Χωρίς κατηγορία

Κρ. 16,14


Κρ. 16,14

καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κοιμᾶσθαι αὐτὸν καὶ ἔλαβε Δαλιδὰ τὰς ἑπτὰ σειρὰς τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ καὶ ὕφανεν ἐν τῷ διάσματι καὶ ἔπηξε τῷ πασσάλῳ εἰς τὸν τοῖχον καὶ εἶπεν· ἀλλόφυλοι ἐπὶ σέ, Σαμψών· καὶ ἐξυπνίσθη ἀπὸ τοῦ ὕπνου αὐτοῦ καὶ ἐξῇρε τὸν πάσσαλον τοῦ ὑφάσματος ἐκ τοῦ τοίχου.

Κρ. 16,14

Οταν κατόπιν ο Σαμψών απεκοιμήθη επήρεν η Δαλιδά τας επτά πλεξίδας της κεφαλής του, τας ύφανε με το στημόνι του αργαλειού της, τας εκάρφωσεν στον τοίχον με πάσσαλον και εφώναξε· “αλλόφυλοι επί σε Σαμψών”. Ο Σαμψών εξύπνησεν από τον ύπνον του και εξεκάρφωσε τον πάσσαλον, επί του οποίου ετυλίγετο το ύφασμα από τον τοίχον όπου ήτο στερεωμένος.