Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Καὶ νἆναι ἀνίσχυρη, κι ἀναγκασμένη/νὰ κάνει ποὺ πιστεύει τὲς ψευτιὲς των·/νὰ μὴ μπορεῖ πρὸς τὸν λαὸ νὰ πάγει,/νὰ βγεῖ καὶ νὰ φωνάξει στοὺς Ἑβραίους,/νὰ πεῖ, νὰ πεῖ πῶς ἔγινε τὸ φονικό.

Ἀριστόβουλος

Κλαίει τὸ παλάτι, κλαίει ὁ βασιλεύς,

ἀπαρηγόρητος θρηνεῖ ὁ βασιλεὺς Ἡρώδης,

ἡ πολιτεία ὁλόκληρη κλαίει γιὰ τὸν Ἀριστόβουλο

ποὺ ἔτσι ἄδικα, τυχαίως πνίχθηκε

παίζοντας μὲ τοὺς φίλους του μὲς στὸ νερό.

Κι ὅταν τὸ μάθουνε καὶ στ’ ἄλλα μέρη,

ὅταν ἐπάνω στὴν Συρία διαδοθεῖ,

κι ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας πολλοὶ θὰ λυπηθοῦν·

ὅσοι ποιηταὶ καὶ γλύπται θὰ πενθήσουν,

γιατ’ εἶχεν ἀκουσθεῖ σ’ αὐτοὺς ὁ Ἀριστόβουλος,

καὶ ποιὰ τους φαντασία γιὰ ἔφηβο ποτὲ

ἔφθασε τέτοιαν ἐμορφιὰ σὰν τοῦ παιδιοῦ αὐτοῦ·

ποιὸ ἄγαλμα θεοῦ ἀξιώθηκεν ἡ Ἀντιόχεια

σὰν τὸ παιδὶ αὐτὸ τοῦ Ἰσραήλ.

Ὀδύρεται καὶ κλαίει ἡ Πρώτη Πριγκηπέσσα·

ἡ μάνα του ἡ πιὸ μεγάλη Ἑβρέσσα.

Ὀδύρεται καὶ κλαίει ἡ Ἀλεξάνδρα γιὰ τὴν συμφορά.—

Μὰ σὰν βρεθεῖ μονάχη της ἀλλάζει ὁ καϋμός της.

Βογγᾶ· φρενιάζει· βρίζει· καταριέται.

Πῶς τὴν ἐγέλασαν! Πῶς τὴν φενάκισαν!

Πῶς ἐπὶ τέλους ἔγινε ὁ σκοπὸς των!

Τὸ ρήμαξαν τὸ σπίτι τῶν Ἀσαμωναίων.

Πῶς τὸ κατόρθωσε ὁ κακοῦργος βασιλεύς·

ὁ δόλιος, ὁ φαῦλος, ὁ ἀλιτήριος.

Πῶς τὸ κατόρθωσε. Τί καταχθόνιο σχέδιο

ποὺ νὰ μὴ νοιώσει κ’ ἡ Μαριάμμη τίποτε.

Ἂν ἔνοιωθε ἡ Μαριάμμη, ἂν ὑποπτεύονταν,

θἄβρισκε τρόπο τὸ ἀδέρφι της νὰ σώσει·

βασίλισσα εἶναι τέλος, θὰ μποροῦσε κάτι.

Πῶς θὰ θριαμβεύουν τώρα καὶ θὰ χαίρονται κρυφὰ

ἡ μοχθηρὲς ἐκεῖνες, Κύπρος καὶ Σαλώμη·

ἡ πρόστυχες γυναῖκες Κύπρος καὶ Σαλώμη.—

Καὶ νἆναι ἀνίσχυρη, κι ἀναγκασμένη

νὰ κάνει ποὺ πιστεύει τὲς ψευτιὲς των·

νὰ μὴ μπορεῖ πρὸς τὸν λαὸ νὰ πάγει,

νὰ βγεῖ καὶ νὰ φωνάξει στοὺς Ἑβραίους,

νὰ πεῖ, νὰ πεῖ πῶς ἔγινε τὸ φονικό.