ’ ἐμοῦ”, βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ μένα (Ἠσ. 29,13). Ἐγὼ ὅμως αὐτὴ τὴν καρδιὰ σας θέλω. Αὐτὴ τὴν καρδιά σου “δός μοι, υἱέ μου” (Παρμ. 23,26)».
Τὴν καρδιὰ της γεμάτη πίστη ἔδωσε ἡ αἱμορροοῦσα ὅταν ἔσκυψε κρυφὰ νὰ ἀκουμπήσει τὸ ἔνδυμα τοῦ Χριστοῦ, ρισκάροντας νὰ «ἀπελαθεῖ» καὶ ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ ἀπὸ τὸν ὄχλο ὡς ἀκάθαρτη· καὶ ἀντὶ γι’ αὐτὸ ἄκουσε τὸν Χριστὸ νὰ τὴν «ἀγκαλιάζει» μὲ τὰ λόγια: «θυγατέρα μου, ἔχε θάρρος! Γιὰ σένα “σάρκα ἀληθῆ περίκειμαι καὶ πάντα τῦφον κατεπάτησα” (Ἅγιος Κύριλλος) δεχόμεvος νὰ γίνω τόσο ἁπτὸς καὶ προσιτὸς στοὺς ἀνθρώπους». Καὶ ἡ Ἐκκλησία τιμώντας αὐτὴ τὴν πρωταθλήτρια τῆς πίστης, ὅταν μᾶς καλεῖ στὴν Κοινωνία τοῦ, ὄχι μόνο ἁπτοῦ καὶ προσιτοῦ, ἀλλὰ καὶ βρώσιμου Χριστοῦ, μᾶς προετοιμάζει μὲ τὴν προσευχή: «Δέξαι με ὡς… καὶ τὴν αἱμόρρουν· ἡ μὲν γὰρ τοῦ κρασπέδου σου ἀψαμένη εὐχερῶς τὴν ἴασιν ἔλαβεν… ἐγὼ δὲ ὁ ἐλεεινὸς ὅλον σου τὸ σῶμα τολμῶν δέξασθαι, μὴ καταφλεχθείην».