ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

Τὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας


π. Φιλοθέου Φάρου

Τὴν Πεντηκοστὴ γιορτάζουμε τὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἡ ἐποχή μας δὲν μπορεῖ εὔκολα νὰ γιορτάσει τὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας, γιατί εἶναι μία ἔντονα ἀντιεκκλησιαστικὴ ἐποχή, ὄχι γιατί ἐπικρίνονται, διαβάλλονται, διασύρονται ἤ συκοφαντοῦνται συχνὰ ἐκπρόσωποι τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἡ φύση τοῦ πολιτισμοῦ ποὺ κυριαρχεῖ σήμερα εἶναι ἀντιεκκλησιαστική. Ἡ ἐποχή μας εἶναι μία ἐποχὴ ἀτομιστικὴ καὶ ἀνταγωνιστική, εἶναι μία ἐποχὴ ποὺ ἐνθαρρύνει τὸν ἀνθρώπινο ναρκισσισμὸ καὶ σὰν συνέπεια καλλιεργεῖ τὶς προϋποθέσεις γιὰ τὴν ἀποκοπὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ τὴν ἀπομόνωσή του.

Ἡ ἐκκλησιαστικότητα ἀντίθετα εἶναι ἀντανάκλαση τῆς τριαδικότητας τοῦ Θεοῦ, ποὺ σὰν Θεὸς ἀγάπης δὲν μποροῦσε ἂν καὶ εἶναι ἕνας νὰ εἶναι μοναδικός, γιατί ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νὰ ἀγαπάει κάποιον ἄλλο. Ἔτσι ὁ Θεὸς ἦταν ἀπαραίτητο νὰ εἶναι μία κοινότητα, μία κοινωνία ποὺ τὰ πρόσωπα ποὺ τὴν ἀποτελοῦν νὰ τὰ μοιράζονται ὅλα, νὰ τὰ ἔχουν ὅλα κοινὰ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ταυτότητά τους, τὴν ὑποστατικότητά τους. Γιατί ἂν εἶχαν καὶ τὴν ταυτότητα ἤ τὴν ὑποστατικότητα κοινὴ δὲν θὰ ἦταν κοινότητα, ἀλλὰ μοναδικότητα καὶ ἑπομένως ὁ Θεὸς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι Θεὸς ἀγάπης.

Στὸν ἄνθρωπο ὁ Θεὸς ποὺ τὸν ἔπλασε κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση δική του, ἔδωσε τὴν ἐκκλησιαστικότητα ποὺ εἶναι γιὰ τὸν ἄνθρωπο ὅτι εἶναι γιὰ τὸν Θεὸ ἡ τριαδικότητα. Ἀλλὰ μὲ τὴν ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὸν Θεὸ ὁ ἄνθρωπος ἀλλοιώνει τὴν θεία εἰκόνα καὶ ὑποκαθιστᾶ τὴν ἐκκλησιαστικότητά του, δηλαδὴ τὸ βασικὸ στοιχεῖο τῆς φύσεώς του ποὺ ἀπαιτεῖ τὴν ἕνωσή του μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, μὲ τὸν ἀτομικισμὸ καὶ τὸν ναρκισσισμὸ ποὺ τὸν ὁδηγεῖ στὸν θάνατο.

Ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἐνσάρκωσή του, τὴν ἐνανθρώπισή του ἀποκαθιστᾶ τὴν ἀνθρώπινη φύση, στὴν παλιά της κατάσταση καὶ ἔτσι ξαναζωντανεύει, τὴν ἐκκλησιαστικότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν πραγματώνει μὲ τὴν σύσταση τῆς Ἐκκλησίας.

Ἑπομένως ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι διοίκηση, δὲν εἶναι ὀργάνωση, δὲν εἶναι ἐξουσία, ἀλλὰ εἶναι κοινωνία, συνομιλία, συνύπαρξη, συμβίωση, συνοδοιπορία, συμμετοχή, συνεύρεση, σύνοδος. Οὔτε εἶναι ἀναγκαστικὰ Ἐκκλησία ἡ χωρὶς καμιὰ συνοχὴ συγκέντρωση ἀτόμων στὸ Ναό. Ἡ συγκέντρωση ἀτόμων στὸ ναό, μπορεῖ μάλιστα συχνὰ νὰ εἶναι κάθε ἄλλο παρὰ Ἐκκλησία.

Στὴν Ἐκκλησία οἱ ἄνθρωποι μοιράζονται μὲ τοὺς ἄλλους τὸν ἑαυτό τους, τὸ βιό τους, τὸν χρόνο τους, τὶς ἀνησυχίες τους, τὴν δημιουργικότητά τους, τὴ χαρά τους, τὴν λύπη τους, τὴν πίκρα τους, τὴν ἀπόγνωσή τους, τὴν ἐλπίδα τους, τὴν πίστη τους.

Στὴν Ἐκκλησία, οὔτε ὑπακούουν πολλοὶ σὲ ἕνα οὔτε δὲν ὑπακούει κανένας σὲ κανένα, ἀλλὰ ὑπακούουν ὅλοι σὲ ὅλους.

Δὲν ὑπάρχει Ἐκκλησία ἐκεῖ ποὺ oι ἄνθρωποι φροντίζουν ὁ καθένας τὸν ἑαυτό του, ἐκεῖ ποὺ ὁ καθένας κρατάει τὰ ἀγαθά του, τὴν χαρά του, τὴν δύναμή του, τὴν ἐλπίδα του, τὴν πίστη του, τὴν ἀρετή του γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ δὲν τὴν μοιράζεται μὲ τοὺς ἄλλους.

Ἡ Ἐκκλησία ὅμως πραγματώνεται διαρκῶς πάνω στὴ γῆ, ἀποκαθιστᾷ διαρκῶς τὴν ἐκκλησιαστικότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, μεταβάλλει διαρκῶς τὸν κόσμο σὲ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δὲν εἶναι στατική, δὲν φτάνει ποτὲ στὸ τέρμα, μπορεῖ πάντα νὰ γίνεται ὅλο καὶ περισσότερο ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μία κοινωνία καθαρῶν, ποὺ ἔχουν φθάσει στὸ τέρμα καὶ ποὺ δὲν μποροῦν νὰ προχωρήσουν πιὸ πέρα.

Μέσα στὴν Ἐκκλησία, τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἀγωνίζονται διαρκῶς νὰ μετακινηθοῦν ἀπὸ τὸν δαιμονικὸ ναρκισσισμὸ στὴν ἐκκλησιαστικότητα, ποὺ εἶναι ἡ ἀντανάκλαση τῆς τριαδικότητας τοῦ Θεοῦ. Ἂν στὴν ἐποχή μας πολλοὶ ἄνθρωποι πολεμοῦν τὴν Ἐκκλησία σὰν ὀργάνωση, εἶναι πρὸ παντὸς καὶ κυρίως ἐπειδὴ ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος κυριαρχημένος ἀπὸ τὸν δαιμονικὸ ναρκισσισμὸ τρέμει τὴν ἐκκλησιαστικότητα καὶ μπορεῖ νὰ μιλάει συχνὰ γιὰ δίκαιη κατανομὴ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀλλὰ δὲν κάνει ποτὲ λόγο γιὰ δίκαιη κατανομὴ τῶν συναισθηματικῶν καὶ τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν, δὲν κάνει λόγο γιὰ ἀγάπη. Μὲ τὴν μάσκα τῆς ὑλιστικῆς ἰσότητας, κρύβει τὸν τρόμο ποὺ αἰσθάνεται στὸ ἐνδεχόμενο νὰ μοιραστεῖ τὸν ἑαυτό του μὲ κάποιον ἄλλο. Γι’ αὐτὸ προσπαθεῖ νὰ μεταβάλει σὲ ἐμπορικὴ συναλλαγὴ καὶ τὶς πιὸ προσωπικὲς σχέσεις ὅπως ὁ γάμος, τὸν ὁποῖο θέλει νὰ ἀπογυμνώσει ἀπὸ κάθε προσωπικὸ στοιχεῖο, ἀπὸ κάθε συναίσθημα καὶ νὰ τὸν κάνει συνδικαλισμὸ μὲ ὡράρια, μὲ δικαιώματα, ἔντονα ἀνταγωνιστικό, μία σφοδρὴ μάχη ἀνάμεσα σὲ δυὸ στρατόπεδα, γιὰ νὰ προστατευθεῖ ἔτσι ἀπὸ τὸ ἐνδεχόμενο τῆς προσωπικῆς προσφορᾶς

Τὴν ὑλιστικὴ ἰσότητα τὴν θέλει ὑποχρεωτική, κυριαρχική, ἐπιβεβλημένη ἀπὸ κάποια ἀπρόσωπη ἐξουσία γιὰ νὰ ἀποκλείεται τὸ στοιχεῖο τῆς προσωπικῆς προσφορᾶς, γιὰ τὴν ὁποία αἰσθάνεται ἔντονα ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος τὴν τραγική του ἀναπηρία.

Ἀλλὰ δὲν μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ ἔχουν μεταξὺ τους κοινότητα, κοινωνία, ἑνότητα, χωρὶς νὰ εἶναι ἑνωμένοι μὲ Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ἡ Κοινότητα, ἡ Κοινωνία, ἡ Ἑνότητα. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει πραγματικὴ κοινότητα χωρὶς νὰ εἶναι Ἐκκλησία καὶ χωρὶς νὰ ἔχει αὐτὴ ἡ κοινότητα κι αὐτὴ ἡ κοινωνία σὰν ψυχή της τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.

Χωρὶς τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει Ἐκκλησία. Τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ «ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας» (Στιχηρὸ Ἑσπερινοῦ Κυριακῆς Πεντηκοστῆς) καὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ δεχθεῖ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία «οὐ γὰρ ἄλλως ἔνι κατελθεῖν ἐκεῖνο τὸ Πνεῦμα. Καθάπερ γάρ, εἰ τύχοι χεὶρ ἀποσπασθεῖσα τοῦ σώματος, τὸ πνεῦμα τὸ ἀπὸ τοῦ ἐγκεφάλου τὴν συνέχειαν ζητοῦν, καὶ μὴ εὑρόν, οὐκ ἐξάλλεται τοῦ σώματος, καὶ διατρῆσαν, πρὸς τὴν χεῖρα ἐξέρχεται, ἀλλ’ ἂν μὴ εὕρῃ κείμενον, οὒχ ἅπτεται οὕτω καὶ ἐνταῦθα ἐὰν μὴ ὦμεν τῇ ἀγάπῃ συνδεδεμένοι». Ἔτσι ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει σωτηρία. Δὲν ὑπάρχει σωτηρία γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ δὲν μετέχει στὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι ἡ ἐνεργοποίηση στὴ ζωὴ τοῦ στοιχείου τῆς ἐκκλησιαστικότητας. «Ἐν ὑψηλῷ κηρύγματι τῆς τοῦ Θεοῦ, Ἐκκλησίας, ἀκούσωμεν βοώσης ὁ διψῶν, ἐρχέσθω καὶ πινέτω ὁ κρατὴρ ὅν φέρω, κρατὴρ ἐστι σοφίας, τούτου τὸ πόμα ἀληθείας λόγω κεκέρακα, ὕδωρ οὐ προχέων ἀντιλογίας, ἀλλ’ ὁμολογίας ἥς πίνων ὁ νῦν Ἰσραήλ, Θεὸν ὁρᾷ φθεγγόμενον. Ἴδετε, ἴδετε, ὅτι αὐτὸς ἐγὼ εἰμί, καὶ οὐκ ἠλλοίωμαι, ἐγὼ Θεὸς πρῶτος, ἐγὼ καὶ μετὰ ταῦτα, καὶ πλὴν ἐμοῦ ἄλλος οὐκ ἔστιν ὅλως. Ἐντεῦθεν οἱ μετέχοντες πλησθήσονται, καὶ αἰνέσουσι, τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον» (Οἶκος Κυριακῆς Πατέρων).

Ἐπειδὴ οἱ διάφορες ἀνθρώπινες ὁμάδες πολὺ συχνὰ δὲν εἶναι Ἐκκλησία καὶ ἑπομένως δὲν ἔχουν τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, δὲν ὑπάρχει ἐπικοινωνία ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἡ ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης ἀναγκάζει τὸν ἄνθρωπο νὰ κρυπτογραφεῖ τὰ μηνύματα ποὺ στέλνει στὸν συνάνθρωπό του, γιὰ νὰ εἶναι ἔτσι καλυμμένος καὶ νὰ μπορεῖ νὰ ὑπαναχωρεῖ ὅταν διαπιστώνει ὅτι ὁ ἄλλος ἀπορρίπτει αὐτὰ τὰ μηνύματα.

Τέτοια εἶναι ἡ ἐπικοινωνία ἀκόμη καὶ μεταξὺ συζύγων καὶ μελῶν μιᾶς οἰκογένειας. Εἶναι πασίγνωστη ἡ λαϊκίστικη συμβουλὴ «μὴ λὲς στὸν ἄνδρα σου ὅτι τὸν ἀγαπᾷς γιατί μπορεῖ νὰ τὸ ἐκμεταλλευθεῖ», καὶ πραγματικὰ καὶ στὰ ὑγιέστερα ζευγάρια ἕνα μεγάλο μέρος τῆς συζυγικῆς ἐπικοινωνίας γίνεται μὲ τέτοιες προφυλάξεις καὶ κρυπτογραφήσεις.

Παρόμοια συμβαίνουν καὶ στὶς σχέσεις παιδιῶν καὶ γονέων. Οἱ γονεῖς πολὺ συχνὰ κάτω ἀπὸ τὸ ἐπιφανειακὸ μήνυμα «μὴν ἀπομακρυνθεῖς ἀπό μᾶς δὲν θὰ τὰ καταφέρεις χωρὶς ἐμᾶς», κρύβουν τὸ πραγματικὸ μήνυμα «μὴν ἀπομακρυνθεῖς ἀπό μᾶς· δὲν θὰ τὰ καταφέρουμε ἐμεῖς χωρὶς ἐσένα». Ἐνῶ τὰ παιδιὰ κάτω ἀπὸ μία ἐπιφανειακὴ ἐπαναστατικότητα κρύβουν μία πραγματικὴ ἐπιθυμία νὰ συνεχίσουν τὴν βολικὴ ἐξάρτηση ἀπὸ τοὺς γονεῖς.

Εἶναι τραγικὴ ἡ ἔλλειψη ἐπικοινωνίας μεταξὺ τῶν νέων, ποὺ ἀπὸ τρομερὴ ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς συνομιλήκους τους καλύπτουν τὴν ἔντονη ἀνάγκη ποὺ ἔχουν γιὰ τὴν ἀποδοχὴ καὶ τὴν συμπαράστασή τους μὲ τὴν ἐπίδειξη μιᾶς ἀγέρωχης σκληρότητας.

Τὸ γεγονὸς τῆς Πεντηκοστῆς μεταξὺ ἄλλων φανερώνει ὅτι ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἡ δυνατότητα τῆς ἐπικοινωνίας. Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἔχει τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ νὰ μιλάει καὶ νὰ καταλαβαίνει τὴ γλῶσσα τοῦ συνανθρώπου του ξεπερνώντας ὁποιοδήποτε σχετικὸ ἐμπόδιο.

Τὸ περιστατικὸ τοῦ Πύργου τῆς Βαβὲλ εἶναι ὡς πρὸς αὐτὸ τὸ σημεῖο τὸ ἀντίθετο μὲ τὴν Πεντηκοστὴ στὴν θεία ἀποκάλυψη. Στὸ περιστατικὸ αὐτὸ φαίνεται, πῶς ἀκριβῶς ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἰδωλοποίησε τὸν ἑαυτό του καὶ ἔτσι ἔχασε τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἔχασε ταυτόχρονα καὶ τὴν δυνατότητα νὰ μιλάει καὶ νὰ καταλαβαίνει τὴ γλῶσσα τοῦ συνανθρώπου του. «Γλῶσσαι ποτε συνεχύθησαν, διὰ τὴν τόλμην τῆς πυργοποιίας γλῶσσαι δὲ νῦν ἐσοφίσθησσν, διὰ τὴν δόξαν τῆς θεογνωσίας. Ἐκεῖ κατεδίκασε Θεὸς τοὺς ἀσεβεῖς τῷ πταίσματι ἐνταῦθα ἐφώτισε Χριστὸς τοὺς ἁλιεῖς τῷ πνεύματι. Τότε κατειργάσθη ἡ ἀφωνία, πρὸς τιμωρίαν ἄρτι καινουργεῖται ἡ συμφωνία, πρὸς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν». (Δοξαστικὸ Λιτῆς Ἑσπερινοῦ Κυριακῆς Πεντηκοστῆς).

Ἡ σύγχυση, ποὺ ἐπικρατεῖ συχνὰ στὴν ἀνθρώπινη ἐπικοινωνία εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας. Ὁ Θεὸς δὲν ἔκανε τοὺς ἀνθρώπους «ἀλλόγλωσσους». Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶχε ἁμαρτήσει καὶ δὲν εἶχε στερηθεῖ τῆς Χάριτος, τώρα «πᾶσα ἡ γῆ χεῖλος ἦν, καὶ φωνὴ μία πᾶσι».

Ἡ δυσκολία στὴν ἀνθρώπινη ἐπικοινωνία εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ ἀνθρώπινου ἐγωκεντρισμοῦ, ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ βλέπει ὅλους τοὺς συνανθρώπους του, ἀκόμη κι αὐτοὺς ποὺ εἶναι πολὺ κοντά του σὰν ἐχθροὺς ἤ σὰν ἀνταγωνιστές, ποὺ ἔχουν αὐτὸ ποὺ θέλει νὰ ἔχει ἐκεῖνος ἤ ποὺ μποροῦν νὰ τοῦ πάρουν αὐτὸ ποὺ ἐκεῖνος ἔχει. Αὐτὸ τὸ κλίμα τοῦ κρυφοῦ πολέμου κάνει ἀδύνατη τὴν ἀνάπτυξη ἐμπιστοσύνης.

Αὐτὴ ἡ τραγικὴ ἀνθρώπινη πραγματικότητα εἶναι ἡ αἰτία τῆς πιὸ βασανιστικῆς μοναξιᾶς, ποὺ τελικὰ εἶναι τὸ πιὸ ἀφόρητο μαρτύριο τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου.

Τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἀποκαθιστᾶ τὴν ἐμπιστοσύνη καὶ τὴν ἐπικοινωνία ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, γιατί δὲν εἶναι πνεῦμα ἀνταγωνισμοῦ ἀλλὰ πνεῦμα προσφορᾶς. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ δὲν σκέπτεται τί θὰ πάρει ἀπὸ τὸν ἄλλο, ἀλλὰ τί θὰ τοῦ δώσει. Δὲν βλέπει τὸν συνάνθρωπό του σὰν ἀνταγωνιστὴ ἀλλὰ σὰν συναγωνιστή, δὲν προσπαθεῖ νὰ ἐξασφαλίσει γιὰ τὸν ἑαυτὸ του τὴν καλλίτερη θέση ἀλλὰ νὰ βοηθήσει τὸν συνάνθρωπό του νὰ τὴν πάρει.

Ἕνα τέτοιο κλίμα, εἶναι κλίμα ἀπόλυτης ἐμπιστοσύνης ποὺ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἐπιφυλάξεις καὶ ἀπὸ κρυπτογραφημένα μηνύματα. Αὐτὸ ἦταν τὸ κλίμα τῆς Πεντηκοστῆς καὶ γι’ αὐτὸ ἔδωσε τὴν δυνατότητα σὲ ὅλους νὰ μιλοῦν καὶ νὰ καταλαβαίνουν ὅλων τὶς γλῶσσες. «Ἡ τοῦ Θείου Πνεύματος ἐπιδημήσασα δύναμις, τὴν μερισθεῖσαν πάλαι φωνήν, κακῶς ὁμονοησάντων, εἰς μίαν ἁρμονίαν θείας συνῆψε, γνῶσιν συνετίζουσα πιστούς τῆς Τριάδος». (Ὠδὴ γ’ Κανόνος Πεντηκοστῆς).

Ἡ δυνατότητα τῆς ἐπικοινωνίας εἶναι ἕνα χάρισμα τοῦ πνεύματος τοῦ Θεοῦ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἔχει ὅποιος δὲν ἔχει αὐτὸ τὸ πνεῦμα.

Ὁ Χριστὸς ἐτήρησε τὴν ὑπόσχεση ποὺ ἔδωσε καὶ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔστειλε στοὺς μαθητὲς τὸ Πανάγιο Πνεῦμα. Ἔτσι «Πεντηκοστὴν ἑορτάζομεν, καὶ Πνεύματος ἐπιδημίαν, καὶ προθεσμίαν ἐπαγγελίας, καὶ ἐλπίδος συμπλήρωσιν». (Στιχηρὸ Ἰδιόμελο Ἑσπερινοῦ Πεντηκοστῆς) « Ἡ τοῦ Πνεύματος πηγή, ἐπιδημοῦσα τοῖς ἐν γῇ εἰς πυρφόρους ποταμούς, μεριζομένη νοητῶς τοὺς Ἀποστόλους ἐδρόσιζε φωταγωγοῦσα καὶ γέγονεν αὐτοῖς, νέφος δροσῶδες τὸ πῦρ, φωτίζουσα αὐτούς, καὶ ὑετίζουσα φλόξ, δι’ ὧν ἡμεῖς ἐλάβομεν τὴν χάριν, διὰ πυρὸς τε καὶ ὕδατος. Τὸ φῶς ἐπέστη, τοῦ Παρακλήτου καὶ τὸν κόσμον ἐφώτισε». (Κάθισμα Κυριακῆς Πεντηκοστῆς) Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐπεδήμησε στοὺς Ἀποστόλους, στὴν Ἐκκλησία καὶ δι’ αὐτῶν σ’ ὅλους ὅσοι ἀνοίγουν σ’ αὐτὸ τὴν πόρτα τῆς ψυχῆς τους. Διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «πᾶσα ψυχὴ ζωοῦται» καὶ «περικρατεῖται πάντα τὰ ὁρατὰ σὺν τοῖς ἀοράτοις». Διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «πᾶσα ἡ κτίσις καινουργεῖται», δι’ αὐτοῦ «ὁ πᾶς πλοῦτος τῆς δόξης, ἐξ οὗ χάρις καὶ ζωὴ πάσῃ τῆ κτίσει» δι’ αὐτοῦ «πᾶσα ψυχὴ ζωοῦται», δι’ αὐτοῦ «τὰ σύμπαντα τὸ εἶναι ἔχει». Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα «ἀναβλύζει τὰ τῆς χάριτος ρεῖθρα ἀρδεύοντα ἅπασαν τὴν κτίσιν, πρὸς ζωογονίαν». Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι «ζωαρχικὴ ἀξία ἐξ οὗ πᾶν ζῷον ἐμψυχοῦται» εἶναι «ἐνθέωσις τοῖς πᾶσιν, εὐδοκία, σύνεσις, εἰρήνη, καὶ ἡ εὐλογία» εἶναι «πηγὴ θείων θησαυρισμάτων» εἶναι «βυθὸς χαρισμάτων, πλοῦτος δόξης, κριμάτων βάθος μέγα» εἶναι «πανσωστικὴ αἰτία». (Ἀναβαθμοὶ Ὄρθρου) «Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον φῶς, καὶ ζωή, καὶ ζῶσα πηγὴ νοερά. Πνεῦμα σοφίας. Πνεῦμα συνέσεως, ἀγαθόν, εὐθές, νοερόν, ἡγεμονεῦον, καθαῖρον τὰ πταίσματα. Θεὸς καὶ θεοποιοῦν, πῦρ ἐκ πυρὸς προϊόν, λαλοῦν ἐνεργοῦν, διαιροῦν τὸ χαρίσματα, δι’ οὗ προφῆται ἅπαντες, καὶ Θεοῦ Ἀπόστολοι, μετὰ Μαρτύρων ἐστέφθησαν». (Στιχηρὸ Ἰδιόμελο Αἴνων Πεντηκοστῆς).

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ: Ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση στὴν Ἐκκλησία» Ἔκδοση Α’ Ἀπρίλιος 1983, ΑΚΡΙΤΑΣ