Τοῦ Βασίλη Καραποστόλη
Ἕνα ἐρώτημα πού ἡμέρα μέ τήν ἡμέρα γίνεται καί πιό ἐνοχλητικό. Τί θέλουμε ἀκριβῶς; Θέλουμε νά ἔλθει τό καλύτερο, ἤ προτιμᾶμε νά τό φέρουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι; Στήν πρώτη περίπτωση διαλέγουμε νά ἀρκεστοῦμε στήν προσμονή καί στίς εὐχές μας. Στή δεύτερη, ἐπιχειροῦμε νά ἀποσπάσουμε ἀπό τό ἄγνωστο κάτι καλύτερο ἀπ\’ αὐτό πού μᾶς δόθηκε μέχρι στιγμῆς. Μποροῦμε ἑπομένως νά πράξουμε, νά μή μένουμε μέ σταυρωμένα τά χέρια. Ἀλλά ἐδῶ ἀκριβῶς, στήν πράξη, ἐμφανίζεται σήμερα τό ὀξύτερο πρόβλημα.
Δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος γιά νά ἐλεγχθεῖ κάπως τό ἀβέβαιο τῶν πραγμάτων ἀπό τό νά δίνουν οἱ ἄνθρωποι ὑποσχέσεις καί νά τίς τηροῦν. Ἀπέναντι σ\’ ἕνα μέλλον πού δέν προσφέρει τήν παραμικρή ἐγγύηση, δέν μένει παρά νά θεσπιστεῖ ἡ ἀμοιβαιότητα: συμφωνοῦμε νά πράξουμε αὐτά πού δηλώνουμε ὅτι πρέπει νά πράξουμε. Πόσοι μποροῦν νά τό ἐπωμιστοῦν αὐτό; Ἄς τό ὁμολογήσουμε: ὅλο καί λιγότεροι, καί μέ ὅλο καί περισσότερη δυσκολία. Τό νά δώσει κανείς ὑπόσχεση γιά κάτι φαντάζει ἤδη βαρύ. Δημιουργεῖ στήν ἄλλη μεριά μία προσδοκία ἤ καί μία ἀπαίτηση, πράγμα ὑπερβολικό. Γιατί ὅταν ὁ κόσμος ἀλλάζει τόσο γρήγορα καί ὅταν ὅλοι προεξοφλώντας πώς τίποτα δέν κρατιέται στή θέση του, μετατοπίζονται, ἑλίσσονται καί γλιστροῦν ἀπό ἄποψη σέ ἄποψη, πῶς θά ἦταν δυνατόν σέ κάποιον νά ἐμμείνει στή θέση του;
Ἔτσι ἡ ὑπόσχεση ἔφθασε νά μοιάζει μέ ἕνα εἶδος πείσματος, μᾶλλον γραφικοῦ, μιὰ κάποια ἀκαμψία παλαιοῦ τύπου. Θυμίζει αὐτό τό συνοπτικό καί παράξενο, πού ἔβγαινε ἀπό τά χείλη ἀνθρώπων μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς. «Σοῦ δίνω τόν λόγο μου». Μιὰ φράση πού δέν χρειαζόταν τήν παραμικρή συμπλήρωση. Ὑποτίθεται ὅτι καί τά δύο μέρη ἀντιλαμβάνονταν τή σημασία πού εἶχε τό νά τηρηθεῖ ἤ νά μήν τηρηθεῖ αὐτό πού δηλώθηκε. Ἐκεῖνο πού κρινόταν ἦταν ἡ ἴδια ἡ ἀκεραιότητα τοῦ ὑποσχόμενου. Ἄν ἔπραττε ὅσα ἔλεγε, θά ἐπιβεβαιωνόταν ἡ ἐσωτερική συνοχή του, ἄν ὄχι θά ἀποκαλυπτόταν πώς εἶναι διχασμένος: μισός εἰλικρινής καί μισός ψεύτης, μισός καλοπροαίρετος καί μισός κακόβουλος, μισός τολμηρός (στίς προθέσεις του) καί μισός ἄτολμος (στά τελικά του ἔργα).
Ζοῦμε λοιπόν ἐδῶ καί καιρό μ\’ ἕνα μισοβέζικο τρόπο. Ἀλλά τότε δέν μπορεῖ νά ἐλπίζουμε σέ καλύτερες μέρες, γιατί ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τίς ἑτοιμάζουμε γιά νά εἶναι ἐλλιπεῖς, χωλές, νά παίρνουν πίσω αὐτό πού γιά μία στιγμή πιστεύουμε ὅτι θά μᾶς χαρίσουν. Δίνοντας λίγα, θά λάβουμε λίγα. Γιατί μαζί μέ τήν ἀθέτηση τῶν συμφωνιῶν, μαζί μέ τήν εὐκολία νά παρασπονδοῦμε καί νά ξεγελᾶμε τούς ἄλλους, ὑποσκάπτουμε καί τή δυνατότητα τοῦ μυαλοῦ μας νά δουλέψει διαφορετικά καί νά βρεῖ λύσεις ριζικές στά προβλήματα. Ἡ ἠθική ἐλαστικότητα φέρνει καί τή διανοητική χαλάρωση.
Δέν τό ὑποψιάζονται αὐτό οἱ διάφοροι ἐπιτήδειοι τῶν «ἔξυπνων» χειρισμῶν. Ἀλλά οἱ ἐξελίξεις τούς διαψεύδουν. Νομίζουν πώς εἶναι ρεαλιστική εὐφυΐα νά μήν προσκολλῶνται σέ καμία ἀρχή ἤ πεποίθηση, πλήν ὅμως τό τίμημα τῆς εὐκινησίας τους εἶναι νά μήν μποροῦν κἄν νά βάζουν τά πράγματα στή σειρά. Δέν ξέρουν τί πάει νά πεῖ αἰτία καί ἀποτέλεσμα, δέν ξέρουν πῶς νά ἐλέγξουν τίς ἀντιφάσεις τους. Εἶναι πράγματι ἐντυπωσιακό τό πόσο εὔκολα παραδίδεται κάποιος σέ λογικές ἀνακολουθίες καί πόση ἐπιείκεια δείχνει ἡ κοινωνία σέ ὅσους αὐτοαναιροῦνται, πανηγυρικά ἤ ὄχι.
Ἀτιμώρητη ἡ περιφρόνηση τοῦ συλλογισμοῦ καί τοῦ ἐπιχειρήματος στήν πολιτική ζωή, τό ἴδιο καί στίς καθημερινές συναλλαγές. Τό δικαίωμα νά εἶναι κανείς παράλογος ἔγινε πιά σεβαστό. Τό ἔντυσαν μέ σοφιστεῖες, τό στόλισαν μέ θεατρινίστικο ὕφος, τό βάφτισαν τάχα «ἀντιδογματικό» καί τό σερβίρισαν παντοῦ σάν ἕνα ἀξίωμα πού ἐπιτρέπει στόν καθένα νά λέει καί νά ξελέει χωρίς κἄν νά μπαίνει στόν κόπο ν\’ ἀναζητεῖ προσχήματα.
Θά συνεχιστεῖ αὐτή ἡ ἀνοχή; Δέν μπορεῖ κανείς νά ξέρει. Ἡ πίεση ἀπό τή σημερινή κατάσταση, ἀπό τή μιὰ εὐνοεῖ τίς διαλυτικές τάσεις, τήν ἀπόδραση τοῦ μυαλοῦ στήν παραίσθηση ἤ τήν ἀσυναρτησία, ἀπό τήν ἄλλη ὅμως δημιουργεῖ τίς προϋποθέσεις γιά νά ὀργανωθεῖ μιὰ ἀντίρροπη δύναμη. Ἡ σκλήρυνση τῆς πραγματικότητας ἴσως ἀναγκάσει τή σκέψη νά γίνει κι αὐτή συμπαγής. Νά περιμαζέψει τά δεδομένα, νά τά ἐκτιμήσει, νά θέσει προτεραιότητες, νά ἐργασθεῖ ὅπως ὁ τεχνίτης πού συγκολλάει τά σπασμένα κομμάτια τοῦ γυαλιοῦ ἤ τοῦ ξύλου, ἐπειδή μές στόν νοῦ του διατηρεῖ τή συνολική εἰκόνα ἑνός «ἄρτιου» πράγματος.
Ποιά εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς χώρας ποὺ ἔχουμε κατά νοῦ; Καί ἐπιτέλους τί εἴδους ζωή θέλουμε νά ἔχουμε; Ἡ Ἑλλάδα δέν μπορεῖ ἀπό τή μιὰ μέρα στήν ἄλλη νά γνωρίσει τήν αὐτοπειθάρχηση. Τουλάχιστον ὅμως νά γίνει ἡ ἀρχή, οἱ «μεθοδικά ἐπιπόλαιοι» νά κηρυχθοῦν δημόσιος κίνδυνος. Εἶναι τέτοιες οἱ μέρες πού οἱ εὐχές ἔρχονται σάν ἀπό μόνες τους στά χείλη. Ἄς ποῦμε μιά: «Νά κάνει ὁ καθένας τό καλύτερο πού μπορεῖ καί νά σπρώξει αὐτό πού μπορεῖ ὥς τήν ἄκρη».
Ὁ κ. Βασίλης Καραποστόλης εἶναι καθηγητής Πολιτισμοῦ καί Ἐπικοινωνίας τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Πηγή: Ἐφημερίς «Βῆμα» 7/2/2016