Μᾶς εἶναι δύσκολο νὰ πιστέψουμε στὴν Ἀνάσταση, διότι εἴμαστε ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴν ἀρχαία φιλοσοφία καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία. Ἡ ἀρχαία φιλοσοφία, πίστευε στὴν κατὰ φύση ἀθάνατη ψυχὴ καὶ στὸ κατὰ φύση θνητὸ σῶμα, στὸ ὁποῖο περικλείεται ἡ ψυχή. Καὶ γι’ αὐτὸ μας εἶναι πιὸ φυσικὸ νὰ πιστεύουμε στὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς παρὰ στὴν ἀνάσταση τοῦ σώματος. Διότι ὅταν λέμε ἀνάσταση ἐννοοῦμε τὴν ἀνάσταση τῶν σωμάτων, ἐφόσον οἱ ψυχὲς δὲν πεθαίνουν, δὲν πιστεύουμε ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι στὸ θνητοψυχισμό.
«Πιστεύουμε καὶ στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Γιατί θὰ γίνει, πράγματι, θὰ γίνει ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ὅταν λέμε φυσικὰ ἀνάσταση, ἐννοοῦμε ἀνάσταση σωμάτων. Γιατί ἀνάσταση εἶναι ἡ δεύτερη ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου τῆς πτώσεως• ἄλλωστε οἱ ψυχές, ὡς ἀθάνατες (κατὰ χάριν), πῶς θὰ ἀναστηθοῦν; Ἂν πράγματι ὁρίζουν τὸ θάνατο ὡς χωρισμὸ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, ὁπωσδήποτε ἡ ἀνάσταση εἶναι ἡ νέα συνάφεια ψυχῆς καὶ σώματος καὶ ἡ δεύτερη σύσταση τῆς ζωντανῆς ὑπάρξεως ποὺ διαλύθηκε στὰ στοιχεῖα της καὶ ἔπεσε. Τὸ ἴδιο λοιπὸν σῶμα ποὺ φθείρεται καὶ διαλύεται, τὸ ἴδιο θὰ ἀναστηθεῖ ἄφθαρτο», μᾶς λέει ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός.
Ἑπομένως ὅταν λέμε ἀνάσταση νεκρῶν, ἐννοοῦμε ὅτι οἱ ἄνθρωποι θὰ ξαναπάρουν πάλι τὸ σῶμα τους, τὸ ὁποῖο εἶχε παραδοθεῖ στὴ μητέρα γῆ καὶ εἶχε διαλυθεῖ στὰ «ἐξ ὧν συνετέθη» στοιχεῖα του. Ἀλλὰ τὸ ἀναστημένο σῶμα μας θὰ εἶναι ἄφθαρτο καὶ πνευματικό, ὅπως μᾶς ἀναφέρει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, λέγοντας στὴν Ἃ’ πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολή του: «Δεῖ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν» (Ἃ’ Κόρ. 15, 53).
Γιὰ τοὺς ἀρχαίους φιλοσόφους λοιπὸν καὶ τοὺς Ἕλληνες, ποὺ εἶχαν ἐπηρεασθεῖ ἀπὸ τὸ πνεῦμα τους, ἡ σωτηρία βρίσκεται στὴ φυγὴ ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ ἀπὸ τὸ αἰσ¬θητό, στὴν ἐπιστροφὴ πρὸς τὸν νοητὸ κόσμο. Ἐνῶ γιὰ τὴ Βίβλο ὁ ἄνθρωπος εἶναι ψυχοσωματικὴ ὀντότητα, τὸ ἀνθρώπινο ὂν εἶναι μία προσωπικὴ ἑνότητα. Ἑπομένως ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν σωμάτων δὲν εἶναι ἀκατανόητη γιὰ τὴ Βίβλο. Οἱ Ἀθηναῖοι, φυσικά, ἀντέδρασαν ὅταν τοὺς μίλησε ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τὴν ἀνάσταση, γιατί ἦταν ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴν ἀρχαία φιλοσοφικὴ σκέψη. Γι’ αὐτό, ὅπως ἀναφέρεται στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, «ἀκούσαντες δὲ ἀνάστασιν νεκρῶν, οἱ μὲν ἐχλεύαζον, οἱ δὲ εἶπον ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶ τούτου» (Πράξ. 17, 31-32).
Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἕνας ἄλλος λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖο ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι δυσκολευόμαστε νὰ πιστέψουμε στὴν ἀνάσταση. Ὁ λόγος αὐτὸς εἶναι πνευματικὸς καὶ ἔχει σχέση μὲ τὴν καθαρότητα καὶ τὴν ἀναμαρτησία μας. Λέει ὁ π. Ἰουστίνος Πόποβιτς: «Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος διὰ τῆς πίστεως εἰς τὸν Ἀναστάντα Χριστὸν ἀγωνίζεται ἐναντίον κάθε ἁμαρτίας του, αὐτὸς ἐνισχύει βαθμιαίως ἐν ἐαυτῶ τὴν αἴσθησιν ὅτι ὁ Κύριος ὄντως ἀνέστη, ὄντως ἐνίκησε τὸν θάνατον εἰς ὅλα τὰ μέτωπα τῆς μάχης. Ἡ ἁμαρτία βαθμιαίως σμικρύνει τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου, τὴν πλησιάζει πρὸς τὸν θάνατον, τὴν μεταβάλλει ἀπὸ ἀθανάτου εἰς θνητήν, ἀπὸ ἀφθάρτου καὶ ἀπεράντου εἰς φθαρτὴν καὶ πεπερασμένην. Ὅσον περισσοτέρας ἁμαρτίας ἔχει ὁ ἄνθρωπος, τόσον περισσότερον εἶναι θνητός. Καὶ ἐὰν ὁ ἄνθρωπος δὲν αἰσθάνεται τὸν ἑαυτὸν τοῦ ἀθάνατον, εἶναι φανερὸν ὅτι εὑρίσκεται ὅλος βεβυθισμένος εἰς τὰς ἁμαρτίας, εἰς σκέψεις μυωπικᾶς, εἰς αἰσθήματα νενεκρωμένα. Ἐνῶ, καθὼς γίνεται ἁγιώτερος ὁ ἄνθρωπος, ἀποκτᾶ ὁλονὲν καὶ περισσότερον δυνατήν, περισσότερον ζω¬ντανὴν αἴσθησιν τῆς προσωπικῆς του ἀθανασίας• ἀποκτᾶ ἐπίγνωσιν τῆς ἰδικῆς του καὶ τῆς τῶν πάντων αἰωνιότητος».
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ π. Σωφρόνιος ὁ Σαχάρωφ μᾶς ὑπογραμμίζει καὶ μᾶς λέει ὅτι σ’ αὐτοὺς ποὺ μετανοοῦν ἀληθινά, ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δίνει τὸ βίωμα τῆς ἀναστάσεως τῆς ψυχῆς, ἐνόσω ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται ἀκόμη στὴ γήινη αὐτὴ ζωή: «Ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δίδει εἰς τοὺς φλογερῶς μετανοοῦντας καὶ τὴν πείραν τῆς εἰς ἅδου καταβάσεως, καὶ τὴν πείραν τοῦ ἅδου τῆς ἀγάπης, καὶ τῆς ἀναστάσεως τῆς ψυχῆς, ἐντὸς τῶν ὁρίων εἰσέτι τῆς ἐν τῷ σώματι τούτω ζωῆς».
Φυσικά, μπορεῖ νὰ δίδεται ἡ βιωματικὴ ἐμπειρία, ἀλὰ δὲν μποροῦμε νὰ συλλάβουμε καὶ νὰ μιλήσουμε μὲ λεπτομέρεια γιὰ τὴν πραγματικότητα τοῦ μέλλοντα αἰώνα, ἔστω καὶ ἂν κάποιες φορὲς βιώνουμε μία ζωντανὴ προσωπικὴ σχέση μὲ τὸν Θεό. Πρέπει ὅμως νὰ ξέρουμε, ὅτι ἡ σχέση μᾶς αὐτὴ ἔχει σπέρματα αἰωνιότητας. Πῶς θὰ εἶναι ὅμως ἡ ζωή, ὄχι κάτω ἀπὸ τὶς συνθῆκες τῆς πτώσης, ἀλλὰ μέσα σ’ ἕνα σύμπαν ποὺ ὁ Θεὸς θὰ εἶναι «τὰ πάντα τοῖς πάσι», γι’ αὐτὸ ἔχουμε μόνο μερικὲς λάμψεις καὶ ὄχι μία καθαρὴ ἀντίληψη. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ μᾶς κάνει νὰ μιλᾶμε μὲ προσοχὴ καὶ νὰ κρατᾶμε πάντοτε σιωπὴ γιὰ τὰ θέματα αὐτά.
Εἶναι σαφὲς λοιπὸν ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ ἀντιληφθοῦμε «διὰ τοῦ νοὸς» μας ὅλα αὐτὰ τὰ μεταφυσικὰ θέματα, οὔτε νὰ ἐννοήσουμε τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάσταση, ἀλλὰ στὴν προσευχὴ μπορεῖ νὰ περιέλθουμε, κυρίως οἱ Ἅγιοι, σὲ τέτοια κατάσταση, ἡ ὁποία μᾶς διανοίγει τὰ μυστήρια τοῦ μέλλοντα αἰώνα, ὅπως μᾶς ἀναπτύσσει καὶ πάλιν ὁ ἅγιος Γέροντας π. Σωφρόνιος λέγοντας: «Δὲν δυνάμεθα νὰ συλλάβουμε διὰ τοῦ νοὸς ἠμῶν τί σημαίνει σωτηρία τοῦ κόσμου, οὔτε νὰ ἐπινοήσωμεν τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν (βλ. Μάρκ. 9, 10). Ἐν τὴ προσευχὴ ὅμως περιερχόμεθα ἐνίοτε εἰς κατάστασιν ἤτις διανοίγει ἠμὶν ἐν μέρει τὰ μυστήρια τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Πιστεύομεν ὅτι θὰ ἔλθη ἐκείνη ἡ στιγμή, ἤτις καλεῖται «τὸ πλήρωμα τῶν καιρῶν» (Ἐφεσ. 1, 10), ὡς τελείωσις παντὸς ὅ,τι “ενενόησε” (πρβλ. Ἰουδθ 9, 5) περὶ ἠμῶν ὁ Δημιουργός.
(Θάνατος, Ἀνάσταση καὶ Αἰώνια ζωή, ἔκδ. «Ἑτοιμασία», Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Καρέας 2002, σ. 223-226).