Αὕτη ἦν ἡ πραγματεία τῆς προνομῆς, ἧς ἀνήνεγκεν ὁ βασιλεὺς Σαλωμὼν οἰκοδομῆσαι τὸν οἶκον Κυρίου καὶ τὸν οἶκον τοῦ βασιλέως καὶ τὸ τεῖχος Ἱερουσαλὴμ καὶ τὴν ἄκραν, τοῦ περιφράξαι τὸν φραγμὸν τῆς πόλεως Δαυὶδ καὶ τὴν Ἀσσοὺρ καὶ τὴν Μαγδὰλ καὶ τὴν Γαζὲρ καὶ τὴν Βαιθωρὼν τὴν ἀνωτέρω καὶ τὴν Ἰεθαρμὰθ καὶ πάσας τὰς πόλεις τῶν ἁρμάτων καὶ πάσας τὰς πόλεις τῶν ἱππέων καὶ τὴν πραγματείαν Σαλωμών, ἣν ἐπραγματεύσατο οἰκοδομῆσαι ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ γῇ, τοῦ μὴ κατάρξαι αὐτοῦ.
Γ Βασ. 10,22αΑυτή δε ήτο η μεριμνά και η προσεκτική συγκέντρωσις και επιλογή ανθρώπων και πραγμάτων, την οποίαν έκαμεν ο βασιλεύς Σολομών, δια την ανοικοδόμησιν του ναού του Κυρίου, του ιδικού του ανακτόρου, του τείχους της Ιερουσαλήμ, του φρουρίου, δια την ειδικήν περίφραξιν του τμήματος εκείνου της Ιερουσαλήμ, που ελέγετο “πόλις Δαυίδ”, δια το κτίσιμον και την οχύρωσιν της Ασσούρ, της Μαγδάλ, της Γαζέρ, της άνω Βαιθωρών, της Ιεθερμάθ και όλων των πόλεων, όπως επίσης των πολεμικών αρμάτων και των πόλεων, που έμεναν οι ιππείς. Αυτό ήτο το έργον, το οποίον επραγματοποίησεν ο Σολομών δια την ανοικοδόμησιν και οχύρωσιν της Ιερουσαλήμ και των άλλων πόλεων της υπαίθρου, ώστε να μη επέλθη και τας κυριεύση οιοσδήποτε εχθρός.