καὶ διεσκέδασε Ῥοβοὰμ τὴν βουλὴν αὐτῶν, καὶ οὐκ ἤρεσεν ἐνώπιον αὐτοῦ· καὶ ἀπέστειλε καὶ εἰσήγαγε τοὺς συντρόφους αὐτοῦ καὶ ἐλάλησεν αὐτοῖς· ταῦτα καὶ ταῦτα ἀπέσταλκεν ὁ λαὸς πρός με λέγων. καὶ εἶπαν οἱ σύντροφοι αὐτοῦ· οὕτως λαλήσεις πρὸς τὸν λαὸν λέγων· ἡ μικρότης μου παχυτέρα ὑπὲρ τὴν ὀσφὺν τοῦ πατρός μου· ὁ πατήρ μου ἐμαστίγου ὑμᾶς μάστιξιν, ἐγὼ δὲ κατάρξω ὑμᾶς ἐν σκορπίοις.
Γ Βασ. 12,24ρΟ Ροβοάμ όμως απέρριψε την συμβουλήν των πρεσβυτέρων, διότι δεν του εφάνη αρεστή, και έστειλεν ανθρώπους, οι οποίοι έφεραν ενώπιόν του τους νεαρούς, που είχαν ανατραφή μαζή του, και τους είπε· “Αυτά και αυτά μου είπεν ο λαός των δέκα φυλών δια των απεσταλμένων του”. Οι νεαροί σύντροφοί του του είπαν· “Ετσι θα απαντήσης προς τους απεσταλμένους του λαού· Το μικρό μου δάκτυλο είναι παχύτερο από την μέσην του πατρός μου. Ο πατέρας μου σας εμαστίγωνε με απλά μαστίγια, εγώ όμως θα κατεξουσιάσω επάνω σας μαστιγώνων με μαστίγια, που θα έχουν αγκάθια”.