ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

Ὁ ἐξαγιασμὸς τοῦ χρόνου


 

\"\"

π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν

Ἑορτασμός: Προετοιμασία καὶ ἐκπλήρωση

Τί, λοιπόν, εἶναι ὁ ἑορτασμός; Εἶναι ἡ οἰκειοποίηση ἀπὸ μᾶς – τὴν Ἐκκλησία -τῆς χαρᾶς ποὺ δόθηκε ἀπὸ τὸ Θεό. Ἀπὸ τὴ μιὰ ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μία ἀτελείωτη γιορτὴ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη εἶναι μιὰ προετοιμασία γιὰ τὴ μόνη τελικὴ γιορτή: τὴν ἐκπλήρωση τῶν πάντων τοῦ κόσμου ἐν Θεῷ. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ κάθε γιορτή, κάθε πανήγυρις τῆς Ἐκκλησίας οἰκοδομεῖται ἀπὸ τοὺς δύο πόλους: τὴν προετοιμασία ἀλλὰ καὶ τὴν ἐκπλήρωση. Φθάνουμε τὸ Πάσχα ὄχι κοιτώντας τὸ ἡμερολόγιο καὶ λέγοντας: «Θὰ ἔλθει στὶς 3 Μαΐου». Πρέπει νὰ περάσουμε πρῶτα ἀπὸ τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Πρὶν τὰ Χριστούγεννα πρέπει πάλι νὰ περάσουμε ἀπὸ 40 μερῶν νηστεία.

Πρὶν ἀπὸ κάθε γιορτὴ ὑπάρχει πάντα προετοιμασία, κάθαρση, νηστεία. Ὅταν πᾶμε νὰ κοινωνήσουμε, ποὺ εἶναι ἡ μεγαλύτερη χαρὰ ποὺ μπορεῖ νὰ πάρει ἕνας ἄνθρωπος, πρέπει νὰ νηστέψουμε. Ὅλα αὐτὰ μᾶς ἀποκαλύπτουν καὶ μᾶς διδάσκουν τὸ πραγματικὸ νόημα τοῦ ἑορτασμοῦ. Εἶναι εὔκολο νὰ πάει ἕνας ἐκκλησία, εἶναι δύσκολο νὰ γιορτάσει. Διότι ἁπλῶς νὰ πηγαίνει στὴν ἐκκλησία, ἡ ἁπλὴ παρουσία δὲν εἶναι ἀρκετή. Ὁ πραγματικὸς ἑορτασμὸς εἶναι πάντα μιὰ ζωντανὴ συμμετοχή. Ἀλλὰ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει ἐκείνη τὴ συμμετοχὴ καὶ τὸ νόημα καὶ τὸ βάθος, τὴ χαρὰ τοῦ ἑορτασμοῦ, ἐκτὸς ἂν πρῶτα δὲν ἑτοιμάσει τὸν ἑαυτό του. Δὲν μποροῦμε χωρὶς μετάβαση νὰ μεταπηδήσουμε ἀπὸ ἕνα καυγὰ στὴ χριστιανικὴ χαρά. Δὲν μποροῦμε μετὰ ἀπὸ ἕνα μεγάλο γεῦμα, ἕνα καλὸ ποῦρο καὶ λίγο οὐΐσκυ νὰ γίνουμε ξαφνικὰ πνευματικοί. Εἴμαστε πεπτωκότες ἄνθρωποι. Οἱ ὀρέξεις μας, τὰ σώματά μας, τὰ πάντα, μᾶς σπρώχνουν πρὸς τὰ κάτω, πρὸς τὴ γῆ. Εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ καθόμαστε παρὰ νὰ στεκόμαστε, νὰ κοιμόμαστε παρὰ νὰ μένουμε ξύπνιοι, νὰ διαβάζουμε εὐθυμογραφήματα παρὰ ἕνα καλὸ μυθιστόρημα, ἕνα καλὸ μυθιστόρημα παρὰ τὸ Εὐαγγέλιο. Ἡ χαρὰ καὶ τὰ ὅλο δόξα πράγματα ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεός, στὴν ἀρχὴ φαίνονται σὰν βάρος, κάτι δύσκολο, ἀκόμα ἀδύνατο. Πραγματικὰ τὰ ἀπορρίπτουμε. Συνεπῶς πρέπει νὰ κάνουμε μιὰ προσπάθεια. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ γιορτάζουμε χωρὶς τὸν ἀγώνα τῆς προετοιμασίας. Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τοῦ σημαντικοῦ Ὀρθόδοξου θεσμοῦ τῆς νηστείας.

Στὴ χριστιανική της σημασία, ἡ λέξη νηστεία δὲν εἶναι μία ἁπλὴ ἀλλαγὴ τῆς δίαιτας. Ἡ ἀληθινὴ νηστεία εἶναι πάντα σωματικὴ καὶ πνευματική, ἡ προσπάθεια ὁλόκληρου τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί; Διότι εἶναι ὁ μόνος τρόπος γιὰ μᾶς νὰ ἐλαφρύνουμε, νὰ ἀνοίξουμε στὸ Θεὸ καὶ τὴ χαρά Του. Εἶναι ἀδύνατο νὰ μποῦμε στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ χωρὶς νὰ ἀπαλλαχτοῦμε ἀπὸ τὸ πνευματικὸ «λίπος», τὸ καθετί δαιμονικό, ἐπιφανειακό, ἀσήμαντο καὶ θνητὸ στὴ ζωή μας. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ὁ ρυθμὸς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς εἶναι πάντα αὐτὸς τῆς προετοιμασίας καὶ τῆς ἐκπλήρωσης.

Ὁ ἐξαγιασμὸς τοῦ χρόνου εἶναι συνεπῶς ἡ μεταμόρφωση τοῦ φυσικοῦ χρόνου ποὺ ζοῦμε. Ὅπως καθετί σ’ αὐτὸ τὸν πεπτωκότα κόσμο, ὁ χρόνος εἶναι πεπτωκὼς καὶ συνεπῶς χρειάζεται λύτρωση. Τὸ νὰ ἐξαγιάσουμε τὴ ζωὴ εἶναι νὰ τὴ μεταβάλουμε σὲ ἕνα χρόνο μὲ νόημα, σ’ ἕνα χρόνο πού, καθὼς εἰπώθηκε, πάντα σχετίζεται καὶ ἀναφέρεται μέσω τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Λειτουργικῆς ζωῆς σ’ αὐτὰ τὰ τρία σημαντικὰ σημεῖα τῆς Χριστιανικῆς Πίστης: ὁ Χριστὸς ἦλθε, καὶ στὸν πρῶτο του ἐρχομὸ ἀνακαλύψαμε τὸ νόημα τῆς ζωῆς μας, διότι ἦρθε νὰ ἀλλάξει τὴ ζωή μας ἀπὸ σκοτάδι σὲ φῶς, νὰ δώσει κατεύθυνση, νὰ μᾶς ἀποκαλύψει τὸν πραγματικὸ «προορισμὸ» ποὺ εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅλα αὐτὰ ὅμως εἶναι ἀδύνατα ἐκτὸς ἂν Αὐτὸς εἶναι παρών. Καὶ ἡ Παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὴ ζωὴ μας εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Εἶναι ὁ Χριστὸς ποὺ στέκεται δίπλα, βοηθᾶ, καθοδηγεῖ καὶ μᾶς γεμίζει μὲ τὴ χάρη Του. Καί, τέλος, ἡ μεταμόρφωση τοῦ χρόνου εἶναι ἡ προσμονὴ τοῦ μέλλοντος, ἐκείνης τῆς ἐκπλήρωσης τῆς ἀπόλυτης κοινωνίας μὲ τὸ Θεὸ ποὺ εἶναι τὸ νόημα τοῦ καθετί ποὺ ὑπάρχει: Ἀνάμνηση – Παρουσία – Προσμονή.
Ἡ ἀληθινὴ χριστιανικὴ ζωὴ ἔχει τὴν καλύτερή της ἔκφραση τὸ Μεγάλο Σάββατο ποὺ προηγεῖται τοῦ Πάσχα, ὅταν ὁ τάφος τοῦ Χριστοῦ εἶναι στὸ ἐπίκεντρο τῆς Ἐκκλησίας.

Φαίνεται νεκρός, ἀλλὰ ἤδη φαίνονται οἱ ἀκτῖνες τοῦ φωτός. Ὁ τάφος δὲν παρουσιάζει θάνατο, δὲν εἶναι πιὰ ὁ τόπος στὸν ὁποῖο ὑπάρχει κλάμα καὶ ὀδυρμός. Ὁ τάφος ἀνάμεσα στὴν ἐκκλησία μὲ ὅλα ἐκεῖνα τὰ λουλούδια ἔχει γίνει ὁ ζωοδότης τάφος. Ὁ Χριστὸς κοιμᾶται καὶ μαζί Του πᾶμε καὶ ἐμεῖς μέσω τῆς μεγάλης μέρας ποὺ θὰ μᾶς πάρει στὴν Πασχαλινὴ χαρά. Ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ εἶναι ἡ προσμονὴ ἐκείνου ποὺ εἶναι στὸ τέλος καὶ τὸ τέλος εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ νυμφικοῦ θαλάμου, ἡ χαρὰ τῆς Ἀνάστασης. Στὸ τέλος εἶναι ἡ Μαρία, ὁ Ἰωάννης καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι. Στὸ τέλος εἶναι ἡ ὑπέροχη πληρότητα τῆς ζωῆς. Ὅταν βλέπω αὐτὸ τὸ τέλος, θέλω νὰ τὸ φτάσω, νὰ κινηθῶ στὴν κατεύθυνσή του. Πρέπει νὰ προσπαθήσω, καὶ ὅταν προσπαθήσω ὁλόκληρή μου ἡ ζωὴ γίνεται μία ἄσκηση. Συναντῶ κάποιον ποὺ δὲν μὲ ἐνδιαφέρει ἀλλὰ ἀντιλαμβάνομαι ὅτι αὐτὸ τὸν ἄνθρωπο μοῦ τὸν ἔστειλε ὁ Θεὸς καὶ ἡ συνάντηση γίνεται γεμάτη νόημα. Ἔχω μιὰ ἀνιαρὴ δουλειὰ ἀλλὰ αὐτὴ ἡ δουλειὰ εἶναι ἐκείνη μὲ τὴν ὁποία τὸ σῶμα μου, τὸ πνεῦμα μου, ἡ ζωή μου μεταβάλλονται σὲ προσδοκία. Τὸ καθετί ἐκείνου τοῦ μακρυνοῦ ταξιδιοῦ εἶναι ἕνα βῆμα πρὸς τὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους Θαβώρ. Ἔτσι ὁλόκληρος ὁ λειτουργικὸς κύκλος ἔχει μόνο ἕνα νόημα: νὰ μᾶς κάνει ἱκανοὺς γιὰ νὰ εἴμαστε ὅπως ὁ Πέτρος στὸ ὄρος Θαβώρ. Ἱκανοὶ γιὰ νὰ ποῦμε: «Κύριε, καλὸν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι». Καὶ νὰ τὸ ποῦμε μὲ ὅλη μας τὴν καρδιά.

Ἡ ἐπανόρθωση τῆς λειτουργικῆς ζωῆς τοῦ χρόνου δὲν εἶναι μόνο ἕνα πρόβλημα τῆς θρησκευτικῆς ἀγωγῆς. Εἶναι τὸ πρόβλημα στὴν σημερινή μας ἐκκλησιαστικὴ ζωή. Εἴμαστε πολὺ φτωχοὶ ὀρθόδοξοι, ἂν νομίζουμε πὼς μποροῦμε νὰ συμπτύξουμε τὴν Ὀρθοδοξία μας σὲ δυὸ ὧρες τὴν Κυριακὴ τὸ πρωί. Ἂν ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τῆς βδομάδας, ἀπὸ τὴ Δευτέρα ὡς τὴν Κυριακή, ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τοῦ μήνα, τοῦ χρόνου, δὲν ἀναφέρονται στὸ Ὄρος Θαβώρ, στὸ Πάσχα, τὴν Πεντηκοστή, τότε οὔτε τὸ πρωΐ τῆς Κυριακῆς ἔχει νόημα. Εἶναι στὴ γενιά μας ποὺ δίνεται αὐτὸ τὸ φοβερὸ καθῆκον τοῦ νὰ ἐπανορθώσει ὄχι μόνο τὰ ἐξωτερικά, ὄχι μόνο τὶς ἡμερομηνίες καὶ τὰ ὀνόματα τῶν γιορτῶν, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ τὴν ὑπέροχη γνώση τοῦ πῶς νὰ γιορτάζουμε, πῶς νὰ πηγαίνουμε στὴν ἐκκλησία καὶ πῶς νὰ βροῦμε στὴν Ἐκκλησία τὴ χαρὰ ποὺ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ἀφαιρέσει

Μετάφραση: Ἱεροδιάκονος Ἀναστάσιος Τελεβάντος

Περιοδικὸ Ὀρθόδοξη Μαρτυρία, τεῦχος 19, 1986