Ἑβδομήντα χρόνια μετά…
Γιορτάζεις τήν Ἐθνική Ἀντίσταση τοῦ Λαοῦ μας, τραγουδᾶς «γυναῖκες Ἠπειρώτισσες», ὑψώνεις ἀμήχανα σημαῖες, χορεύεις ἀπό κεκτημένη συνηθειαστις πλατεῖες… Φέτος ὅμως, δυσκολεύεσαι νά πεῖς τό «ΟΧΙ». Δέν εἴσαι σίγουρος, ἀμφιβάλλεις. Φοβᾶσαι τούς συνειρμούς, τίς πιθανές παρεξηγήσεις.Τρέμεις τίς συνέπειες…

Φέτος ὅμως, τά πράγματα δέν εἶναι ὅπως παλιά. Ἡ γιορτή δέν εἰναι πιὰ γιορτή. Μεγάλα λόγια δέν βγαίνουν ἀπ’ τό στόμα. Φειδωλή καί ντροπαλή ἡ ἐθνική σου ἀξιοπρέπεια προσποιεῖται, καμώνεται πώς γιορτάζει κάτω ἀπ’ τό αὐστηρό βλέμμα τῆς ἐπιτήρησης. Στενάχωρα ὅλα. Μέσα μας, γύρω μας, παντοῦ. «Τό ἀδιέξοδό τῆς χώρας στίς ψυχές τῶν κατοίκων της». Πατρίδα ὑποτελής καί ὑπόχρεη. Πατρίδα «πεδίο βολῆς φθηνό». Πατρίδα ἕρμαιο τῆς ἀπληστίας τῶν τοκογλύφων, τῶν ἰσχυρῶν τοῦ χρήματος, τῶν δανειστῶν πού γυρεύουν πισω τα λεφτά τους. Σέ ὑποτιμοῦν σήμερα ἄμοιρη πατρίδα μου γιά νά σέ ἀγοράσουν τζάμπα αὔριο.
Πεθαίνω σάν χώρα! Ἀκοῦς τήν κραυγή; Βλέπεις καί σὺ τὸ κακό ποὺ μᾶς βρῆκε; «Ὅποιος δέν ἔχει δεῖ ἀνθρώπους νά πεθαίνουν σφυροκοπημένοι ἀπό ἀόρατο χέρι στούς δρόμους, δέν μπορεῖ νά καταλάβει τί σημαίνει καί τί εἶναι ὁ θάνατος μιᾶς χώρας…».
Πατρίδα, κατοχή καί ἀντίσταση: κι ἄν οἱ λέξεις ἀδειάσαν μέ τά χρόνια, δέν φταῖνε οἱ λέξεις, οἱ ζωές μας ἄδειασαν! Πρίν λιποψυχήσουν οἱ λέξεις, λιποψυχεῖ τό φρόνημα τῶν ἀνθρώπων, ἡ θέληση τῶν λαῶν νά παραμείνουν ἀδούλωτοι. Ὄχι παιχνίδια μέ τίς λέξεις! Ποιός δικαιοῦται νά μιλάει στή γιορτή σήμερα γιά πατρίδα, γιά κατοχή καί ἀντίσταση; Οἱ πατριδοκάπηλοι ποὺ κάθε φορά, τήν κρίσιμη στιγμή, συνθηκολογοῦσαν μέ τόν κατακτητή; Ἤ μήπως, οἱ πολιτικές καί οἰκονομικές ἐλίτ πού ἐγκατέλειπαν τήν πατρίδα καί τό λαό τὴν ὥρα τῆς μάχης, γιά νά ἐπιστρέψουν κατόπιν ὡς ἐθνοσωτῆρες καί ἐλευθερωτές;
«Ποιός εἶναι, λοιπόν, πατριώτης;»
Ὁ Ἄρης Βελουχιώτης, τό τραγικό αὐτὸ σύμβολο τῆς Ἀντίστασης τοῦ Λαοῦ μας, ἔχει κάτι νά σοῦ πεῖ: «Ποιός εἶναι ὁ πατριώτης; Αὐτοί ἤ ἐμεῖς; Τό κεφάλαιο δέν ἔχει πατρίδα καί τρέχει νἄβρει κέρδη σ’ ὅποια χώρα ὑπάρχουνε τέτοια. Γι’ αὐτό δέ νοιάζεται κι οὔτε συγκινεῖται μέ τήν ὕπαρξη τῶν συνόρων καί τοῦ κράτους. Ἐνῶ ἐμεῖς, τό μόνο πού διαθέτουμε, εἶναι οἱ καλύβες μας καί τά πεζούλια μας. Αὐτά, ἀντίθετα ἀπό τό κεφάλαιο πού τρέχει, ὅπου βρεῖ κέρδη, δέν μποροῦν νά κινηθοῦν καί παραμένουνε μέσα στή χώρα πού κατοικοῦμε. Ποιός, λοιπόν, μπορεῖ νά ἐνδιαφερθεῖ καλύτερα γιά τήν πατρίδα του; Αὐτοί ποῦ ξεπορτίζουνε τά κεφάλαιά τους ἀπό τή χώρα ἤ ἐμεῖς ποὺ παραμένουμε μέ τά πεζούλια μας ἐδῶ;»
Ἐδῶ θά παραμείνουμε, δέ θά φύγει κανείς, κυνηγημένε απ’ ὅλους Καπετάνιε! Ἐδῶ, νά φυλᾶμε τά πεζούλια πού μᾶς ἄφησες! Θά μοιραστοῦμε ἄν χρειαστεῖ ἀκόμη καὶ τὴ φτώχεια μας, τήν ἀνάγκη, τήν ὀργή μας, μὰ δεν θά ἐγκαταλείψουμε. Γι’ αὐτό…
«Τά καράβια μου καίω / δέν θά πάω πουθενά… Κι ἄς μή μοῦ ’χεις χαρίσει ποτέ / ἕνα χάδι ὥς τώρα / πάντα ἐδῶ θά γυρνῶ ἀπό πεῖσμα καί τρέλα θά ζῶ / σέ τούτη τή χώρα / ὥσπου νά βρῶ νερό / γιατί ἀνήκω ἐδῶ.
Σταυρωμένη πατρίδα / μές στά μάτια σου εἶδα / τῆς ἀνάστασης φῶς».
(Τά καράβια μου καίω, Ν. Πορτοκάλογλου)
Πάτρα, Ὀκτώβριος 2010