καὶ Ἱερουσαλὴμ ἦν ἀοίκητος ὡς ἔρημος· οὐκ ἦν ὁ εἰσπορευόμενος καὶ ἐκπορευόμενος ἐκ τῶν γενημάτων αὐτῆς, καὶ τὸ ἁγίασμα καταπατούμενον, καὶ υἱοὶ ἀλλογενῶν ἐν τῇ ἄκρᾳ, κατάλυμα τοῖς ἔθνεσι· καὶ ἐξῄρθη τέρψις ἐξ Ἰακώβ, καὶ ἐξέλιπεν αὐλὸς καὶ κινύρα.
Α Μακ. 3,45Η Ιερουσαλήμ έμενε τότε χωρίς κατοίκους, ως εάν ήτο έρημος. Κανένα από τα τέκνα της ούτε εισήρχετο εις την πόλιν ούτε εξήρχετο από αυτήν. Ο ιερός ναός κατεπατείτο από τους αλλοεθνείς, τέκνα δε αλλοεθνών είχαν καταλάβει την ακρόπολιν, η οποία είχε γίνει κατοικία αυτών. Επέταξεν από την πόλιν η χαρά του Ιακώβ και έπαυσε πλέον να ακούεται ο χαρμόσυνος ήχος αυλού και κιθάρας.