Πολλὰ ἔχουν γραφτεῖ καὶ εἰπωθεῖ κατὰ καιρούς, ἀπὸ πολλοὺς καὶ διάφορους κύκλους (Ἐκκλησιαστικοὺς καὶ μή), οἱ ὁποῖοι ἐπιχείρησαν νὰ ταυτίσουν τὴν προσωπική τους ἄποψη μὲ τὴν ἄποψη τῆς Ὀρθόδοξής τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας μας, σχετικὰ μὲ τὸ θέμα τῆς ἐφαρμογῆς τῆς θανατικῆς ποινῆς. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ πραγματικὰ ἰσχύει (καὶ θὰ ἰσχύει μέχρι τῆς συντελείας τοῦ κόσμου), εἶναι ἡ Θεία καὶ αἰώνια καὶ ἀμετάβλητη Θέση τῆς Ἁγίας Γραφῆς (καὶ πιὸ συγκεκριμένα τῆς Καινῆς Διαθήκης), σχετικὰ μὲ τὸ θέμα αὐτό.
Τὸ θεολογικότερο ἴσως μυαλὸ τοῦ 20ου αἰώνα (ὅπως παραδέχονται οἱ περισσότεροι Ἱερεῖς καὶ λαϊκοί τῆς Ἐκκλησίας μας ποὺ τὸν γνώριζαν προσωπικά), ὁ Μακαριστὸς Πατὴρ Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ἐντόπισε καὶ ἐπεσήμανε μὲ σαφήνεια τὴν ἄποψη τῆς Θεόπνευστης Καινῆς Διαθήκης, ὅπως αὐτὴ παρουσιάζεται μέσα ἀπὸ τὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Στὸ θαυμάσιο βιβλίο του μὲ τίτλο «Ἔχει ἡ Ἐκκλησία ἐξουσίαν ἀφέσεως ἁμαρτιῶν;» (Ἔκδοσις Γ’, Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον Κεχαριτωμένης Θεοτόκου, Τροιζήνα 1996), στὴ σελίδα 15, ὁ Μακαριστὸς Πατὴρ Ἐπιφάνιος ἀναφέρει χαρακτηριστικά:
«Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη βλέπουμε μυριάκις φόνους ἀνθρώπων παραβατῶν, ἀπὸ ἄλλους ἀνθρώπους (ἀπὸ τοὺς Λευΐτες, τὸν Φινεές, τὸν Σαμουήλ, τὸν Ἠλία, τὴν Ἰσραηλιτικὴ Κοινότητα κ.λ.π.). Ἀλλὰ ποιός, πλὴν τοῦ Θεοῦ, ἔχει δικαίωμα θανατώσεως ἀνθρώπων, ἔστω καὶ παραβατῶν; Κανεὶς βεβαίως!
Ὅταν ὅμως Αὐτὸς παρέχει τέτοιο δικαίωμα σὲ κάποιους ἀνθρώπους, ποιὸς μπορεῖ νὰ θεωρήσει αὐτοὺς ὡς σφετεριστὲς θείων δικαιωμάτων; Εἶναι ἁπλῶς ἐκτελεστικὰ ὄργανα τοῦ Θεοῦ καὶ τίποτα ἄλλο.
Ὅταν ὁ Θεός, ὄχι ἁπλὰ ἐπιτρέπει, ἀλλὰ δίνει ἐντολὴ στὴν Κοινότητα τοῦ Ἰσραὴλ νὰ φονεύει διὰ λιθοβολισμοῦ τοὺς παραβάτες τοῦ θείου Νόμου, καὶ ἡ Κοινότητα τὸ κάνει, ποιὸς μπορεῖ νὰ τὴν κατηγορήσει γιὰ σφετερισμὸ θεϊκῶν δικαιωμάτων;
Τὰ ἴδια ἰσχύουν καὶ σήμερα γιὰ τὴν δικαστικὴ ἐξουσία, ἡ ὁποία ἔχει ἀπὸ Θεοῦ (κατὰ τὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολή, Κεφάλαιο 13, Ἐδάφιο 4) τὸ δικαίωμα, νὰ τιμωρεῖ καὶ διὰ θανάτου ἀκόμα ἐκείνους ποὺ πράττουν τὸ κακό».
Ἀνατρέχοντας στὴν Καινὴ Διαθήκη τοῦ μεγάλου Θεολόγου Παναγιώτη Τρεμπέλα, στὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολή, στὴν ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοση τοῦ συγκεκριμένου ἐδαφίου, διαβάζουμε τὰ ἑξῆς:
«Θὰ ἔχεις δὲ ἔπαινον ἀπὸ τὸν ἄρχοντα (ὅταν πράττεις τὸ καλό), διότι αὐτὸς εἶναι ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ πρὸς προστασίαν δικήν σου καὶ γιὰ τὸ καλὸ τῶν πολιτῶν. Ἐὰν ὅμως πράττεις τὸ κακό, τότε νὰ φοβᾶσαι. Διότι δὲν φορεῖ ματαίως τὴν μάχαιραν, τὸ σύμβολον αὐτὸ τῆς δικαστικῆς καὶ ἐκτελεστικῆς ἐξουσίας. Τὴν φορεῖ γιὰ νὰ τιμωρεῖ καὶ διὰ θανάτου ἀκόμη κάθε ἄτακτο στοιχεῖο. Διότι εἶναι ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ, ἐκδικητὴς ποὺ ἔχει ἐντολὴ καὶ δικαίωμα νὰ ἐπιβάλλει τιμωρίες σὲ κάθε κακοποιὸ» (Πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολή, Κεφάλαιο 13, Ἐδάφιο 4).
Ἡ σαφήνεια τῶν προαναφερθέντων ἀποτελεῖ ἀναμφίβολα ἀσφαλῆ ὁδηγὸ καὶ δὲν ἀφήνει περιθώριο σὲ κανέναν γιὰ παρερμηνεῖες. Τὸ συμπέρασμα ποὺ προκύπτει εἶναι πώς, ὅταν πρόκειται γιὰ ὕψιστη ἐγκληματικὴ ἐνέργεια, ὅταν γιὰ παράδειγμα πρόκειται γιὰ πράξεις ποὺ ἀφοροῦν τὴν ἀφαίρεση τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς (γιὰ πράξεις ποὺ οἱ ἐγκληματίες δὲν ἔχουν κανένα ἐλαφρυντικό, ὅπως π.χ. συμβαίνει μὲ τὰ ἐγκλήματα τῶν ἐμπόρων ναρκωτικῶν), ἡ ποινὴ γιὰ τοὺς συγκεκριμένους ἐγκληματίες μὲ βάση τὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ (ἀπὸ τὴ στιγμὴ φυσικὰ ποὺ θὰ κριθοῦν ἔνοχοι ἀπὸ τοὺς δικαστές), θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἡ θανατική, ὄχι στὰ λόγια, ἀλλὰ ἔμπρακτα.
Διότι ὁ Κύριος γνωρίζει καλύτερα ἀπ’ ὅλους μας, πὼς ἀπὸ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς θανατικῆς ποινῆς μόνο ὀφέλη θὰ προκύψουν γιὰ τὴν κοινωνία, ἀφοῦ ἀπὸ τὴ μία θὰ λειτουργήσει ἀποτρεπτικὰ γιὰ ὅσους σκοπεύουν νὰ προβοῦν σὲ ἐγκληματικὲς ἐνέργειες, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι ἐθισμένοι στὴ βαριὰ ἐγκληματικότητα θὰ ὑποχρεωθοῦν νὰ ἀναθεωρήσουν τὴ στάση τους, ἐφόσον θὰ κινδυνεύει πλέον διὰ νόμου ἡ ἴδια τους ἡ ζωή.
Καὶ ἐπιπλέον, πὼς οὐσιαστικὰ δὲν εἶναι τὸ κράτος ποὺ θὰ καταδικάσει καὶ θὰ σκοτώσει τὸν ἐγκληματία, ἀλλὰ ὁ ἐγκληματίας εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μὲ τὶς πράξεις του θὰ ὑπογράψει τὴ θανατική του καταδίκη, καταδικάζοντας ἀπὸ μόνος του τὸν ἑαυτό του.
Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς
«Κάτω ἀπό τό πρίσμα τῆς εὐαγγελικῆς καί ἱερᾶς παραδόσεως ἡ θανατική ποινή εἶναι ἀντιευαγγελική καί ἀντίχριστη φρικαλεότητα νά φονεύεται ὁ ἁμαρτωλός λόγῳ τῆς ἁμαρτίας. Ἕν προκειμένω καμία ἱερά ἐξέτασις δέ μπορεῖ νά ἀνακηρυχθεῖ ἱερά. Σέ τελευταία ἀνάλυση, ὅλοι οἱ οὑμανισμοί φονεύουν τόν ἁμαρτωλό λόγῳ τῆς ἁμαρτίας, ἐξοντώνουν τόν ἄνθρωπο μαζί μέ τήν ἁμαρτία του. Διότι δέν θέλουν το Θεάνθρωπο, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ μόνη σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἀπό τό θάνατο καί ἀπό τό διάβολο.
Ἐκεῖνος πού δέν εἶναι ὑπέρ τοῦ Θεανθρώπου εἶναι ὡς ἐκ τούτου κατά τοῦ ἀνθρώπου, καί εἶναι ὡς ἐκ τούτου… δολοφόνος τοῦ ἀνθρώπου, καί ἀκόμη εἶναι ὡς ἐκ τούτου καί αὐτόχειρας. […] Μεταχειριζόμενος κατ’ αὐτό τόν τρόπο τόν ἁμαρτωλό, ὁ οὐμανιστικός ἄνθρωπος ἀναπόφευκτα αὐτοκτονεῖ: φονεύει τήν ἴδια τήν ψυχή του, παραδίδει τόν ἑαυτό του στήν κόλαση, σέ αἰώνια συναναστροφή μέ τό διάβολο, αὐτόν τόν ἔκπαλαι “ἀνθρωποκτόνο” (κατά Ἰωάννην 8, 44)».
Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, 1894-1979, Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος.
Πολλὰ ἔχουν γραφτεῖ καὶ εἰπωθεῖ κατὰ καιρούς, ἀπὸ πολλοὺς καὶ διάφορους κύκλους (Ἐκκλησιαστικοὺς καὶ μή), οἱ ὁποῖοι ἐπιχείρησαν νὰ ταυτίσουν τὴν προσωπική τους ἄποψη μὲ τὴν ἄποψη τῆς Ὀρθόδοξής τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας μας, σχετικὰ μὲ τὸ θέμα τῆς ἐφαρμογῆς τῆς θανατικῆς ποινῆς. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ πραγματικὰ ἰσχύει (καὶ θὰ ἰσχύει μέχρι τῆς συντελείας τοῦ κόσμου), εἶναι ἡ Θεία καὶ αἰώνια καὶ ἀμετάβλητη Θέση τῆς Ἁγίας Γραφῆς (καὶ πιὸ συγκεκριμένα τῆς Καινῆς Διαθήκης), σχετικὰ μὲ τὸ θέμα αὐτό.
Τὸ θεολογικότερο ἴσως μυαλὸ τοῦ 20ου αἰώνα (ὅπως παραδέχονται οἱ περισσότεροι Ἱερεῖς καὶ λαϊκοί τῆς Ἐκκλησίας μας ποὺ τὸν γνώριζαν προσωπικά), ὁ Μακαριστὸς Πατὴρ Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ἐντόπισε καὶ ἐπεσήμανε μὲ σαφήνεια τὴν ἄποψη τῆς Θεόπνευστης Καινῆς Διαθήκης, ὅπως αὐτὴ παρουσιάζεται μέσα ἀπὸ τὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Στὸ θαυμάσιο βιβλίο του μὲ τίτλο «Ἔχει ἡ Ἐκκλησία ἐξουσίαν ἀφέσεως ἁμαρτιῶν;» (Ἔκδοσις Γ’, Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον Κεχαριτωμένης Θεοτόκου, Τροιζήνα 1996), στὴ σελίδα 15, ὁ Μακαριστὸς Πατὴρ Ἐπιφάνιος ἀναφέρει χαρακτηριστικά:
«Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη βλέπουμε μυριάκις φόνους ἀνθρώπων παραβατῶν, ἀπὸ ἄλλους ἀνθρώπους (ἀπὸ τοὺς Λευΐτες, τὸν Φινεές, τὸν Σαμουήλ, τὸν Ἠλία, τὴν Ἰσραηλιτικὴ Κοινότητα κ.λ.π.). Ἀλλὰ ποιός, πλὴν τοῦ Θεοῦ, ἔχει δικαίωμα θανατώσεως ἀνθρώπων, ἔστω καὶ παραβατῶν; Κανεὶς βεβαίως!
Ὅταν ὅμως Αὐτὸς παρέχει τέτοιο δικαίωμα σὲ κάποιους ἀνθρώπους, ποιὸς μπορεῖ νὰ θεωρήσει αὐτοὺς ὡς σφετεριστὲς θείων δικαιωμάτων; Εἶναι ἁπλῶς ἐκτελεστικὰ ὄργανα τοῦ Θεοῦ καὶ τίποτα ἄλλο.
Ὅταν ὁ Θεός, ὄχι ἁπλὰ ἐπιτρέπει, ἀλλὰ δίνει ἐντολὴ στὴν Κοινότητα τοῦ Ἰσραὴλ νὰ φονεύει διὰ λιθοβολισμοῦ τοὺς παραβάτες τοῦ θείου Νόμου, καὶ ἡ Κοινότητα τὸ κάνει, ποιὸς μπορεῖ νὰ τὴν κατηγορήσει γιὰ σφετερισμὸ θεϊκῶν δικαιωμάτων;
Τὰ ἴδια ἰσχύουν καὶ σήμερα γιὰ τὴν δικαστικὴ ἐξουσία, ἡ ὁποία ἔχει ἀπὸ Θεοῦ (κατὰ τὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολή, Κεφάλαιο 13, Ἐδάφιο 4) τὸ δικαίωμα, νὰ τιμωρεῖ καὶ διὰ θανάτου ἀκόμα ἐκείνους ποὺ πράττουν τὸ κακό».
Ἀνατρέχοντας στὴν Καινὴ Διαθήκη τοῦ μεγάλου Θεολόγου Παναγιώτη Τρεμπέλα, στὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολή, στὴν ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοση τοῦ συγκεκριμένου ἐδαφίου, διαβάζουμε τὰ ἑξῆς:
«Θὰ ἔχεις δὲ ἔπαινον ἀπὸ τὸν ἄρχοντα (ὅταν πράττεις τὸ καλό), διότι αὐτὸς εἶναι ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ πρὸς προστασίαν δικήν σου καὶ γιὰ τὸ καλὸ τῶν πολιτῶν. Ἐὰν ὅμως πράττεις τὸ κακό, τότε νὰ φοβᾶσαι. Διότι δὲν φορεῖ ματαίως τὴν μάχαιραν, τὸ σύμβολον αὐτὸ τῆς δικαστικῆς καὶ ἐκτελεστικῆς ἐξουσίας. Τὴν φορεῖ γιὰ νὰ τιμωρεῖ καὶ διὰ θανάτου ἀκόμη κάθε ἄτακτο στοιχεῖο. Διότι εἶναι ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ, ἐκδικητὴς ποὺ ἔχει ἐντολὴ καὶ δικαίωμα νὰ ἐπιβάλλει τιμωρίες σὲ κάθε κακοποιὸ» (Πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολή, Κεφάλαιο 13, Ἐδάφιο 4).
Ἡ σαφήνεια τῶν προαναφερθέντων ἀποτελεῖ ἀναμφίβολα ἀσφαλῆ ὁδηγὸ καὶ δὲν ἀφήνει περιθώριο σὲ κανέναν γιὰ παρερμηνεῖες. Τὸ συμπέρασμα ποὺ προκύπτει εἶναι πώς, ὅταν πρόκειται γιὰ ὕψιστη ἐγκληματικὴ ἐνέργεια, ὅταν γιὰ παράδειγμα πρόκειται γιὰ πράξεις ποὺ ἀφοροῦν τὴν ἀφαίρεση τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς (γιὰ πράξεις ποὺ οἱ ἐγκληματίες δὲν ἔχουν κανένα ἐλαφρυντικό, ὅπως π.χ. συμβαίνει μὲ τὰ ἐγκλήματα τῶν ἐμπόρων ναρκωτικῶν), ἡ ποινὴ γιὰ τοὺς συγκεκριμένους ἐγκληματίες μὲ βάση τὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ (ἀπὸ τὴ στιγμὴ φυσικὰ ποὺ θὰ κριθοῦν ἔνοχοι ἀπὸ τοὺς δικαστές), θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἡ θανατική, ὄχι στὰ λόγια, ἀλλὰ ἔμπρακτα.
Διότι ὁ Κύριος γνωρίζει καλύτερα ἀπ’ ὅλους μας, πὼς ἀπὸ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς θανατικῆς ποινῆς μόνο ὀφέλη θὰ προκύψουν γιὰ τὴν κοινωνία, ἀφοῦ ἀπὸ τὴ μία θὰ λειτουργήσει ἀποτρεπτικὰ γιὰ ὅσους σκοπεύουν νὰ προβοῦν σὲ ἐγκληματικὲς ἐνέργειες, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι ἐθισμένοι στὴ βαριὰ ἐγκληματικότητα θὰ ὑποχρεωθοῦν νὰ ἀναθεωρήσουν τὴ στάση τους, ἐφόσον θὰ κινδυνεύει πλέον διὰ νόμου ἡ ἴδια τους ἡ ζωή.
Καὶ ἐπιπλέον, πὼς οὐσιαστικὰ δὲν εἶναι τὸ κράτος ποὺ θὰ καταδικάσει καὶ θὰ σκοτώσει τὸν ἐγκληματία, ἀλλὰ ὁ ἐγκληματίας εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μὲ τὶς πράξεις του θὰ ὑπογράψει τὴ θανατική του καταδίκη, καταδικάζοντας ἀπὸ μόνος του τὸν ἑαυτό του.
Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς
«Κάτω ἀπό τό πρίσμα τῆς εὐαγγελικῆς καί ἱερᾶς παραδόσεως ἡ θανατική ποινή εἶναι ἀντιευαγγελική καί ἀντίχριστη φρικαλεότητα νά φονεύεται ὁ ἁμαρτωλός λόγῳ τῆς ἁμαρτίας. Ἕν προκειμένω καμία ἱερά ἐξέτασις δέ μπορεῖ νά ἀνακηρυχθεῖ ἱερά. Σέ τελευταία ἀνάλυση, ὅλοι οἱ οὑμανισμοί φονεύουν τόν ἁμαρτωλό λόγῳ τῆς ἁμαρτίας, ἐξοντώνουν τόν ἄνθρωπο μαζί μέ τήν ἁμαρτία του. Διότι δέν θέλουν το Θεάνθρωπο, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ μόνη σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἀπό τό θάνατο καί ἀπό τό διάβολο.
Ἐκεῖνος πού δέν εἶναι ὑπέρ τοῦ Θεανθρώπου εἶναι ὡς ἐκ τούτου κατά τοῦ ἀνθρώπου, καί εἶναι ὡς ἐκ τούτου… δολοφόνος τοῦ ἀνθρώπου, καί ἀκόμη εἶναι ὡς ἐκ τούτου καί αὐτόχειρας. […] Μεταχειριζόμενος κατ’ αὐτό τόν τρόπο τόν ἁμαρτωλό, ὁ οὐμανιστικός ἄνθρωπος ἀναπόφευκτα αὐτοκτονεῖ: φονεύει τήν ἴδια τήν ψυχή του, παραδίδει τόν ἑαυτό του στήν κόλαση, σέ αἰώνια συναναστροφή μέ τό διάβολο, αὐτόν τόν ἔκπαλαι “ἀνθρωποκτόνο” (κατά Ἰωάννην 8, 44)».
Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, 1894-1979, Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος.