Γράφει ὁ π. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης
Αὐτοὶ ποὺ τὰ κατασκευάζουνε κι ὅσοι σὲ κεῖνα ἐλπίζουν, ὅμοιοι μ’ αὐτὰ νὰ γίνουνε» (Ψάλμ. 135, 15-18). Τὰ λόγια αὐτά, περιγραφικὰ γιὰ τὰ παλαιὰ εἴδωλα, εἶναι συνάμα προφητικὰ γιὰ τὰ νέα εἴδωλα ποὺ φιλοτέχνησαν καὶ λατρεύουν μὲ θρησκευτικὴ εὐλάβεια οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι.
β) Στὴν ἐποχὴ μᾶς μπορεῖ οἱ πολιτισμένες κοινωνίες νὰ μὴ στήνουν ξόανα καὶ ἀγάλματα φανταστικῶν θεῶν, ἀλλὰ τὸ ἐνδιαφέρον τοὺς εἶναι στραμμένο πρὸς νέες μορφὲς εἰδώλων. Κι αὐτά, ὅπως καὶ τὰ παλαιὰ βρίσκονται στὸ ἐπίκεντρό του ἐνδιαφέροντος τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἔχασαν τὴν πίστη τους καὶ τὴν ἐλπίδα τους στὸν ἀληθινὸ Θεὸ κι ἔγιναν ὅμοιοι μὲ αὐτά. Τὸ παράδοξο εἶναι ὅτι καὶ οἱ χριστιανοὶ ποὺ καλοῦνται νὰ εἶναι «τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (βλ. Μάτθ. 5, 13-14), ἐνῶ μὲ τὰ χείλη τοὺς ὁμολογοῦν πίστη στὸν Τριαδικὸ Θεό, ἡ ψυχὴ τοὺς σύρεται πίσω ἀπὸ τὰ οἰκονομικὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς.
γ) Στὶς μέρες μᾶς λατρεύονται νέα εἴδωλα ποὺ στήνονται στοὺς ναοὺς τῶν χρηματιστηρίων καὶ τῶν ἀγορῶν, τῶν μεγάλων τραπεζῶν καὶ τῶν ἀνώνυμων ἑταιρειῶν, στοὺς ἄυλους τίτλους καὶ τὶς κερδοφόρες ἐπενδύσεις. Τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο θυσιάζεται στὸ βωμὸ τοῦ κέρδους καὶ κυριαρχεῖ ὁ homo economikus. Οἱ οἰκονομολόγοι ὡστόσο, ἀποδέχονται πλέον τὴν ἀδυναμία τους νὰ προβλέψουν τὶς οἰκονομικὲς κρίσεις καὶ ὁμολογοῦν ὅτι γιὰ τὴν κατανόηση τῶν κοινωνικῶν δεδομένων χρειάζονται καὶ οἱ ἀνθρωπιστικὲς ἐπιστῆμες.
δ) Ὅμως, μένουν ἀμετανόητοι, παρόλο ποὺ ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ ἐπικρατοῦσα οἰκονομικὴ ἀντίληψη ποὺ στηρίζεται στὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία τῆς ἀγορᾶς καὶ στὴν ὀρθολογικότητα τοῦ ἀνθρώπου τοὺς ἔχει ἀπομακρύνει ἀπ’ τὴν πραγματικότητα. Μπορεῖ οἱ θεωρίες τῶν οἰκονομολόγων νὰ ἐμφανίζονται κομψές, ἀλλὰ στὴν πράξη εἶναι ὀλέθριες. Θυσιάζουν ἀνθρώπινα πρόσωπα καὶ λαοὺς σὲ κάθε γωνιὰ τῆς Γής.
ε) Παλαιότερα στὶς μικροκοινωνίες ποὺ ἐμπνέονταν ἀπὸ τὸ μήνυμα τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρχε προσπάθεια χαλιναγώγησης τῆς πλεονεξίας καὶ τῆς ἀπληστίας. Στὴν πατερικὴ παράδοση γίνεται ἔντονη κριτικὴ τοῦ ἔντοκου δανεισμοῦ, καταγγέλλεται ὡς αἰτία οἰκονομικῆς ἐξαθλίωσης ἡ βαριὰ φορολογία καὶ ἡ τοκογλυφία, καὶ ἀπαγορεύεται στοὺς κληρικοὺς νὰ ἀποδέχονται χορηγίες γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες προέρχονται ἀπὸ ἐκμετάλλευση καὶ ἀδικία.
στ) Καὶ γράφονται τὰ παραπάνω μὲ ἀφορμὴ τὸ μαρτύριο τοῦ θαυματουργοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, ὁ ὁποῖος περιφρόνησε τὰ εἴδωλα τῆς ἐποχῆς του καὶ δέχθηκε τὸν ἁμαράντινο τῆς δόξης στέφανο (βλ. Ἃ’ Πέτρ. 5,4). Γράφει ὁ ὅσιος Νικόδημος: «O Ἅγιος Ἱερομάρτυς Χαραλάμπης ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Σεβήρου, καὶ Λουκιανοῦ ἡγεμόνος, ἐν ἔτει ρ?ἡ΄ (198), Ἱερεὺς τῶν Χριστιανῶν ἐν Μαγνησία τὴ πόλει. Οὗτος λοιπὸν διδάσκων τὴν στράταν τῆς ἀληθείας, καὶ κηρύττων τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν, κατεδικάσθη ὑπὸ τῶν ἄνωθεν τυράννων, καὶ ἐκδύθη τὴν ἱερατικὴν στολήν, ἔπειτα ἐξέδαραν τὸ δέρμα ὅλου του σώματός του».
ζ) Ἡ αἰτία τὸ μαρτυρίου τοῦ ἦταν ὅτι ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Τοποθέτησε τὴν πίστη στὸν Χριστὸ πάνω ἀπὸ ἀξιώματα, τιμές, πλούτη ἀλλὰ κι αὐτὴ ἀκόμη τὴ ζωή του. Ἀκολούθησε τὸν σωτήριο λόγο: «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμὶν» (Μάτθ. 6, 33). Τὸν ἔγδαραν, τοῦ κάρφωσαν καρφιὰ στὴν πλάτη, τὸν ἔβαλαν στὴ φωτιά, ἀλλὰ ὁ ἱερομάρτυς ὑπέμεινε καρτερικὰ τὰ μαρτύρια. Τὸ γεγονὸς ὅτι στὶς μέρες μας, ἄμεσα ἢ ἔμμεσα, στρέφουμε τὴν ἐλπίδα μας στὰ νέα εἴδωλα τῶν ἐθνῶν, μήπως πρέπει νὰ μᾶς ἐμβάλλει σὲ σκέψεις γιὰ τὴν ποιότητα τῆς πίστης καὶ τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματός μας;