Ἡ ἐρώτηση φαίνεται, τὸ λιγότερο, ἁπλοϊκή, μιὰ καὶ σὲ ὅλους ἔρχεται αὐθόρμητα ἡ ἀπάντηση: ὁ ἱεραπόστολος. Ὡστόσο τὰ πράγματα δὲν εἶναι τόσο ἁπλὰ ὅσο παρουσιάζονται. Ἐξίσου καλὰ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἀρνηθεῖ ὁλοκληρωτικὰ τὴν αὐτονόητη αὐτὴ ἀπάντηση, μὲ τὸν ἰσχυρισμό, ὅτι ἡ συμβολὴ τοῦ ἱεραποστόλου στὸ ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς εἶναι μηδαμινὴ καὶ γι\’ αὐτὸ ἀμελητέα.
Ποῦ βρίσκεται ἡ ἀλήθεια; Ὁπωσδήποτε δὲν μποροῦμε νὰ ἀγνοήσουμε τὸ ἔργο τοῦ ἱεραποστόλου. Ἐμβαθύνοντας ὅμως στὰ πράγματα, πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε ὅτι αὐτὸς ποὺ στὴν πραγματικότητα κάνει τὴν ἱεραποστολὴ δὲν εἶναι ὁ ἱεραπόστολος. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Κι ὅταν λέμε ἐδῶ ὁ Θεὸς ἐννοοῦμε καὶ τὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, δηλαδὴ τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Τὴν ἀλήθεια αὐτή μᾶς τὴν διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφή. Τὰ χωρία τῆς Γραφῆς ποὺ μιλᾶνε πάνω στὸ θέμα αὐτὸ εἶναι πολλά. Περιοριζόμαστε ἐδῶ σὲ μερικὰ βασικά. Καὶ πρῶτα ἀπ\’ ὅλα διδάσκει ἡ Γραφὴ ὅτι ὁ Θεὸς-Πατὴρ θέλησε τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καὶ γι\’ αὐτὸ ἔστειλε στὸν κόσμο τὸν Υἱὸ Του (Γαλ. 1:4, Α΄ Ἰωαν. 4:10). Δίχως τὸν ἐρχομό Του δὲν θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ σωθοῦν οἱ ἄνθρωποι (Πράξ. 4:12, Β΄ Θεσ. 2:10). Ὁ Υἱὸς πάλι, ἐρχόμενος στὸν κόσμο, ἐκήρυξε ὅ,τι τοῦ ἐμπιστεύθηκε νὰ πεῖ ὁ Πατὴρ (Ἰωάν. 12:49, 14:24 καὶ 17:8,13). Στὴ συνέχεια ὁ Χριστὸς παραδίδει τὸ εὐαγγέλιό Του στοὺς ἀποστόλους καὶ τὸ ἀποκαλύπτει στὸν ἀπ. Παῦλο (Γαλ. 1:12). Συνεργὸς στὸ ἔργο αὐτὸ ἔρχεται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο ἀποκαλύπτει στοὺς ἀποστόλους τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ (Ἐφ. 3:5) καὶ τοὺς βοηθεῖ νὰ τὸ διδάξουν στὸν κόσμο (Ἐφ. 6:18).
Ἡ Ἁγία Τριάδα ἐκλέγει τοὺς ἀποστόλους. Ἄλλοτε γίνεται λόγος ὅτι τὴν ἐκλογὴ τὴν κάνει ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς (Γαλ. 1:1), ἄλλοτε ὁ Πατὴρ (Α΄ Κορ. 1:1, Α΄ Θεσ. 3:2), ἄλλοτε ὁ Υἱὸς (Πράξ. 22:21) καὶ ἄλλοτε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο (Πράξ. 13:2).
Στὸ ἔργο ἐπίσης τῆς ἱεραποστολῆς μετέχουν καὶ τὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγ. Τριάδος. Ὁ Χριστὸς ἐκάλεσε τὸν Παῦλο καὶ τοὺς συνεργούς του μὲ τὸ γνωστὸ ὅραμα, νὰ κηρύξουν στὴ Μακεδονία (Πράξ. 16:10). Ὁ Θεὸς Πατὴρ ἄνοιξε τὶς καρδιὲς τῶν Ἑλλήνων νὰ δεχθοῦν τὸ κήρυγμα τῶν ἀποστόλων ἤ, ὅπως τὸ λέει ὡραία ἡ Γραφή, «ἤνοιξε τοῖς ἔθνεσι θύραν πίστεως» (Πράξ. 14:27). Σὲ ἄλλο σημεῖο γίνεται πάλι λόγος ὅτι ἄλλοι ἀπόστολοι μὲ τὸ κήρυγμα σπέρνουν τὴ θεία σπορὰ καὶ ἄλλοι τὴν ποτίζουν. Ὡστόσο ἐκεῖνος ποὺ αὐξάνει τὸ σπόρο εἶναι ὁ Θεὸς (Α\’ Κορ. 3:6).
Ἴσως ἐδῶ πρέπει νὰ προσθέσουμε ὅτι τὸ ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς ὁλοκληρώνεται μὲ τὴν ἐγκατάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, ποὺ εἶναι καὶ αὐτὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Πράξ. 20:28).
Μετὰ ἀπὸ ὅσα μᾶς εἶπε μέχρι τώρα ἡ Ἁγία Γραφὴ εὔκολα βγαίνει τὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ θέση τοῦ Ἱεραποστόλου στὸ ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς εἶναι δευτερεύουσα. Τὴ σχέση αὐτὴ πολὺ ἐπιγραμματικά μᾶς τὴν διατυπώνει ὁ ἀπ. Παῦλος ὅταν μᾶς λέει, «Θεοῦ γὰρ ἐσμὲν συνεργοὶ» (Α΄ Κορ. 3:9). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ἱεραποστολὴ εἶναι βασικὰ ἔργο τοῦ Θεοῦ, στὸ ὁποῖο μᾶς κάνει τὴν τιμὴ νὰ μᾶς καλεῖ γιὰ συνεργούς. Ἀπὸ τὸ πνεῦμα αὐτὸ καταλαβαίνουμε γιατί ὁ ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν μὲ ἐπιμονὴ ζητοῦσε ἀπὸ τοὺς πιστοὺς νὰ προσεύχονται στὸ Θεὸ γιὰ νὰ τὸν ἐνισχύει στὸ ἔργο του. Παραθέτουμε δύο χαρακτηριστικά του αἰτήματα: «Τὸ λοιπὸν προσεύχεσθε, ἀδλφοί, περὶ ἡμῶν, ἵνα ὁ λόγος τοῦ Κυρίου τρέχῃ καὶ δοξάζηται, καθὼς καὶ πρὸς ὑμᾶς» (Β΄ Θεσ. 3:1) ἤ «Προσευχόμενοι ἅμα καὶ περὶ ἡμῶν, ἵνα ὁ Θεὸς ἀνοίξῃ ἡμῖν θύραν τοῦ λόγου, λαλῆσαι τὸ μυστήριον τοῦ Χριστοῦ» (Κολ. 4:3).