ἄνθρωπος ἄνθρωπος, ὃς ἂν κακῶς εἴπῃ τὸν πατέρα αὐτοῦ ἢ τὴν μητέρα αὐτοῦ, θανάτῳ θανατούσθω· πατέρα αὐτοῦ ἢ μητέρα αὐτοῦ κακῶς εἶπεν; ἔνοχος ἔσται.
Λευ. 20,9Ανθρωπος, ο οποίος θα κακολογήση τον πατέρα του η την μητέρα του, να τυμωρηθή με θάνατον. Εκακολόγησεν ένας υιός τον πατέρα του η την μητέρα του; Είναι ένοχος θανάτου.