«Πάψετε πιά νά ἐκπέμπετε τό σῆμα τοῦ κινδύνου
τούς γόους τῆς ὑστερικῆς σειρήνας σταματῆστε
κι ἀφῆστε τό πηδάλιο στῆς τρικυμίας τά χέρια
τό πιό φρικτό ναυάγιο θά ἦταν νά σωθοῦμε»
(Κ. Οὐράνης «Πάψετε πιά…»)
Ἄν «φιλοσοφήσουμε» λίγο τους παραπάνω βαθεῖς στίχους τοῦ ποιήματος τοῦ Οὐράνη, δέν θά τούς βροῦμε κραυγή ἀπελπισίας καί παραίτησης. Ὄχι. Ἐπαναλαμβάνουν μία παρόμοια φράση τοῦ ἀρχαίου ἱστορικοῦ Πολυβίου, ὁ ὁποῖος ζεῖ τά χρόνια της Ρωμαιοκρατίας, τότε πού ἀνθοῦν, ὅπως καί σήμερα, οἱ Γραικύλοι: «Εἰ μή ταχέως ἀπολώμεθα οὐκ ἄν ἐσώθημεν», ἄν δέν χαθοῦμε, δέν καταστραφοῦμε «ταχέως», δέν θά σωθοῦμε.
Νά καταστραφοῦν, ὄχι οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά ἡ διαφθορά, ἡ ἀναξιοκρατία, ἡ γελοιότητα, ἡ νωθρότητα, ὁ σαλταδορισμός, ὅλα αὐτά πού μᾶς ἔριξαν στό πέλαγος τῆς ἀνυποληψίας, στήν ὑστερία ἐνώπιόν του ἐπερχόμενου καταποντισμοῦ. Ποῦ μᾶς κατάντησαν θλιβερό ζήτουλα τῶν παγκόσμιων συμμοριῶν τύπου ΔΝΤ. Ὅσο ἐπιβιώνουν ἀηδιαστικές συνήθειες, χρεωκοπημένα ἰδεολογήματα, ἐλεεινοί ψευτοπροοδευτισμοί τότε… \”τό πιό φρικτό ναυάγιο θά ἦταν νά σωθοῦμε\”. (Ὡραῖοι οἱ στίχοι τοῦ Κώστα Οὐράνη. Κάποτε εἴχαμε πνευματικούς ἀνθρώπους, πού ἀφουγκράζονταν καί παρηγοροῦσαν τόν λαό, «τά πάθια καί τούς καημούς» του. Γεμίσαμε σήμερα ἀπό ξεσκονίστρες τῆς ἐξουσίας, ἐξωνημένους ὑποτακτικούς της, οἱ ὁποῖοι «κλείνουν τό στόμα τους μέ χρήματα», \”τό στομ’ ἐπιβύσας κέρμασιν τῶν ρητόρων\”, ὅπως γράφει ὁ Ἀριστοφάνης. «Πλοῦτος», στ. 379).
Συζητῶ μέ παιδί Ἅ’ Γυμνασίου. Ἀκόμη καλά-καλά δέν ἄρχισαν τά μαθήματα, χωρίς βιβλία καί μέ κάτι ἀξιοθρήνητα CD στή θέση τους, ὅμως καθῆκον πρώτιστο ἡ διεξαγωγή τῶν ἐκλογῶν γιά ἀνάδειξη μαθητικῶν συμβουλίων. Θεσμοί, τυμπανιαίας ἀποφορᾶς, πού δηλητηρίασαν γενιές καί γενιές παιδιῶν, πού συνιστοῦν προθάλαμο κουκουλοφορίας καί «δημοκρατικῆς» κατάληψης σχολικῶν κτιρίων, συνεχίζουν τήν ἑξαχρειωτική καί ἐκφυλιστική ἐπιρροή τους. Μοῦ λέει ὁ μαθητής. Ὁ ἕνας, ὑποψήφιος, ἀπειλοῦσε ὅτι θά δείρει συμμαθητές, ἄν δέν τόν ψηφίσουν. Ὁ ἄλλος παρακαλοῦσε καί ἐκλιπαροῦσε τήν ψῆφο, μέ τρόπο γλοιώδη. Ἄλλοι ἔταζαν καί ὑπόσχονταν «γενναία κεράσματα». Ὁ κόσμος τῶν μεγάλων, τῶν καντιποτένιων τοῦ φτηνοῦ πολιτικαντισμοῦ, σέ μικρογραφία. «Ἰδού σου παρουσιάζω τό παιδί μου / τήν εἰκόνα καί ὁμοίωση δική μου» ὡς θά ἔλεγε ὁ ποιητής.
Ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων, δωδεκάχρονα, δεκατριάχρονα παιδιά, ἐθίζονται στήν λέπρα τοῦ κομματισμοῦ, τῆς δημαγωγίας, τῆς ψευτιᾶς, στήν ὀλιγοφρένεια τῆς προεκλογικῆς ἀναμέτρησης. Δεκαετίες τώρα, ἀντί στά «σχολεῖα νά γιομίζει ὁ μαθητής προκοπή κι ἀρετή» (Μακρυγιάννης), ἀφανίζουμε τό ἔθνος, γυμνάζοντας τούς μαθητές στήν παραλυσία τοῦ κομματισμοῦ, στήν «δολερή διχόνοια» τοῦ ἐθνικοῦ μας ποιητῆ, στήν διάβρωση καί μόλυνση ὅλων τῶν ἐσωτερικῶν δυνάμεών τους. Τό ἴδιο συμβαίνει ἀκόμη καί στά δημοτικά σχολεῖα. Καί ἐκεῖ ἐκλογές, νά προλάβουμε, μήν μᾶς ξεφύγει κανένα παιδί καί στερηθεῖ τῆς «προοδευτικῆς» προπαιδείας. (Ἔχω ἐγκαταλείψει ἐδῶ καί χρόνια τήν βλακώδη, ἀνεπίτρεπτη καί ἀκατάλληλη γιά μικρά παιδιά αὐτή συνήθεια. Θυμᾶμαι μέ ὀδύνη ὅταν, ἄπειρος ὧν, ἔπεσα στήν παγίδα καί εἶδα μαθητές μου νά κλαῖνε, νά ἀπογοητεύονται, νά διαλύουν φιλίες, νά δημιουργοῦνται ἐχθρότητες καί ἀντιζηλίες, νά γίνεται ζημιά στήν τάξη γιά μία παρατεταμένη ἀνοησία,τάχα καί πολιτική ἀγωγή, πού οὐδείς ἔχει τό θάρρος νά τήν καταργήσει, ὅπως τό ἄσυλο, διά τόν φόβο τῶν τζιτζιφιόγκων τῆς προοδομανίας! Σ’ αὐτήν τήν τόσο λεπταίσθητη καί διαπλαστική ἡλικία, ἀντί νά διδάσκεται ἡ φιλία, ἡ πρός τόν πλησίον ἀγάπη, ὁ σεβασμός στήν πατρίδα καί τήν πάτριο πίστη καί γλώσσα, «καλλιεργοῦνται» τά σπέρματα τοῦ τρισάθλιου κομματισμοῦ.
(Θυμήθηκα μία στροφή τοῦ Παλαμᾶ ἀπό τό ὡραιότατο «τά σχολειά χτίστε». Τήν παραθέτω:
«Λιτά χτίστε τά ἁπλόχωρα, μεγάλα
γερά θεμελιωμένα ἀπό τῆς χώρας
ἀκάθαρτης, πολύβοης, ἀρρωστιάρας
μακριά, μακριά τ’ ἀνήλιαγα σοκάκια
τά σχολειά χτίστε».
Σίγουρα ὁ ποιητής δέν ἀναφέρεται σέ ἀρχιτεκτονικούς σχεδιασμούς…).
Καί ἄς ἀρχίσουν ἐπιτέλους καί οἱ ἐκπαιδευτικοί νά «ἀξιολογοῦν» τίς τρικυμιώδεις ἀπανταχοῦσες τοῦ ὑπουργείου διά βίου ἀμάθειας καί νά ἀποτινάζουν τήν σκόνη καί τήν μούχλα τῆς δεκαετίας τῆς φρίκης, τῆς δεκαετίας πού ἀκούστηκαν τά ἀνατριχιαστικῆς ἀμάθειας συνθήματα τοῦ τύπου «πλάτεμα καί βάθεμα τῆς γνώσης».
Ὁ κομματισμός σάπισε τόν λαό, εἶναι γάγγραινα, πληγῆ πυορρέουσα, κακοφορμισμένη.
Γράφει ὁ Ἐλύτης: «Στίς κοινωνικές τους σχέσεις, τίς οἰκογενειακές, ἀλλά καί τίς ἐπαγγελματικές, συμπεριφέρονται μέ μίαν εὐθύτητα καί μία ψυχική εὐγένεια πού μαρτυροῦν κοιτάσματα χρυσοῦ στό προγονικό τους ὑπέδαφος… Ἔτσι ὅμως κι ἐμπλακοῦν στά συνθήματα πού τούς προσφέρουν μέ τόν δικό τους δόλιο τρόπο οἱ πολιτικές παρατάξεις, ἡ καθαροσύνη αὐτή χάνεται». (Ἐλύτης, «τά δημόσια καί ἰδιωτικά», ἔκδ. Ἴκαρος, σέλ. 21). Τά κόμματα, λοιπόν εἶναι αὐτά πού χωρίζουν καί περισσότερο ἡ κακή χρήση τῶν κομμάτων.
Καί αὐτό φαίνεται, μεταφορικῶς, ἀπό τό ἑξῆς «νόστιμο» γεγονός, πού συνέβη τά χρόνια του «Διχασμοῦ». Τότε, στόν Ἐθνικό Διχασμό, γύρω στό 1915-16, ὅταν ἔρχονταν οἱ βενιζελικοί στά πράγματα, ἔστελναν τούς βασιλικούς στήν πλατεία Κλαυθμῶνος καί ὅταν ἔρχονταν οἱ βασιλικοί ἔστελναν τούς βενιζελικούς. Τήν περίοδο αὐτή, λοιπόν, στήν Κρήτη, ἕνας ἐπιθεωρητής δημοτικῆς ἐκπαίδευσης ἀνέβαινε, μ’ ἕνα μουλάρι, σ’ ἕνα ὀρεινό καί δύσβατο χωριό, γιά νά ἐπιθεωρήσει τόν ἐκεῖ δάσκαλο. Στό δρόμο πού «ἐπήγαινε» συναντᾶ ἕναν ἀγωγιάτη καί τόν ρωτᾶ: «Δέν μοῦ λές, πατριώτη, ὁ δάσκαλος τί εἶναι; βενιζελικός ἤ βασιλικός;». «Βενιζελικός», ἀπαντᾶ ὁ ἀγωγιάτης. «Ά, τό γαϊδούρι…» σχολίασε ὁ ἐπιθεωρητής. Ὁ ἀγωγιάτης ὅμως ἦταν βενιζελικός καί φίλος του δασκάλου καί ἔτρεξε νά μεταφέρει στόν δάσκαλο τήν στιχομυθία. «Τό καί τό δάσκαλε. Σέ εἶπε γαϊδούρι».
Τήν ἑπομένη μπαίνει ὁ ἐπιθεωρητής στήν τάξη καί ρωτᾶ τόν δάσκαλο γιά τό ποιό εἶναι τό μάθημα τῆς ἡμέρας. «Τά σημεῖα τῆς στίξεως», ἀπαντᾶ ὁ δάσκαλος.\”Ἄς δοῦμε, λοιπόν, τί ξέρουν τά παιδιά\”, λέει ὁ ἐπιθεωρητής. Ὁ δάσκαλος σήκωσε ἕνα μαθητή, τόν Σήφη, στόν πίνακα καί τοῦ εἶπε νά γράψει τήν φράση: \”Ὁ ἐπιθεωρητής εἶπε, (κόμμα) ὁ δάσκαλος εἶναι γαϊδούρι (τελεία). Ἀφοῦ, ἔκπληκτος ὁ μαθητής, τό ἔγραψε, τόν ρωτᾶ ὁ δάσκαλος: \”Ποιός εἶναι, παιδί μου, γαϊδούρι;\”. \”Ὁ δάσκαλος\”, ψέλλισε ὁ μαθητής. \”Καί ποιός τό εἶπε;\”. \”Ὁ ἐπιθεωρητής, κύριε\”. \”Ὡραία\”, εἶπε ὁ δάσκαλος; \”σβῆσε τώρα τό κόμμα καί βαλ\’ τό ἀλλιῶς\”. Ὁ ἐπιθεωρητής, (κόμμα) εἶπε ὁ δάσκαλος, (κόμμα) εἶναι γαϊδούρι\”. Μόλις τελείωσε ὁ μαθητής, τόν ρωτᾶ ὁ δάσκαλος: \”Ποιός εἶναι τώρα, παιδί μου, τό γαϊδούρι;\”. \”Ὁ ἐπιθεωρητής\”, ἀπαντᾶ δειλά ὁ μαθητής. \”Καί ποιός τό εἶπε;\”. \”Ὁ δάσκαλος\”, ἀπαντᾶ ὁ μαθητής. Ὅποτε στρέφεται ὁ δάσκαλος στήν τάξη καί λέει: \”Εἴδατε παιδιά τί κάνουν τά κόμματα. Πότε βγάζουν γαίδαρο τόν ἐπιθεωρητή καί πότε τόν δάσκαλο\”.
Γι’ αὐτό γέμισε καί ἡ Βουλή κόμματα μέ «γομάρια», ὅπως προσφάτως ἀκούστηκε ἀπό τό «σεπτό» βῆμα της.
Δημήτρης Νατσιός