ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

ἀχαριστία: «τό ἠθικό τοῦτο χρεοκόπημα»


Δημήτρης Νατσιός

Πρίν ἀπό δέκα περίπου χρόνια δημοσίευα τό παρόν ἄρθρο γιά τήν ἀχαριστία, τό βδελυκτό τοῦτο ἐλάττωμα. Σήμερα πού μᾶς τηγανίζει ἡ κρίση, τέρας «ποικιλώτατον καί πολυκέφαλον», ξεβράζεται καί τό τέρας τῆς ἀχαριστίας. Πολιτικοί, ἄπληστες καί ἀχόρταγες γαστέρες, «παχεία γαστήρ οὐ λεπτόν τίτκτει νόον», φορτώνουν, οἱ ἀχάριστοι, στό λαό τά ἀνομήματά τους. Χρυσοκάνθαροι, ὀψίπλουτοι λυμεῶνες τοῦ Δημοσίου ψέγουν τά «χαμηλά» κοινωνικά στρώματα γιά τήν κρίση, ξεχνώντας πώς ἀναρριχήθηκαν ἐκμεταλλευόμενοι τήν ἀνοχή τους. Ἄλλοι ἐξεμέουν δηλητήρια κατά τῆς πατρίδας, λησμονώντας οἱ παχύνοες ὅτι τούτη τήν πατρίδα τήν ἔχομεν ὅλοι μαζί καί πολύς λαός τά «καλά» γι\’ αὐτούς χρόνια τά ἔβγαζε μέ τό ζόρι, γιατί δέν γνώριζε τήν τέχνη τοῦ κλέπτειν νομοτύπως. Ἄλλοι θεομαχοῦν… Ὅλοι ἐναντίον ὅλων, ὁ ὁρισμός τῆς ἠθικῆς χρεωκοπίας.

«Δέν ἔχει προβλεφθεῖ ἀπό κανέναν νομοθέτη ὁ κολασμός τῆς ἀχαριστίας, ἄν καί εἶναι πολύ μεγάλο ἀδίκημά» μου γράφει φίλος ἀναγνώστης. Τήν ἴδια ἀπορία, τοῦ ἀπαντῶ, ἐξέφρασε καί πρίν ἀπό 25 αἰῶνες ὁ Ξενοφῶν στήν περιλάλητη «Κύρου Παιδείας». Ἐκεῖ στό 1.7 ἀπορεῖ διότι δέν τιμωρεῖται πουθενά «ἰσχυρῶς» τό ἀδίκημα αὐτό, ἡ ἀχαριστία καί φρονεῖ πώς εἶναι ὀρθό νά τιμωρεῖται, γιατί τήν ἀχαριστία τήν ἀκολουθεῖ ἡ ἀναισχυντία (ἡ ξεδιαντροπιά) καί ὅλα τά συνεπόμενα «αἰσχρά» κακά, κάθε μηχανορραφία καί κάθε βρωμιά, ἀπό τήν διαστροφή τῆς ἀλήθειας ὡς τή συκοφαντία καί τήν ἐξόντωση τοῦ εὐεργέτη.

Ὁ Τσώρτσιλ στά Ἀπομνημονεύματα τοῦ γράφει πώς οἱ χιλιετίες δέν ἄλλαξαν σέ τίποτε τόν χαρακτήρα δύο λαῶν, τῶν Ἑλλήνων καί τῶν Ἑβραίων. \’Ἄρα μποροῦμε νά μιλᾶμε γιά ἐθνικό ἐλάττωμα. Εἶναι χαρακτηριστικό πώς σέ ὅλες τίς περιόδους τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας στηλιτεύεται «τό ἠθικό τοῦτο χρεοκόπημα», ἡ ἀχαριστία, ὅπως γράφει ὁ Λασκαράτος στό «Ἰδού ὁ ἄνθρωπος». Διαπιστώνεται αὐτό εὔκολα ἀπό τά γνωμικά καί τίς παροιμίες πού περιγράφουν τήν ἀχαριστία. «Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος», γράφει ὁ Μένανδρος «ἀχάριστο ἐλεεῖν καί νεκρόν μυρίζειν ἐνί σύγκειται» ἀχάριστο ἐλεεῖς, νεκρό θυμιατίζεις, γράφει ὁ Θουκυδίδης, «κάθε κακό θυμίζεται, κάθε καλό ξεχνιέται», «τοῦ ἀχάριστου ἡ ψυχή τρύπιο πιθάρι μοιάζει, πού τό γεμίζεις μέ νερό καί μονομιᾶς ἀδειάζει», λέει ἡ δημώδης μούσα, ὑπενθυμίζω καί τό εὐρέως γνωστό «οὐδείς ἀσφαλέστερος ἐχθρός τῶν εὐεργετηθέντων».

Ἀχάριστοι εἶναι συνήθως οἱ εὐεργετηθέντες κι αὐτό κάνει τό κτηνῶδες αὐτό ἀδίκημα πιό μισητό. Ὁ μοναχός Ἰωσήφ Βρυέννιος (ἀρχές 14ου αι.) γράφει ὅτι στήν κοινωνία κυριαρχοῦν οἱ ἀλαζόνες, οἱ φίλαυτοι, οἱ φιλάργυροι καί οἱ ἀχάριστοι «πασῶν τῶν ἄλλων αἰσχίστοι αὐτοί». Ὁ Γιαννούλης ὁ Αἰτωλός τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας γράφει: «Ὅλα τά κακά καί τά ψυχοβλαβῆ ἁμαρτήματα τά μισάει ὁ αὐθέντης Θεός καί τά ἀποστρέφεται, ἀλλά τήν ἀχαριστίαν περισσότερον… καί τοῦτο εἶναι πάθος ἀπάνθρωπον καί ἄξιον μίσους». (Ἄπ. Βακαλόπουλος, «ὁ χαρακτήρας τῶν Ἑλλήνων», σέλ. 160). Ὁ Φαναριώτης Δραγούμης Νικόλαος (γεννήθηκε τό 1809 στήν Κων/πολη καί χρημάτισε Ὑπουργός σέ πολλές μετεπαναστατικές κυβερνήσεις) γράφει εἰρωνικά: «ἑλληνική δέ καί πατροπαράδοτος ἡ ἀρετή τῆς μετά θάνατον εὐγνωμοσύνης», παραπέμποντας στόν Θουκυδίδη πού ἔλεγε «τόν γάρ μή ὄντα (τόν νεκρό) ἅπας εἴωθεν (συνηθίζεται) ἐπαινεῖν». Ὁ \’Ἀγγλος πολιτικός Ντισραέλι ἔλεγε γιά τήν «ἑλληνική ἀχαριστία πώς «μετά τόν θάνατο τοῦ Ὁμήρου ἑπτά πόλεις διεκδικοῦσαν τήν καταγωγή του, ἐνῶ ὅταν ζοῦσε, εἶχε περάσει καί ἀπό τίς ἑπτά ζητιανεύοντας γιά λίγο ψωμί». Ὁ Ἀμερικανός φιλέλλην Χάου ἔγραφε γιά τούς συγκαιρινούς του Ἕλληνες, κρίση πάντα ἐπίκαιρη: «Ἕνας σεμνός ἄνθρωπος σ\’ ὁποιαδήποτε χώρα – ἄς εἶναι τά προσόντα του ἤ οἱ ἀξιοσύνες τοῦ ὅ,τι εἶναι – παραμερίζεται μόνο προσκαίρως, στήν Ἑλλάδα ὅμως γιά πάντα». Ἐμποτισμένος ὁ ἴδιος μέ τίς νωπές ἀκόμη ἀρχές τῆς ἀμερικάνικης ἐπαναστάσεως, ὑπογραμμίζει τήν ὑπερβολική δύναμη τῶν πλουσίων καί τήν ἐπιρροή τους στήν Ἑλλάδα (αὐτά πρίν ἀπό δύο αἰῶνες περίπου): «ὁ πλοῦτος σέ ὅλες τίς χῶρες τοῦ κόσμου δίνει σ\’ ἐκεῖνον, πού τόν κατέχει, τιμή καί ὑπόληψη, χωρίς ὅμως αὐτό νά εἶναι ἀπαραίτητο, ἐνῶ στήν Ἑλλάδα ὁ πιό παλιάνθρωπος καί ἀνόητος, ἄν ἔχει χρήματα, μπορεῖ νά ἀπολαύσει ὅ,τι ἐπιθυμεῖ καί νά διευκολυνθεῖ στήν ἄνοδό του». (Χάου, «ἡμερολόγιο» σελ. 35). Νά σημειώσουμε στό σημεῖο αὐτό τό ρηθέν τοῦ Οὐγκῶ πώς ὁ Θεός ἔπλασε τά κτήνη (τά ζῶα), ἡ κτηνωδία ὅμως – καί τέτοιο εἶναι ἡ ἀχαριστία- τήν «ἐφηῦρε» ὁ ἄνθρωπος πού εὐεργετήθηκε καί ἡ σάπια ψυχή του, ἡ δειλή καί ἀγενής, ἡ ζηλόφθονη καί γλοιώδης, προσπαθεῖ νά βλάψει τόν εὐεργέτη του. Τίς ἐπιτυχίες, τήν ἄνοδο τοῦ εὐεργέτη του σέ ὁποιοδήποτε τομέα τίς αἰσθάνεται σάν ὀγκόλιθους πού ἐκσφενδονίζονται στό κεφάλι του καί σάν νέα σμίκρυνση τῆς μηδαμινότητάς του. Τοῦ κατατρώγει τά σωθικά ἡ εὐεργεσία. Ἀνάμεσα στούς 12 μαθητές τοῦ Χριστοῦ βρέθηκε κι ἕνας ἀχάριστος, ἀλλά ἀπό τύψεις ἐκεῖνος – γιά τήν προδοσία- πῆγε καί κρεμάστηκε, στήν ἐποχή μᾶς ζήτημα εἶναι ἄν μέσα στούς χιλιάδες εὐεργετημένους θά βρεθεῖ ἕνας εὐγνώμων.

Μετριότητες, ὑπομετριότητες καί ἀνθυπομετριότητες πού ἀπόχτησαν ἕνα ζευγάρι βρώμικα πόδια, ἀχάριστα ὑποκείμενα, ἀνεβαίνουν «ψηλά», λησμονώντας καί ποδοπατώντας τούς εὐεργέτες τους. Ἄνθρωποι «πού δέν τούς ἤξερε οὔτε ὁ θυρωρός τῆς πολυκατοικίας τους», ἀτάλαντοι φτωχοδιάβολοι, ἐλεεινοί ἀριβίστες, συνδικαλιστές τοῦ τομαριοῦ τους, καιροσκόποι, ἀπατεῶνες καί ἀνήθικοι ἀναρριχήθηκαν σέ ἀξιώματα, μετακομίζοντας ἀπό τά νότια στά βόρεια προάστια, ξεχνώντας στήν συνέχεια εὐεργέτες καί φίλους. Γάγγραινα τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας ἡ ἀχαριστία πού ἔχει τήν πηγή της στόν φθόνο, στήν φιλαυτία, τήν φιλοδοξία, τήν φιλοπρωτία, τήν φιλαρχία καί τήν ματαιοδοξία. Ἐγωπαθής ὁ Ἕλληνας, Νάρκισσος διαρκῶς αὐτοθαυμαζόμενος μέσα στόν καθρέφτη τοῦ νοῦ καί τῆς ψυχῆς του. «Γιατί αὐτός καί ὄχι ἐγώ» ἡ συνηθισμένη τοῦ φράση. Συναντᾶ ἄνθρωπο μέ ἀξία, ἱκανό καί, ἤ φλυαρεῖ ἀκατάσχετα (ἐπίδειξη συνήθως ἡμιμάθειας) ἤ κρύβει τήν ἀσχετοσύνη του μέ «ἐξυπνῶδες τί ἠλίθιον μειδίαμα». Ο Ε. Λεμπέσης στό βιβλίο του μέ τίτλο «ἡ τεράστια κοινωνική σημασία τῶν βλακῶν ἐν τῷ συγχρόνω βίω» γράφει γιά τόν σοβαρό βλάκα: «πάντα δέ ἄνθρωπον κατ’ ἀρχήν ἐκφράζοντα γνώμας θεωρεῖ ἄνευ δισταγμοῦ βλάκα, κρύπτων ὁ ἴδιος ἐπιμελῶς τήν εὐφυίαν τοῦ ὄπισθεν συγκαταβατικοῦ μειδιάματος». Ἐπικρατοῦν στήν Ἑλλάδα οἱ κούφιοι καί στυγνοί, ἀληθινά βόδια, πού θέλουν νά ἐντυπωσιάσουν μέ τήν σοβαροφάνειά τους, οἱ ἀπότομοι, οἱ βάρβαροι καί οἱ συκοφάντες, ἡ λογική του «ξέρεις ποιός εἶμαι ἐγώ ρέ!». Πόσοι ἄνθρωποι τίμιοι καί μαχητικοί παραμερίζονται, γιά νά ἀκοῦμε ἤ νά βλέπουμε τούς θρασεῖς, τά καθάρματα, τά ἀλαλάζοντα κύμβαλα, τούς φαύλους καί τούς ἀχάριστους πού προσπαθοῦν νά βρίσκονται στό ἐπίκεντρό της κοινωνικῆς καί πνευματικῆς ζωῆς. «Ἡ ἀχαριστία εἶναι προνόμιο τῆς Δημοκρατίας» ἔλεγε ὁ Γεώργιος Παπανδρέου, ὁ «Γέρος», ἀναφερόμενος στούς «ἀποστάτες» πού τούς ἔκανε βουλευτές καί ὑπουργούς, τούς γέμισε λεφτά καί δόξα καί αὐτοί τόν πούλησαν «ἀντί πινακίου φακῆς». Εἶναι δύσκολο, φίλε ἀναγνώστη νά προβλέψει ὁ νομοθέτης τήν ψυχική σαπίλα, τήν ἀχαριστία. Ἄν ποινικοποιηθεῖ ἡ ἀχαριστία θά μείνει ὁ τόπος ἀκέφαλος. Θά κλείσουν βίλες, θά μείνουν κότερα, ἐλλιμενισμένα γιά χρόνους καί καιρούς, ἀστραφτερές λιμουζίνες θά ἀραχνιάσουν. Καλή κουβέντα δύσκολα θά ἀκούσεις, ἰδίως ἀπό τούς «ὁμότεχνους». Ἐκεῖ ἡ ζηλοφθονία κάνει θραύση, ἄν τύχει καί εὐεργετήσεις «συνάδελφο», ἔκανε ἐχθρό γιά ὅλη σου τή ζωή.

Θά τελειώσω μέ τό ὡραῖο αὐτό πού βρῆκα στά βιβλία καί σημείωσα: «Ὡς πότε ἄραγε τό φάντασμα τοῦ Διογένη θά ἐξακολουθεῖ νά τριγυρνᾶ μέρα μεσημέρι στίς ἀγορές τῶν ἑλληνικῶν πόλεων μέ τό φανάρι στό χέρι ζητώντας τόν ἄνθρωπο; Ὡς πότε ἡ ἐλευθερία, ἡ δικαιοσύνη καί ἡ ἀδελφοσύνη θά παραμένουν ἄπιαστα ἰδανικά».

Ἀναδημοσίευση στό LoMak\’s Blog ἀπό τή Γνώμη