Μὲ τέτοια ἔργα βεβαιωνόμαστε πόσο βαθιὰ καὶ πλατιὰ ὑπῆρξε ἡ ἀνανεωτικὴ πνοὴ τῆς κλασσικῆς γενεᾶς· ὡστόσο ἐκεῖ ὅπου συγκεντρώνεται, κατὰ μοναδικὴ συγκυρία, ὅλο τὸ ἀπαράμιλλο θησαύρισμα τῆς Ἀττικῆς ἀρχιτεκτονικῆς τῶν κλασσικῶν χρόνων εἶναι ὁ ἱερὸς βράχος τῆς Ἀκροπόλεως. Τὰ παλαιὰ κτίρια τῶν ἀρχαϊκῶν χρόνων καὶ ὁ ναὸς τῆς Παρθένου, ποὺ εἶχε ἀρχίσει ὕστερα ἀπὸ τὸν Μαραθῶνα (490 π.Χ.), εἶχαν πυρποληθεῖ καὶ καταστραφεῖ ἀπὸ τοὺς Πέρσες. Πιστοί, φαίνεται, στὸν ὅρκο τους οἱ Ἀθηναῖοι δὲν ἐπιχείρησαν τὴν ἀποκατάσταση τῶν κατεστραμμένων ναῶν, ὥς τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Περικλῆς, μὲ τὴν ἔκκλησή του γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση τῶν ἱερῶν τῆς Ἑλλάδος, δείχνει τὶς μεγαλόπνοες τάσεις του.

Ὅλα τὰ οἰκοδομήματα ποὺ ὑψώνονται ἀπὸ τὸ 447 π.Χ. ὥς τὸ 406 π.Χ. στὴν Ἀκρόπολη, ὁ Παρθενών, τὰ Προπύλαια, ὁ ναὸς τῆς Ἀθηνᾶς Νίκης, τὸ Ἐρέχθειο, πρέπει νὰ ὑποθέσουμε ὅτι προγραμματίσθηκαν ἀπὸ τὸν Περικλῆ καὶ τὸ ἐπιτελεῖο του μὲ βάση ἕνα ἑνιαῖο «χωροταξικὸ» σχέδιο. Ἀπὸ τὸ καλλιτεχνικὸ ἐπιτελεῖο τοῦ Περικλέους γνωρίζουμε τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχιτεκτόνων Ἰκτίνου, Μνησικλέους καὶ Καλλικράτους, καθὼς καὶ τοῦ Φειδία, ποὺ ἦταν γλύπτης, ἀλλὰ εἶχε πολὺ μεγαλύτερη δικαιοδοσία κατὰ τὸν Πλούταρχο, στὴν οἰκοδόμηση τοῦ Παρθενῶνος ἦταν «πάντων ἐπίσκοπος». Αὐτὴ ἡ θέση του ἐξηγεῖ ἴσως τόσο τὴν ἀσυνήθιστη σχεδίαση τοῦ Παρθενῶνος, ὅσο καὶ τὴν ἀνορθόδοξη προσθήκη τῆς ζωφόρου, ὅπως καὶ τὸ μοναδικὸ φαινόμενο ὅτι οἱ 92 μετόπες του εἶχαν ὅλες ἀνάγλυφη διακόσμηση.
Ὁ Παρθένων ἀποτελεῖ τὸ λαμπρὸ μνημεῖο τῆς ἀθηναϊκῆς πολιτείας τοῦ Περικλέους καὶ ὅπως ἐκείνη κατόρθωσε νὰ φθάσει σὲ μιὰν ἀνεπανάληπτη ἔκφραση τῆς δημοκρατίας, ἔτσι καὶ αὐτὸ ὑψώνεται μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο. Γιατί ὁ ναὸς αὐτὸς ἀφιερώνεται σὲ μία θεότητα, τὴν Ἀθηνᾶ, ποὺ ἀποτελεῖ κατὰ κάποιο τρόπο τὴν ἀποθέωση τῆς ἀθηναϊκῆς πολιτείας ἢ καλύτερα τὴ θεϊκὴ οὐσία της· ἡ μορφὴ τῆς Παρθένου εἶναι ἄρρηκτα καὶ ὑποστασιακὰ δεμένη μὲ τὴν Ἀθηνᾶ καὶ ὁ οἶκος τῆς λατρείας της, ὅπως τὸν ὁραματίστηκε ὁ Περικλῆς καὶ οἱ σύμβουλοί του, ἀποτελεῖ τὴ λαμπρὴ προβολὴ τοῦ μεσουρανήματος τοῦ ἴδιου τοῦ κράτους ποὺ τὴν ἔχει «ἀρχηγό».
Στὸν Παρθενῶνα ἐργάσθηκαν ὁ Ἰκτῖνος καὶ ὁ Καλλικράτης σὲ στενὴ συνεργασία μὲ τὸν Φειδία, ποὺ ἐπηρέασε ἀποφασιστικὰ τὸ σχέδιο τοῦ ναοῦ. Εἶναι πρόδηλο ὅτι ὁ Ἰκτῖνος, ὁ Φειδίας, ὥριμοι τεχνίτες, ἐμπνεύσθηκαν ἀπὸ τὰ νέα πνευματικὰ ρεύματα τοῦ καιροῦ τους καὶ προχώρησαν ἀποφασιστικὰ σὲ γόνιμους νεωτερισμοὺς ἔτσι μὲ τὸν ναὸ τῆς Παρθένου ἔδωσαν μία σύνθεση μοναδική, στὴν ὁποία ἀπὸ τὴ συγχώνευση ὅλων τῶν γνωστῶν στοιχείων τῆς ἑλληνικῆς ἀρχιτεκτονικῆς, δωρικῆς καὶ ἰωνικῆς, κατὰ τρόπο μεγαλοφυῆ καὶ ἔλλογο, προκύπτει μία νέα ἀρχιτεκτονικὴ μορφὴ ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ τὴν ὀνομάσουμε ἀττική.
Μία τέτοια δημιουργία ἀπαιτοῦσε καὶ ὁραματισμὸ στὴ σύλληψη καὶ σοφία στὴ σχεδίαση καὶ στὴν ἐκτέλεση. Ἀκόμη ἀπαιτοῦσε τεράστιες οἰκονομικὲς δαπάνες, ποὺ μόνο οἱ προθέσεις τοῦ Περικλέους καὶ ἡ ἀκμαία πολιτεία ποὺ δημιούργησε μποροῦσαν νὰ διαθέσουν μέσα σὲ τόσο σύντομο χρονικὸ διάστημα. Γιατί τὸ πρῶτο ποὺ πρέπει νὰ σημειώσουμε εἶναι ὅτι οἱ ἐργασίες τοῦ Παρθενῶνος ἄρχισαν τὸ 447 π.Χ καὶ μέσα σὲ ἐννέα χρόνια, τὸ 438 π.Χ., ὁ ναὸς ἦταν ἕτοιμος χρειάσθηκαν ἄλλα ἕξη χρόνια γιὰ νὰ ὁλοκληρωθεῖ ἠ κόσμηση τῶν ἀετωμάτων μὲ τὶς μεγαλειώδεις συνθέσεις τοῦ Φειδία. Ἡ ταχύτης αὐτὴ γίνεται ἀκόμη πιὸ ἐκπληκτική, ἂν ἀναλογιστεῖ κανεὶς ὄχι μόνο τὴν ποιότητα τῶν ἐργασιῶν, ἀλλὰ καὶ τὸ μέγεθός τους.
Πραγματικὰ ὁ Παρθενών, μὲ διαστάσεις τοῦ στυλοβάτη 30,88 χ 69,50 μ., ἀποτελεῖ τὸν μεγαλύτερο δωρικὸ ναὸ ὅλου τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου ποὺ ἡ οἰκοδόμησή του ὁλοκληρώθηκε (ὁ ναὸς τοῦ Σελινοῦντος καὶ τοῦ Διὸς τοῦ Ἀκράγαντος, οἱ μόνοι μεγαλύτεροι, δὲν τελείωσαν ποτέ). Ἀκόμη εἶναι ὁ μόνος ὁλομάρμαρος ἑλληνικὸς ναός, ὅπως εἶναι καὶ ὁ μόνος δωρικός τοῦ ὁποίου καὶ οἱ 92 μετόπες ἔχουν ἀνάγλυφες παραστάσεις. Ὡστόσο δὲν εἶναι τὰ ἀριθμητικὰ μεγέθη ποὺ μᾶς σταματοῦν στὸν Παρθενῶνα, ἀλλὰ τὸ ποιοτικό του μέγεθος καὶ ἡ ὑπέρβαση τῶν ὑλικῶν στοιχείων ἀπὸ τὴν πνευματικὴ δημιουργία. Γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἑλληνικὴ ἀρχιτεκτονικὴ ὁ ναὸς ἀποτελεῖ καὶ μνημεῖο μέσα στὸν χῶρο, ἀλλὰ καὶ δημιουργεῖ ἐσωτερικὸ χῶρο ποὺ προσδιορίζει καὶ τὴν ἐξωτερική του μορφή. Τὸ αἴτημα τοῦ ἐσωτερικοῦ χώρου εἶχε, φαίνεται, τεθεῖ ἀπὸ τὸν Φειδία μὲ βάση τὶς διαστάσεις τοῦ τεράστιου χρυσελεφάντινου ἀγάλματος τῆς Ἀθηνᾶς, ὕψ. 12 μ., ποὺ θὰ ἔστηνε στὸν σηκό.

Ὅτι ἡ μεταβολὴ αὐτὴ ὀφείλεται στὴν ἀνάγκη δημιουργίας ἐσωτερικοῦ χώρου προκύπτει ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ πλάτος τοῦ σηκοῦ (19 μ.), ποὺ συναγωνίζεται τοὺς τεράστιους ναοὺς τῆς Ἰωνίας, ἀπορροφᾶ τὰ 5/7 περίπου τοῦ συνολικοῦ πλάτους τοῦ ναοῦ.
Ἄλλα τὸ βασικὸ αὐτὸ αἴτημα ἐντάσσεται μέσα στὴ γενικὴ σχεδίαση ἔτσι, ὥστε τελικὰ δὲν γίνεται αἰσθητὸ ὡς ἐξωτερικὴ ἀνάγκη, ἀλλὰ ὡς ἀπαραίτητο στοιχεῖο τῆς ἀρχιτεκτονικῆς μορφῆς, ἡ ὁποία πειθαρχεῖ σὲ μία βασικὴ μαθηματικὴ ἀναλογία, ὅπου τὸ πλάτος τοῦ στυλοβάτη πρὸς τὸ μῆκος του βρίσκονται σὲ σχέση 4 : 9 (αὐτὴν ποὺ ὀνομάζουμε «χρυσὴ τομή»). Ἡ ἴδια αὐτὴ σχέση ρυθμίζει τὴ διάμετρο τῶν κιόνων πρὸς τὸ μεταξόνιο (1,905 μ. : 4,296 μ. = 4 : 9), τὸ ὕψος τοῦ ναοῦ πρὸς τὸ πλάτος του (13,72: 30,88 = 4 : 9), τὸ πλάτος τοῦ κυρίως ναοῦ πρὸς τὸ μῆκος του, ἐνῶ τὸ πλάτος τοῦ ναοῦ πρὸς τὸ ὕψος ἔχουν μία σχέση 16: 81, δηλαδὴ τετράγωνο τοῦ 4: τετράγωνο τοῦ 9.
Μοναδικὸς σχεδὸν εἶναι ὁ ἀριθμὸς τῶν κιόνων στὶς στενὲς πλευρὲς (8) ποὺ δημιουργοῦν μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν κιόνων τῶν μακρῶν πλευρῶν (17) τὴν κλασσικὴ σχέση α: 2α + 1. Γιὰ νὰ ἐπιτύχει αὐτό, οἱ κίονες γίνονται λεπτότεροι (σχέση διαμέτρου: ὕψος 1 : 5,48) καὶ τοποθετοῦνται μὲ μία πυκνότητα ἀσυνήθιστη (μεταξόνιο = 2,25 κάτω διάμετροι, τῆς Αἴγινας εἶναι 2,65, τοῦ Διὸς τῆς Ὀλυμπίας 2,32). Τὴ ραδινὴ κορμοστασιὰ τῶν κιόνων ἐνισχύει ἡ ἐλαφρότης τοῦ θριγκοῦ, ποὺ ἔχει ὕψος 3,295 μ., δηλαδὴ μόνο 1,73 διαμέτρους (τῆς Αἴγινας1,99, τῆς Ὀλυμπίας 1,81). Τὴν πυκνότητα τῶν κιόνων τοῦ πτεροῦ, ποὺ σὲ ὑποχρεώνει νὰ δεῖς ὅλη αὐτὴ τὴν κιονοστοιχία ὡς ἕνα ἑνιαῖο καὶ ἀδιαίρετο σύνολο, ἐπιτείνει ἡ στενότης τῶν χώρων – στοῶν ποὺ δημιουργοῦνται ἀνάμεσα στὸ πτερὸ καὶ στὸν κυρίως ναὸ (ἔχουν πλάτος μικρότερο ἀπὸ 1 1/2 μεταξόνιο) καὶ ἡ ὕπαρξη τῶν ἑξάστυλων κιονοστοιχιῶν ἐμπρὸς ἀπὸ τὸν πρόναο καὶ τὸν ὀπισθόδομο, ποὺ δημιουργοῦν τὴν αἴσθηση δίπτερου ναοῦ, ὅπως οἱ ναοὶ τῆς Ἰωνίας.

Αὐτὴ ἡ πυκνὴ καὶ νευρώδης ἐξωτερικὴ διαμόρφωση ἔρχεται σὲ μία ὑπολογισμένη ἀντίθεση πρὸς τὴν ἄνεση τοῦ ἐσωτερικοῦ χώρου. Δὲν ἀρκοῦσε μόνο τὸ μαθηματικὸ πλάτος τοῦ σηκοῦ ποὺ σημειώσαμε (19 μ.), γιὰ νὰ δημιουργηθεῖ αὐτὴ ἡ ἐντύπωση, ἀλλὰ χρειάσθηκε ἡ νεωτεριστικὴ καὶ εὐφάνταστη λύση τῶν ἀρχιτεκτόνων: οἱ ἐσωτερικὲς δίτομες κιονοστοιχίες συνδέονται στὸ βάθος τοῦ σηκοῦ μὲ μία τρίτη ἐγκάρσια (σὲ σχῆμα π), μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἔσπαζε ὁ ἐπιμήκης ἄξονας τοῦ κεντρικοῦ κλίτους καὶ προκαλοῦσε ἀκόμη πιὸ ἔντονη τὴν αἴσθηση τοῦ πλάτους, ἐνῶ συγχρόνως ἐδημιουργεῖτο ἕνα πλαίσιο ἀπὸ τὶς τρεῖς πλευρὲς τοῦ χρυσελεφάντινου ἀγάλματος, ποὺ βρισκόταν στημένο λίγα μέτρα ἐμπρὸς ἀπὸ τὴν ἐγκάρσια κιονοστοιχία.
Ἀλλὰ πέρα ἀπὸ τὶς σοφὰ ὑπολογισμένες λύσεις στὰ βασικὰ αὐτὰ προβλήματα τοῦ κτιρίου οἱ ἀρχιτέκτονες προχωροῦν σὲ ἀσύλληπτες λεπτότητες ποὺ μετατρέπουν τὸν Παρθενώνα σὲ ἕναν ὀργανισμὸ παλλόμενο ἀπὸ ἐσωτερικὴ ζωή. Οἱ λεπτότητες αὐτὲς μποροῦν νὰ ἐνταχθοῦν σὲ δύο κατηγορίες : στὶς καμπυλώσεις καὶ στὶς κλίσεις.
Οἱ καμπυλώσεις παρατηροῦνται στὸν στυλοβάτη, στὸ ἐπιστύλιο, στὰ τρίγλυφα, στὸ γεῖσο καὶ στὸ ἀέτωμα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν «ἔνταση» τῶν κιόνων (τὸ φούσκωμα δηλ. ποὺ παρουσιάζει ὁ κίων στὸ 1/3 περίπου τοῦ ὕψους του).

Ὁ στυλοβάτης δηλαδὴ δὲν ἀποτελεῖ ἀπολύτως ὁριζόντια ἐπιφάνεια, ὅπως ἀπαιτεῖ ἡ στατικὴ κάθε κτιρίου, ἀλλὰ ἔχει καμπυλωθεῖ κατὰ τέτοιο τρόπο, ὥστε στὸ μέσο τῶν μακρῶν πλευρῶν νὰ ὑψώνεται ἀπὸ τὴν ὁριζόντιο 0,11 μ., καὶ στὸ μέσο τῶν στενῶν 0,06 μ. τὴν ἴδια αὐτὴ καμπύλωση ἀκολουθεῖ καὶ ἡ ἀνωδομή. Οἱ κλίσεις παρατηροῦνται σὲ ὅλα τὰ μέλη ποὺ ἔπρεπε νὰ εἶναι κάθετα – κίονες ἤ τοῖχοι. Οἱ κίονες τοῦ πτεροῦ κλίνουν ὅλοι πρὸς τὸ ἐσωτερικὸ κατὰ 0,07 μ., ἐνῶ οἱ γωνιαῖοι, ποὺ μετέχουν καὶ στὶς δύο πλευρές, κλίνουν διαγωνίως κατὰ 0,10 μ. Οἱ τοῖχοι ἐσωτερικὰ εἶναι κάθετοι, ἀλλὰ ἐξωτερικὰ κλίνουν πρὸς τὰ μέσα, ὥστε στὴν πραγματικότητα ἔχουν μείωση. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ σχῆμα τοῦ ναοῦ δὲν εἶναι παραλληλεπίπεδο, ἀλλὰ πυραμιδοειδές, ἔχει δηλαδὴ μία κίνηση πρὸς τὰ μέσα καὶ πρὸς τὰ ἄνω.
Ἂν μία τέτοια εὐαισθησία στὴ σχεδίαση μαρτυρεῖ μεγαλοφυῆ καλλιτεχνικὴ σύλληψη, ἡ ἐκτέλεση ἀποτελεῖ ἀπίστευτο ἄθλο. Γιὰ νὰ τὸ κατανοήσουμε αὐτό, εἶναι ἀρκετὸ νὰ σκεφθοῦμε ὅτι ὄχι μόνο κανένας λίθος τοῦ κτιρίου δὲν μποροῦσε νὰ ἔχει κανονικὸ ὀρθογώνιο σχῆμα (ἀλλὰ τραπεζιοειδές), ἀλλὰ ὅτι σχεδὸν κάθε λίθος ἔχει ἐντελῶς δικό του σχῆμα καὶ μοναδικὴ θέση μέσα στὸ σύνολο, γιατί ἡ καμπύλωση καὶ οἱ κλίσεις δημιουργοῦσαν διαφορὲς γωνιῶν καὶ ἐπιφανειῶν σὲ κάθε σημεῖο τοῦ κτιρίου. Γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ λοιπὸν μία τέτοια κατασκευὴ ἦταν ἀπαραίτητος ὁ τέλειος ὑπολογισμὸς τοῦ κάθε μέλους, ἀλλὰ καὶ ἡ μαθηματικὰ ἀκριβέστατη ἐκτέλεση.
Στὴν ἀπαράμιλλη αὐτὴ ἀρχιτεκτονικὴ δημιουργία προστέθηκε καὶ πρωτοΐδωτη γλυπτικὴ κόσμηση. Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ λαμπρὰ ἐναέτια, ὅπου πρέπει νὰ δούλεψε ὁ ἴδιος ὁ Φειδίας μὲ συνεργάτες τοὺς πρώτους μαθητές του, τὸν Ἀλκαμένη καὶ τὸν Ἀγοράκριτο, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς 92 μετόπες, στὸν Παρθενῶνα προστέθηκε – πρώτη φορὰ σὲ δωρικὸ κτίριο – ἡ μοναδικὴ ζωφόρος, ποὺ στεφάνωνε ἐξωτερικὰ τὸν κυρίως ναὸ καὶ στὶς τέσσερις πλευρές του. Ποτὲ πρὶν καὶ ποτὲ μετὰ ὁ ἑλληνικὸς κόσμος δὲν ἔδωσε σὲ μία τέτοια «ἠδίστην συζυγίαν» ἕνα μνημεῖο, ποὺ νὰ ἐκφράζει τὰ ἰδανικὰ καὶ τῆς πολιτείας καὶ τῆς θρησκείας καὶ τῆς τέχνης, ὅπου τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα ὑλοποιεῖται καὶ ἀποκτᾶ μία ὁρατὴ αἰώνια μορφή, ἐνῶ τὴν ἴδια στιγμὴ τὰ ὑλικὰ στοιχεῖα μεταστοιχειώνονται σὲ φορεῖς τῶν πιὸ ὑψηλῶν καὶ ἀνέκφραστων πνευματικῶν μηνυμάτων.