πάντες μοιχεύοντες, ὡς κλίβανος καιόμενος εἰς πέψιν κατακαύματος ἀπὸ τῆς φλογός, ἀπὸ φυράσεως στέατος ἕως τοῦ ζυμωθῆναι αὐτό.
Ωσ. 7,4Ολοι είναι μοιχοί, καιόμενοι από το αμαρτωλόν σαρκικόν πάθος, ωσάν κλίβανος, ο οποίος καταβροχθίζει μέσα εις τας φλόγας του τα ριπτόμενα ξύλα και περιμένει ολόθερμος το ζυμωθέν άλευρον, έως ότου ολοκληρωθή η ζύμωσίς του.