Ὅταν ἀποκτήσωμεν τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀρετή, τότε ἀξίζει νά ὑποστοῦμε ἀκόμη καί διωγμούς ἕνεκεν Αὐτοῦ, ἄν χρειαστεῖ καί ἐξορία νά ἀνεχτοῦμε, ἀλλά καί ἕτοιμοι νά ἀκούσουμε γιά τούς ἑαυτούς μας τίς πιό ἀπρεπεῖς συκοφαντίες, καί ἀκόμη, νά χαιρόμαστε γιά ὅλα αὐτά, λέει ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας.
Ὅταν μέσα στόν ἄνθρωπο ἀνάψει αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ὅταν οἱ ἀρετές λάμψουν μέσα του, τότε ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕτοιμος ὄχι μόνον νά ὑποφέρει βάσανα, ὄχι μόνον νά ὑπομένει φαῦλα ἔργα ἐναντίον του καί δεσμά ἐγκλεισμοῦ, ἀλλά εἶναι ἀκόμη ἕτοιμος καί νά χαίρεται γιά ὅλα αὐτά.
Ἡ χαρά ὅμως αὐτή δέν διαδίδεται ἀνάλογα μέ τό πόσο τήν ἀξίζει κάποιος, δέν ἀποτελεῖ ἔπ΄οὐδενί ἀνταμοιβή γιά τίς ἀσκήσεις, ἀλλά εἶναι χάρις, ὑπέροχη καί τέλεια δωρεά τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ πού Αὐτός μόνος ὁ Πατήρ εὐδοκεῖ, ὅπως εἰσέλθωμεν εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου ἠμῶν (Μάτθ. 25,21-23).
Διότι, ἐκεῖνοι πού εἰσῆλθαν εἰς τήν χαράν τοῦ Πατρός, χαίρονται μέ τήν χαράν τοῦ Χριστοῦ καί ἔτσι, ἐκεῖνο τό ὁποῖον χαροποιεῖ τόν Χριστόν, Αὐτός κάνει νά χαίρονται μέ αὐτό καί ἐκεῖνοι πού εἶναι δικοί Του, ἐνῶ οὐσιαστικά ὁ Ἴδιος χαίρεται ἐν Αὐτῶ.
Ἐπειδή Ἐσεῖς, οἱ ὁποῖοι εἴσαστε ἐν τῷ Σώματι Αὐτοῦ καί χαίρεστε μέ τή χαρά τοῦ Χριστοῦ, εὔκολα θά ἀναγνωρίσετε τή χαρά μέ τήν ὁποίαν χαρήκαμε ἐκ νέου ἐγκλωβισμένοι στά δεσμά ἕνεκεν Αὐτοῦ, σέ Ἐσᾶς ἀπευθύνομεν τήν Δευτέραν κατά σειράν αὐτήν Ἐγκύκλιον ἐπιστολήν, γεγραμμένην μέσα εἰς τάς φυλακάς, διά νά Σᾶς παρακαλέσωμεν, ὅπως διατηρεῖτε εἰς τήν μνήμην Ὑμῶν τά δεσμά ἠμῶν καί ὅπως μήν αἰσχύνεσθε ἕνεκεν ἠμῶν, διότι καί περαιτέρω ὕπ΄ αὐτά παραμένομεν.
Ὅταν ὁ θεῖος Παῦλος ζητᾶ ἀπό τόν Τιμόθεο νά μήν ἐντραπεῖ γιά τό μαρτύριόν του (Β΄Τιμοθ. 1,8), δέν τό κάνει αὐτό γιά νά τόν ἐπικρίνει ἐπειδή αἰσχυνόταν αὐτός ἀπό τά δεσμά τοῦ Παύλου, ἀλλά τό ἔκανε γιά νά τόν ἐνθαρρύνει, ἔτσι ὥστε καί ὁ ἴδιος νά δεχθεῖ νά ὑποφέρει τά δικά του δεινά, ἐάν καί ἔφ΄ ὅσον βρεθεῖ στήν ἴδια κατάσταση.
Ἐάν λοιπόν, ἕως κάποιου σημείου, θά ἦταν ἐπιτρεπτό στόν Παῦλο νά ἔχει ἔστω καί τήν ἐλάχιστην ἀμφιβολίαν καί ὑποψίαν ἔναντι κάποιων οἱ ὁποῖοι ἀκόμη δέν ἦταν σταθεροί εἰς τήν πίστην, κι εἶχαν ἀνάγκη ἀκόμη ὄχι ἀπό στερεά τροφή ἀλλά ἀπό βρεφικό γάλα (Ἅ΄Κόρ. 3,2), δεδομένου τοῦ ὅτι στήν πρώτη του ἀπολογία στό δικαστήριο κανείς δέν τοῦ εἶχε συμπαρασταθεῖ ἀλλά ὅλοι τόν εἶχαν ἐγκαταλείψει (Β΄Τιμοθ. 4,16), καί γί΄ αὐτό λέει στόν Τιμόθεο ὅτι τό Πνεῦμα τό ὁποῖον ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε δέν εἶναι πνεῦμα φόβου ἀλλά πνεῦμα δυνάμεως, ἀγάπης καί σοφίας (Β΄Τιμοθ. 1,2), εἰς ἠμᾶς δέν εἶναι ἐπιτρεπτή καμία ἀμφιβολία ἔναντι Ὑμῶν, διότι Ἐσεῖς μᾶς ὑποστηρίξατε καί κατά τήν πρώτην καί κατά τήν δευτέραν, ὅσο καί σέ ὅλες κατά σειράν μέχρι καί αὐτήν τήν ἕκτην ἀπολογίαν τῆς πίστεως ἠμῶν, ἐνώπιον τῶν πολιτικῶν δικαστηρίων τῆς ΠΓΔΜ.
Ὡς ἐκ τούτου, αὐτήν τήν ἐπιστολήν δέν τήν ἀναγράφομεν διά νά ἐνθαρύνωμεν τήν ἀνδρείαν Ὑμῶν ἐν τή πίστη, ἡ ὁποία ἀποδείχθηκε ἠμίν μέσω τῶν μαρτυριῶν Ὑμῶν καί κατά τάς προηγούμενας φορᾶς, κάθ΄ ὄν χρόνον τελούσαμεν ὑπό κράτησιν, παρά, τήν ἀποστέλλομεν πρός Ὑμᾶς, ὅπως μοιρασθῶμεν μέθ΄ Ὑμῶν τήν χαράν μέ τήν ὁποίαν ὁ Κύριός μας χαροποίησε, χαράν ἡ ὁποία πηγάζει ἀπό τά δεσμά τοῦ Χριστοῦ, καί μέ τήν ὁποίαν χαίρεται καθείς, ὅστις καί ὁ ἴδιος ὑπομένει τοιαῦτα μέ τόν ἕναν ἤ τόν ἄλλον τρόπον.
Ἐκεῖνοι ὅμως οἱ ὁποῖοι θά ἀγαπήσουν τά δεσμά Αὐτοῦ ἔναντι κάθε εἴδους φυσικῆς ἐλευθερίας, θά καταλάβουν καί τήν δική μας χαρά, χαράν μέ τήν ὁποίαν χαίρεται ἡ καρδία ἠμῶν ὅταν φέρομεν εἰς τήν μνήμην μας Ἐσᾶς καί τήν μέριμναν Ὑμῶν δί΄ ἠμᾶς.
Διότι, κανείς ἄλλος ἐκτός ἀπό ἐκεῖνον πού ἐπλήγη ἀπό τήν τρελή ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δέν δύναται νά ἀνακαλύπτει καί νά ἀναγνωρίζει αὐτήν τήν χαράν, ἡ ὁποία ἐκχέεται ἀπό τά πάθη, ἀπό τή λύπη, τίς δυσκολίες, τίς φυλακίσεις, τίς διώξεις ἤ τίς ἐξορίες.
Ἐκεῖνος ὅμως, πού ἄνοιξε τήν καρδιά του στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί ἐπέτρεψε νά τόν τραυματίσει αὐτή ἡ ἀνείπωτη ἀγάπη, ὄχι μόνον ἐπιτρέπει αὐτή νά τόν πληγώνει συχνά, ἀλλά τίς πληγές πού δέχεται ἀπό αὐτήν τήν ἀγάπη τίς ἐκτιμᾶ περισσότερο ἄπ΄ ὁτιδήποτε ἄλλο.
Ἐκεῖνοι δέ, οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν ὅτι οἱ πειρασμοί πού ὑπομένει κανείς ἕνεκεν τοῦ Χριστοῦ αὐξάνουν τό χάρισμα τῆς χαρᾶς, αὐτοί ζηλεύουν τά δεσμά μέ τά ὁποῖα εἴμαστε δεμένοι στή φυλακή τῶν Σκοπίων, μάλιστα ὄχι μέ ἀρρωστημένη ζήλεια ἀλλά μέ συναγωνιστικό καλό ζῆλο καί αὐτός ὁ ζῆλος δέν εἶναι ἴδιος μέ ἐκείνων πού μέ κάθε τρόπο προσπαθοῦν νά μᾶς ἀποτρέψουν ἀπό τόν σκοπόν μας, ὁ ὁποῖος δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τήν ἴδιαν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ μέν πρῶτοι, ζηλεύουν ἄδολα, μέ ζήλεια πού φαίνεται ὅτι εἶναι ζῆλος πρός τόν Θεόν, οἱ δέ ἄλλοι, ζηλεύουν ἠμᾶς μέ κακεντρέχεια καί ἀπροκάλυπτη ἐπιθυμία νά κάνουν κακό, ὑποτιμώντας ἀκόμη καί τά δεινά του Χριστοῦ, μόνον καί μόνον ἐπειδή σέ αὐτήν τήν στιγμή αὐτά ἔγιναν καί δικά μας πάθη.
Τί λοιπόν; Ἕνα εἶναι τό ζητούμενον, λέει ὁ ἀπόστολος: «πλήν παντί τρόπω, εἴτε προφάσει, εἴτε ἀληθεία, Χριστός καταγγέλλεται» (Φίλ.1,18). Ὅποιος μπορεῖ νά καταλάβει, θά καταλάβει καί ἐκεῖνο πού ἀκολουθεῖ: «Ἐμοί γάρ τό ζῆν Χριστός καί τό ἀποθανεῖν κέρδος» (Φίλ. 1, 21).
Μπορεῖ νά ἐκληφθεῖ ὁ θάνατος ὡς κέρδος μόνον ἐάν προηγουμένως μέ χαρά ἀποδεχθεῖ κάποιος καί τίς δυσβάσταχτες ταπεινώσεις, τούς λοιδωρισμούς, τίς βλασφημίες καί συκοφαντίες, τούς διωγμούς καί τίς φυλακίσεις διά Χριστόν (Ἅ΄Κόρ. 4,9-13). Καί αὐτό, ἐάν καί ἔφ΄ὅσον, στήν ἀδικία πού ὑπομένει δέν ἀπαντάει ἐκδικητικά, μέ ὀργή, μέ μίσος, πεπεισμένος γιά τίς ἀρετές του. Διότι, κάθε εἶδος ἀρετῆς ξευτίζει ὅταν ἔρθει σέ ἐπαφή μέ τό μίσος.
Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖον ὁ ἀπόστολος προτρέπει τούς Κορινθίους στούς λοιδωρισμούς νά ἀπαντοῦν μέ εὐλογία, στούς διωγμούς μέ ἀνοχή καί στίς βλασφημίες μέ λόγους φιλικούς.
Ὅπλον στόν πνευματικόν ἀγώνα ἀποτελεῖ ἡ ἀδυναμία τοῦ σταυροῦ, ὅπλο γιά τό ὁποῖο οἱ περισσότεροι σέ αὐτόν τόν κόσμο δέν πιστεύουν ὅτι εἶναι νικηφόρο. Στήν οὐσία ὅμως, ὅταν ὅλα δείχνουν ὅτι ἀπωλέσαμε ὅλη μας τή δύναμη, τότε εἴμαστε ἀληθινά δυνατοί (Β΄Κόρ.12,10).
Γί΄ αὐτό ἐμᾶς, πού ἐπιλέξαμε αὐτόν τόν ἀγώνα, μᾶς θεωροῦν μωρούς, ὅπως ἀκριβῶς συνέβαινε καί στά χρόνια τῶν ἀποστόλων (Α΄Κόρ.1,23-24). Ποιός, ὅμως, ὑπέφερε περισσότερα δεινά ἀπό τόν ἴδιο τόν θεῖον Παῦλο;
Φυλακισμένος πολλές φορές, ραβδισμένος μέ ἀσύλληπτη αὐστηρότητα, πολλάκις ἐν κινδύνοις ἀκόμη καί εἰς θάνατον. Διῆλθε ὅλων τῶν εἰδῶν τούς πειρασμούς, ἐν ξηρά, ἐν ἐρήμω, ἐν θαλάσση (Β΄Κόρ.11,23-29).
Ὅμως δέν προκάλεσαν ὅλ\’ αὐτά, τό νά χαραχθεῖ βαθιά μέσα του ἡ πεποίθησις, ὅτι οἱ δοκιμασίες ὁδηγοῦν στήν ὑπομονή, ἡ ὑπομονή στό δοκιμασμένο χαρακτήρα καί ὁ δοκιμασμένος χαρακτήρας στήν ἐλπίδα. Ἡ ἐλπίδα τελικά δέν ἀπογοητεύει (Ρώμ.5,3-5).
Μπορεῖ, ἄραγε, νά βρεθεῖ κανείς κακοπροαίρετος πού θά πεῖ ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἦταν μακράν του Θεοῦ καί ὅτι ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ στράφηκε ἐναντίον του, καί ὅτι γι΄αὐτό τοῦ συνέβησαν ὅλα τά παραπάνω;
Ἀντιθέτως, ὅλα αὐτά ἐκεῖνος τά ὑπομένει μέ χαρά, λόγω ἀκριβῶς τῆς ζωντανῆς καί φανερῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ σ’ Αὐτόν. «Ἀρκεῖ σοί ἡ χάρις μου», τοῦ λέει, διότι «ἡ γάρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενεία τελειοῦται» (Β΄Κόρ.12,9). Μακάριος ὁ ὑπομένων τούς πειρασμούς μέ ἐλπίδα. Διότι, ἐάν τούς ὑπομείνει μέ ἀταλάντευτη τήν πίστη εἰς τά ἐπαγγελλόμενα, «λήψεται τόν στέφανον τῆς ζωῆς, ὄν ἐπηγγείλατο ὁ Κύριος τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Ἰακωβ.1,12).
Κανένας ὅμως πειρασμός δέν εἶναι ἐπάνω ἀπό τά ὅρια ἀντοχῆς αὐτοῦ πού δοκιμάζεται.
Ὁ Θεός, πού εἶναι καρδιογνώστης καί ἐτάζων τά βάθη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, πού γνωρίζει τίς πνευματικές δυνάμεις καί ἱκανότητες τοῦ καθενός ξεχωριστά, δέν ἐπιτρέπει στούς πειρασμούς πού ἀντιμετωπίζουμε νά ὑπερβαίνουν τά ὅρια τῆς ἀνθεκτικότητος ἠμῶν.
Ἐκεῖνος πού πιστεύει, σέ κάθε δοκιμασία πού τοῦ δίδεται νά ἀντιμετωπίσει, ταυτόχρονα λαμβάνει καί τήν δύναμιν νά τήν ὑπερβεῖ (Ἅ΄Κόρ.10,13). Αὐτή ἡ ὑπέρβασις, ἐντούτοις, δέν εἶναι πάντοτε ὁρατή στήν ἀρχή τῆς δοκιμασίας.
Εἶναι κεκρυμμένη μέσα σέ ἕνα πλέγμα ὑπομονῆς καί ἐλπίδος, καί ἀποκαλύπτεται μόνον ὅταν φανοῦμε ὑπομονετικοί ὡς πρός τά ἐλπιζόμενα (Ἰακωβ.1,4).
Σέ κάθε περίπτωση, δέν εἶναι ὁ Θεός ἐκεῖνος ὁ Ὁποῖος μᾶς θέτει εἰς πειρασμόν.
Εἰς πειρασμόν ὁδηγούμεθα ὑπό τῆς πρός λάθος κατεύθυνση στραμμένης ἰδίας ἐπιθυμίας (Ἰακωβ.1,13-14).
Ἀλλά, σέ πειρασμούς, καί χωρίς τήν συμμετοχή τῆς θελήσεώς μας, δύνανται νά μᾶς ὁδηγήσουν καί ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι μᾶς ζηλεύουν, πού μᾶς μισοῦν ἤ ἔχουν γιά σκοπό τους νά ἀφαιρέσουν ἀπό ἐμᾶς τήν περιουσία μας.
Κάποιες φορές λοιπόν, χωρίς αὐτό νά εἶναι θέλημα Θεοῦ ἀλλά οὔτε καί ἐξαιτίας δικῆς μας ὑπαιτιότητος, ὑποφέρουμε διάφορους πειρασμούς• σέ αὐτές τίς περιπτώσεις, ὁ στέφανος πού προορίζεται γιά ἐμᾶς θά εἶναι κατά πολύ ἐνδοξότερος ἀπό ἐκεῖνον πού θά στεφώμασταν, ἐάν ἀντέχαμε κάποια δοκιμασία στήν ὁποία ὑποπέσαμε ἐξαιτίας τῆς ἐσφαλμένα παρασυρόμενης ἠμῶν βουλήσεως.
Ὅταν οἱ ἄλλοι μᾶς παρασύρουν στό πειρασμό, τότε αὐτό μπορεῖ νά ὀνομαστεῖ πάθος.
Ὁ μισθός, δηλαδή, γιά τά ὑπομείναντα πάθη τά ὁποῖα ἀνεχθήκαμε μέ εὐχαριστία καί χωρίς γογγυσμούς, χωρίς νά καταβληθοῦμε ἀπό μίσος πρός ἐκείνους πού μᾶς ἔσπρωξαν στό ἀκούσιον πάθος καί τά ἀνεπιθύμητα δεινά, θά εἶναι μεγαλύτερος καί ἀπό ἐκεῖνον πού χαρίζεται γιά τήν ἐνάρετη καί στολισμένη μέ κάθε ἀγαθοεργία ζωή κάποιου.
Παράδειγμα ὅλων αὐτῶν εἶναι ὁ μακάριος Ἰώβ. Πότε αὐτός ἀποδείχθηκε περισσότερο ἄξιος γιά τό στέφανο; ὅταν διέπρεψε μέ ἔργα ἀγαθά ὅπως ἡ φιλοξενία, ἡ συμπόνοια, οἱ ἐλεημοσύνες, οἱ φιλανθρωπίες, ἡ δικαιοσύνη, ἡ φιλοπονία, ἡ πραότητα, ἡ σοφία, ἡ ἐγκράτεια καί πολλά ἄλλα; ἤ μήπως, ὅταν φάνηκε ὑπομονετικός στά δεινά τά ὁποῖα ἔπ΄ οὐδενί δέν ἄξιζε, δεχόμενος ἐπιθέσεις ἀπό διαβολική ζήλεια καί μόνον;
Ὀπωσδήπωτε, οἱ ἀγαθοεργίες τοῦ Ἰώβ εἶναι ἀναμφισβήτητες καί ὑπέρ ἀρκετές γιά τήν ἀπόκτηση τοῦ στεφάνου, ὅμως ἡ ὑπομονή τῶν ἀδίκως προκληθέντων αὐτῶ παθημάτων ἀναδεικνύει τόν Ἰώβ ἀκόμη πιό ἄξιο.
Ἡ ὑπομονή τῶν παθῶν ἀποτελεῖ τό δυσκολοτερο μέρος τοῦ ἀγῶνος μας, κατά τό ὁποῖον γιά τή νίκη, πέραν τῆς μεγάλης ἐπιμονῆς καί καρτερίας, εἶναι ἀπαραίτητη καί ἡ ἀνυπολόγιστη ἀγάπη πρός τόν Θεόν.
Ὅταν ὑποφέρουμε ἀδίκως καί ἕνεκεν τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, στήν οὐσία γινόμαστε συμμέτοχοι τῶν ἀδίκων Αὐτοῦ παθῶν, ἀλλά συνάμα καί Ἐκεῖνος γίνεται μέτοχός του δικοῦ μας πόνου.
Τοιαύτη ἀκριβῶς συσσωμάτωση μετά τοῦ Χριστοῦ εἶναι πού μᾶς δίδει καί τήν μεγαλύτερη παρηγορίαν στά πάθη μας.
Ἡ ζωή μᾶς εἶναι κεκρυμμένη στήν ζωή τοῦ Χριστοῦ καί ἠμεῖς ἤδη ἔχουμε ἀποθάνει ἐν Χριστῷ (Κόλ.3,3), ὅπως καί ὁ Ἴδιος ἔχει ἀποθάνει γιά ἐμᾶς ἐφάπαξ.
Ἐντούτοις, ὅταν οἱ πολιτικές ἀρχές στήν πατρίδα μᾶς συνειδητοποίησαν ὅτι γιά ἐκεῖνον πού ἔχει ἀποθάνει ἐν Χριστῷ καί ἐκ νέου ἔχει γεννηθεῖ ὡς αἰχμάλωτός της ἀγάπης Αὐτοῦ, ἡ κάθειρξη σέ φυλακές δέν μπορεῖ νά προξενήσει οὔτε πόνο οὔτε πληγές, ἀποφάσισαν νά ἐπιτεθοῦν στούς πιό ἀγαπημένους, στούς ἀξιοσέβαστους Ἐπισκόπους καί τούς εὐλαβεστάτους ἱερεῖς, στούς μοναχούς καί τίς μοναχές, χωρίς νά ἑξαιρέσουν οὔτε τό λογικόν ποίμνιον, μεταξύ αὐτοῦ καί ἀνήμπορους ἡλικιωμένους ἀνθρώπους.
Τούς σέρνουν σέ δικαστικές ἀγωγές μέ κατηγορίες ἐναντίων των, προκειμένου νά τούς καταστήσουν συμμέτοχους κακῶν γιά τά ὁποία πρῶτον ἠμᾶς, ψευδῶς καί χωρίς καμία τύψη συνειδήσεως κατηγόρησαν καί ἐπιβάρυναν.
Τοιουτοτρόπως, ἐξισώθησαν μέ ἐκείνους τούς διῶκτες τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων αἰώνων, γενόμενοι καί οἱ αὐτοί διῶκτες τοῦ Ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, διότι ἐκεῖνος πού καταδιώκει τά μέλη τοῦ Σώματος Αὐτοῦ, πού δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τήν Ἐκκλησίαν Του, διώκει Αὐτόν τόν Ἴδιον τόν Κύριον ἠμῶν, ὁ Ὁποῖος κατοικεῖ μέσα εἰς τόν καθένα ἀπό ἐμᾶς ξεχωριστά καί μέσα σέ ὅλους ἐμᾶς μαζί.
Ἐάν τά δεσμά τῆς φυλακῆς δέν μᾶς ἔχουν καταβάλει μέ τήν βαρύτητά τους, ὁ πόνος γιά τά δεινά στά ὁποῖα ὑποβλήθηκαν οἱ ἀδελφοί ἠμῶν ἀρχιερεῖς, οἱ κληρικοί, οἱ μοναχοί καί ὁ πιστός κάθ΄ ἠμᾶς λαός τοῦ Θεοῦ, μᾶς ἔχουν κόψει σάν τό πιό κοφτερό δρεπάνι καί ἔχουν ἐνχύσει εἰς τά σπλάχνα ἠμῶν πικρόν ποτήριον ὄξους καί χολῆς.
Ἀσυγκρίτως ὀδυνηρότερη εἶναι ἡ πληγή πού προκλήθηκε εἰς ἠμᾶς ἀπό τά δεινά αὐτῶν πού ἀγαποῦμε, ἀπό τήν πληγή γιά τά δικά μας πάθη. Διότι, ὄντως, σέ ἐκεῖνον πού εἶναι ἐν Χριστῷ νεκρός, ἡ ἀγάπη ἀκριβῶς πρός τά ἀγαπημένα του πρόσωπα δέν τοῦ ἐπιτρέπει ἀληθῶς καί κάθ΄ ὁλοκληρίαν νά ἀποθάνει.
Ὁ ἀγαπῶν, θέτει ἑαυτόν εἰς διάθεσιν ἐκείνου πού ἀγαπάει, καρτερώντας τήν στιγμή πού, ἄν χρειαστεῖ, καί θά ἀποθάνει χάριν αὐτοῦ.
Ἔτσι μᾶς δίδαξε ὁ Σωτήρ ἠμῶν, ὅταν μᾶς εἶπε, ὅτι μεῖζον αὐτοῦ δέν ὑφίσταται, ἀπό τό νά δίδουμε τήν ἴδια μας τή ζωή γιά ἐκείνους πού ἀγαποῦμε (Ἰωάν.15,13).
Μᾶς εἶπε ὅμως καί τό ἑξῆς: «Μή φοβηθῆτε ἀπό τῶν ἀποκτεννόντων τό σῶμα, τήν δέ ψυχήν μή δυναμένων ἀποκτεῖναι» (Μάτθ.10,28).
Δέν δύνανται οἱ διῶκτες ἠμῶν νά βλάψουν τίς ψυχές μας, ἄν καί ἤδη ἔχουν καταφέρει νά βλάψουν τήν σωματική ὑγεία κάποιων ἀπό ἐμᾶς.
Δέν κατάφεραν ὅμως, μέ τή δύναμη τῆς ἐξουσίας, νά μᾶς ταλαντεύσουν εἰς τήν πίστην πρός Ἐκεῖνον πού προσδωκοῦμε νά ἔλθει γιά νά μᾶς ἐνδύσει τό νέο σῶμα, αὐτό πού εἶναι ἀντάξιο τῶν ἀνεκτίμητων ψυχῶν μας, μέ τίς ὁποῖες μᾶς προίκησε ὁ Κύριος.
Καί ὅταν εἶναι ὁ Θεός μέθ΄ ἠμῶν, τίς δύναται ἐναντίον ἠμῶν; Δέν ἐφείσθη, ὅμως, ὁ Θεός, οὔτε τοῦ μονογενοῦς Αὐτοῦ Υἱοῦ, μᾶς θυμίζει ὁ ἱερώτατος Παῦλος, καί παρέδωκεν Αὐτόν θανάτω δί΄ ἠμᾶς.
Συνεπῶς, ἀδελφοί μου, ἐάν δί΄ ἠμᾶς παραδίδει τόν Υἱόν Τοῦ τόν ἀγαπητόν εἰς τό πάθος, αὐτό σημαίνει ὅτι δέν θά παραμείνει ἀδιάφορος καί ἀδρανής οὔτε ὅταν κάποιος ἀποπειραθεῖ νά ἀγγίξει ὄχι μόνον τό σῶμα μας, ἀλλά καί τήν ψυχή μας.
Ἔχουν τήν δύναμιν οἱ διῶκτες ἠμῶν ψευδῶς νά μᾶς ἐνοχοποιήσουν καί μέ τόν πιό ἀπρεπῆ τρόπο νά μᾶς συκοφαντήσουν, μποροῦν νά μᾶς δικάσουν καί νά μᾶς καταδικάσουν, μποροῦν νά μᾶς φυλακίσουν καί διώξουν, μποροῦν μέ τή δύναμη τοῦ ἐξαναγκασμοῦ σέ κάτι στό ὁποῖο μπορεῖ νά καταφεύγει κάθε ἀνεύθυνη γήινη ἐξουσία, νά πολλαπλασιάσουν τά σωματικά μας βάσανα ἕως τά ὅρια τῆς ἀνθεκτικότητός μας.
Μποροῦν, ὅμως, ἔτσι ἄραγε, νά μᾶς χωρίσουν ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ; Δύνανται, μήπως, τά δεινά, οἱ ἀπειλές, οἱ διώξεις, ἡ πείνα, ἡ γύμνια, οἱ κίνδυνοι, ἤ ἀκόμη καί αὐτός ὁ μαρτυρικός θάνατος, νά μᾶς χωρίσουν ἀπό τόν Χριστό; – ρωτάει ὁ ἀπόστολος Παῦλος τούς Ρωμαίους.
Καί ἀπαντάει ἔτσι ὅπως θά ἀπαντοῦσε κάθε ἕνας ἀπό ἐμᾶς, τούς χτυπημένους καί σκλαβωμένους ἀπό τήν τρελή ἀγάπη τοῦ Θεοῦ «πέπεισμαι γάρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωή οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαί οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστώτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τίς κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἠμᾶς χωρίσαι ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίω ἠμῶν» (Ρώμ.8,38-39).
Γί΄ αὐτό, μήν ἀνησυχεῖτε ὑπέρ τοῦ δέοντος, ἀδελφοί, οὔτε γιά τά δικά μας δεσμά οὔτε γιά τούς διωγμούς ἐναντίον μας, τῶν ὁποίων τό τέλος δέν λέει νά φανεῖ στόν ὁρίζοντα.
Γιατί δέν ἔχουμε ἐδῶ μόνιμη πολιτεία ἀλλά λαχταροῦμε τήν μελλοντική (Ἑβρ. 13,14). Ἄς μήν Σᾶς ἀνησυχοῦν οὔτε οἱ ψευδεῖς κατηγορίες μέ τίς ὁποῖες κάποιους ἀπό Ἐσᾶς σᾶς ἀντιμετωπίζουν σάν συμμέτοχους στίς συκοφαντίες ἐναντίον ἠμῶν, θέλοντας ἔτσι νά ἐντροπιάσουν τήν ἀφοσίωσήν μας στόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία.
Ὁ Κύριός μας διδάσκει νά μήν μεριμνοῦμεν γιά τό τί θά ἀπολογηθοῦμε ὅταν μᾶς παραδώσουν στά δικαστήρια.
Αὐτός θά μᾶς φωτίσει ἐκείνη τήν ὥρα τί νά εἴπωμεν, διότι δέν θά εἴμαστε ἐμεῖς ἐκεῖνοι πού θά μιλοῦμε ἐνώπιον τῶν δικαστῶν, ἀλλά τό Πνεῦμα τοῦ Πατρός ἠμῶν τό λαλοῦν ἐν ἠμίν (Μάτθ. 10,19-20).
Γιά ἐμᾶς πού εἴμαστε στήν Ἐκκλησία καί προικιστήκαμε ἀπό τό Θεό μέ ὅλα τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐπειδή ἡ συμμετοχή ἔστω καί σέ ἕνα μέρος καί μόνον τοῦ πιό μικροῦ χαρίσματος εἶναι ἀρκετό νά μᾶς καταστήσει κοινωνούς τῶν μεγαλυτέρων δωρεῶν τοῦ Θεοῦ, εἶναι χαρακτηριστικό νά λέμε μόνον τήν ἀλήθεια, διότι αὐτή γιά ἐμᾶς σημαίνει τήν ἴδια τή ζωή.
Ἐντούτοις, δεχτεῖτε σάν κάποια ἐκ τῶν προτέρων γνώση, καί τήν καθόλου μικρή δική μας ἐμπειρία ἀπό τά δικαστήρια τῆς πατρίδος μας καί τίς ἐναντίον ἠμῶν ἄδικες καί παράνομες ἀποφάσεις τους.
Ὅταν οἱ δικαστικές ἀποφάσεις εἶναι ὑπό ἐπιρροή ἀπό τίς πολιτικές καταστάσεις, ὅπως ἄλλωστε συμβαίνει μέ ὅλες τίς σχετικές μέ τήν Ὀρθόδοξο Ἀρχιεπισκοπή Ἀχρίδος δικαστικές διαδικασίες τά τελευταία δέκα χρόνια, τότε ἡ δικαιοσύνη στερεῖται τῆς αἰσθήσεως τοῦ δικαίου καί ἡ ἀλήθεια οὐσιαστικά παραγνωρίζεται.
Καί πάρ΄ ὅλο πού ἔχουν θεσμοθετηθεῖ γιά νά κρίνουν μέ βάση τό δίκαιο καί τήν ἀλήθεια, τά δικαστήρια πού κρίνουν ἐμᾶς, εἶναι σάν νά ἔθεσαν γιά σκοπό τους νά κάνουν ἀκριβῶς τό ἀντίθετο.
Ὡς ἐκ τούτου, εἶναι δυνατόν νά μᾶς δημιουργηθεῖ ἡ ἐντύπωσις, ὅτι ἀπό μία τέτοια ἐν γένει κατάσταση δέν διαφαίνεται καμία διέξοδος.
Ἄλλ΄ ὅμως, δέν ὑπάρχει χῶρος γιά ἀπογοήτευση. Ἐμεῖς εἴμεθα πήλινα δοχεῖα ἀδύναμοι, εὐθραῦστοι, φτωχοί γιά κάποιους ἴσως μηδαμινοί καί ἀνάξιοι.
Γιά τό Θεό, ὅμως, ἔχουμε ἀνεκτίμητη ἀξία (Β’Κόρ. 4, 7-8).
Ἄς ἐπιρρίψομεν ἔπ΄ Αὐτόν πάσαν τήν μέριμναν ἠμῶν, διότι Αὐτός νοιάζεται καί ἐνδιαφέρεται δί΄ ἠμᾶς (Ἅ΄Πετρ. 5, 7).
Ὅσο περισσότερο συμμετέχουμε εἰς τά πάθη τοῦ Χριστοῦ, τόσο περισσότερο ἔχουμε τή δική Του στήριξη. Ἀκόμα καί τότε ὅταν περνᾶμε μέσα ἀπό λύπες ἐξαιτίας ἀναξιοπαθούντων δεινῶν πού μᾶς βρίσκουν στή ζωή, αὐτό συμβαίνει ἕνεκεν τῆς ὑποστηρίξεως καί τῆς σωτηρίας μας.
Κι ὅταν ὁ Θεός στηρίζει κάποιον πού πάσχει, δί΄ αὐτοῦ στηρίζει καί ἐκείνους πού μέσω τῶν δεσμῶν τῆς ἀγάπης συμμετέχουν στά δεινά του ἀναξιοπαθοῦντος.
Ὅπως οἱ Κορίνθιοι, μέσω τῶν δεσμῶν τῆς ἀγάπης, συνέπασχον μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο, καί ὡς ἐκ τούτου, εὔλογα Ἐκεῖνος ἀνέμενε νά βοηθηθοῦν αὐτοί ἀπό τόν Θεόν (Β΄Κόρ. 1,3-11), οὕτως καί ἠμεῖς ἰκετεύομεν τόν Κύριον καί ἀναμένομεν νά Σᾶς ἀναζωπυρώσει τήν πίστη εἰς τήν ἐπαγγελία Αὐτοῦ, νά Σᾶς κραταιώνει καί νά Σᾶς παρηγορεῖ στόν ἀγώνα μέ τίς δοκιμασίες στίς ὁποῖες Σᾶς ἔσπρωξε ἡ κακία τῶν σχισματικῶν καί νά Σᾶς ρυσθεῖ ὁριστικῶς ἀπό αὐτά πού θά μποροῦσαν νά ὑπερβοῦν τίς δυνάμεις Σᾶς εἰς τό νά ἀντέξετε καί νά νικήσετε.
Ἀλλά σέ ἐκείνους πού γεύτηκαν τόν πόνο πού προκαλοῦν τά βάσανα στά ὁποῖα τούς ἔριξε ὁ φθόνος τῶν ἐχθρῶν τους, δέν χρειάζονται περαιτέρω ἐξηγήσεις γιατί εἴναι «ἀγαθόν πεποιθέναι ἐπί Κύριον ἤ πεποιθέναι ἔπ ἄνθρωπον» (Ψάλ. 117,8), ὅπως εἶναι καλύτερο καί τό νά ἀναζητοῦμε καταφύγιο στό Θεό παρά νά ἐλπίζουμε μόνον στούς ἀνθρώπους καί στούς κοσμοκράτορες τοῦ αἰῶνος τούτου (Ψάλ. 117,8-9).
Ἡ ὠμότητα καί ἡ ἀναισθησία τῶν ἀνθρώπων μποροῦν συχνά νά εἶναι χειρότερες καί ἀπό ἐκείνη τήν κακία τοῦ διαβόλου, καί γί΄ αὐτό ὁ θεόπνευστος Δαυίδ ἐπιλέγει ὡς καλύτερο τό νά πέσει κανείς στά χέρια τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη κι ἄν πρόκειται γιά θεία τιμωρία, παρά νά πέσει στά χέρια ἀνθρώπων καί νά γίνει ἕρμαιο τῆς ἐκδίκησής τους (Β΄Σάμ. 24,12).
Οἱ ὑποσχέσεις πού δίνει ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄστατες καί συχνά ἐξαρτῶνται ἀπό τό ἀτομικό συμφέρον.
Οἱ ὑποσχέσεις πού ἐπαγγέλλεται ὁ Θεός ἐκπληρώνονται σίγουρα, κάθε μία στήν ὥρα της, ὅταν ὁ Κύριος ἀποφασίσει ὅτι εἶναι τό πιό ὠφέλιμο.
Ἐκεῖνο πού ὁ Θεός ὑπόσχεται τό σφραγίζει καί τό ὑπογράφει μέ τό αἷμα πού ἔχυσε στό σταυρό. Γί΄ αὐτό, ὅταν μᾶς ἔρχεται νά ἀναστενάξουμε βαθιά, θλιμμένοι ἀπό τό βάρος τῶν δυσκολιῶν, αἰσθανόμενοι ὅτι δέν ἔχουμε κανένα ἄλλο στήριγμα παρά μόνον τόν Θεό, ἀναστενάζουμε ἀλλά χωρίς νά ἀπελπιζόμαστε, διότι «τί γάρ μοί ὑπάρχει ἐν τῷ οὐρανῶ, καί παρά σου τί ἠθέλησα ἐπί τῆς γής;» (Ψάλ. 72,25).
Ὁ Θεός ἠμῶν, ἐντούτοις, θά εἰσακούσει καί θά παρηγορήσει σίγουρα ἠμᾶς, ἰδιαιτέρως δέ, ἐφόσον καταφέραμε νά ἐφαρμόσουμε ἐκεῖνο τό τελειώτερο τό ὁποῖο ἐντέλλεται ἠμίν, νά ἀγαποῦμε τούς ἐχθρούς μας (Μάτθ. 5,44).
Νά προσεύχεσθε γιά τό καλό τῶν διωκτῶν Ὑμῶν, νά ζητᾶτε τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ γί΄ αὐτούς, καί ὄχι νά τούς καταριέστε (Ρώμ. 12,14).
Ώ, ποία μεγαλειότις, ω, ποία τελειότις! Τό νά σεβόμαστε τίς ἀρχές τοῦ κράτους φαίνεται κάπως φυσικό ὕστερα ἀπό αὐτό πού λέει ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν στούς Ρωμαίους, (Ρώμ. 13,1-7), ἀκόμη καί τό νά προσευχόμαστε γιά τούς ἔχοντας τήν ἐξουσία (Ἅ΄Τίμ. 2,2), ἀλλά τό νά προσευχόμαστε γιά τούς ἐχθρούς, συμπεριλαμβανομένων καί ἐκείνων τῶν ἀρχόντων πού εἶναι ἐχθρικά διακείμενοι πρός τήν Ἐκκλησία, ε, αὐτό πιά, εἶναι παράδοξο!
Πάρ΄ ὅλα αὐτά, δέν εἶναι ἄραγε γεμάτη ἡ Ἐκκλησία μας ἀπό διαφόρων εἰδῶν παράδοξα; Δέν εἶναι ἀκατανόητα παράδοξον ἡ ἐνσάρκωση τῆς ὑποστάσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ; Δέν εἶναι παράδοξον ἡ ἄσπορος σύλληψις τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ὑπέρ φύσιν γέννησίς Του ἀπό Παρθένο;
Δέν εἶναι ἄραγε παράδοξον τό ὅτι τρώγοντας ψωμί καί πίνοντας κρασί γινόμαστε μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί μέ αὐτό καί μέτοχοί τῆς ἐν Θεῶ ζωῆς;
Ὅποτε, τό νά ἀγαπάει κάποιος τούς ἐχθρούς του, καί νά ζητάει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ γί΄ αὐτούς εἶναι ὄντως παράδοξον.
Ὅμως, ἀκριβῶς αὐτή ἡ παραδοξότητα εἶναι πού μᾶς κάνει νά ὁμοιάζουμε μέ τόν Ἴδιον τόν Θεόν. Ἡ κρίσις καί ἡ ἐκδίκησις εἶναι τοῦ Θεοῦ.
Ἐκεῖνος εἶπε ὅτι σέ Αὐτόν ἀνήκουν ἡ ἐκδίκησις καί ἡ ἀνταπόδωσις. Ὁ Κύριος θά δικαιώσει τόν ἀδικημένον (Δεύτ. 32,35-36) καί εἶναι φοβερό νά πέσει κανείς στά χέρια τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ (Ἑβρ. 10, 31).
Αὐτός δέν τιμωρεῖ πάντοτε τούς ἀδίκους• ἀλλά ἀκόμη, κι ὅταν τούς τιμωρεῖ δέν τό κάνει πάντοτε μέ ὁρατό τόν τρόπο. Διότι, ἐάν τιμωροῦσε ὅλους τους ἐνόχους κατά τάξην, καί ἐάν τό ἔκανε αὐτό μέ ὁρατό τρόπο, τί θά ἀπέμενε νά συντελεστεῖ γιά τήν τελευταία Κρίση;
Σέ τοῦτον τόν κόσμο, ἀγαπημένοι μᾶς ἀδελφοί, ὑποφέρουν καί οἱ καλοί καί οἱ κακοί. Ἀλλά, ἄν καί τά παθήματα εἶναι ἴδια, καί γιά αὐτούς πού κατά κάποιο τρόπο τά ἀξίζουν καί γιά ἐκείνους πού δέν ἔχουν καμία ὑπαιτιότητα, ἐντούτοις, ἡ διάκρισις μεταξύ τῶν μέν καί τῶν δέ, δέν ἐξαφανίζεται, λέει ὁ ἱερός Αὐγουστίνος.
Ὑπάρχει διαφορά μεταξύ αὐτῶν πού ὑποφέρουν, ἀκόμη κι ἄν ὁ τρόπος πού ὑποφέρουν τά δεινά εἶναι ὅμοιος, ἔστω καί ὁ πόνος ἀκόμη νά εἶναι ἴδιος, ὅμως οὔτε ἡ καταδίκη, ἀλλά οὔτε ἡ βοήθεια πού εἶναι τοῦ Θεοῦ εἶναι ἴδιες.
Ὅπως ἀκριβῶς μέσα στήν ἴδια φωτιά ὁ χρυσός ἀστράφτει ἐνῶ τά ἄχυρα καίγονται, ἤ ὅπως κάτω ἀπό τό ἴδιο ἁλώνι, τά στάχια κόβονται ἐνῶ τό σιτάρι ἁλωνίζεται, ἔτσι καί ὅταν ἡ ἴδια δύναμη χτυπάει, τούς μέν καλούς τους δοκιμάζει, τούς καθαρίζει, τούς διορθώνει, τούς δέ κακούς τούς τιμωρεῖ, τούς συντρίβει καί τούς διαλύει.
Ἔτσι, κατά τόν ἴδιο πειρασμό, οἱ κακοί καταρῶνται καί βλασφημοῦν τόν Θεό ἐνῶ οἱ καλοί προσεύχονται καί Τόν δοξολογοῦν. Δέν εἶναι, λοιπόν, πρωτίστως σημαντικό τό ποιά καί πόσα εἶναι τά βάσανα, ἀλλά τό ποιός καί πῶς τά ὑπομένει.
Ἐν τέλει, δέν εἶναι, ἄραγε, περισσότερο μακάριοι ἐκεῖνοι ἀκριβῶς οἱ ὀνειδιζόμενοι, οἱ δεδιωγμένοι καί ὑβριζόμενοι μέ ψευδεῖς καί πονηρές κατηγορίες ἕνεκεν τοῦ Χριστοῦ (Μάτθ. 5,11); Τό ἀποκορύφωμα ὅλων τῶν μακαρισμῶν δέν εἶναι στήν πραότητα, οὔτε στήν καθαρότητα τῆς καρδίας, οὔτε ἀκόμη, στήν εἰρήνη τῆς ψυχῆς καί στήν μετάδοση αὐτῆς, οὔτε κάν, στήν δικαιοσύνη.
Τό ἀποκορύφωμα εἶναι στό χάρισμά του νά ὑπομένει κάποιος τήν ἀδικία, τούς ὀνειδισμούς, τούς διωγμούς καί τίς συκοφαντίες χάριν τῆς ζωῆς ἐν Χριστῷ.
Κι ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγγίξει αὐτήν τήν κορυφή τότε ἡ χαρά μόνη της τόν ἐπισκέπτεται, μή ἐρχόμενη αὐτή κάτ΄ ἀναλογίαν μέ τά ἔργα, οὔτε πάλι ὡς ἀμοιβή γιά τούς μεγάλους ἄθλους καί τίς ἀρνήσεις, ἄλλ΄ ὅπως εἴπαμε στήν ἀρχή, ἔρχεται ὡς χάρις, ὡς ὑπέροχο καί τέλειο δῶρο τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ.
Αὐτή ἡ ἐγκύκλιος ἐπιστολή, ἀγαπημένοι μας ἐν Χριστῷ ἀδελφοί καί ἀδελφές, εἶναι γραμμένη στό κελί τῶν προφυλακισμένων τῶν φυλακῶν τῶν Σκοπίων ὅπου εἴμεθα ἐγκλεισμένοι ἤδη ἐδῶ καί δέκα μῆνες.
Οἱ συνθῆκες κάτω ἀπό τίς ὁποῖες κρατούμεθα εἶναι ὠμές καί ἀπάνθρωπες.
Κατά τούς θερινούς μῆνες, σχεδόν κάθ΄ ὅλη τή διάρκεια τῆς ἡμέρας δέν εἴχαμε νερό, μέ λίγη τροφή καί κανενός εἴδους ἰατρική παρακολούθηση.
Κλειδωμένοι γιά 23 ὧρες καί μέ μία μόνον ὥρα παραμονῆς στόν καθαρό ἀέρα τήν ἡμέρα. Κάθε τί πού λαμβάνουμε περνάει ἀπό ἐνδελεχῆ ἔλεγχο καί γιά ὁτιδήποτε εἶναι γραμμένο σέ ξένη γλώσσα περιμένουμε μῆνες τήν ἄδεια ἀπό τό δικαστήριο γιά νά μᾶς παραδοθεῖ.
Πάρ΄ ὅλα αὐτά, ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί διαθέτει χαρίσματα ὥστε νά μπορεῖ νά προσαρμόζεται στίς ἐξωτερικές συνθῆκες, καί ἔτσι, κάθε προφυλακισμένος, ἀργά ἤ γρήγορα, ἀποδέχεται τήν ὠμά διαγραφόμενη πραγματικότητα καί ζεῖ σ΄ αὐτήν καί μαζί μ΄ αὐτήν.
Οἱ περισσότεροι ἀπό τούς προφυλακισμένους δέν ἔχουν καταδικαστεῖ, αὐτοί ἤ περιμένουν τήν ἡμέρα τῆς δίκης τους ἤ τήν ἀπόφαση τῆς καταδίκης τους. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἀβεβαιότητα εἶναι τό πιό δύσκολο πράγμα στήν προφυλάκιση.
Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά συνηθίσει τόν ἀποπνικτικά μικρό χῶρο τοῦ κελίου τῶν ἐλάχιστων τετραγωνικῶν μέτρων νά τόν μοιράζει καί μέ ἄλλους συγκρατούμενούς του, μπορεῖ νά προσαρμοστεῖ καί σέ μία ζωή μέσα σέ τέσσερις ὑγρούς καί μουχλιασμένους τοίχους, ἀκόμη καί ἡ ἔλλειψη τροφῆς καί ἰατροφαρμακευτικῆς περιθάλψεως δέν μποροῦν νά τόν πτοήσουν τόσο, ὅσο ἔχει τή δύναμη αὐτό νά τό κάνει καί νά τόν πτοήσει ἡ ἀναμονή τῆς ἐκδικάσεως τῆς ὑποθέσεώς του καί ἡ δικαστική ἀπόφασις.
Ἡ κατάστασις τῶν προφυλακισμένων ἴσως μπορεῖ νά συγκριθεῖ μέ αὐτήν τῶν ἐγκληματιῶν πού μετά τόν θάνατό τους ἀναμένουν τήν προσωρινή τους καταδίκη. Αὐτοί, ἀργότερα, ὕστερα ἀπό τήν τελική κρίση, θά ἐκτίσουν τήν ποινή τους, ἀλλά ἡ ἴδια ἡ ἀναμονή τῆς ποινῆς εἶναι ἤδη ποινή.
Ἐάν θά μπορέσουμε νά ἰσχυριστοῦμε γιά τούς ἐγκληματίες, ὅτι καί πρίν ἀπό τήν δίκαια ἀπόφαση γιά τήν κόλαση ἤδη τήν περιμένουν αὐτή σέ ἕνα εἶδος κολάσεως, τότε γιά τούς προφυλακισμένους μποροῦμε νά ποῦμε, ὅτι τελοῦν ὑπό δεσμά, συχνά πιό βαριά ἀπό ἐκεῖνα πού θά ἀντιμετωπίσουν ὕστερα ἀπό τήν ἐκδίκαση καί τήν ἀπόφαση.
Ὕστερα ἀπό ὅλα αὐτά, θά θέλαμε μόνον νά Σᾶς παρακαλέσουμε ἔτσι ὅπως ὁ Ἀπόστολος Παῦλος παρακαλεῖ τούς φωτισμένους «μιμνήσκεσθε τῶν δεσμίων ὡς συνδεδεμένοι, τῶν κακοχουμένων ὡς καί αὐτοί ὄντες ἐν σώματι» (Ἑβρ. 13, 3).
Ἐνθυμῆσθε ἠμᾶς ἀλλά μήν μεριμνᾶτε ὑπέρ τοῦ δέοντος περί ἠμῶν.
Τά ἄδικα δεσμά ἐλευθέρωσαν πολλούς ἀπό τίς ἁμαρτίες τους, τίς ἑκούσιες καί τίς ἀκούσιες. Ἔτσι καί τά δικά μας αὐτά δεσμά καί δεινά, ἐάν τά ὑπομένουμε ἐξ αἰτίας κάποιας ἁμαρτίας μέ τήν ὁποίαν κάποιον ἀδικήσαμε ἤ βλάψαμε, εἶναι δίκαια.
Ἐάν πάλι, δέν ὑποφέρουμε ἐξ αἰτίας κάποιων δικῶν μας ἁμαρτιῶν, τότε αὐτοί οἱ πόνοι καί τά βάσανα πού ὑπομένουμε θά συντελέσουν μόνον εἰς τό ἐκτυπώτερον μετασχεῖν τοῦ Χριστοῦ καί Ὑμῶν.
Τά ἀπό ἀδικία πάθη, ἐν Χριστῷ ἀγαπημένοι ἀδελφοί, εἶναι ὁ συντομότερος δρόμος πρός τά βάθη τῆς θεογνωσίας.
Ὁπωσδήποτε, ὅταν τά πάθη αὐτά γίνουν ἀποδεκτά ἑκουσίως, χωρίς ἐναντιόσεις καί ἀντιρρήσεις καί ὅταν ὑποστοῦν μέ χαρά. Μέ τά παθήματα καί τίς συμφορές πού μᾶς βρίσκουν, ἰδιαιτέρως δέ, ἐάν αὐτά εἶναι ἀναξιοπαθοῦντα βάσανα, ἀνακαλύπτουμε καί ἀληθινά ἐπιβεβαιώνουμε τό κατά πόσον εἴμεθα πλησίον τοῦ Θεοῦ, ἤ καλύτερα, τό πόσον Αὐτός μᾶς πλησίασε.
Ἠμεῖς πλησιάζουμε Αὐτοῦ, ὅταν μέ τά παθήματα μᾶς συμμετέχουμε στή δική Του θυσία γιά τή ζωή τοῦ κόσμου. Μόνον ἡ δική μας θυσία δέν εἶναι ἀρκετή γιά τήν συμφιλίωσή μας μέ τό Θεό. Γι΄ αὐτό καί ἦταν ἀπαραίτητη ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ.
Ὅμως, ἡ θυσία πού ἐμεῖς προσφέρουμε, κάποτε μπορεῖ νά μᾶς συμφιλιώσει μεταξύ μας.
Ἐάν αὐτή ἡ δική μας ἐλάχιστη θυσία, τήν ὁποίαν ἑκουσίως καί ἐθελουσίως προσφέρομεν εἰς τόν Θεόν, συντελέσει εἰς τό νά ἐπέλθει πλήρης συμφιλίωσις μετά τῶν σχισματικῶν καί εἰς τήν ὑπέρβασιν τοῦ ὑπάρχοντος σχίσματος, τότε ὅλα ὅσα ὑπομένουμε τά δέκα τελευταῖα χρόνια, μεταξύ τῶν ἄλλων μερικές διώξεις, ἐξορίες καί μεγάλο ἀριθμό φυλακίσεων, ἄς εἶναι ἀπό ἐμᾶς μόνον ἕνα μικρό λιθαράκι πρός ἐκεῖνο τό ὁποῖον εἶναι τό πιό πολύτιμο γιά τήν Ἐκκλησίαν, καί αὐτό εἴναι ἡ Ἑνότητά Της.
Ἔτι εὐχόμεθα, πρός τόν Θεόν καί Πατέρα, νά Σᾶς ἐνισχύει καί νά Σᾶς στερεώνει στήν ἑνότητα μετά τοῦ ἀγαπημένου Αὐτοῦ Υἱοῦ, ὥστε συναζόμενοι ἐν ἐνί Σώματι συνεργεῖα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπό κοινοῦ νά δοξάζομεν τόν ἐν Τριάδι Θεόν, ἀναμένοντας τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, διότι ἐν Αὐτῶ ἀπεθάνομεν, καί ἡ ζωή ἠμῶν κέκρυπται σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῶ. Καί ὅταν ὁ Χριστός φανερωθεῖ, ἡ ζωή ἠμῶν, τότε καί ἠμεῖς σύν Αὐτῶ θά φανερωθοῦμε δοξασμένοι στήν παρουσία Τοῦ (Κόλ. 3, 3-4).