ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

Λυγίζοντας τά γόνατα μπρός στή Μητέρα τῆς Ζωῆς


 

 

\"\"

(Παρακλήσεις Δεκαπενταύγουστου)

Τόν Δεκαπενταύγουστο ψάλλουμε Παρακλήσεις, Μικρές καί Μεγάλες. Ἐναλλάξ. Μία μέρα τή Μικρή, μία τή Μεγάλη. Δέκα, ἕνδεκα ἤ δώδεκα Παρακλήσεις ἐν συνόλῳ. Ἀνάλογα μέ τή θέση τῶν Σαββατοκύριακων τῆς περιόδου. Ὅσες εἶναι οἱ Ἐντολές ἤ ὅσα τά Ἑωθινά, ἤ ὅσοι οἱ Ἀπόστολοι.

Οἱ δύο Παρακλητικοί Κανόνες εἰς τήν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον βρίσκονται στό βιβλίο τῆς Παρακλητικῆς. Στό τέλος, μαζί μέ τόν Κανόνα τοῦ Ἀκάθιστου Ὕμνου, ἐπίσης ἀναφερόμενο στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Τελική παράκλησις τοῦ πιστοῦ στήν μετά Θεόν τελευταία ἐλπίδα του. Τελική καί πληθωρική παρηγοριά κι ἀναψυχή του.

Ὁ Αὔγουστος, τελευταῖος μήνας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, μέ διάταγμα τοῦ Αὐτοκράτορας Ἀνδρόνικου Β’ τοῦ Παλαιολόγου ὡρίσθηκε νά εἶναι ἀφιερωμένος στή μνήμη τῆς Θεοτόκου ἀπό τήν πρώτη ἡμέρα του ὥς τήν τριακοστή πρώτη. Κι ἐκεῖνος φιλοτιμήθηκε καί φρόντισε νά Τῆς χαρίση τήν πιό ὄμορφη πανσέληνο τοῦ χρόνου, ν’ ἀναπαύση, στήν Κοίμησί Της, τά ἄχραντα πόδια Της πάνω της, καί εἶδε κι ἔθαυμασε σάν παιδί ὁ πολύς Κόντογλου κι ὀνομάτισε τή Σελήνη Ὑποπόδιον τῆς Θεοτόκου.

Στά πλαίσια αὐτά τῆς Αὐγουστιάτικης θεομητορικῆς εὐλάβειας, οἱ Παρακλητικοί Κανόνες τῆς Παναγίας ἔχουν μία θέση ποὺ ξεχωρίζει. Κανονίζουν καθημερινά τήν ἔκφραση τῆς εὐσέβειάς μας καί τήν ὑποβολή τῶν αἰτημάτων μας πρός τόν Θεό. Καί μᾶς καλοῦν παρά. Δηλαδή δίπλα. Ἔξω ἀπό τό στενό χῶρο ὅπου βρισκόμαστε καθημερινά καί θλιβόμαστε μέ τό ἕνα καί τό ἄλλο συναπάντημα τῆς ζωῆς καί στενοχωρούμαστε μέ τίς βιοτικές μέριμνες καί τά χιλιόμορφα ἀνθρώπινα βάσανα. Στόν ἄνετο χῶρο τῆς Χάριτος. Ἐκεῖ ποὺ μπορεῖ κανείς ν’ ἀναπνέει ἄνετα καί ἐλεύθερα. Στόν πλατυσμό τῆς Πλατυτέρας τῶν Οὐρανῶν. Στήν ἄνεση καί τήν εὐρυχωρία τῆς Χώρας τῶν Ζώντων.

Ὁ πρῶτος, ὁ Μικρός Παρακλητικός Κανόνας εἶναι «Ποίημα Θεοστηρίκτου Μοναχοῦ. Οἱ δέ (ὑποστηρίζουν) Θεοφάνους». Ὁ δεύτερος, ὁ Μέγας, εἶναι «Ποίημα τοῦ Βασιλέως Θεοδώρου Δούκα τοῦ Λασκάρεως», ἤγουν τοῦ πολύπαθου τελευταίου Αὐτοκράτορος τῆς Νικαίας (1222 – 1258) ποὺ καλογήρεψε προτοῦ πεθάνει σέ ἡλικία 36 μόλις χρόνων, κι ἔλαβε τ’ ὄνομα Θεοδόσιος. Καί τά τέσσερα ὀνόματα ἔχουν ὡς πρῶτο συνθετικό τόν Θεό Θεοστήρικτος, Θεοφάνης, Θεόδωρος, Θεοδόσιος. «Ἄξιον καί δίκαιον, ἀφοῦ ἀμφότεροι οἱ Κανόνες εἶναι φανερώσεις τοῦ στηριγμοῦ, τῶν δόσεων καί τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἀναζητητή παρακλήσεως πιστό, διά τῆς Θεοτόκου.

Οἱ ἐπαγωγές τῶν λυπηρῶν ποὺ χειμάζουν τήν ψυχή καί τήν καρδιά μας δέν πολεμοῦνται καί δέν ἀντιμετωπίζονται μέ τά λιανοντούφεκα τοῦ στοχασμοῦ, οὔτε μέ τ’ ἄσφαιρα πυρά τῆς φιλοσοφίας, ἔστω καί τῆς στωικῆς. Χρειάζονται κανόνια ἰσχυρά, εὐθύβολα, μικροῦ καί μεγάλου βεληνεκοῦς. Τέτοια εἶναι οἱ δύο Παρακλητικοί Κανόνες. Ἡ γόμωσή τους εἶναι πόνος μεγατόνων. Εἶναι μοναξιά καί ἀδιέξοδο. Εἶναι παράπονο καί στένωση. Εἶναι ἀπελπισμένη ἀναζήτηση φωτός καί κορακιασμένη δίψα γιά ζωή. Καί βάλλουν κατ’ εὐθείαν στό στόχο τοῦ ἐλέους. Ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἄφθονο. Στά μητρικά αὐτιά Ἐκείνης ποὺ μᾶς γέννησε τόν Θελητήν τοῦ Ἐλέους καί δύναται πάντα ὡς πανσθενοῦς Δεσπότου – Θεοῦ Μήτηρ, εἰ νεύση ἔτι μόνον πρός τήν ἡμῶν οἰκτρὰν ταπείνωσιν. Ν’ ἀντλήση – Ἐκείνη ἀφειδώλευτα ἀπό τόν γλυκερό ποταμό τῆς Ζωῆς μέ τόν κάδο τῆς παρρησίας Της καί νά μᾶς λούση μέ ζωοπάροχα θεῖα νάματα νά μᾶς ποτίση χορταστικά, νά ξεπλύνη τά μάτια μας γιά νά μπορέσουμε νά δοῦμε τήν ἐμορφιά τοῦ χρυσοπλοκώτατου κάλλους. Νά βροῦμε λιμάνι γαληνό κι ἀσφάλεια μέσα στή δωδεκάτειχη Πόλη κι ἐλπίδα σωτηρίας σιμά στό θρόνο Της τόν ἡλιοστάλακτο. Νά γίνη καί σέ μᾶς τό ποθούμενο ἀκατανόητον θαῦμα.

Τήν δέησίν μου δέξαι τήν πενιχράν, «Κυρά τῶν Ἀμπελιῶν», Αἰγαῖο-πελαγίτισσα Παναγία, Γρηγοροῦσα Ἀθηνίωτισσα, Παραμυθία Ἁγιορείτικη, Φανερωμένη πολλάκις στίς πέτρινες ὧρες τῶν παιδιῶν Σου, καί κλαυθμόν μή παρίδης καί δάκρυα, καί στεναγμόν, ἀλλ’ ἀντιλαβοῦ μου ὡς ἀγαθή καί τάς αἰτήσεις πλήρωσον. Αὐτές, ποὺ μέσα στήν αὐγουστιάτικη κάψα ἡ παναθλία καί ταπεινή μου ψυχή Σοῦ ὑποβάλλει, Ζωοδόχε Πηγή, φλογιζόμενη μέσ’ στό καμίνι τῶν συμφορῶν καί τῶν θλίψεων. Γιατί, ἀληθινά, πρός τίνα καταφύγω ἄλλην Ἁγνή; Ποῦ προσδράμω, λοιπόν, καί σωθήσομαι; Ποῦ πορευθῶ; Τέτοιες ὧρες, στεῖρες καὶ δάκρυνες, ποὺ ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου με ζάλαι, ὥσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε; Ποιά πόρτα, Πορταΐτισσα, θά μέ δεχτῆ, ἄν δέν μοῦ ἀνοίξης Σύ τήν Ἑκατονταπυλιανὴ ἀγάπη Σου; Σέ ποιόν, Γοργοεπήκοε, τόν πόνο μου θά πῶ, τόν πόνο ποὺ μέ βρῆκε ἐξ ἀμέτρητων ἀναγκῶν καί θλίψεων καί ἐξ ἐχθρῶν δυσμενῶν καί συμφορῶν βίου, γιά νά μοῦ δώση, Ἐλεοῦσα μου, προθυμερά παντελῆ σωτηρίαν καί πλατυσμόν.

Λυγίζουνε τά γόνατα μπρός στήν εἰκόνα τῆς Μητέρας τῆς Ζωῆς, ποὺ δέχεται χρυσοκαλόκαρδα τά ταπεινά αὐγουστιάτικα βασιλικά τῆς ἀγάπης, καί τούς ἐκ βάθους στεναγμούς καί τά δάκρυα τῆς ἀποσταμένης ἐλπίδας μας, καί τό λατρευτικό ἀσπασμό τῆς πίστεως ὅσων ὁλόψυχα Τήν ὁμολογοῦμε Κυρίως Θεοτόκον καί Τή νοιώθουμε κατάκαρδα Προστάτιν τῆς ζωῆς καί φρουράν ἀσφαλεστάτην, τῶν πειρασμῶν διαλύουσαν ὄχλον καί ἐπηρείας δαιμόνων ἐλαύνουσαν. Καί φέγγει περισσότερο ἀπ’ τήν αὐγουστιάτικη πανσέληνο τό ἅγιο πρόσωπο τῆς Θεοτόκου, ποὺ ἀναδείχθηκε διαπαντός ὁ γλυκασμός τῶν Ἀγγέλων καί τῶν θλιβομένων ἡ χαρά, καθώς ἐπείγεται νά μεταστῆ πρός τήν Ζωήν, Μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς Ζωῆς. Γιά νά σπεύδη ἀδιάκοπα, γοργοφτέρουγη, χαριτόφορη, φωτοπλήμμυρη, ἡλιόκαλη, νά παρακαλῆ, νά στηρίζη, νά περισκέπη, ν’ ἁγιάζη, νά προστατεύη καί νά λυτρώνη ἐκ θανάτου τίς ψυχές Θεοστηρίκτων, Θεοδώρων, Θεοφανῶν, Θεοδοσίων καί γενικῶς Θεοπίστων καί φιλο-Θεομητόρων. τίς κριματισμένες δικές μας ψυχές…

 

τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου πρ. Ν. Ζηλανδίας κ. Ἰωσήφ