
Λόγια τοῦ π. Γεωργίου Καψάνη ἡγουμένου τῆς Ἱ. Μονῆς Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, πρὸς τοὺς μοναχούς του
Πόσο θλιβερὴ εἶναι ἡ σκέψη αὐτή! Πῶς νὰ μὴν συνθλίβει τὴν ψυχὴ καὶ πῶς νὰ μὴν δημιουργεῖ πόνο βαθὺ καὶ μελαγχολία δυσπερίγραπτη! Καὶ πόσες φορὲς δὲν τυχαίνει στὴ ζωὴ τῆς ἐν ἀφιερώσει μοναχικῆς πορείας νὰ μὴ συμβαίνει μία τέτοια κατάσταση ἐξαιτίας τοῦ παραγκωνισμοῦ εἴτε αὐτὸς εἶναι πραγματικὸς εἴτε βιώνεται χωρὶς νὰ ὑπάρχουν ἀντικειμενικά, ἀλλὰ μόνον ὑποκειμενικὰ αἴτια! Τὰ τελευταῖα εἶναι τὰ πιὸ συνηθισμένα, ἐνῶ τὰ πρῶτα μόνον σπανίως μπορεῖ νὰ εἶναι ὑπαρκτά. Ὅπως ὅμως καὶ νὰ συμβαίνει, ὁ πόνος τῆς ψυχῆς εἶναι ὑπαρκτός. Καὶ τὸν πόνο αὐτόν, ὅταν τὸν ζῶ ἐγώ, ὀφείλω νὰ τὸν ἀντιμετωπίσω καὶ νὰ τὸν ξεπεράσω, ἂν θέλω νὰ ἔχω εἰρήνη καὶ νὰ μὴν δίνω τόπο στὸν Ἐχθρό. Πῶς ὅμως; Ὤ μοῦ εἶναι ἀδύνατο αὐτό, ἐντελῶς ἀδύνατο γιατί ἐγὼ εἶμαι συνηθισμένος καὶ ἀδύναμος ἄνθρωπος, κάλαμος ὑπὸ τοῦ ἀνέμου τῶν παθῶν μου σαλευόμενος.
Γιατί ὅμως ἀδύνατο; Γιατί, ψυχή μου ξεχνῶ τὴ δυνατότητα ποὺ δίνεται στὴν ἀδυναμία μου; Ναί, βέβαια, δὲν ὑπολόγισα τὸν Κύριό μου. Πῶς μοῦ διέφυγε αὐτό; Δὲν μοῦ λέει ὁ θεῖος Ἀπόστολός Του «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ»; Γιατί δὲν καταφεύγω τὶς στιγμὲς ἐκεῖνες στὸν Κύριό μου; Γιατί δὲν «ἐκχέω» τὸν πόνο μου σ\’ Ἐκεῖνον;
Ὦ Ἰησοῦ μου! Ἐσὺ περιφρονήθηκες ὅσο κανένας κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ἀτελείωτων ὡρῶν τοῦ θείου σου πάθους. Ἀλλὰ μόνον τότε; Καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς σου δὲν παραγκωνίσθηκες, δὲν παραθεωρήθηκες, δὲν ὑποτιμήθηκες, δὲν κατασυκοφαντήθηκες; Ξέρεις συνεπῶς καὶ κατὰ τὸ ἀνθρώπινο, τί σημαίνει νὰ εἶμαι παραγκωνισμένος. Ἄφησε λοιπὸν τὸ θεῖο βλέμμα Σου νὰ πέσει ἥσυχο καὶ εἰρηνικὸ ἐπάνω μου. Δὲς τὴ φοβερὴ κατάσταση ποὺ περνῶ καὶ ποὺ ὁπωσδήποτε ἡ ἀγάπη Σου θέλησε νὰ μοῦ ἐπιφυλάξει. Καὶ φώτισέ με νὰ δῶ τὴν κατάσταση αὐτὴ μέσῳ τοῦ δικοῦ σου θείου βλέμματος καὶ ὄχι μὲ τὰ δικά μου μυωπικὰ μάτια.
Νὰ εἶμαι περιφρονημένος σημαίνει νὰ αἰσθάνομαι ὅτι μὲ ἀφήνουν σὲ μία γωνιὰ ἄχρηστο ἐντελῶς, μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι καμιὰ σκέψη δὲν γίνεται γιὰ μένα, ὅτι καμιὰ στοργὴ δὲν ἀκτινοβολεῖ μέχρι τὴν ἀσημαντότητά μου – ὅπως ἀκριβῶς ἀφήνουν μέσα σὲ κάποιο μοναχικὸ χῶρο, δωμάτιο, ἀποθήκη, σκοτεινὸ ὑπόγειο, ἕνα ἔπιπλο, τὸ ὁποῖο ἀφοῦ χρησιμοποιήθηκε ἐπὶ πολὺ διάστημα, τώρα πετάχθηκε ἄχρηστο ἐκεῖ, λησμονημένο, χωρὶς νὰ ὑπάρχει ἴσως σκέψη νὰ χρησιμοποιηθεῖ ποτέ… Νὰ \’ναι ἀλήθεια ἔτσι; Νὰ μοῦ φαίνεται ἔτσι χωρὶς νὰ εἶναι; Πάντως ἐγὼ ἔτσι νιώθω καὶ γι\’ αὐτὸ ὑποφέρω βαθειὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν σκέψη.
Νὰ εἶμαι παραμερισμένος σημαίνει νὰ αἰσθάνομαι πὼς γιὰ τίποτε δὲν κάνω πιά, οὔτε καὶ γιὰ νὰ δίνω κάποια γνώμη ποτὲ καὶ γιὰ τὴν πιὸ ἀσήμαντη ὑπόθεση, ὅπως τὰ ἀπαρχαιωμένα φυλλάδια ποὺ πῆραν τὶς ἰδέες τους ὅλες καὶ τώρα τὰ παραμελοῦν γιατί προκαλοῦν ἀηδία ἴσως καὶ μόνο… Νὰ εἶναι ἄραγε ἔτσι ἢ ἐγὼ τὸ νιώθω ἔτσι; Πάντως ἐγὼ ἔτσι νιώθω καὶ γι\’ αὐτὸ ὑποφέρω βαθειὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν σκέψη.
Νὰ εἶμαι παραμερισμένος σημαίνει νὰ αἰσθάνομαι πὼς μὲ ἐξαναγκάζουν σὲ σιωπὴ καὶ ἀπραξία μέσα στὸν χῶρο ποὺ κάποτε γέμιζα μὲ τὴ δραστηριότητά μου, μιὰ ποὺ οἱ δυνάμεις μου δὲν εἶναι σὰν καὶ τότε, ὁ νοῦς μου εἶναι λιγότερο φωτεινὸς ἢ ἁπλῶς γιατί ἐξασθένησαν πιὰ οἱ δυνάμεις μου πού μοῦ ἔδινε ἡ θέση μου, οἱ ἐξωτερικές μου ἰδιότητες, τὰ χαρίσματά μου ἢ ἡ κοσμικὴ ἀξία μου… Νὰ εἶναι ἄραγε ἔτσι ἢ ἐγὼ τὸ νιώθω ἔτσι; Πάντως ἐγὼ ὑποφέρω βαθειὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴ σκέψη.
Ἀλήθεια, ποιὲς καὶ πόσες ἀγωνίες πρέπει νὰ ὑπομένει ἡ φτωχὴ καρδιά, ἡ ὁποία διατήρησε ὅλη τὴ δύναμη τῆς ἀφοσιώσεως καὶ τῆς ἀγάπης καὶ στὴν ὁποία ὁ Κύριος ἐπιφύλαξε τὴ σκληρὴ αὐτὴ δοκιμασία τοῦ παραμερισμοῦ καὶ τοῦ παραγκωνισμοῦ εἴτε ὑπαρκτὴ εἶναι αὐτὴ ἡ πραγματικότητα εἴτε ἐγὼ τὴν θεωρῶ τέτοια. Ὅμως πονῶ βαθειὰ καὶ ὑποφέρω ὅσο ἀπὸ καμιὰ ἄλλη δοκιμασία μου ὡς τώρα.
Ὦ φτωχή μου ψυχή, ὦ ὑπερευαίσθητή μου ψυχή! Ποῦ εἶναι ἐκεῖνα τὰ ἱερά σου συναισθήματα, ὅταν μὲ δάκρυα ἀφοσιώσεως γονατισμένη μπροστὰ στὸν Ἐσταυρωμένο σου ἔλεγες· «ἐξελεξάμην παραρριπτεῖσθαι ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἢ κατοικεῖν με ἐν σκηνώμασιν ἁμαρτωλῶν»; Νὰ εἶμαι παραμερισμένη καὶ νὰ μὴν μοῦ κοστίζει τίποτε αὐτό. Δὲν ἔλεγα πὼς μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ θὰ μπορῶ νὰ ζῶ σὰν στὴν πιὸ ἀπόκοσμη ἐρημιά, πιὸ ἐρημικὴ ἀπὸ ἐκείνη ποὺ ζοῦσαν οἱ πιὸ ἀπόκοσμοι ἐρημίτες; Δὲν ὀνειρευόμουν πὼς μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν κάνοντας ἐγὼ τὸ χρέος μου καὶ δείχνοντας μὲ ὅλη τὴν διακριτικότητα τὴν ἀγάπη μου καὶ ὅλη τὴν θέρμη τῆς καρδιᾶς μου στοὺς γύρω μου, θὰ εἶμαι σὰν τὴν πνοὴ τῆς αὔρας ποὺ δροσίζει, ἀλλὰ κανένας δὲν τὴν σκέπτεται· σὰν τὸ ἀνεπαίσθητο μύρο ποὺ ἀφήνει τὸ κρυμμένο λουλούδι καὶ κανένας δὲν τὸ ἀντιλαμβάνεται· σὰν τὸ ρυάκι ποὺ τρέχει κάπου θαμμένο μέσα στὴν πυκνὴ βλάστηση σιωπηλὸ καὶ χωρὶς νὰ ἀκούγεται τὸ ἥσυχο κελάρυσμά του ποτίζει τὰ πάντα γύρω του καὶ χαρίζει ζωή; Γιατί τώρα ψυχή μου τὸ λησμόνησες;
Νὰ εἶσαι λησμονημένη καὶ παραγκωνισμένη δὲν εἶναι μία μορφὴ σαλότητας καὶ μία δωρεὰ τῆς χάριτος ποὺ θὰ σὲ προφυλάγει ἀπὸ τὴν ἀνθρωπαρέσκεια, τὴν ἀλαζονεία, τὴν φυσίωση, τὴν αὐτοπροβολή, τὴν ὑπερηφάνεια καὶ ὅλον αὐτὸν τὸν ἑσμὸ τῶν πιὸ ἀηδιαστικῶν στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ καταστάσεων; Νὰ εἶσαι παραμερισμένη, παραγκωνισμένη, ψυχή μου, δὲν εἶναι τὸ κρυσφύγετο πού σοῦ ἑτοίμασε ἡ χάρις γιὰ νὰ ζεῖς στὴν κατάσταση τῆς ταπεινώσεως καὶ τοῦ «λάθε βιώσας», μακριὰ ἀπὸ τὰ μάτια ὅλων καὶ φανερὴ μόνο στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ; Εἶναι τὸ διαρκὲς «ταμιεῖον» μέσα στὸ ὁποῖο μπορεῖς νὰ κινεῖσαι ἐνθέως κάθε στιγμὴ καὶ ὥρα καὶ ὅμως νὰ μένεις ἀθέατη ἀπὸ τὰ μάτια κάθε πλάσματος καὶ νὰ μένεις «ἐνωπία ἐνωπίῳ τῷ Κυρίω σου» χωρὶς τὸν φόβο νὰ τὸν χάσεις ποτέ.
Ὦ ψυχή μου, ψυχή μου, ζήτησε ἐπίμονα τὴν χάρη αὐτὴ νὰ εἶσαι λησμονημένη μὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα. Καὶ ὁ Πατήρ σου βλέποντάς σε «ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ». ΤΟΤΕ (ὄχι τώρα!) πολλαπλάσια καὶ ἀκίνδυνα, ἔνδοξα καὶ γιὰ πάντα – ἀκοῦς; – γιὰ ΠΑΝΤΑ! Ὅ,τι ἡ καρδιά σου ἀνθρώπινα ζητάει γιὰ τώρα, κάνει λάθος. Τὸ τώρα εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς φθορᾶς, τῆς προσωρινότητος, τῆς μεταβλητότητος, τῆς ἀλλοιώσεως καὶ ἀπογοητεύσεως ποὺ ὅλα αὐτὰ συνεπιφέρουν.
Ναί, Κύριέ μου, Κύριε, ἐπιποθῶ νὰ εἶμαι ἐν Σοὶ παραμερισμένος!
