Τό 1893 τά πράγματα στήν Ἑλλάδα ἤτανε σκοῦρα. Μετά ἀπό δεκαετίες συσσώρευσης ὑπέρογκων δανείων καί σπατάλης, τό κράτος βρισκόταν στά ὅρια τῆς κατάρρευσης. Λεφτά στό ταμεῖο δέν ὑπῆρχαν. Ἡ μόνη ἐλπίδα ἦταν ἕνα νέο, ἰλιγγιῶδες δάνειο ἀπό τούς Ἄγγλους (μέ τοκογλυφικούς ὅρους) τό ὁποῖο ὁ βασιλιάς ἀρνήθηκε νά ὑπογράψει. Ἔτσι, τό Δεκέμβριο ὁ πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης ἐμφανίστηκε στή Βουλή (ὄχι στό Καστελόριζο), καί ἀνακοίνωσε στό ἔθνος ὅτι, δυστυχῶς, ἐπτωχεύσαμεν.
Ἡ χώρα μπῆκε σέ μία οἰκονομική ἐπιτήρηση ἀπό τούς πιστωτές της, ἡ ὁποία πάντως ἦταν χαλαροῦ χαρακτήρα, καθώς αὐτοί δέν μποροῦσαν νά ἐπιβάλλουν πολιτικές προτάσεις στό ἐσωτερικό τῆς χώρας. Δέν ἦταν κανονικό “μνημόνιο”. Ἀντ’ αὐτοῦ, ὁ Τρικούπης πρότεινε μία σειρά ἀπό διαρθρωτικές ἀλλαγές καί μεταρρυθμίσεις στό κράτος γιά τήν περιστολή τῶν δαπανῶν, οἱ ὁποῖες ἦταν ὑψηλές (εἰδικά στό θέμα τῆς συντήρησης ἑνός μεγάλου ἀλλά ἀναποτελεσματικοῦ στρατοῦ, πού ἦταν ὁ ὁρισμός αὐτοῦ πού ἀποκαλοῦμε σήμερα “δημόσιο”).
Βεβαίως, ὁ λαός -καί κυρίως συγκεκριμένες ὁμάδες αὐτοῦ, ὅπως γιά παράδειγμα ὁ στρατός- εἶχε ἄλλη ἄποψη. Οἱ μεταρρυθμίσεις καί ἡ περιστολή τῶν δαπανῶν δέν εἶναι ἑλκυστική πλατφόρμα, εἶναι ἀσαφής, ἀκατανόητη, δυσάρεστη καί ξεβολεύει. Ἀξιωματικοί τοῦ στρατοῦ ἔστησαν μία ὀργάνωση πού ὀνομαζόταν Ἐθνική Ἑταιρεία, καί ἄρχισαν νά ὑποδαυλίζουν τό ἐθνικιστικό-ἀλυτρωτικό πνεῦμα τοῦ πλήθους, μορφοποιώντας μία ἐντελῶς διαφορετική ἀντίδραση στήν κρίση. Ἡ ἰδέα τους ἦταν ἡ ἑξῆς: Ἀντί γιά μεταρρυθμίσεις καί μείωση τῶν δαπανῶν (καί ἄρα τῶν μισθῶν τους), ἡ Ἑλλάς ἔπρεπε νά κάνει κάτι ἄλλο, νά ἐπιστρατεύσει μία μαγική, εὔκολη καί σχεδόν ἀνώδυνη λύση, ἡ ὁποία θά ἐπέστρεφε τή χώρα στήν εὐημερία. Ὄχι, δέν θά ἔσκιζαν τά μνημόνια οὔτε θά ἐκβίαζαν τούς δανειστές. Ἦταν πιό ἄγριες ἐποχές. Ὁ λαός ζητοῦσε αἷμα: Ἕναν ἐπεκτατικό πόλεμο κατά τῆς Τουρκίας, μέ ἀφορμή τό θέμα τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Κρήτης. Ἔτσι θά λύνονταν ὅλα.
Ἡ ἰδέα ἦταν τόσο παλαβή, σά νά λές ὅτι μᾶς ψεκάζουν τά ἀεροπλάνα, πού ἔπιασε στά μυαλά καί τίς ψυχές τοῦ λαοῦ, τοῦ ἀγανακτισμένου ἀπό τήν οἰκονομική κρίση. Οἱ διαδηλώσεις ἦταν συχνές, ὁ κόσμος ξεχυνόταν στούς δρόμους καί ἀπαιτοῦσε πόλεμο. Κι ἡ ἀντιπολίτευση τοῦ ἐπιρρεποῦς στό λαϊκισμό Θόδωρου Δηλιγιάννη εἰσέπραξε τήν ἀγανάκτηση τοῦ λαοῦ καί τήν υἱοθέτησε ὅλη. Στίς ἐκλογές τοῦ 1895 ὁ Τρικούπης κατατροπώθηκε -δέν κατόρθωσε οὔτε κἄν νά ἐκλεγεῖ ὁ ἴδιος βουλευτής- καί ὁ ἀλυτρωτικός λαϊκισμός θριάμβευσε.
Δύο χρόνια ἀργότερα, μετά ἀπό ἀσφυκτικές πιέσεις τῆς ἀκόμα πιό λαϊκιστικῆς ἀντιπολίτευσης καί συνεχεῖς ἐκδηλώσεις ἀγανάκτησης στούς δρόμους, ἡ Ἑλλάδα ἐπιτέθηκε στήν Τουρκία. Ὁ πόλεμος ἦταν σύντομος καί σχετικά ἀναίμακτος. Κράτησε τριάντα ἡμέρες, καί σταμάτησε μόνο ὅταν ἐπενέβησαν οἱ ξένοι καί σταμάτησαν τόν τουρικό στρατό πού προέλαυνε στό κατόπι τῶν ὑποχωρούντων Ἑλλήνων στό ὕψος τῆς Λαμίας. Ἡ τραγελαφική ἧττα φόρτωσε τήν Ἑλλάδα μέ ἐπιπλέον χρέος (πολεμικές ἀποζημιώσεις στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία) καί μίαν ἀναπόφευκτη Διεθνῆ Οἰκονομική Ἐπιτροπή, πού ἔστησαν ἡ Ἀγγλία, ἡ Γαλλία καί ἡ Ρωσία (τρόικα!) ἡ ὁποία ἐπόπτευε τά οἰκονομικά μας, ἀξιολογοῦσε τίς κρατικές ὑπηρεσίες καί εἰσέπραττε κατευθείαν ἔσοδα κρατικῶν ἐπιχειρήσεων καί φόρους. Μᾶς κατσικώθηκε γιά ὀγδόντα χρόνια αὐτό τό πράγμα, εἶχε γραφεῖα κανονικά στήν Πατριάρχου Ἰωακείμ. Μόλις τό 1978 σταματήσαμε νά τήν πληρώνουμε.
Καί, φυσικά, μετά τήν πτώχευση, τό λαϊκισμό, τή σφαλιάρα καί τήν τρόικα, τά πράγματα πῆγαν ἀκόμα χειρότερα. Ἀκολούθησαν ὁ “ἐθνικός διχασμός”, ἡ γελοιότητα Ἑλλήνων νά πολεμοῦν καί μέ τά δύο ἀντίπαλα στρατόπεδα τοῦ 1ου Παγκοσμίου Πολέμου, ἡ Μικρασιατική καταστροφή καί, τελικά, τό 1932, τό ἀναπόφευκτο: Πτωχεύσαμε πάλι.
Γιατί δέ μάθαμε τίποτα ἀπό τήν πτώχευση καί τήν ἧττα τοῦ 1897; Τί ἐρώτηση εἶναι αὐτή. Μά δέν κάναμε τίποτε λάθος. Πρίν περάσει λίγος καιρός ἀπό τήν ἧττα, ἡ ἀφήγηση πού σχηματοποιήθηκε ἦταν σαφής: Φταῖγαν οἱ ξένοι. Δέν φταίγαμε ἐμεῖς πού, ἀντί νά κάτσουμε νά φτιάξουμε τό πτωχευμένο μας κράτος, πήγαμε νά πάρουμε τήν Πόλη. Φταῖγαν οἱ ξένοι. Ποὺ δέν ἦρθαν νά μᾶς σταματήσουν. Ἐπίτηδες μᾶς ἄφησαν νά χάσουμε, λέγαν οἱ πρόγονοί μας, ἐπειδή ἤθελαν νά μᾶς ἐπιβάλουν τήν τρόικα γιά νά πάρουν πίσω τά λεφτά τους ἀπό τήν πτώχευση τοῦ 1893 καί νά μᾶς ὑποδουλώσουνε.
Ἕνα βιβλίο τοῦ ἱστορικοῦ Γιάννη Γιαννουλόπουλου πού περιγράφει γλαφυρά τήν ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς ἀπό τά προεόρτια του 1897 μέχρι τή Μικρασιατική καταστροφή ἔχει τίτλο “Ἡ εὐγενής μας τύφλωσις” (ἐκδόσεις Βιβλιόραμα). Ὁ τίτλος ἀναφέρεται σέ δημοσίευμα τῆς ἐφημερίδας “Σάλπιγξ” τῆς Λεμεσσοῦ πού, στίς 14 Ἰουνίου τοῦ 1897, κατακεραύνωνε τήν “ἐκπορνευθεῖσα ὑπό τοῦ συμφέροντος Εὐρώπην” ἐπειδή δέν ἐπενέβη γιά νά σταματήσει τήν Ἑλλάδα, παρ’ ὅλο πού ἔβλεπε “ποῦ θά ἔφερεν τό Ἑλληνικόν Ἔθνος ἡ εὐγενής του τύφλωσις”.
Σήμερα μόνο χολερικοί μισάνθρωποι, ἀπό αὐτούς πού εὐδοκιμοῦν στό Twitter, εὔχονται νά “χάσει” στίς τρέχουσες καί κρίσιμες διαπραγματεύσεις ἡ κυβέρνησή μας, νά πολτοποιήσει ἡ Μέρκελ τό Βαρουφάκη, νά στραγγαλίσει τίς τράπεζές μας ἡ ΕΚΤ καί ἄλλες τέτοιες καταστροφές. Κανένας Ἕλληνας δέν ἤθελε νά χάσουμε καί τό 1897. Καί τότε, ὅμως, ὅπως καί τώρα, τόσο οἱ ψηφοφόροι ὅσο καί τό πολιτικό μας προσωπικό φαίνεται νά ἀντιδροῦν σέ μία δύσκολη καί περίπλοκη κατάσταση μέ τόν ἴδιο τρόπο: Ὑπακούοντας στό συναίσθημα καί πετώντας τήν μπάλα στήν ἐξέδρα. Σήμερα, ἄν ἐξαιρέσουμε τούς νεοναζί καί κάτι ἄλλους παλαβούς καί ψεκασμένους, δέν ὑπάρχουν ἀλυτρωτικά ὄνειρα καί ἐπιθετικές ὀνειρώξεις, ἔχουμε ἐξελιχθεῖ λίγο, τά ἀκοῦμε αὐτά καί μᾶς φαίνονται κάπως πρωτόγονα καί παλιακά. Ἀλλά φανταστεῖτε τούς ἀνθρώπους τοῦ 2110, πού θά διαβάζουν τά δικά μας τά καμώματα. Τί θά βλέπουν; Τί θά καταλαβαίνουν; Τί ἄλλο παρά τήν διαχρονική μας ἀφοσίωση στό λαϊκισμό, τήν ἀλλεργία στίς μεταρρυθμίσεις, τήν ἀνυπακοή στή λογική ἤ τό κοινό, πολύπλοκο συμφέρον, καί τήν παράλογη πίστη στά πάντα διαθέσιμα, ἁπλόχερα προσφερόμενα ἀπό ὑποψήφιους κυβερνῆτες εὔκολα, μαγικά ὄνειρα. Αὐτοί ἐδῶ θά διαπραγματευτοῦν καλύτερα ἀπό τούς προηγούμενους, κι ἄν πετύχουν ἐπιμήκυνση ἑνός χρέους πού οὕτως ἤ ἄλλως δέν πληρώνεται καί ἕνα μνημόνιο μέ ἄλλο ὄνομα, ὅλα καλά θά εἶναι, θά ἐπιτρέψουμε μαγικά στήν Ἑλλάδα τοῦ 2009, ἤ στήν Ἑλλάδα τοῦ 1931, ἤ στήν Ἑλλάδα τοῦ 1892, ὅλα καλά, μέ ἀξιοπρέπεια καί τήν μπάλα στήν ἐξέδρα, κι ἅμα δέ γίνει, θά φταῖνε οἱ ξένοι.
Ἀλλά δέν θά εἶναι ὅλα καλά. Γιατί καμία ἀπό ἐκεῖνες τίς Ἑλλάδες δέν εἶχε θεσμούς πού νά λειτουργοῦν, πολίτες πού νά τούς σέβονται, νόμους πού νά ἐφαρμόζονται. Αὐτά εἶναι πράγματα δύσκολα, χρειάζονται μεταρρυθμίσεις συγκεκριμένες μά ραγδαῖες, μέ κόστος. Κι εἶναι ἀπαραίτητες, ἄν πρέπει κάποτε νά σπάσει ὁ κύκλος καί νά σταματήσουμε νά καταρρέουμε κάθε λίγες δεκαετίες. Ἐδῶ κανένας δέν τίς ὑπόσχεται, κανείς δέν τίς συζητάει, κι ὅποιος τολμᾶ νά προσπαθήσει ἔχει τήν τύχη τοῦ Τρικούπη, γιατί τέτοιοι στόχοι δέν ἐπιτυγχάνονται γιά λογαριασμό ἑνός λαοῦ πού ἔχει συνηθίσει, αἰῶνες τώρα, νά πιστεύει καί νά ἐπιβραβεύει μόνο τά εὔκολα, τά φιλόδοξα, τά συναισθηματικά καί τά χαρούμενα, ἀναβάλλοντας τά δύσκολα μά ἀπαραίτητα στό διηνεκές καί, ἀναπόφευκτα, χρεωκοπώντας ἔτσι ἀλλεπάλληλα, ξανά καί ξανά, πάντα ἀθῶος, πάντα ἐνάρετος καί ἀγανακτισμένος, πάντα κατά φαντασία προδομένος ἀπό ἐχθρούς ξένους, μά καί πάντα προδομένος ἀπό τήν πραγματική, διαχρονική καί ὀλέθρια εὐγενῆ του τύφλωση.
Πηγή: Καθημερινή 6-2-2015