
Τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ
Γιὰ πολλὲς δεκαετίες ἀπὸ τὴν ἐκκόλαψη τοῦ μεταπρατικοῦ ἑλλαδικοῦ μας κράτους, σχεδὸν δύο αἰῶνες, ζήσαμε μὲ τὴν καύχηση γιὰ τοὺς ἀρχαίους προγόνους μας. Δὲν πολυκαταλαβαίναμε γιατί ἦταν σπουδαῖοι, μᾶς ἀρκοῦσε ὅτι τοὺς θαύμαζαν τὰ ἰσχυρὰ ἔθνη-κράτη τῆς Εὐρώπης, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἦταν καὶ αὐτὰ βυθισμένα στὸν πρωτογονισμὸ καὶ ἐπιρρεπῆ στὴν ξιπασιὰ τῶν ὑπανάπτυκτων.
Κάποτε ἐπιτέλους καταλάβαμε οἱ Ἑλλαδίτες ὅτι τὸ νὰ εἴμαστε μεταπράτες τοῦ θαυμασμοῦ ἄλλων γιὰ τὸ δικό μας παρελθόν, καταντοῦσε γελοῖο. «Κι ἀλλάξαμε ζωή»: Δηλώσαμε, μὲ τὴν κωμικὴ σιγουριὰ τοῦ ἐπαρχιώτη, ὅτι «ἀνήκομεν εἰς τὴν Δύσιν», ἡ θέση μας εἶναι (αὐτονόητα) στὸν «σκληρὸ πυρήνα» τῆς τάχατες ἑνωμένης Εὐρώπης.
Ἡ ἀπολάκτιση τῆς μακρόχρονης ξιπασμένης ἀρχαιοπληξίας μας εἶχε (καὶ ἔχει) τὴν ἀπερισκεψία καὶ τὴ βαναυσότητα κάθε ἱεροσυλίας: Διαρρήξαμε τὴν κάποιων χιλιάδων χρόνων ζωντανὴ συνέχεια τῆς γλώσσας μας ἐπιβάλλοντας τὴ μονοτονικὴ γραφή της. Ὁπότε, αὐτομάτως, ἡ ἀρχαιοκλασική, ἡ ἑλληνιστικὴ κοινὴ καὶ τῶν μετέπειτα αἰώνων ἡ πανελλήνια λαλιὰ ἔγινε γιὰ τὰ παιδιὰ μας «ξένη γλώσσα», ὅσες ὧρες κι ἂν τὴ διδάσκονται στὰ σχολεῖα.
Οἱ συγκυρίες συνέργησαν νὰ μεταβληθεῖ τὸ συμπλεγματικὸ «ἀνήκομεν εἰς τὴν Δύσιν» σὲ τυπικὸ σύμπτωμα μετὰ-ἀποικιακῆς νοοτροπίας ἀπελεύθερων τριτοκοσμικῶν. Δηλαδή, ἡ «Δύση» θεωρήθηκε, αὐτονόητα καὶ δογματικά, τὸ ἐναλλακτικὸ ἀντίθετο τῆς Ἀνατολῆς καὶ «Ἀνατολή», ἀξιωματικά, ἡ ποικιλόμορφη πολιτισμικὴ καθυστέρηση καὶ ὑπανάπτυξη: ἡ φτώχεια καὶ ἐξαθλίωση, ἡ φανατισμένη θρησκευτικὴ ἀπανθρωπία, ὁ ἀναχρονιστικὸς μισογυνισμός, ἡ ψυχοπαθολογικὴ ἐμμονὴ στὸν συντηρητισμό.
Κάποιοι ἐλάχιστοι στὸ ἑλληνώνυμο μεταπρατικὸ κρατίδιο ἐπέμειναν μάταια νὰ θυμίζουν ὅτι, γιὰ δέκα ὁλόκληρους αἰῶνες (χίλια χρόνια κρίσιμα γιὰ τὴ διαμόρφωση τῆς σημερινῆς Εὐρώπης), τὸ ἐναλλακτικὸ ἀντίθετο στὴ «βαρβαρικὴ» τότε Δύση (the barbarian West) ἦταν ὁ μέγας κόσμος τῆς Ρωμαιοσύνης, τῆς ἑλληνορωμαϊκῆς «οἰκουμένης». Ποὺ ὅταν τελικὰ ἀλώθηκε ἀπὸ τὰ στίφη τῶν Ὀθωμανῶν καὶ βγῆκε στὸ περιθώριο τῆς Ἱστορίας, ὁ μαχητικὸς ἀνθελληνισμὸς τῆς μεταρωμαϊκῆς Δύσης ὁμολογημένα ἐπέχαιρε «ποὺ ἕνα πιθανὸ ἐμπόδιο γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Εὐρώπης εἶχε ἐξαλειφθεῖ» (Jacques Le Goff). Προφανῶς ἐπρόκειτο γιὰ τὴν «ἑνότητα» γιὰ τὴν ὁποία μεθοδικὰ πασχίζει σήμερα καὶ ὁ κ. Σόιμπλε.
Οἱ συγκυρίες συνέργησαν ὥστε ὁ μεθοδικὸς ἀφελληνισμὸς τοῦ καταγωγικὰ ἐπιτροπευόμενου ἀπὸ τὶς «μεγάλες εὐρωπαϊκὲς δυνάμεις» ἑλληνώνυμου κρατιδίου στὸν βαλκανικὸ νότο, νὰ συντελεστεῖ μὲ τὸν τρόπο ποὺ περιγράφει στὰ «Τείχη» ὁ Καβάφης: «Χωρὶς περίσκεψιν, χωρὶς λύπην, χωρὶς αἰδῶ… ἀνεπαισθήτως». Ἀκόμα καὶ σήμερα, ζώντας τὴ δέκατη χρονιὰ μιᾶς παντοδαπῆς στὸ κράτος καὶ στὴν κοινωνία καταστροφῆς (χρεοκοπίας, διάλυσης, ἀποδιοργάνωσης, ἀνελπιστίας, στερήσεων, ἀδικίας, ἀνομίας, γενοκτονικῶν αὐθαιρεσιῶν τῆς ἐξουσίας) τὰ πάντα συντελοῦνται «ἀντιστάσεως μὴ οὔσης»: χωρὶς τὴν παραμικρὴ ἀντίδραση ὁποιασδήποτε ὁμάδας τοῦ ἑλλαδικοῦ πληθυσμοῦ – (οἱ διαδηλώσεις, «πορεῖες», φωνασκίες διαμαρτυρίας συνιστοῦν ψυχολογικὴ ἐκτόνωση, ὄχι ἐνεργὸ ἀντίσταση).
Αὐτὴ ἡ νεκροφόρα παθητικότητα δὲν εἶναι ἀνεξήγητη, ἔχει πολὺ συγκεκριμένες αἰτίες, τὶς ψηλαφοῦμε ὅλοι: Μέτρο ἐθνικῆς ἰσχύος ἀλλὰ καὶ πολιτισμοῦ λογαριάζουμε οἱ Ἑλλαδίτες τὴν καταναλωτικὴ εὐχέρεια καὶ τὴν ὠφελιμιστικὴ ὀργανωτικότητα τοῦ «εὐρωπαϊκοῦ» μας εἰδώλου, τίποτε ἄλλο. Ἡ ἐπὶ δεκαετίες ὑποταγὴ τῆς πολιτικῆς στὴν ἀπόλυτη προτεραιότητα τοῦ πελατειακοῦ κράτους παγίωσε στὴν κοινωνία μας τὴν ἀδιαφορία γιὰ τὴ δημιουργικότητα. Ἰδανικό τοῦ βίου εἶναι νὰ κάθεσαι καὶ νὰ σὲ σιτίζει τὸ δημόσιο ταμεῖο, ὄχι νὰ φιλοδοξεῖς ποιότητα, καινοτομία, πρωτοβουλία.
Ἄμεση συνέπεια τῆς νοο-τροπίας τοῦ βολέματος εἶναι ἡ ὁλικὴ στὴν Ἑλλάδα ἔκλειψη τῆς κριτικῆς ἀξιολόγησης, τῆς ἀξιοκρατίας, τῆς ποιοτικῆς ἀποτίμησης, τῶν ἱεραρχικῶν διαβαθμίσεων. Μὲ δαιμονικὴ εὐφυΐα τὸ ἔγκλημα συντελέστηκε στὴν ἴδια τὴ μήτρα τῆς κοινωνικῆς δυναμικῆς: στὸ σχολειό. Ἡ βαθμολόγηση τῶν μαθητῶν συκοφαντήθηκε σὰν ψυχαναγκαστικὴ ἀπειλὴ ἢ ποινή, ἡ ἀριστεῖα σὰν ρετσινιά, ἡ λειτουργία τῆς κρίσης προσόντων καὶ ἐργατικότητας σὰν ἐργαλεῖο γιὰ ἐκδίκηση ταξικῶν ἀντιπάλων.
«Ἀπέσβετο» στὴν Ἑλλάδα ἀκόμα καὶ ἡ βιβλιοκρισία. Δημοσιεύονται μόνο διθυραμβικοὶ ἐγκωμιασμοὶ καὶ προσυμφωνημένοι ἔπαινοι. Στὸν Τύπο ἡ ἀρνητικὴ ἀποτίμηση βιβλίου εἶναι ἀδιανόητη: φοβοῦνται μήπως καὶ πάψει ὁ ἐκδότης τοῦ βιβλίου νὰ δίνει διαφημίσεις στὸ αὐτόγνωμο ἔντυπο. Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο, κατάντησαν ἐμπορικὴ συναλλαγὴ καὶ οἱ λίστες τῶν «εὐπώλητων» βιβλίων: εἶναι πιὰ (κοινὸ μυστικὸ) χαλκευμένες.
Ἐπιστημονικὰ μελετήματα πρέπει νὰ μεταφραστοῦν καὶ νὰ σταλοῦν σὲ ἔγκυρα περιοδικὰ τοῦ ἐξωτερικοῦ, προκειμένου νὰ ὑπάρξει ἀμερόληπτη κρίση τῆς ποιότητας καὶ ἀξίας τους. Κι ὅταν ἡ ἐπιστημονικὴ κριτικὴ εἶναι «εἶδος ὑπὸ ἐξαφάνισιν», καταντάει ἀπολύτως φυσιολογικὸ καὶ ὁ ἐξεταστικὸς ἔλεγχος τῆς μάθησης στὰ πανεπιστήμια νὰ ἔχει ἐξευτελιστεῖ σὲ παρωδία: Ἡ ἐμπειρία τῶν διδασκόντων ὑπολογίζει πολὺ ὑψηλὸ τὸ ποσοστὸ τῆς «ἀντιγραφῆς» στὶς γραπτὲς ἐξετάσεις, καὶ ἡ χαριστικὴ βαθμολόγηση τῶν στρατωνισμένων σὲ κόμματα φοιτητῶν ἔχει γεμίσει μὲ περιπτώσεις ντροπῆς τὸν πολιτικὸ στίβο.
Ἡ θεσμοποιημένη στὸν δημόσιο βίο κατάλυση τῆς κριτικῆς ἀξιολόγησης καὶ τῶν διαβαθμίσεων τῆς ποιότητας ἔχει μεταβάλει καὶ τὸ ραδιοτηλεοπτικὸ πεδίο σὲ «χωματερή», ὅπου καθημερινὰ σωρεύεται ἀποτροπιαστικὸ σκουπιδαριὸ ἀγραμματοσύνης, μικρονοϊκῆς εὐτέλειας, κρετινικῆς (ἀλλὰ καὶ ξέφρενου πείσματος) κομματικῆς προπαγάνδας. Συμπαρασύρει ἡ ἀκρισία, ἀναπόφευκτα, καὶ τὴ λειτουργία τῶν θεσμῶν ἀπονομῆς δικαιοσύνης. Τὰ κορυφαῖα κοινωνικὰ κακουργήματα τοῦ πολιτικοῦ προσωπικοῦ τῆς χώρας μένουν, κατὰ κανόνα, ἀδίκαστα καὶ ἀτιμώρητα – τὸ γεγονὸς αὐτὸ σχετικοποιεῖ (ὅταν δὲν μπλοκάρει) συνολικὰ τὴν εὐθυδικία. Ὁ ἀδύναμος πολίτης δὲν θὰ βρεῖ ποτὲ τὸ δίκιο του στὴ σημερινὴ Ἑλλάδα, καὶ συμπεραίνει πανικόβλητος ὅτι ἡ «Δικαιοσύνη» ἁπλῶς συντηρεῖ τὸν βιοπορισμὸ τῆς δικηγορίας καὶ τὴν ἐξωφρενικὴ αὐθαιρεσία τῶν δικαστῶν νὰ καθορίζουν ἀπὸ μόνοι τους τὶς ἀποδοχές τους.
Ὀκτὼ χρόνια τώρα, στὴν Ἑλλάδα δὲν ἀσκεῖται πολιτική, γίνονται «συνομιλίες» μὲ τοὺς «δανειστές». Οἱ «δανειστὲς» ἀπαιτοῦν «μεταρρυθμίσεις», ποὺ ἀντιπροσωπεύουν στανικὴ προσαρμογὴ στὸν ἐφιάλτη ποὺ εἶχε προφητέψει ἡ Ναόμι Κλάιν. Οἱ Ἑλλαδίτες «πολιτικοὶ» ἀντιτάσσουν ἀπεγνωσμένη προσπάθεια νὰ περισώσουν ἄθικτο τὸ πελατειακό τους κράτος, δηλαδὴ τὴν αἰτία ὅλων τῶν συμφορῶν μας. Πολιτικὴ δὲν ἀσκοῦν, ὅποιοι κι ἂν κυβερνήσουν. Τὰ MME πουλᾶνε ψευδαισθήσεις συντήρησης ἑνὸς ἀνήκεστα ἀνάπηρου κρατικοῦ μηχανισμοῦ μὲ πρασινογάλαζες φιοριτοῦρες «εὐρωπαϊκότητας».
Πηγή: Ἐφημερίδα Καθημερινή 19/3/2017